Τζόναθαν
Η αναμονή με σκότωνε. Ένιωθα ανήμπορος και παράξενα ευάλωτος. Η Αναλύζα μπορεί να πέθαινε και οι τελευταίες
λέξεις που τις είχα πει ήταν ότι αν ξαναερχόταν εδώ θα τη σκότωνα. Και παρόλα
αυτά, είχε έρθει, για να σώσει την επιχείρηση μου και κάποιος την είχε
μαχαιρώσει.
Δεν το είχα σκεφτεί ακόμα και όταν της είχα πει ότι δεν ήθελα να την ξαναδώ. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ήταν η επόμενη μέρα χωρίς την Αναλύζα. Ήμουν τόσο θυμωμένος που με είχε προδώσει που είχα αδιαφορήσει για τους λόγους που το είχε κάνει, είχα αδιαφορήσει για την ίδια. Και τώρα μπορεί να μην είχα την ευκαιρία να της πω ότι αν τη έχανα δεν θα ήξερα τι να κάνω με τα πόδια μου, με τα χέρια. Ένιωθα πως θα χανόμουν στο χρόνο, ένιωθα πως είχα βρεθεί σε απόσταση αναπνοής για να αποκτήσω αυτό που επιθυμούσα περισσότερο και η ηλιθιότητα θα μου το έπαιρνε.
Δεν το είχα σκεφτεί ακόμα και όταν της είχα πει ότι δεν ήθελα να την ξαναδώ. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ήταν η επόμενη μέρα χωρίς την Αναλύζα. Ήμουν τόσο θυμωμένος που με είχε προδώσει που είχα αδιαφορήσει για τους λόγους που το είχε κάνει, είχα αδιαφορήσει για την ίδια. Και τώρα μπορεί να μην είχα την ευκαιρία να της πω ότι αν τη έχανα δεν θα ήξερα τι να κάνω με τα πόδια μου, με τα χέρια. Ένιωθα πως θα χανόμουν στο χρόνο, ένιωθα πως είχα βρεθεί σε απόσταση αναπνοής για να αποκτήσω αυτό που επιθυμούσα περισσότερο και η ηλιθιότητα θα μου το έπαιρνε.
Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και πετάχτηκα από τη καρέκλα
μου. Ο γιατρός έτριβε τα χέρια του με μια πετσέτα, αναρωτήθηκα αν καθάριζε το
αίμα αλλά το δέρμα του ήταν καθαρό. Άνοιξε το στόμα του για να μου πει κάτι,
δεν πρόλαβε όμως. Ο Κάρτερ έτρεχε προς το μέρος μου. Δεν έδειχνε ανήσυχος, απλά
ανυπόμονος. Έσκυψε προς το μέρος μου.
«Η μητέρα της δεσποινίς Αναλύζας και ο αδερφός σας είναι
στην εγκαταλελειμμένη οικία. Είναι ασφαλής αλλά δεν μπορούν να έρθουν εδώ γιατί
ο Κάιν είναι έξω και τους ψάχνει. Εντόπισα τουλάχιστον δέκα άντρες κύριε, ίσως
θα ήταν συνετό να προσλάβετε και άλλα άτομα για να περιβάλουν την οικεία σας.
Τουλάχιστον για όσο καιρό... χρειαστεί. » με κοίταξε στα μάτια, έγνεψε και
απομακρύνθηκε.
«Είναι καλά; ρώτησα το γιατρό, παραμερίζοντας για λίγο από
το μυαλό μου τον απόμακρο οδηγό μου.
«Το μαχαίρι δεν πλήγωσε εσωτερικό όργανο, της έραψα την
πληγή. »
«Θα γίνει καλά γιατρέ;»
«Εάν δεν ανεβάσει πυρετό στις επόμενες 24 ώρες ναι.»
«Τι θα γίνει αν ανεβάσει;»
«Σημαίνει ότι η πληγή της έχει μολυνθεί και τότε δεν θα
μπορούμε να κάνουμε τίποτα για εκείνην»
«Τι μπορώ να κάνω;»
«Να της καθαρίζεις την πληγή κάθε έξι ώρες και να την
προσέχεις. Έχω αφήσει καθαρούς επιδέσμους . Αν συμβεί κάτι... κακό στείλε
αμέσως κάποιον να με φέρει» μου έριξε ένα συγκαταβατικό- ενθαρρυντικό βλέμμα
και πήγε να προλάβει ον οδηγό.
Άνοιξα σιγανά την πόρτα.
Η Αναλύζα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Ήταν λιπόθυμη ή απλώς κοιμόταν
αλλά ακόμα και έτσι το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο. Σαν να πονούσε. Έκατσα δίπλα της στο κρεβάτι , προσέχοντας να
είμαι αρκετά μακριά ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να την ακουμπήσω. Εντόπισα
τις γάζες , σταύρωσα τα χέρια μου και περίμενα.
Δεν ήξερα όμως. Δεν ήξερα για το τι ακριβώς περίμενα και
αυτό με τρόμαζε.
Γουίλιαμ
Κοιμόμουν βαθιά, αλλά παρόλα αυτά την άκουσα. Της είχα
παραχωρήσει ένα από τα δωμάτια στο πάνω όροφο. Της είχα ανάψει το τζάκι και της
είχα βρει στεγνές κουβέρτες. Ήμουν πολύ κουρασμένος για να προετοιμάσω ένα
υπνοδωμάτιο για εμένα και αφού είχα ήδη ανάψει το τζάκι του σαλονιού αποφάσισα
να κοιμηθώ στο καναπέ. Ύστερα από μια ώρα η Νάιλα κατέβηκε από τον πάνω όροφο,
στάθηκε λίγο από πάνω μου και ύστερα κινήθηκε προς την πόρτα.
«Μπορείς να φύγεις, δεν θα σε σταματήσω» είπα καθώς ανασηκωνόμουν. Η Νάιλα πετάχτηκε
και γύρισε να με κοιτάξει κρατώντας την καρδιά της. Η κουβέρτα έπεσε, το στέρνο μου ήταν γυμνό
αλλά δεν με ένοιαζαν τώρα οι κανόνες τυπικής συμπεριφοράς.
«Μπορείς να βγεις έξω, αδιαφορώ για το αν θα σε βρει ο Κάιν
ή όχι. Δεν θα είμαι όμως εγώ αυτός που θα εξηγήσει στην Αναλύζα γιατί η μητέρα
της είναι τόσο ξεροκέφαλη και τόσο ανυπόμονη που αγνόησε εντελώς την λογική»
Τα μάτια της άνοιξαν ελαφρώς καθώς συνειδητοποιούσε ότι την
είχα προσβάλει, ύστερα σούφρωσε τα φρύδια της και πήγε ξανά στο δωμάτιο της
μουρμουρίζοντας νευριασμένα. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης γέλασα.
Κοιμήθηκα το υπόλοιπο βράδυ χωρίς να ακούσω τον παραμικρό
ήχο.
Αγγελίνα Παντελή