Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 12)


Το βράδυ η Νοέλια δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Τα γεγονότα εκείνης της μέρας στοίχειωναν το μυαλό της. Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ο Λεονάρντο την είχε κοροϊδέψει, αλλά η αλήθεια την κοίταζε κατάματα και δεν μπορούσε παρά να την αποδεχτεί. Γνώριζε όλα τα μοντέλα του οίκου μόδας Ριντέλ και ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε καμία με το όνομα Τζέσικα.
Επιπλέον, αν κάποιο μοντέλο ήταν συγγενής με το αφεντικό, θα το γνώριζαν όλοι. Της είχε πει ψέματα.
  Είχε σηκωθεί αρκετές φορές αποφασισμένη να πάει να τον βρει, αλλά κάθε φορά μετάνιωνε και επέστρεφε στο κρεβάτι. Ίσως ήταν καλύτερα να υποκρινόταν ότι δεν γνώριζε τίποτα και να έκανε μια μικρή έρευνα το πρωί στον οίκο. Έπρεπε να επικοινωνήσει με κάποιον δικό της, έπρεπε να βρει κάποιον για να την ελευθερώσει από αυτή την δυσμενή θέση. Δεν άντεχε άλλο εκεί μέσα, φυλακισμένη. Η σκέψη και μόνο ότι θα έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της με έναν απατεώνα, τη σκότωνε.
   Κάποια στιγμή, γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα, αποφάσισε να παίξει με την τύχη της και να βγει απ’ το δωμάτιο. Είχε εξερευνήσει αρκετά το σπίτι για να ξέρει που βρισκόταν και πόση απόσταση την χώριζε από την εξώπορτα. Βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν σκόπευε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο απόδρασης, αλλά απλά να βρει ένα τηλέφωνο. Έτσι, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, φόρεσε ένα μακρύ παλτό που βρήκε στην ντουλάπα και βρήκε απ’ το δωμάτιο.
  Ήξερε ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εμφανιστεί κάποιος, αλλά ήλπιζε για μια φορά στη ζωή της να στεκόταν τυχερή. Προχώρησε αργά μέσα στο σκοτεινό διάδρομο κι έπειτα ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Περιέργως δεν είχε καθόλου άγχος ή φόβο, μόνο ένα ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στήθος. Κατευθύνθηκε προς την πρώτη πόρτα αριστερά και παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή, μπήκε μέσα.
  Ήταν σκοτεινά, αν και ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ξεπροβάλει πίσω απ’ τα βουνά, δίνοντας λίγο χρώμα στη μαυρίλα της νύχτας. Ευτυχώς, η Νοέλια είχε μπει στο γραφείο του Λεονάρντο λίγο πριν πάει για ύπνο μαζί με την Λάνα για να πάρει κάτι χαρτιά, και τώρα ήξερε ακριβώς που βρισκόταν το τηλέφωνο.
  Κράτησε την αναπνοή της και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθμό της φίλης της. Έβαλε το ακουστικό στο αυτί και περίμενε. Σε παρακαλώ, σήκωσέ το… προσευχήθηκε, αλλά δίχως ανταπόκριση. Χτυπούσε και ξαναχτυπούσε, αλλά κανείς δεν το σήκωνε. Σίγουρα η Έμμα κοιμόταν, αλλά είχε πιστέψει ότι θα ξυπνούσε με τον ήχο και τώρα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση και δυστυχία.
  Άφησε το τηλέφωνο στη θέση του και προσπάθησε να αποφασίσει αν έπρεπε να πάρει τον πατέρα της ή όχι. Όσο κι αν δεν ήθελε, απ’ το μυαλό της περνούσε η σκέψη ότι εκείνος κρυβόταν πίσω απ’ όλα. Και το χειρότερο ήταν ότι φοβόταν πως αν πράγματι είχε διοργανωθεί από εκείνον όλη αυτή η πλεκτάνη, με ένα τηλεφώνημα θα μπορούσε να θέσει τον Λεονάρντο σε κίνδυνο. Ήταν πολύ ανόητη, το γνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να εμποδίσει το μυαλό και την καρδιά της απ’ τον να λειτουργούν έτσι. Αναστέναξε και απογοητευμένη, βγήκε απ’ το δωμάτιο.
  Περπατούσε χαμένη στις σκέψεις της, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να την αρπάζει απότομα απ’ το μπράτσο και να την τραβάει προς τα πίσω. Μια έκπληκτη κραυγή βγήκε απ’ τα χείλη της και πριν καν το καταλάβει, ένα δεύτερο χέρι τυλίχτηκε γύρω απ’ το στόμα της.
  «Βοήθεια» προσπάθησε να φωνάξει, αλλά ακούστηκε περισσότερο σαν μουγκρητό. Αμέσως άρχισε να κουνιέται μανιασμένα για να απωθήσει τα χέρια από πάνω της, αλλά αυτός που την κρατούσε ήταν πολύ δυνατός.
  «Μην αντιστέκεσαι, κούκλα» άκουσε τη βραχνή φωνή του άντρα. Δεν την αναγνώρισε, αλλά ήταν σίγουρη ότι την είχε ξανακούσει.
  Ο άγνωστος την έσυρε βίαια προς τα πίσω, ώσπου μπήκαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η Νοέλια συνέχισε να παλεύει με όλη της τη δύναμη για να ελευθερωθεί, αλλά η νίκη της έμοιαζε ακατόρθωτη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, την είχε ρίξει στο κρεβάτι και την είχε ακινητοποιήσει με το σώμα του. Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε ξεκάθαρα το πρόσωπό του. Ήταν το τσιράκι του Λεονάρντο, αυτός που την πρόσεχε στο γραφείο.
  «Φαντάζομαι το αφεντικό δεν θα έχει κάποιο πρόβλημα» της ψιθύρισε πριν αρχίσει να ξεκουμπώνει το παλτό της. Ένιωσε το χέρι του να αγγίζει το μηρό της καθώς προσπαθούσε να φτάσει σε πιο απόκρυφα σημεία.
  Η Νοέλια ήταν στα πρόθυρα δακρύων. Εξακολουθούσε να μάχεται κουνώντας χέρια πόδια, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει την προσπάθεια, όταν το χέρι του άντρα έφυγε απ’ το στόμα της, δίνοντας της τη δυνατότητα να φωνάξει. Δεν έχασε χρόνο.
  «Βοήθεια!» ούρλιαξε και τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί στις άκρες των ματιών της, αυλάκωσαν τα μάγουλά της.
  «Σκάσε!» γρύλισε εκείνος και σηκώνοντας το χέρι του, την χαστούκισε. Ο πόνος δεν διαπέρασε μόνο το μάγουλό της, αλλά και ολόκληρο το σώμα της. Ο άντρας κατάφερε να την κάνει να σωπάσει. Σφράγισε τα βλέφαρά της και προσπάθησε να ηρεμίσει, ώστε να βρει το κουράγιο να παλέψει ξανά.
  «Τώρα θα το βουλώσεις θέλεις δε θέλεις» της είπε ο άλλος αφού έσκισε το σεντόνι στα δύο και με το ένα κομμάτι της έδεσε το στόμα. Αμέσως, ο εφιάλτης της άρχισε ξανά. Το χέρι του πέρασε πάνω απ’ το στήθος της και τα χείλη του βρέθηκαν στο λαιμό της.
  Η Νοέλια εξακολουθούσε να έχει τα μάτια κλειστά, αλλά ένιωθε τα δάκρυα της να ξεφεύγουν και να κυλούν αβίαστα στα μάγουλά της. Η αναπνοή της έβγαινε ακανόνιστη. Ήθελε να πεθάνει.
  Και έτσι ξαφνικά, όλα σταμάτησαν. Ο άντρας εξαφανίστηκε από πάνω της. Δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια της, αλλά άκουγε θόρυβο, φωνές. Κάποιοι μάλωναν. Κατάφερε να διακρίνει τη βαριά φωνή του Λεονάρντο. Ανακούφιση. Αυτό ένιωσε.
  «Θα σε σκοτώσω κάθαρμα!» ακούστηκε πρώτα κι έπειτα μια κραυγή. Ακόμη όμως, η Νοέλια κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Φοβόταν να τα ανοίξει. Κουλουριάστηκε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Το σώμα της έτρεμε και τρανταζόταν.
  «Σταματήστε, θα τον σκοτώσετε». Η Λάνα. Μεγαλύτερη ανακούφιση πλημμύρησε τη Νοέλια.
  Ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος κι έπειτα όλα σίγησαν. Τι συνέβη, αναρωτήθηκε, αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει. Φοβόταν ότι ο άντρας θα επέστρεφε για να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε.
  Πέρασαν δύο δευτερόλεπτα, τρία, τέσσερα, πέντε.
  «Νοέλια;» η φωνή του Λεονάρντο ήχησε σαν ψίθυρος στα αυτιά της.
  Το χέρι του άγγιξε το μάγουλό της καθώς της έβγαζε το ύφασμα απ’ το στόμα, κι εκείνη ρίγησε. Αισθάνθηκε έντονα την παρόρμηση να φύγει μακριά του, αλλά δεν το έκανε. Απλά τραβήχτηκε λίγο και συνέχισε να κλαίει ηχηρά.
  «Νοέλια…» επανέλαβε εκείνος, «ηρέμισε. Είναι εντάξει τώρα».
  Κι όμως δεν ήταν. Η ζωή της είχε μετατραπεί σε κόλαση. Ήταν καταδικασμένη.
  «Κύριε, καλύτερα να την αφήσουμε λίγο να ηρεμίσει» είπε η Λάνα.
  «Όχι» είπε σχεδόν αμέσως εκείνος, «δεν την αφήνω μόνη».
  «Εντάξει, εγώ να πηγαίνω όμως».
  Η Νοέλια άνοιξε δειλά τα μάτια της και είδε την πόρτα να κλείνει. Το βάρος που πλάκωνε το στήθος της επιδεινώθηκε μόλις τα μάτια της συνάντησαν εκείνα του Λεονάρντο.
  «Εγώ…» άρχισε να λέει, αλλά δεν ολοκλήρωσε. Έγειρε το κεφάλι μπροστά και έμεινε έτσι.
  «Εσύ τον έβαλες;» τον ρώτησε ξαφνικά εκείνη. Ένιωθε τόσο χάλια συναισθηματικά και σωματικά. Για κάποιο λόγο ήθελε να τον πονέσει.
  Σήκωσε το κεφάλι απότομα και την κοίταξε με ένα βλέμμα, που ποτέ δεν πίστευε ότι θα έβλεπε από εκείνον. Ήταν γεμάτο έκπληξη και οδύνη.
  «Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» την ρώτησε δύσπιστα.
  Δεν απάντησε. Απέστρεψε το βλέμμα της και προσπάθησε να συγκρατήσει το επόμενο κύμα δακρύων. Ο Λεονάρντο όμως δεν το άφησε να περάσει έτσι, την άρπαξε απ’ τον καρπό. Δεν κατάλαβα ούτε η ίδια γιατί, αλλά αμέσως άρχισε να τσιρίζει και να σέρνεται μακριά του, λες και σκόπευε να την σκοτώσει. Το ίδιο γρήγορα πετάχτηκε εκείνος όρθιος. Την κοίταξε πανικόβλητος.
  «Συγγνώμη» είπε βάζοντας τα χέρια μπροστά του σε μια κίνηση που κάνει κάποιος για να ηρεμίσει ένα άγριο ζώο.
  Η Νοέλια πάλεψε με τον ίδιο της τον εαυτό για να ηρεμίσει. Οι επιπτώσεις αυτού που έζησε πριν λίγη ώρα, άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους. Τα δάκρυα έτρεξαν καυτά στα μάγουλά της. Η ιδέα του να αυτοκτονήσει, δεν φαινόταν και τόσο κακή  πλέον.
  Ο Λεονάρντο κατέβασε τα χέρια και την πλησίασε ξανά.
  «Σου ορκίζομαι, Νοέλια, δεν θα έβαζα ποτέ κανέναν να σου κάνει κάτι τέτοιο. Και ξέρω ότι ίσως θεωρείς πως εγώ το διοργάνωσα όλο αυτό επειδή σε είχα φιλήσει, σε μια όχι και τόσο φιλική στάση, αλλά θέλω να ξέρεις πως ποτέ, μα το Θεό, ποτέ δεν θα σου έκανα κάτι τόσο απάνθρωπο».
  Με ένα και μόνο κοίταγμα των ματιών του, ήξερε πως έλεγε την αλήθεια.
  «Εντάξει» τραύλισε.
  Ο Λεονάρντο αναστέναξε. «Θέλεις να σε πάω στο δωμάτιο σου;» τη ρώτησε απαλά.
  «Ναι» είπε, αν και τόσο σιγανά που δεν ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει.
  «Θέλεις να σε κουβαλήσω;».
  Έγνεψε. Παρά τα όσα έγιναν, η ιδέα του να βρεθεί στην αγκαλιά του δεν ήταν και τόσο άσχημη.
  «Ωραία λοιπόν» είπε. Πήγε κοντά της και πέρασε απαλά τα χέρια του γύρω της. «Πάμε».
***
Ο Λεονάρντο την άφησε απαλά πάνω στο στρώμα και δίχως να πει τίποτα, έκανε να φύγει. Μπορεί να νόμιζε ότι κοιμήθηκε ή ότι ήθελε να την αφήσει ήσυχη, κάτι που φυσικά εκείνη δεν επιθυμούσε.
«Λεονάρντο...» είπε σιγανά. Εκείνος σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει, τα μάτια του έμοιαζαν απίστευτα κουρασμένα.
Περίμενε να πει κάτι, αλλά εκείνος απλά την κοίταζε. Έδειχνε να βρίσκεται χαμένος στις σκέψεις του.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε. Δεν απάντησε, αλλά έκανε κάτι που εκείνη δεν περίμενε. Πλησίασε το κρεβάτι και γονάτισε δίπλα της. Την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια και είπε: «Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά».
Η Νοέλια έγνεψε μπερδεμένη.
«Πιστεύεις πως εγώ τον έβαλα να... να σε πειράξει;».
Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Δεν ήταν ότι δεν ήξερε τι να πιστέψει, ή ότι αμφέβαλε για τα λεγόμενά του. Απλά είχε εκπλαγεί με την ανασφάλεια του. Για έναν άντρα με τόσο μεγάλη εξουσία, για έναν απατεώνα που λέει τόσο εύκολα ψέματα, η αμφιβολία, ο φόβος και η ανασφάλεια δεν άρμοζαν καθόλου.
«Μην ανησυχείς» τον καθησύχασε, «ξέρω, πως παρά τα ψέματα που μου έχεις πει και τη δυστυχία που μου έχεις δώσει, αυτή τη φορά είσαι ειλικρινής και αθώος».
Πήγε να μιλήσει, αλλά τον πρόλαβε. «Επίσης ξέρω, ότι ενώ αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να σε αφήσω να φύγεις, εγώ θέλω να σου πω να μείνεις. Και επειδή ξέρω ότι αναρωτιέσαι γιατί... είναι ότι απλά φοβάμαι και για κάποιο λόγο εσύ με κάνεις να νιώθω προστατευμένη».
Ο Λεονάρντο την κοιτούσε ανέκφραστος, με μόνη ένδειξη των ανάμεικτων συναισθημάτων του, το σφίξιμο των χεριών του.
«Θέλεις να μείνω εδώ;» τη ρώτησε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, στην διάρκεια των οποίων έμοιαζε να σκέφτεται τα λόγια της.
Η Νοέλια έγνεψε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Ευτυχώς το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο και δεν θα μπορούσε να δει τα κόκκινα μάγουλά της. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά μάλλον ένιωθε ντροπή λόγω της έκβασης των γεγονότων. Πριν λίγη ώρα παρά λίγο να τη βιάσει ο άντρας που υποτίθεται πως την πρόσεχε και τώρα εκείνη σχεδόν φλέρταρε με έναν ψεύτη που της κατέστρεψε τη ζωή. Ήταν τόσο γελοίο.
«Ωραία λοιπόν» είπε, «κάνε μου λίγο χώρο».
Η Νοέλια σάστισε. «Τι;» σχεδόν αναφώνησε. Ήθελε να ξαπλώσει μαζί της στο κρεβάτι;
«Ω, έλα τώρα, δεν νομίζω πως θα είναι και η πρώτη φορά». Χαμογελούσε! Ναι, χαμογελούσε με εκείνο το εκνευριστικό αυτάρεσκο χαμόγελό του.
«Αποκλείεται» του είπε κατηγορηματικά.
«Εσύ μου είπες να μείνω» αντέτεινε εκείνος.
«Δεν εννοούσα να κοιμηθούμε μαζί!».
«Τότε τι εννοούσες; Δεν πιστεύω να θέλεις να κοιμηθώ στην πολυθρόνα, μεγάλος άνθρωπος;». Το χαμόγελο παρέμενε κολλημένο στα χείλη του, σαν μια συνεχή υπενθύμιση ότι το διασκέδαζε. Διασκέδαζε γιατί του άρεσε να την κοροϊδεύει.
«Μεγάλος άνθρωπος; Σοβαρά; Σιγά μην είσαι και ενενήντα ετών με το ένα πόδι στον τάφο» τον ειρωνεύτηκε.
Ο Λεονάρντο πήρε μια έκπληκτη έκφραση, καλύπτοντας το στόμα του με το δεξί του χέρι και έπειτα έσκασε στα γέλια. Η Νοέλια προσπάθησε να παραμείνει σοβαρή, αλλά το γέλιο του ήταν ξεκαρδιστικό από μόνο του και έτσι δεν κατάφερε να μείνει αμέτοχη για πολύ.
«Είσαι πολύ ανόητος» είπε ανάμεσα στα γέλια της.
«Και εσύ πολύ όμορφη όταν γελάς, γι' αυτό λέω να παραμείνω ανόητος για λίγο ακόμα».
Η Νοέλια σοβάρεψε αμέσως, το ίδιο κι εκείνος. Είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι και τα πρόσωπό τους είχαν έρθει σχεδόν στην ίδια ευθεία. Μικρή η απόσταση για να ενωθούν τα χείλη τους, αλλά μεγάλη κίνηση για να την κάνει εκείνη. Ήταν πολύ δειλή. Αποτραβήχτηκε και ακούμπησε στo πάνω μέρος του κρεβατιού.
«Προσπαθείς να με κάνεις να ξεχαστώ» του είπε δίχως να τον κοιτάξει.
Τον άκουσε να αναστενάζει. «Ναι, θέλω να σε κάνω να ξεχάσεις ό,τι έγινε απόψε με εκείνο το κάθαρμα. Θέλω όμως να σε κάνω και να αλλάξεις γνώμη για μένα. Ειλικρινά, δεν μ' αρέσει καθόλου που με θεωρείς έναν ψεύτη. Κανονικά εσύ είσαι αυτή που είπε ψέματα ...αλλά βλέπεις ότι προσπαθώ να το ξεχάσω, να σε αθωώσω».
«Ορίστε;». Τι έλεγε; Πως μπορούσε να την κοροϊδεύει έτσι; Με ποιο τρόπο ακριβώς προσπαθούσε να την αθωώσει, όταν εκείνος ήταν υπεύθυνος για όλα; «Εγώ είπα ψέματα; Εσύ είσαι αυτός που έπλασε ένα τεράστιο ψέμα σήμερα για να τη βγάλει καθαρή!».
Ο Λεονάρντο σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει μέσα στον κλειστό χώρο. «Δεν έπλασα κανένα ψέμα, Νοέλια!» της φώναξε.
«Α ναι, ε; Τότε για πες μου, γιατί δεν υπάρχει κανένα μοντέλο με το όνομα Τζέσικα στον οίκο μόδας Ριντέλ; Και μην τολμήσεις να με βγάλεις τρελή ή ψεύτρα γιατί ειλικρινά τίποτα πια δεν θα με εμποδίσει απ' το να ανακαλύψω την συνωμοσία που διοργάνωσες με τον “κύριο” Στίβενσον!».
Σταμάτησε απότομα και την κοίταξε έντονα. Αν το βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει, τότε θα ήταν σίγουρα νεκρή.
«Δεν ξέρεις τι λες» είπε σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις.
«Ξέρω πολύ καλά τι λέω, Λεονάρντο. Το μόνο που θέλω είναι δικαιοσύνη και ελευθερία! Πες μου τι γίνεται, μίλησέ μου και άσε με να φύγω...».
Τα μάτια της βούρκωσαν, αλλά έδιωξε τα δάκρυα βλεφαρίζοντας. Για μια στιγμή πίστεψε πως ο εχθρικός άντρας που στεκόταν απέναντι της, μπορούσε να γίνει γλυκός και στοργικός. Πάντα έβγαζε λάθος συμπεράσματα και εμπιστευόταν λάθος ανθρώπους, θα ήταν παράξενο αν αυτή τη φορά ήταν σωστή.
«Εντάξει» της είπε, «πράγματι είπα ψέματα σήμερα. Όμως στα αλήθεια, η ανταλλαγή δεν έχει να κάνει με εσένα».
«Στα αλήθεια; Πως μπορώ να πιστέψω οτιδήποτε κι αν μου πεις από εδώ και πέρα; Νόμιζα πως ήσουν κι εσύ ένα θύμα! Γιατί; Πες μου γιατί μου το κάνεις αυτό;».
Κάτι φάνηκε να αλλάζει στην όψη του, η έκφραση του μαλάκωσε. Ήταν λες και κάτι στα λόγια της τον άγγιξε.
«Λυπάμαι...δεν φταίω εγώ» ήταν το μόνο που είπε, πριν βγει απ' το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές.
***
Πέρασαν δύο εβδομάδες από εκείνο το βράδυ. Η Νοέλια δεν επέστρεψε αμέσως στη δουλειά, αλλά παρέμεινε λίγες μέρες στο σπίτι, έπειτα από διαταγή του Λεονάρντο φυσικά, για να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει. Η επιστροφή της βέβαια ως γραμματέας δεν βελτίωσε τη σχέση τους, ούτε μείωσε τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσά τους. Αντιθέτως, η κατάσταση μεταξύ τους είχε οξυνθεί και η δουλειά μαζί του είχε γίνει δύσκολη και κουραστική. Επιπλέον, η Νοέλια δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει τίποτα καινούργιο και το πρώην αφεντικό της δεν είχε ξανακαλέσει, με αποτέλεσμα να νιώθει ηττημένη και απογοητευμένη. Το μόνο θετικό ήταν ότι είχε αποκτήσει μια σύμμαχο: Τη Λάνα. Η νεαρή υπηρέτρια άκουσε με υπομονή την ιστορία της Νοέλια και δέχτηκε πρόθυμα να τη βοηθήσει, με το να συλλέγει πληροφορίες. Μια μικρή σπίθα είχε ανάψει μέσα της και διατηρούσε τις ελπίδες της αναπτερωμένες. Ώσπου μια μέρα, όλα όσα ήξερε ή πίστευε, ανατράπηκαν.
Ήταν ένα βράδυ στο γραφείο. Η Νοέλια τσέκαρε για τρίτη φορά τη λίστα με τους καλεσμένους της επίδειξης για την ανοιξιάτικη κολεξιόν που ήταν προγραμματισμένη να γίνει σε δύο εβδομάδες, όταν είδε μια ξανθιά καλλονή να πηγαίνει κουνιστή λυγιστή προς το μέρος της. Το μικροσκοπικό φόρεμα που φορούσε ίσα που κάλυπτε τα απαραίτητα και οι δωδεκάποντες γόβες, έκαναν τα μακριά της πόδια να δείχνουν εντυπωσιακά.
Πλησιάζοντας το γραφείο όπου καθόταν η Νοέλια, έβγαλε το τζάκετ που φορούσε και το έτεινε προς το μέρος της.
«Κρατάς λίγο για να φτιάξω τα μαλλιά μου;» τη ρώτησε, καρφώνοντας τα καταγάλανα μάτια της στα σκούρα πράσινα δικά της.
Η Νοέλια είχε απομείνει να την κοιτάζει μη ξέροντας τι να απαντήσει. Τι την πέρασε, κρεμάστρα;
«Ναι, βέβαια» είπε ευγενικά και το πήρε απ' τα χέρια της.
Κοιτούσε αδιάφορα την κοπέλα να περνάει επιδέξια ένα χρυσό τσιμπιδάκι κάπου πίσω στα φουντωτά μαλλιά της. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν ή τι δουλειά είχε εκεί πέρα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι την καθυστερούσε και έπρεπε σύντομα να φύγει.
«Ευχαριστώ, γλυκιά μου» της είπε, παίρνοντας πίσω το τζάκετ της και δίχως να ρωτήσει, κατευθύνθηκε προς την πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του Λεονάρντο.
«Μισό λεπτό! Που πηγαίνετε;», έτρεξε ξοπίσω της. «Πρέπει να ειδοποιήσω πρώτα».
«Μην ανησυχείς, ο Λέο με περιμένει». Λέο;
«Εμένα όμως δεν με ενημέρωσε, γι' αυτό καλύτερα να περιμένετε λίγο για να τον ειδοποιήσω» της είπε. Για κάποιο λόγο είχε αρχίσει να θυμώνει.
«Δεν χρειάζεται σου λέω» επέμεινε η άλλη και άνοιξε την πόρτα.
«Μα...» πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά είδε τον Λεονάρντο να σηκώνεται απ' τη θέση του και αποφάσισε να σταματήσει.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε, προφανώς απευθυνόμενος σε εκείνη.
«Η κυρία από εδώ επέμενε να μπει πριν σας ενημερώσω» του εξήγησε.
Τον είδε που πήγε να μιλήσει, αλλά η ξανθιά τον πρόλαβε. «Της είπα ότι με περίμενες, Λέο, αλλά δεν με άκουσε».
«Εντάξει. Νοέλια, άσε μας μόνους».
Ένα βάρος πλάκωσε το στήθος της μόλις της είπε να φύγει. Ένιωσε λες και ανάμεσα στις δύο τους, επέλεξε την ξανθιά κι εκείνη την απέρριψε.
«Μάλιστα» είπε και αποχώρησε.
Επέστρεψε στο γραφείο της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί πάλι στη λίστα. Ωστόσο, της ήταν αδύνατον να βγάλει απ' το μυαλό της το γεγονός πως πίσω από την πόρτα στα αριστερά της βρισκόταν ο Λεονάρντο με μια πανέμορφη, ξανθιά γυναίκα που σίγουρα η ίδια δεν μπορούσε να συναγωνιστεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και άνοιξε να δει τα e-mail της, στον υπολογιστή που φυσικά της είχε παραχωρήσει ο Λεονάρντο και που ο ίδιος παρακολουθούσε. Ήταν σίγουρη πως δεν είχε τίποτα καινούργιο, όταν το μάτι της έπεσε σε κάτι που δεν είχε δει πριν.
Πάτησε πάνω και άρχισε να διαβάζει.
Από: Τέιλορ Στίβενσον
Προς: Νοέλια Σαβιόνε
Θέμα: Μια αλήθεια
Ο Λεονάρντο Μελέντεζ έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στο να σε κρύβει από εμένα. Δεν σου είπα ψέματα, Νοέλια. Σε έστειλα στον οίκο μόδας Ντάστον για να αγοράσεις κάποια πολύ σημαντικά κομμάτια, όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγισα. Σε απήγαγαν για να μαζέψουν πληροφορίες για εμάς. Μην εμπιστεύεσαι τον Λεονάρντο, σε κοροϊδεύει. Η ανταλλαγή ήσουν εσύ. Δεν κατάφερα να σου μιλήσω στην επίδειξη γιατί μας έβλεπε. Ήταν κρυμμένος και περίμενε να δει αν θα το σκάσεις ή θα μείνεις εκεί. Όλα ήταν σχεδιασμένα εκείνη τη μέρα. Ξέρω ότι σε έπιασε στο ατελιέ, όπου φυλάει τα σχέδια. Ειλικρινά, πίστεψες ότι θα είχε τα πολύτιμα “διαμάντια” του αφημένα πάνω σε ένα τραπέζι, σε ένα απλό ατελιέ; Όλα είναι προμελετημένα, όλες του οι κινήσεις. Ότι ζεις μαζί του, είναι ένα μεγάλο ψέμα. Δες το σαν μια ταινία, εκείνος απλά ακολουθεί το σενάριο. Πρέπει να προσέχεις. Για την ώρα, αυτό που χρειάζεται να ξέρεις, είναι ότι σκοπεύω να σε ελευθερώσω.
Σβήσε αυτό το e-mail αμέσως μόλις το διαβάσεις.

Δέσποινα Χρ.