Η κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 5) - "Αλλόκοτες Συμπεριφορές"

«Μα για την αγάπη του Θεού βρε μαμά!» αναστέναξε η Κάσσι. «Ναι μαμά, στο σπίτι της Σιντ ήμασταν!» Περίμενε δύο δευτερόλεπτα, πριν ξαναδιακόψει τη μητέρα της: η Άντρεα είχε εκείνη την άσχημη συνήθεια να φωνάζει τις απορίες της όταν μιλούσε στο τηλέφωνο.
«Ναι, σωστά άκουσες, είπα ήμασταν. Εγώ, η Σαμ και η Μία. Ήταν και η Τρες εκεί.» Αν και έτσι όπως το πας εγώ θα χάσω και τη λίγη ακοή που έχω. Μετά από λίγο ένευσε στον εαυτό της, λες και η μητέρα της θα έβλεπε πως συμφωνούσε με αυτό που έλεγε.
«Ναι μάνα. Η μαζορέτα. Μα το ξέρω, η μόνη που δεν είναι κότα είναι!» συμφώνησε.
«Εντάξει μαμά. Θα είμαι σπίτι στις τέσσερις και μισή για να μαγειρέψω κάτι στον Ντάνι πριν πάει δουλειά.» Σούφρωσε τα χείλη της. Ο Ντάνι χεράκια είχε, ας έκανε μια φορά ένα φαγητό μόνος του! «Ναι κι εγώ σε αγαπάω, γεια.» Και της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Τι έγινε Κάσσι; Η κυρία Άντρεα σε έβαλε να κουνηθείς λίγο και δεν είσαι πρόθυμη;» Στην πόρτα της κουζίνας καθόταν η Σαμ, με εκείνο το ειρωνικό χαμογελάκι που έκανε την Κάσσι να θέλει να τη σπάσει στο ξύλο.
«Δεν θα το συζητήσω μαζί σου, Εγκέφαλε.» Ήταν το μόνο που απάντησε το κορίτσι με τα πορτοκαλί μαλλιά, πριν κατευθυνθεί στο σαλόνι του σπιτιού της Σίντυ. «Ξέρεις τι θα πει προσωπική ζωή; Δεν χρειάζεται να είσαι όλη μέρα στο μισό μέτρο μακριά μου Σαμ. Είπαμε: κοιτάμε, δεν αγγίζουμε.» Η Κάσσι ήταν σίγουρη ότι είχε καταφέρει να εκνευρίσει τη Σαμ, και πλέον ήταν χαρούμενη.

«Οπότε τι είπε;» ρώτησε η Μία καχύποπτα μόλις είδε την Κάσσι να μπαίνει αεράτη στο δωμάτιο που είχαν μαζευτεί οι πέντε κοπέλες, ενώ η Σαμ την ακολουθούσε βγάζοντας καπνούς από τα αυτιά.


«Απλώς, μέχρι μία συγκεκριμένη ώρα θα αλωνίσω σήμερα και μετά θα πάω σπίτι να κάνω φαγητό στον αδερφούλη μου.» Ο σαρκασμός ήταν εμφανής στη φωνή της.


«Έλα ρε Κάσσι! Αδερφός σου είναι!» της πέταξε η Τρες με έναν αναστεναγμό.


«Έλα ρε Κάσσι! Αδερφός σου είναι!» μιμήθηκε απαίσια τη φωνή της Τρες, ειρωνευόμενη. Η φωνή που έκανε ήταν λες και κάποιος είχε πατήσει την ουρά ενός ποντικιού και εκείνο ούρλιαζε.


Η Τρες την αγριοκοίταξε, πριν χαμογελάσει πονηρά. «Κι όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι έχεις καθήκον να...»


«Καθήκον; Δεν έχω καμία υποχρέωση στον Νταν! Απλώς είμαι καλός άνθρωπος και του κάνω φαγητό όταν η μαμά έχει βάρδιες στο νοσοκομείο· αυτό είναι όλο! Σε λίγο καιρό θα πάει στο πανεπιστήμιο και θα πρέπει να βρει δικό του διαμέρισμα, όλη την ώρα με γρήγορα φαγητά θα τη βγάζει;» άρχισε τη λεκτική επίθεση η Κάσσι εναντίον του μεγαλύτερου αδερφού της, χωρίς εκείνος να είναι παρών.


Οι άλλες χαμογέλασαν πονηρά. «Α, ώστε αυτό είναι! Απλώς ανησυχείς για την υγεία του αδερφού σου όταν θα έχει φύγει από την κωμόπολή μας!» αναφώνησε η Σίντυ. «Έτσι εξηγείται το ότι είσαι στην τσίτα!»


«Δεν είμαι στην τσίτα.» είπε η Κάσσι. Μόνο που δεν σκότωσε τη Σίντυ με το βλέμμα της.


Σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά σε μία ένδειξη παράδοσης, η Σιντ κοίταξε τη Μία, που δεν είχε βγάλει άχνα. «Κι εσύ τι έχεις να πεις;» τη ρώτησε.


Η Μία έμεινε σιωπηλή για λίγο -ήταν η ειδικότητά της άλλωστε- και τελικά απάντησε. «Με καλύψατε. Αν και πιστεύω πως η Κάσσι έχει και κάποιο δίκιο.»


Η Κασσάνδρα άστραψε ένα χαμόγελο σε όλες, του στυλ “πάρτε τα, ακόμα και η Μία μαζί μου είναι”.


«Τέλος πάντων!» είπε η Σαμ, βάζοντας ένα τέλος στην ανούσια κουβέντα τους. «Τι θα κάνουμε σήμερα;»


«Δεν ξέρω για εσάς...» αναφώνησε η Τρες, σαν να θυμήθηκε κάτι ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Είδε το ρολόι του σαλονιού, που έδειχνε πως η ώρα ήταν εννιά και δεκατέσσερα λεπτά και σηκώθηκε σαν αστραπή από τον καναπέ όπου είχε ξαπλώσει. «Χάλια!»


«Ξέρεις, αν πεις “σκατά” δεν θα βρομίσεις κι εσύ...» μουρμούρισε η Κάσσι, και η Σαμ που ήταν δίπλα της πνίγηκε με το ίδιο της το σάλιο. Μοιράστηκαν ένα βλέμμα και συνέχισαν να παρακολουθούν.


«Τι έγινε;» ρώτησε η Σίντυ, πανικοβλημένη και η ίδια.


«Σε ένα τέταρτο έχω προπόνηση με τα κορίτσια!» Στην αναφορά των υπόλοιπων μαζορετών, η Κάσσι ξίνισε, αλλά δεν είπε τίποτα: εκείνη και η Τρες δεν ήταν και τόσο κοντά για να της πει με ποιους να κάνει παρέα.


«Σκατά!» αναφώνησε η Σίντυ.


«Έτσι μπράβο κοπέλα μου...Ευχαριστήσου το...» ξαναμουρμούρισε η Κάσσι, νιώθοντας κάπως λυτρωμένη από την κατάσταση, ενώ η Σαμ ρουθούνισε. Με αυτό κέρδισε ένα περίεργο βλέμμα από τις άλλες, ενώ η Μία ξανακοίταξε την Κάσσι, λες και ένιωσε πως αυτή ήταν η πηγή του όλου πράγματος.


«Λοιπόν, πήγαινε και βάλε μπροστά το αμάξι! Θα σε πάω εγώ!» της φώναξε η Σιντ ενώ ανέβαινε επάνω, στο δωμάτιο που κοιμήθηκαν όλες. Προφανώς πήγαινε να πάρει τα ρούχα της προπόνησης για την Τρες, ενώ η μαζορέτα γράπωσε τα κλειδιά -με όχι και τόσο γυναικείο τρόπο, όπως παρατήρησε και η Κάσσι σχεδόν γελώντας- και πήγε έξω, για να βάλει μπρος το αμάξι.


«Κι εμείς τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Σαμ. «Δεν είναι σωστό να μείνουμε εδώ ενώ η Σίντυ θα λείπει...» Η Κάσσι την είδε να νιώθει κάπως ανήσυχη, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Ή ήταν ιδέα της ή η Σαμ προσπαθούσε να το παίξει ηθοποιός.


«Θα φύγουμε.» απάντησε η Μία, αν και ήταν πιο πολύ μία ανακοίνωση.


«Εντάξει. Όταν κατέβει η Σιντ θα της το πούμε.»


«Τι να μου πείτε;» ρώτησε η ξανθιά έφηβη με το που μπήκε στο δωμάτιο.


«Λέγαμε να φύγουμε και να πάμε σπίτια μας. Ούτε εσύ ούτε η Τρες θα είστε εδώ, οπότε...» άφησε τη φράση της μετέωρη η Μία, ώστε να δώσει χρόνο στη Σιντ να επεξεργαστεί την πληροφορία.


«Α, οκέι τότε!» τους είπε χαμογελώντας. «Χίλια συγγνώμη που σας κάνω να φύγετε αλλά καλεί το καθήκον!» Έτρεξαν όλες στην πόρτα όταν είδαν ότι είχαν μόνο πέντε λεπτά για να πάει η Τρες στην προπόνηση.


«Κανένα πρόβλημα!» φώναξε η Κάσσι, ενώ μπήκε στην πίσω θέση του αμαξιού της Μία. Της άρεσε να είναι στην πίσω θέση. Δίπλα της κάθισε η Σαμ.


«Τα λέμε!» ούρλιαξε σαν χαζή η Σαμ, χαμογελώντας.


Οι άλλες κοπέλες τις χαιρέτησαν εύθυμα και είδαν το παλιό μαύρο αμάξι των γονιών της Σίντυ να φεύγει από την αντίθετη διεύθυνση του δρόμου.


Όλη αυτή την ώρα, η Μία κοίταζε τα πρόσωπά τους επίμονα από τον καθρέφτη του μπλε αμαξιού της, πριν αρχίσει να γελάει.


Οι κοπέλες γύρισαν τα βλέμματά τους προς την Μία.
«Τι κάναμε;» ρώτησαν ταυτόχρονα, με τον φόβο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους. «Απλώς κοιτάζαμε έξω!» υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Κάσσι. Η Μία γελούσε μόνο αν είχαν κάνει κάτι και ήθελε να τις σφαλιαρίσει.


Ακούγοντας τις κολλητές της, η Μία γέλασε δυνατότερα και πιο πολύ.


«Ρε γαμώτο... Είμαι πολύ παρεξηγημένη...» είπε ανάμεσα από κοφτές ανάσες.


Σκατά παρεξηγημένη είσαι: μας βαράς και αυτό δεν είναι κάποια παρεξήγηση, είναι γεγονός! Σκέφτηκε η Κάσσι, μα φυσικά δεν μοιράστηκε τη σκέψη της. Λάτρευε τη Μία, μα η τύπισσα ήταν τρομακτική και το ήξερε.


«Απλώς ήθελα να σας πω ότι...» Σοβαρεύοντας ξαφνικά, η καστανομάλλα χαλκ κοίταξε μπροστά, στον δρόμο που απλωνόταν μπροστά τους. Φαινόταν ατέλειωτος, μα η Κάσσι ήξερε πως μπορούσε να τον ακολουθήσει εφόσον είχε τις φίλες της κοντά της. «Είστε οικογένεια. Παρόλο που μερικές φορές νιώθω λες και πρέπει να παίζω τον διαιτητή...» η Μία τους χάρισε ένα σπάνιο χαμόγελο από τον καθρέφτη του οδηγού, «Το γεγονός ότι με φωνάζετε μαμά μερικές φορές είναι έμπρακτη απόδειξη ότι εσείς κι εγώ είναι γραφτό να είμαστε μαζί.» τελείωσε, και οι δύο κοπέλες στα πίσω καθίσματα άφησαν ένα επιφώνημα έκπληξης να ξεχυθεί από τα στόματά τους.


Η Μία δεν είναι έτσι. Είναι πάντα κρύα προς όλους, απαθής και... απλώς απόμακρη και συγκρατημένη. Με τι μπορεί να έχει σχέση αυτή η ξαφνική εξομολόγηση; Σκεφτόταν η Κάσσι.


Όσο περισσότερο αναρωτιόταν, τόσο πιο καθαρή γινόταν η απάντηση στο μυαλό της. Αρνήθηκε να την πιστέψει όμως.


Το χθεσινό απλούστατα δεν ήταν όνειρο. Το ζήσαμε, και ήταν αληθινό. Ως ένα σημείο, βέβαια. Το ένστικτό της βροντοφώναζε αλλά το αγνόησε.


Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Ακόμα και αν υπήρχαν τέτοια πράγματα, που δεν μπορούν να εξηγηθούν από την επιστήμη, είναι καλύτερο να παραμείνουν εκεί που είναι: στις σκιές, στο σκοτάδι και κάτω από τα κρεβάτια μας. Γιατί στις καρδιές μας δεν θα μπουν ποτέ. Απάντησε στον εαυτό της, ώστε να σταματήσει να κυνηγάει φαντάσματα.


«Σκατά!» φώναξε η Κάσσι και πετάχτηκε μακριά από το μάτι της κουζίνας.


«Έλα ρε Κάσσι, τρώω!» της φώναξε ο Ντάνι από τη θέση του. Το όμορφο πρόσωπό του είχε ζαρώσει σε μία γκριμάτσα αηδίας, ενώ το μπιφτέκι που έτρωγε είχε μείνει μισό μέσα - μισό έξω από το στόμα του.


«Βλαμμένο, κάηκα.» του πέταξε η αδερφή του, πολύ εκνευρισμένη για να νοιαστεί. Όχι ότι αν δεν ήταν εκνευρισμένη με τον εαυτό της που κάηκε, δεν θα του πήγαινε κόντρα.


Στριφογυρίζοντας τα μάτια του -αυτή την σπαστική του συνήθεια που την είχε μεταδώσει και σε εκείνη- ο Ντάνιελ Σλέιερ συνέχισε να τρώει το φαγητό που του είχε ετοιμάσει η αδερφή του.


«Έλα εδώ.» της είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, αναστενάζοντας. Η Κάσσι προσπαθούσε να διώξει το τσούξιμο, και περιφερόταν δεξιά και αριστερά στην κουζίνα, λες και αυτό θα βοηθούσε.


«Κάτσε.» τη διέταξε και εκείνη υπάκουσε, απασχολημένη με το να βρίζει θεούς και δαίμονες μέσα στο κεφάλι της. Ο Ντάνι έφυγε από το δωμάτιο για λίγο και ξαναγύρισε γρήγορα.


«Μα πόσο ατσούμπαλη βρε παιδάκι μου...» μουρμούρισε ο αδερφός της, και η Κάσσι του έστειλε ένα τελεσίγραφο του στυλ “Κόψ'το, βλίτο.”


«Πρόσεχε την επόμενη φορά, εντάξει;» της είπε ενώ άλειφε οδοντόκρεμα στο χέρι της. Εκείνη όμως δεν αντέδρασε: το να δείξει αντίδραση σε κάτι τόσο ασήμαντο ήταν εγωιστικό και δεν θα έκανε τον αδερφό της περήφανο. Και τον Ντάνι, το αίμα της, τον αγαπούσε εξαιρετικά πολύ για να τον απογοητεύσει.


«Ναι, αγαπημένε.» του είπε χαμογελώντας του.


«Ωραία, φύγε τώρα πριν με τρομάξεις κι άλλο με τις αηδίες που λες, χαζό.»


«Εσύ πλένεις τα πιάτα όμως και καθαρίζεις το τραπέζι!» του πέταξε ειρωνικά από την πόρτα και μετά άρχισε να τρέχει.


«Κάσσι γύρνα πίσω! Το μετανιώνω αυτό που είπα, μείνε εδώ και κάνε το καθήκον σου ως γυναίκα!»


«Βρε άντε χάσου! Οι γυναίκες δεν είναι για την κουζίνα και το φαράσι!» του φώναξε γελώντας, ενώ έκλεισε την πόρτα του δωματίου της για να δώσει έμφαση σε αυτό που είπε.


«Τεμπελόσκυλο...» μουρμούρισε στον εαυτό της όταν έπεσε πάνω στα κίτρινα σεντόνια της ανάσκελα.


«Ποιος είναι πάλι μην πω τίποτα για τον σκύλο του απέναντι...» Γρύλισε σαν λύκος η Κάσσι. Από εχθές όλα τα περίεργα της συνέβαιναν και όλοι την ενοχλούσαν και είχε αρχίσει να εκνευρίζεται πάρα πολύ με τις βλακείες του Σύμπαντος.


«Μια φορά να κοιμηθώ σε αυτό το σπίτι δεν...» συνέχισε τη μουρμούρα μέχρι να φτάσει στο σαλόνι. Ειλικρινά, έκανε σαν τσιγκούνικο χόμπιτ και αυτό ήταν απλώς ελεεινό. Προσεχτικά, είδε μέσα από το ματάκι της πόρτας· δεν ήταν και ηλίθια να ανοίξει την πόρτα ενώ ένας θεός ξέρει ποιος ήταν από πίσω της!


Κοιτώντας το κάπως θολό είδωλο, η Κάσσι ένιωσε τον εαυτό της να ξεχνάει τα πάντα και να χαμογελάει μέχρι τα αυτιά. Μια μεσήλικη γυναίκα γύρω στα πενήντα με ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια έπαιζε σχεδόν νευρικά με τα ρούχα της.


«Γιαγιά Γιοβάννα!» ούρλιαξε σαν χαζή η Κάσσι, ανοίγοντας την πόρτα ορμητικά και αγκαλιάζοντας τη γιαγιά της κατευθείαν. Είχε να τη δει κάτι αιώνες -εντάξει, από το Πάσχα. Ήταν τόσο χαρούμενη που η γιαγιούλα της, που πάντα μύριζε κουλουράκια και λεβάντα, την επισκέφθηκε!


«Κοριτσάκι μου...» Η γιαγιά της την αγκάλιασε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Μύρισε τα μαλλιά της Κάσσι· και οι δύο χαμογέλασαν. Πάντα η έφηβη ηρεμούσε κοντά στη γιαγιά της.


«Κάσσι, έχω λόγο πίσω από αυτή την επίσκεψη.» της είπε η γιαγιά της με σοβαρό ύφος, όταν τραβήχτηκε μακριά της. Ήταν τόσο απρόσμενο, η Γιοβάννα πάντα ρωτούσε την εγγονή της πώς ήταν, πώς πήγαινε το σχολείο και αν υπήρχε κάποιο αγόρι που να της είχε “γυαλίσει”. Το γεγονός πως αυτή τη φορά δεν το έκανε, έδωσε τόπο στο απαίσιο συναίσθημα στο στομάχι της να ξαναγυρίσει.


Η γιαγιά Γιοβάννα πήρε την Κάσσι και κάθισαν και οι δύο στον καναπέ.


«Γιαγιά, είσαι σίγουρη πως δεν θες να σε κεράσω...» άρχισε να ρωτάει η Κάσσι, φανερά ανήσυχη. Το ότι η γιαγιά της τη διέκοψε, έκανε το στομάχι της να δεθεί κόμπος.


«Κασσάνδρα, αγάπη μου, τι έγινε χθες το βράδυ;» Αυτό ήταν το σημείο που η Κάσσι χλώμιασε και ένιωσε τάση για εμετό.


Jinx Hallens