Νεράιδες της Μάγδας Ματσούκα

Το όνομά μου είναι Άννι. Αρκετοί όμως με μπερδεύουν με την αδερφή μου την Μποριάννα. Βλέπετε είμαστε δίδυμες. Ίδια γαλάζια σαν τον ουρανό μάτια, ίδια ξανθά σαν στάχυα μαλλιά, ίδια λεπτά χείλη και ίδιες φακίδες. Η μητέρα μας μάς έλεγε πως οι φακίδες μας είναι σαν πιτσιλιές από νεράιδες που τις είχαν ρίξει για να πραγματοποιηθεί η ευχή της∙ να είμαστε όμορφες, δυνατές και να αγαπάμε η μία την άλλη. Πράγματι η ευχή της πραγματοποιήθηκε.
Την αδερφή μου την αγαπούσα πολύ. Ακόμα την αγαπώ. Ήμασταν συνέχεια μαζί και παίζαμε. Τα αγαπημένα μας παιχνίδια ήταν το κρυφτό, να παριστάνουμε τους ντεντέκτιβ και οι νεράιδες. Ειδικά το τελευταίο το παίζαμε συνέχεια. Ντυνόμασταν σαν νεράιδες με πολύχρωμα φτερά, που εμείς οι ίδιες είχαμε φτιάξει και ρούχα ανάλογα με την ιδιότητά μας∙ γαλάζιο για μένα, καθώς ήμουν του νερού και πράσινο για την Μποριάννα που ήταν της φύσης. Παίζαμε κυρίως στο μεγάλο αρχοντικό, όπου μέναμε, και στους κήπους του, που ήταν γεμάτοι λουλούδια και δέντρα. Είχαμε και ένα συντριβάνι στη μέση του οποίου στεκόταν το άγαλμα ενός μικρού αγγέλου. Ήταν πολύ όμορφο.
Με τους φίλους μας παίζαμε στην πλατεία ή στα πάρκα της μικρής μας πόλης, όπου πηγαίναμε με τα ποδήλατά μας, καθώς το σπίτι μας ήταν μακριά από αυτήν. Με τα παιδιά παίζαμε συνήθως κυνηγητό ή παιχνίδια με χαρακτήρες που επιννοούσαμε εκείνη τη στιγμή. Εγώ συνήθως γινόμουν πριγκίπισσα και η Μποριάννα αστυνομικός ή εξερευνήτρια. Βέβαια πολλές φορές οι φίλοι μας, και όχι μόνο, μας μπέρδευαν κι εμείς, θέλοντας να σπάσουμε πλάκα, αλλάζαμε ρόλους για να τους κοροϊδέψουμε. Μόνο η μητέρα είχε ένα μαγικό, δικό της τρόπο να μας ξεχωρίζει.
Καθώς όμως μεγαλώναμε, η Μποριάννα είχε αρχίσει να αλλάζει. Συχνά έφευγε χωρίς εμένα, περιπλανιόταν στους κήπους μόνη της, καθόταν διάβαζε πάρα πολύ και είχε χάσει το ενδιαφέρον της για τις νεράιδες. Εγώ είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας μας, αντί να σταθεί δίπλα μου, εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο. Μόνη μου, δεν ήξερα τι θα έκανα.
Ένα πρωί αποφάσισα να της μιλήσω. Καθόταν στην μεγάλη βιβλιοθήκη με τις πράσινες κουρτίνες και τα πορτραίτα των παππούδων μας και διάβαζε. Μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφερα να την πείσω να κατεβεί μαζί μου στον κήπο. Της είπα πως ένιωθα μόνη μου, ότι την χρειαζόμουν κοντά μου και πως την αγαπούσα πολύ. Όσο εγώ όμως μιλούσα, εκείνη κοιτούσε το κενό και δεν μου έδινε σημασία. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η απάθεια. Με είχε εκνευρίσει πολύ, που την έσπρωξα ελαφρά, ρωτώντας αν με άκουγε.
Η Μποριάννα παραπάτησε, γλίστρησε σε κάτι νερά γύρω από το συντριβάνι και έπεσε πάνω στο μάρμαρο. Αίμα άρχισε να κυλά από το κεφάλι της και δεν ξυπνούσε. Πανικοβλήθηκα. Την ταρακουνούσα, φώναζα, αλλά δεν ξυπνούσε. Τις φωνές μου άκουσε η μαγείρισσα και ήρθε τρέχοντας. Με βρήκε σε κατάσταση σοκ. Αφού με ρώτησε για το τι είχε συμβεί, με έστειλε στο σπίτι να ειδοποιήσω τον γιατρό. Η μαγείρισσα σήκωσε την Μποριάννα, την πήγε στο δωμάτιό της και περιμέναμε τον γιατρό. Όσο ήταν ο γιατρός στο σπίτι, εμένα μου είχαν απαγορέψει να μιλήσω και να μπω στο δωμάτιο της αδερφής μου. 'Ηθελα να της ζητήσω συγγνώμη, να της εξηγήσω πως δεν ήθελα να της κάνω κακό. Όταν βγήκε ο γιατρός, μου είπε πως για λίγο καιρό θα έπρεπε να φύγω από το σπίτι, να πήγαινα να μείνω στην μεγάλη πόλη με την αδερφή του πατέρα μου, μέχρι να γινόταν καλά η Μποριάννα. Υπάκουσα, χωρίς να ρωτήσω το γιατί. Μου ήταν αδύνατον να αντιδράσω από την θλίψη. Ποτέ δεν έμαθα τον πραγματικό λόγο που με έδιωξαν. Μου είχαν πει πως ήταν για το καλό μου.
Όσο έλειπα, για αρκετό καιρό, ρωτούσα για την κατάσταση της Μποριάννας και μου απαντούσαν πως καλυτέρευε. Μου έλειπε πολύ και ήθελα να την δω. Μου έλειπαν και οι φίλοι μου. Έτσι ένα πρωί είπα πως θα πήγαινα βόλτα με το ποδήλατο και το έσκασα. Έτρεχα σαν μανιασμένη. Έφτασα στο μεγάλο σπίτι μας το βράδυ. Ευτυχώς δύο καλοί άνθρωποι που γυρνούσαν από τα χωράφια τους, με είχαν βοηθήσει να βρω τον δρόμο μέσα στη νύχτα, ειδάλλως θα χανόμουν.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και δεν έβλεπα καλά. Χτύπησα το κουδούνι, αλλά κανείς δεν άνοιξε. Πήγα στο σπιτάκι του κηπουρού∙ έρημο. Επέστρεψα στο σπίτι μας και μπήκα από την πίσω πόρτα, που επίτηδες είχαμε χαλάσει εγώ και η αδερφή μου για να το σκάμε κρυφά. Ευτυχώς δεν την είχαν επισκευάσει. Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Που είχαν πάει όλοι; Άναψα τα φώτα και άρχισα να φωνάζω το όνομα της αδερφής μου. Έψαξα παντού, σε όλα τα δωμάτια, αλλά δεν την βρήκα πουθενά. Σκέφτηκα πως τέτοια ώρα της άρεσε να κάθεται στον κήπο και να απολαμβάνει την δροσιά.
Φτάνοντας εκεί, είδα δίπλα από το συντριβάνι ένα καινούργιο άγαλμα χτισμένο, πάλι ενός αγγέλου, κοριτσιού αυτή τη φορά. Εκεί βρήκα την αδερφή μου. "Μποριάννα" φώναξα και έτρεξα κοντά της. Δεν απάντησε. Την πήρα μαζί μου στο σπίτι με το ζόρι και την οδήγησα στο δωμάτιό της. Κάτω από το φως της λάμπας την περιεργάστηκα καλύτερα. Είχε αλλάξει. Ήταν υπερβολικά αδύνατη σαν σκελετός, χλωμή σαν πεθαμένη και στα μάτια της είχαν ζωγραφιστεί μαύροι κύκλοι. Μέχρι και τα μαλλιά της είχαν χάσει την λάμψη τους. Μπορεί να ήταν διαφορετική, αλλά πάντα θα παρέμενε η αδερφή μου. Την αγκάλιασα σφιχτά και της είπα όσα είχαν γίνει όσο έλειπα. Της είπα πως την αγαπούσα πολύ και πως τώρα δεν θα μας χώριζε ποτέ ξανά κανένας. Εκείνη δεν μίλησε. Πάντα ήταν πιο λιγομίλητη από εμένα. Της υποσχέθηκα πως το επόμενο πρωί θα ντυνόμασταν νεράιδες για να θυμηθούμε τα παλιά. Έδωσα ένα φιλί στο αδυνατισμένο μάγουλο της και με πήρε ο ύπνος με το χαμόγελο στα χείλη.
Την επόμενη μέρα πέρασα καταπληκτικά με την αδερφή μου. Ντυθήκαμε νεράιδες και παίξαμε στο δωμάτιό της γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει, μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα αστεία που κάναμε στην μητέρα μας αλλά και στην μαγείρισσα, η οποία μας κατσάδιαζε, αλλά ύστερα μας έδινε κρυφά σοκολάτες. Φώναξα μέχρι και τα παιδιά να έρθουν να παίξουν μαζί μας. Για κάποιο περίεργο λόγο όμως τρόμαξαν και με απέφυγαν. Στην Μποριάννα είπα πως είχαν δουλειά εκείνη τη μέρα, για να μην στεναχωρηθεί.
Η διασκέδαση κράτησε για λίγο. Το απόγευμα ήρθε ο γιατρός μαζί με τον άντρα της θείας μου να με βρουν. Με κατσάδιασαν που το είχα σκάσει από το σπίτι. Έμειναν άναυδοι με αυτό που είδαν. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν λιγάκι βρόμικη από το παιχνίδι. Με μάζεψαν και είπαν πως θα πήγαινα σε ένα ειδικό μέρος να με φροντίσουν. Εγώ αντιστεκόμουν και έλεγα πως δεν θα πήγαινα πουθενά χωρίς την Μποριάννα. Έκλαιγα τόσο δυνατά, που ο γιατρός αναγκάστηκε να με ηρεμήσει με κάποιο φάρμακο. Ζαλίστηκα και λιποθύμησα.
Όταν ξύπνησα, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Κάποιος με είχε καθαρίσει και δεν είχα πια χώματα πάνω μου, ούτε στα νύχια μου. Σηκώθηκα και έψαξα την Μποριάννα. Δεν ήταν στο δωμάτιό της. Κατέβηκα στον κάτω όροφο. Ο γιατρός και ο θείος καθόντουσαν στο σαλόνι και έπιναν λικέρ, συζητώντας κάτι για μένα και για ιδρύματα. Αθόρυθα τους προσπέρασα χωρίς να με προσέξουν και βγήκα έξω. Πήγα στον κήπο με τα δύο αγάλματα∙ αυτό του συντριβανιού και αυτό του μεγάλου αγγέλου. Η Μποριάννα ήταν εκεί. Έβαλα τα κλάματα και άρχισα να φωνάζω. Την είχαν βάλει ξανά πίσω στον τάφο της.


Μάγδα Ματσούκα