Η κατάρα των Τεσσάρων 1: Μοχθώντας για την αλήθεια (Κεφάλαιο 7) - "Αποκαλύψεις"

Δεν μπορείς να αλλάξεις την αλήθεια,
μα η αλήθεια μπορεί να αλλάξει εσένα.
Delphine Boël

Η Κάσσι ήταν χαμένη. Το κεφάλι της πονούσε λες και κάποιος το χτυπούσε με σφυρί, ενώ οι σκέψεις της μπερδεύονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα παχύ, μπερδεμένο κουβάρι. Δεν ήταν μόνο στο χέρι της να το λύσει και ένας Θεός ήξερε πόσο εκνευρισμένη ήταν γι' αυτό. Όσα της είχε πει η γιαγιά της ήταν μόνο η αρχή. Ήταν στο σπίτι της Γιοβάννα πλέον και περίμενε να έρθουν οι φίλες της, όπου με πρωτοβουλία της γιαγιάς της είχαν προσκληθεί εκεί.
«Αποκαλύψεις» είχε πει η Γιοβάννα, και ο σοβαρός τόνος της φωνής της έκανε την Κάσσι να αισθάνεται όλο και πιο άρρωστη. Η αίσθηση ότι κάτι συνταρακτικό θα γινόταν την είχε ταράξει πολύ, ενώ ο φυσικός πόνος την έκανε να αισθάνεται ακόμα χειρότερα.
Καταραμένη ανησυχία.
«Έι, Καρότο. Άνοιξε την πόρτα, ήρθαμε.» Η φωνή της Σαμ την επανέφερε κάπως από την ομίχλη που είχε κατακαθίσει στο μυαλό της.
«Έτσι και δεν σταματήσεις να βαράς την πόρτα σαν καθυστερημένο θα φας σφαλιάρα.» της είπε ψυχρά όταν άνοιξε την πόρτα, χωρίς να τη νοιάζει το γεγονός ότι ήταν η Μία εκεί: η “μαμά” της παρέας θα έμπαινε στο παιχνίδι εάν τα πράγματα έπαιρναν άγρια τροπή.
Η Κάσσι, νιώθοντας εξουθενωμένη από όλους και από όλα, παραμέρισε σιωπηλά ώστε να αφήσει τις δύο έφηβες να περάσουν στο μικρό, ξύλινο σπίτι. Οι φίλες της την κοίταξαν εξεταστικά, παρατηρώντας ότι είχε χλωμιάσει. Η Κάσσι το πρόσεξε, αλλά δεν την ένοιαζε αν η Σαμ είχε εκνευριστεί με το ξέσπασμά της. Είχαν σοβαρό πρόβλημα, με κάτι τύπους να τις στοχοποιούν, θα νοιαζόταν για τη Σαμ και τις βλακείες της;
Όταν είχαν μπει μέσα, η Γιοβάννα έκανε την εμφάνισή της. «Άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα πολλές φορές και κατευθείαν κατάλαβα ότι θα ήσασταν εσείς!» Αγκαλιάζοντας τη Μία και τη Σαμ εγκάρδια και με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη της, η Γιοβάννα Σλέιερ φάνηκε πολύ ψεύτικη στα μάτια της εγγονής της. Η Κάσσι κράτησε μία γκριμάτσα μακριά από το πρόσωπό της.
Το σπίτι, με ξύλινους τοίχους και πέτρινες λεπτομέρειες, όπως τα παρτέρια που ήταν γυμνά εξαιτίας του χειμώνα, μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ως έναν μικρό παράδεισο. Ήταν το σπίτι δίπλα στο δάσος, εκείνο που είχε τον μεγάλο κήπο με διάφορα βότανα. Όλοι το ήξεραν, μα οι περισσότεροι το απέφευγαν, χωρίς λόγο και αιτία.
Μέσα, στο σαλόνι που βρίσκονταν, το πέτρινο τζάκι ερχόταν σε αντίθεση με τους ξύλινους τοίχους και τα δοκάρια από χοντρούς κορμούς δέντρων. Το ξύλο και η πέτρα έρχονταν σε μία τόσο παράξενη αρμονία, που το δάσος στο βάθος δεν απέπνεε κανέναν φόβο, έτσι επιβλητικό και απόλυτο που φαινόταν από το παράθυρο. Η μυρωδιά σπιτικών κουλουριών και ευωδιαστών γλυκών ήταν πάντα παρούσα, κι έτσι ένιωθες πάντα ευπρόσδεκτος και χαλαρός.
«Γιαγιά.» την επανέφερε η Κάσσι, ξεφεύγοντας από τη γλυκιά ευωδία των σπιτικών γλυκών. Έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένη, ώστε να τελειώσει η δουλειά. «Πες στα κορίτσια γιατί τις καλέσαμε εδώ τόσο απότομα!»
«Έχει δίκιο» είπε η Σαμ απευθυνόμενη στη γηραιότερη γυναίκα στο δωμάτιο, «ποτέ δεν μας φωνάζεις στο σπίτι σου χωρίς λόγο: απλώς εμείς μπουκάρουμε όποτε θελήσουμε, σαν να μας ανήκει το μέρος. Οπότε, καταλαβαίνω την αγωνία του Καρότου από εκεί. Παρακαλώ, προχώρα στο ψητό.»
Με τα χέρια της χαμένα στις τσέπες της γκρίζας φόρμας της, η Κάσσι κατάπιε την περηφάνια της για πολλοστή φορά και ετοιμάστηκε για αυτό που θα ερχόταν.
«Ω Θεοί μου!» μονολόγησε η γιαγιά της, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά την παγανιστική θρησκεία της. «Τα παιδιά όντως μεγαλώνουν και γίνονται πιο έξυπνα!»
Παρόλο που όλοι στην οικογένεια των Σλέιερ ήταν καθολικοί, η γιαγιά της Κάσσι δεν έκρυβε το ότι πιστεύει στο πάνθεον και αρνείται την ύπαρξη ενός μοναδικού Θεού. Στη μοντέρνα εποχή δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους κατοίκους ή τον νόμο. Υπήρχε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και δεν είχε πρόβλημα ούτε με την εκκλησία ως ιδέα· απλώς οι άνθρωποι έφτιαχναν ένα κτίριο όπου ένιωθαν πιο κοντά στους Θεούς, ή έστω μία παραλλαγή Τους. Όμως η ιδέα και η υλοποίηση απέχουν πολύ. Η Γιοβάννα απέφευγε να επισκέπτεται εκκλησίες, λόγω της υπερφορτωμένης διακόσμησής τους: χρυσός και άργυρος ήταν πράγματα που δεν κοίταζε κανένας θεός, μα όλοι έκαναν τα στραβά μάτια. Και μόνο το πάνθεον ήξερε πόσο εκνεύριζε τη μεσήλικη γυναίκα αυτό. Ας μη μιλήσουμε για τους υπερόπτες και εγωκεντρικούς κήρυκες!
Η Μία, από την άλλη μεριά, φαινόταν βαριεστημένη και η Κάσσι ήταν σίγουρη ότι θα προτιμούσε να ήταν σπίτι της, να διαβάζει για το διαγώνισμα φυσικής που είχαν την Τρίτη.
«Μπορείτε να μας πείτε κυρία Γιοβάννα; Δεν θέλω να είμαι σπαστική ή κάτι τέτοιο, απλώς πρέπει να πάω κάπου σε λίγο» ανακοίνωσε η Μία.
«Ακριβώς γιαγιά... Τα κορίτσια έχουν και κάποιες υποχρεώσεις. Σε παρακαλώ, μπες στο θέμα επιτέλους!» παρακάλεσε η Κάσσι τη Γιοβάννα, με την ανυπομονησία να φουντώνει μέσα της.
«Αυτό που σας συνέβη όταν είχατε πάει σε εκείνη τη φίλη σας, δεν ήταν εντελώς στη φαντασία σας.»
Η Μία και η Σαμ άνοιξαν τα μάτια τους διάπλατα, ενώ η Κάσσι άφησε ένα μουγκρητό. Από τη μία χάρηκε που η Γιοβάννα άφησε τις υπεκφυγές και από την άλλη ένιωσε πιο νευρική.
«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως» είπε η Γιοβάννα. «Πριν από πολλά χρόνια, υπήρχαν οι Θεοί. Αλλά για να αντιμετωπίσουν το Σκοτάδι, που υπήρχε πολύ πριν από εκείνους, μοίρασαν το σύμπαν και το χώρισαν σε δεκατρία αλληλένδετα κομμάτια. Τα ονομάζουμε διαστάσεις» ξεκίνησε η Γιοβάννα. Τα κορίτσια ήταν ανυπόμονα, αλλά παρέμειναν σιωπηλά. Είχε τραβήξει το ενδιαφέρον τους.
«Αυτές οι διαστάσεις είχαν και από έναν Θεό-Φρουρό και τη στρατιά Του να τις φρουρεί. Έτσι, μπόρεσαν να διώξουν το Σκοτάδι μεθοδικά και σταθερά, δημιουργώντας τους πλανήτες, τα άστρα, τα ζώα και τους ανθρώπους. Γνωρίζοντας όμως ότι οι μέρες ευδοκιμίας ήταν μετρημένες και πως το Σκότος θα ξαναγυρνούσε, εξαγριωμένο και πιο φονικό, οι Θεοί κατάλαβαν ότι έπρεπε να φτιάξουν έναν αμυντικό μηχανισμό. Οι διαστάσεις ήταν το πρώτο στάδιο του. Η αρχαιότερη διάσταση είναι η πρώτη και είναι η δική μας.» Η Γιοβάννα έκανε μια μικρή παύση για να δει αντιδράσεις. Η Σαμ και η Μία ήταν έτοιμες να γελάσουν, οποιοδήποτε ενδιαφέρον πεταγμένο από το παράθυρο, αλλά η Κάσσι ήταν σοβαρή.
«Ωραίο παραμύθι κυρία Σλέιερ» αποκρίθηκε η Μία χαμογελώντας. «Είστε μεγάλος παραμυθάς.»
«Δεν είναι παραμύθι! Είναι η πραγματικότητα που σχεδόν όλοι οι άνθρωποι αγνοούν!» την επέπληξε.
«Ηρεμία, Γιοβάννα. Πάρε μια βαθιά ανάσα, κάνε γιόγκα αν θες, μα συνέχισε την ιστορία» τη συμβούλευσε η Σαμ, προσπαθώντας να μπει στο κλίμα για μια παιδική ιστοριούλα.
Η Κάσσι όμως είχε ένα προαίσθημα... Ένα φριχτό προαίσθημα. Μα και πάλι, μόνο τέτοια δεν είχε τον τελευταίο καιρό;
«Το δεύτερο στάδιο του μηχανισμού ήταν η δυνατότητα της μετενσάρκωσης, δηλαδή σε περίπτωση θανάτου Τους να μπορούσαν να ζήσουν μέσα από κάτι ή κάποιον άλλον.» συνέχισε η Γιοβάννα μετά από λίγο.
«Για περίμενε λίγο. Μας λες ότι οι Θεοί... πεθαίνουν;» ρώτησε η Σαμ αδιάφορα.
«Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν.» συμφώνησε η Γιοβάννα φιλοσοφικά.
«Αυτά δεν ήταν αρχαία ελληνικά;» ρώτησαν και οι τρεις μαζί.
Η Γιοβάννα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Βλέπω κάτι σας μαθαίνουν στο σχολείο» χαμογέλασε. «Σημαίνει ότι τα πάντα ρέουν και όλα χάνονται. Και η ζωή ρέει, ξέρετε.»
«Τέλος πάντων, συνεχίζω και αφήνω τους αρχαίους Έλληνες στην ησυχία τους» ανακοίνωσε αμήχανα η Γιοβάννα. «Δυστυχώς, χρειάστηκαν εξαιρετικά ποσά δύναμης και εξελιγμένης σκέψης ώστε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, και τότε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τους εαυτούς τους αθάνατους, όχι τουλάχιστον όλους τους. Έτσι, επέλεξαν τέσσερα άτομα -θεότητες και αυτά. Εκείνα τα άτομα αγαπήθηκαν πολύ από τους ανθρώπους που είχαν μόλις αρχίσει να εμφανίζουν κοινωνική συμπεριφορά, και από τα ίδια τα στοιχεία.»
«Τα στοιχεία είναι κι αυτά άτομα;» ρώτησε η Σαμ με ένα ίχνος σαρκασμού.
«Είσαι κι εσύ άτομο;» τη ρώτησε η Γιοβάννα.
«Τάπες από μια γιαγιά... Θα έκανε θραύση στο διαδίκτυο» σχολίασε η Κάσσι με ένα γέλιο.
«Γιοβάννα, πες κάτι στο Καροτί Τέρας!» διαμαρτυρήθηκε η Σαμ σαν τρίχρονο.
«Μωρέ δεν θα αλλάξετε ποτέ εσείς οι δύο; Κάνουμε μια κουβέντα εδώ πέρα και εσείς τσακώνεστε σαν τις κότες;» τις επέπληξε η Μία ως συνήθως, ενώ όλοι ήξεραν πως δεν νοιαζόταν για τη συζήτηση. Απλώς, της άρεσε να έχει τον έλεγχο του κάθε πράγματος.
«Ε όχι και κότες!» φώναξαν εν χορώ η Σαμ και η Κάσσι.
«Κότες μου και αυγοσυλλέκτη μου, πρέπει να σας πω την αλήθεια και μάλιστα σύντομα!» Η Γιοβάννα επιτέλους έφερε την ηρεμία και την τάξη.
«Όπως έλεγα» η Γιοβάννα πάσχιζε να συγκρατήσει ένα μικρό γελάκι «Όσο υπήρχαν Εκείνες, υπήρχε ευφορία. Μα πάντα θα υπάρχει εκείνο το ζηλόφθονο άτομο, που θα τα χαλάσει όλα. Η πρωτόπλαστη, εκείνη που είχε φτιαχτεί πριν από αυτούς που ξέρετε εσείς ως Αδάμ και Εύα, δυσαρεστήθηκε από την ύπαρξη των τεσσάρων.»
«Ακούγεται κακιά» σημείωσε η Κάσσι και η Σαμ χαμογέλασε ειρωνικά στο “πανέξυπνο” σχόλιο της φίλης της.
«Ήταν. Ακόμα είναι» συμπλήρωσε η Γιοβάννα.
«Οπότε λέτε ότι είναι ακόμα ζωντανή;» ρώτησε η Μία, βαριεστημένη όσο ποτέ. Σε αντίθεση με τη Σαμ -όπως παρατήρησε η Κάσσι- η Μία δεν είχε καμία διάθεση να πάρει μέρος στη συζήτηση.
«Πιθανότατα. Μόνο εκείνη μπορεί να Τον ξυπνήσει.»
«Ποιον;» πετάχτηκε η Σαμ.
«Όλα στην ώρα τους είπαμε! Είχα μείνει στη ζηλόφθονη πρωτόπλαστη. Θυμωμένη και τυφλωμένη από το μίσος, με οδηγό της το ίδιο το Σκότος, κατάφερε να σκοτώσει τις τέσσερις. Μα φυσικά, αυτή της η αμαρτία δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Θεούς: θεώρησαν δίκαιη τιμωρία στην αμαρτία της μια ζωή μακριά από Εκείνους. Οπότε η πρωτόπλαστη, έμεινε μόνη και αβοήθητη, μέχρι που έμαθε για το θέμα του Σκοτεινού Ηγέτη.»
«Και φυσικά πήγε με το Σκότος, που τη βοήθησε να σκοτώσει τις τέσσερις.» συμπλήρωσε η Σαμ, πολύ πιο συγκεντρωμένη από πριν.
«Με αντάλλαγμα τη μόνιμη αγρύπνησή του. Η πρωτόπλαστη ορκίστηκε αιώνια υποταγή στο Σκότος, έχοντας ζητήσει και εκείνη κάποια ανταλλάγματα.»
«Αντάλλαγμα στο αντάλλαγμα...» μουρμούρισε η Μία, που ξαφνικά απέκτησε λίγο ενδιαφέρον. Η Κάσσι παρατήρησε πως η Μία άλλαζε γνώμη για ένα θέμα εκατό φορές.
«Ακριβώς. Από τότε, έκαναν κάτι σαν συμφωνία, όπου οι λεπτομέρειες μάς είναι άγνωστες ακόμη και σήμερα, άπειρα χρόνια μετά. Και τώρα αρχίζω να έρχομαι πιο κοντά στο χθεσινό βράδυ. Αυτοί που σας δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της φωτιάς, ήταν παιδιά της πρωτόπλαστης.»
«Τότε η πρωτόπλαστη είναι κουνέλα, γιατί εγώ είδα τουλάχιστον οχτώ σκιές κρυμμένες μέσα στη φωτιά» σχολίασε η Κάσσι.
Η Γιοβάννα την κοίταξε με ένα βλέμμα που φανέρωνε χίλιες βρισιές. «Κάσσι, όταν λέω παιδιά της, δεν εννοώ παιδιά που έχουν προέλθει από τη μήτρα της...»
«Κι εγώ πού θες να το ξέρω;» παραπονέθηκε, κάνοντας σαν μικρό παιδί. «Τα παιδιά έτσι γεννιόνταν!»
Τουλάχιστον τα ανθρώπινα...
«Εννοώ ότι έχουν τη μοχθηρία ριζωμένη μέσα τους... Τους ξέρετε ως δαίμονες.» Η Γιοβάννα αγνόησε την Κάσσι και επικεντρώθηκε στις φίλες της εγγονής της, οι οποίες είχαν ζωντανέψει επιτέλους. Η Γιοβάννα αναστέναξε.
«Και... γιατί ήρθαν στο σπίτι της Σίντυ;» ρώτησε η Μία.
«Ακριβώς, μήπως τους έχει κάνει κάτι;» αναρωτήθηκε η Σαμ.
«Ρώτησα την Κάσσι μερικά πράγματα πριν έρθετε και έτσι σιγουρεύτηκα. Η φίλη σας δεν έκανε κάτι... Εσείς όμως...»
«Τι εννοείς γιαγιά; Δεν νομίζω να έχουμε κάνει κάτι σε φρικιαστικούς τύπους! Και, μπορείς να σβήσεις αυτό το φασκόμηλο; Μου τη δίνει!»
«Δεν χρειάζεται να κάνατε κάτι... Τουλάχιστον όχι επίτηδες. Όσο για το φασκόμηλο, δεν γίνεται να το σβήσω. Θέλω να έχω πάρει όλα τα μέτρα, ώστε να μη μας ακούσουν εκείνοι.»
«Μάλιστα...» μουρμούρισε η Κάσσι, δύσπιστη. Φοβόταν ότι δαίμονες θα τους κρυφάκουγαν; Ήταν γελοίο! «Γιαγιά, δεν είμαστε μάγισσες οπότε μην...» ξεκίνησε το κήρυγμα, αλλά η Γιοβάννα την έκοψε.
«Η Μία και η Σαμ όχι, αλλά εγώ είμαι, και μάλιστα ειδικεύομαι στα φίλτρα.»
«Κι εγώ είμαι η Μινέρβα (Αθηνά). Γιαγιά, σύνελθε επιτέλους!» Ξαφνικά, η Κάσσι ένιωσε μέσα της μια έκρηξη δυσπιστίας. Πίστευε στην γιαγιά της, αλλά όσα έλεγε ήταν τρελά. Το μυαλό της δεν πίστευε και ήταν κάθετο στην άλλη γνώμη που είχε η καρδιά της. «Αυτό με τους Θεούς είχε ακουστεί αρκετά πειστικό, αλλά δεν είσαι μάγισσα, γιαγιά.»
«Μην αμφισβητείς τα λόγια μου, Κασσάνδρα!» φώναξε. «Εμείς οι μάγισσες το καταλαβαίνουμε όταν μία άλλη μάγισσα μάς λέει ψέματα! Κι εσύ δεν νιώθεις εξαπατημένη τώρα, και το ξέρεις!»
«Λες...Ψέματα...» κατηγόρησε τη Γιοβάννα για πολλοστή φορά. Ήταν λες και μόνο εκείνες οι δύο ήταν στο δωμάτιο, η Σαμ και η Μία ανύπαρκτες. Προσπαθούσε να βρει κάτι, έστω και μικρό, ώστε να αποδείξει την ενοχή της γιαγιάς της.
Κι όμως, μέσα της ήξερε ότι η Γιοβάννα της έλεγε την αλήθεια. Και τα παράτησε, αφήνοντας ένα στεναγμό.
«Όλα γίνονται τόσο γρήγορα...» σκέφτηκε. «Μαθαίνουμε γρήγορα, αλλάζουμε γνώμη γρήγορα και τα συναισθήματά μας εναλλάσσονται γρήγορα. Όλα πάνε σε διαφορετικό ρυθμό...»
«Είμαστε οι τελευταίες μάγισσες που έχουν προγόνους εκείνες του Σάλεμ, Κάσσι. Η μαγεία ρέει στις φλέβες μας και ήρθε πια ο καιρός να μεταβιβάσω σε σένα όσα ξέρω...»
«Εμένα με ρώτησες;» ούρλιαξε υστερικά η Κάσσι, διακόπτοντας τη Γιοβάννα. Η κυκλοθυμία της έβγαινε στην επιφάνεια. Είχε διατηρήσει την ψυχραιμία της για αρκετή ώρα, αλλά είχε κι εκείνη όρια.
Τα πάντα βουβάθηκαν. Μόνο το τζάκι που έκαιγε μανιασμένα ακουγόταν. Το ξύλο, έβγαζε θερμότητα, μα πέθαινε αργά. «Τα ανταλλάγματα υπάρχουν στη ζωή» διαπίστωσε.
«Με ρώτησες αν μου αρέσει να ξυπνάω λουσμένη στον ιδρώτα, χωρίς να ξέρω γιατί κάτι μέσα μου βουλιάζει; Με ρώτησες αν θέλω κι άλλες ευθύνες; Με ρώτησες αν μου αρέσει αυτό το συναίσθημα, πως έχω κάτι πολύ σημαντικό να κάνω και πως η καταστροφή πλησιάζει; Με...με ρώτησες;» ψιθύρισε, με δάκρυα να σχηματίζονται στις γωνίες των ματιών της. Δάκρυα που δεν θα έριχνε ποτέ.
Η Σαμ και η Μία άφησαν ένα βογκητό έκπληξης.
«Ήταν η περιέργεια που με κίνησε εδώ, γιαγιά. Αλλά δεν θέλω να κάνω τίποτα σχετικά με όλα αυτά, είναι απαίσια τρομακτικά...»
«Δεν ήταν η περιέργεια, παιδί μου.» είπε η Γιοβάννα σιγανά, με τη στοργική φύση της να ξαναεμφανίζεται. Είχε βουρκώσει και η έκφρασή της είχε απαλύνει. Θέλουν να βγουν, ψυχή μου. Η μάγισσα, το κακό, το καλό και ό,τι άλλο ξεχωριστό έχεις μέσα σου, θέλουν να βγουν στην επιφάνεια.» Η Κάσσι ένιωσε χέρια να τυλίγονται γύρω της. «Μην τα πολεμάς: θα κάνεις τον εαυτό σου πιο δύστυχο.»
«Και τι να κάνω, γιαγιά; Να αφήσω τον τρόμο να με κατακλύσει;»
«Το έχεις κάνει ήδη» της απάντησε. «Δεν προσπαθείς, επειδή η δύναμη της θέλησής σου είναι μικρή. Φοβάσαι, επειδή όλα αυτά είναι άγνωστα για σένα. Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για τον πόνο σου, Κασσάνδρα. Συγγνώμη. Αν σου είχα μιλήσει από νωρίς, αν είχα αγνοήσει την επιθυμία των γονιών σου να σε κρατήσουν μακριά από τη μοίρα σου, τότε θα ήξερες πολλά νωρίτερα και ίσως τώρα να ήσουν σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση.»
«Ή θα είχε σπάσει νωρίτερα...» μπήκε στην συζήτηση η Μία. Το βλέμμα της έκρυβε το οποιοδήποτε συναίσθημα, όπως έκανε πάντα άλλωστε. «Είναι η Κάσσι, κυρία Σλέιερ. Θα κατέρρεε κάποια στιγμή έτσι κι αλλιώς. Δεν μπορεί να δουλέψει υπό πίεση και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της εύκολα.»
«Είναι η Κάσσι, η χαζή φίλη μας, που παρόλα όσα περνάει, ούτε εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πραγματικά της συναισθήματα. Κρύβει τα πάντα έξυπνα και η κρυψίνους προσωπικότητά της μου τη δίνει στα νεύρα. Αν δεν ήμασταν εδώ... Δεν θα μαθαίναμε ποτέ ότι η Κάσσι έχει το οποιοδήποτε πρόβλημα. Σε ευχαριστώ προσωπικά, Γιοβάννα.»
«Είμαι εγώ χαζή;!» ρώτησε η Κάσσι με δυνατή φωνή, αφού είχε αποτραβηχτεί από τη Γιοβάννα, χάνοντας τη θέρμη που της έδινε το σώμα της γιαγιάς της.
Ένιωσε τσουχτερό κρύο για μια στιγμή, παρόλο που η φωτιά έκαιγε λίγα μέτρα δίπλα της.
«Τι; Από όσα είπα, αυτό κράτησες;» φώναξε η Σαμ σοκαρισμένη. «Ειλικρινά Κάσσι, είσαι ηλίθιο!»
Κι όμως, πάλι κανείς δεν κατάλαβε ότι η Κάσσι απλώς προσπαθούσε να διώξει τη συζήτηση περιγραφής του εαυτού της.
Κανείς εκτός από τη Γιοβάννα, που δεν είπε τίποτα.
«Κάσσι, πρέπει να πω την αλήθεια, και θα το κάνω ωμά. Από την Πέμπτη το ποσοστό υπερφυσικής δραστηριότητας στα Κρυστάλλινα Νερά έχει πάει στο αμήν. Κάτι ελκύει κάθε λογής υπερφυσικούς: λυκάνθρωποι, βρικόλακες, μάγοι από άλλες ηπείρους έχουν έρθει εδώ. Κάτι τους ελκύει εδώ ασυναίσθητα. Και γι' αυτό σας έφερα εδώ, όχι μόνο για να σας πω την ιστορία και όλα ωραία και καλά.»
«Αν όντως αυτά τα όντα που είδαμε στο σπίτι της Σίντυ ήταν δαίμονες, τι ήθελαν και γιατί τα έκαναν όλα αυτά;»
«Και φυσικά, γιατί πλακώσανε όλα αυτά τα τέρατα εδώ;» συμπλήρωσε η Σαμ, κρατώντας την ίδια δύσπιστη στάση με τη Μία. Μπορούσαν να “αποδεχτούν” ότι η Κάσσι και η Γιοβάννα ήταν μάγισσες, αλλά όχι και τα υπόλοιπα. Και η Κάσσι το καταλάβαινε απόλυτα.
Η Γιοβάννα αναστέναξε βαθιά. «Πιθανότατα έψαχναν κάποιον. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη όμως. Οι υπερφυσικοί έχουν έρθει εδώ επειδή κάτι τους τραβάει. Ίσως η αυξημένη παρουσία δαιμόνων. Θυμάστε κάτι από εκείνη τη νύχτα που θα μπορούσε να βοηθήσει;»
«Μύριζε θειάφι» πετάχτηκε η Σαμ ξαφνικά. «Όταν βγήκαμε έξω, τα πάντα μύριζαν θειάφι.»
Η Γιοβάννα γύρισε τόσο γρήγορα το κεφάλι της στην κατεύθυνση της Σαμ, που η Κάσσι νόμιζε ότι θα το έσπαγε.
«Μητέρα Γη!» μουρμούρισε σοκαρισμένη. Φάνηκε όμως πως κάτι σκεφτόταν, λες και ήταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο επιλογές.
«Τι; Τι έγινε;» ρώτησε η Σαμ, πανικοβλημένη πλέον.
«Τίποτα» απάντησε η Γιοβάννα. «Απλώς νόμιζα ότι ήταν κάτι. Πρέπει να έκανα λάθος...»
«Όλα αυτά είναι τρελά και δεν βγάζουν νόημα, κυρία Σλέιερ. Μάγισσες; Ας το πιστέψω, αλλά βρικόλακες και λυκάνθρωποι; Αυτά δεν υπάρχουν με σιγουριά. Η βιολογία απορρίπτει την ύπαρξη και των δύο.»
«Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, Μία. Δεν έχεις ιδέα...» Κάτι πήγε να πει η Γιοβάννα, αλλά συγκράτησε τον εαυτό της. «Είναι έξω.» Η Γιοβάννα βλασφήμησε, κάτι που δεν έκανε ποτέ μπροστά στην Κάσσι.
Εκείνη τη στιγμή, οποιαδήποτε αμφιβολία χάθηκε από τα μυαλά των κοριτσιών. Ήξεραν ότι όλα όσα τους είχε πει -αν και εξωπραγματικά- ήταν η πάσα αλήθεια.
Η γιαγιά της Κάσσι είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον εαυτό της. Εκτός από την ασυνήθιστα χλωμή επιδερμίδα της, τα λόγια της είχαν μία βιασύνη και τα συναισθήματά της έβγαιναν εκτός ελέγχου. Τους είχε φωνάξει και στο τέλος έβρισε κι από πάνω.
Μπορεί σε κάποιους να φαινόταν ότι η γυναίκα είχε ξυπνήσει στραβά αλλά τα κορίτσια ήξεραν καλύτερα. Εξάλλου, η Γιοβάννα ήταν ένα άτομο ειλικρινές.
«Εννοείς ότι όλοι αυτοί οι βρωμεροί είναι... έξω;» Φρίκαρε η Σαμ. «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!»
«Μην πανικοβάλλεσαι! Συγκεντρώσου!» τη διέταξε η Μία, ταρακουνώντας από τους ώμους τη Σαμ, που πάθαινε αμόκ.
«Ηρέμησε, Σαμ! Εγώ είμαι εδώ! Εξάλλου, δεν μπορούν να μπουν χωρίς να σπάσουν το ξόρκι!»
«Ποιο ξόρκι;» ρώτησε έντρομη η Κάσσι.
«Είναι προστατευτικό ξόρκι παιδί μου, ούτως η άλλως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω μαύρη μαγεία!»
Η Σαμ με αυτά τα λόγια ηρέμησε κάπως, αλλά και πάλι ήξερε ότι διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο.
«Δεν έχω άλλη επιλογή... Μπορεί να είμαι μάγισσα αλλά είμαι απαίσια στα ξόρκια επίθεσης. Θα μπορούσα να φτιάξω κι άλλους τοίχους, αλλά και πάλι θα τους έσπαγαν... Δεν έχουμε αρκετό χρόνο...» μουρμούρισε η Γιοβάννα στον εαυτό της.
«Αρκετό χρόνο για τι;» ούρλιαξε η Μία, κάτι ασυνήθιστο για εκείνη μα αναγκαίο, εφόσον τα χτυπήματα στην πόρτα και στους τοίχους είχαν πληθύνει. Από τη στιγμή που η Γιοβάννα κατάλαβε πως ήταν έξω από το σπίτι και προσπαθούσαν να παραβιάσουν τα ξόρκια της, δυνατοί κρότοι κατέκλυσαν τον αέρα, ακολουθούμενοι από τρελά ουρλιαχτά.
«Για να σας αφήσω να κάνετε μία αβίαστη επιλογή! Συγχωρέστε με, μα εγώ... Εγώ πρέπει να πάρω την απόφαση για εσάς!» Η Γιοβάννα έτρεξε στο δωμάτιό της και η Κάσσι φοβήθηκε πως είχε μείνει μόνη, αντιμέτωπη με τον θάνατό της.
Μπορεί να μην πέθαινε όμορφα αλλά δεν θα πέθαινε και μόνη.
Στη ζωή δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, σωστά;
Και ενώ η πόρτα φαινόταν ότι δεν θα τους κρατούσε για πολύ ακόμα και η Κάσσι είχε αποδεχτεί την τραγική μοίρα της, η Γιοβάννα γύρισε μέσα κρατώντας μία άσπρη κιμωλία στα χέρια της. Στον ξύλινο τοίχο, άρχισε να ζωγραφίζει ένα σύμβολο, που φαινόταν σατανικό στην καθολική Κάσσι. Η Μία σάστισε και το ίδιο έκανε και η Σαμ: η Γιοβάννα ζωγράφιζε σατανικά σχέδια ενώ ο ίδιος ο διάβολος στεκόταν απέξω!
Όταν τελείωσε, η Γιοβάννα έκανε τρία βήματα πίσω και πέταξε με δύναμη την κιμωλία στο κέντρο του περίτεχνου συμβόλου. Και εκείνη, μαγικά, πέρασε μέσα από τον τοίχο.
«Καλώ μία μονάδα της Ουράνιας Στρατιάς. Καλοί Θεοί, στείλτε κάποιον για να...» Πριν καν προλάβει να τελειώσει την πρότασή της, κάτι ακούστηκε έξω.
Κάτι τεράστιο είχε πέσει στον κήπο, αφήνοντας έναν εκκωφαντικό ήχο. Για μια τρομαχτική στιγμή, ησυχία επικράτησε. Μία αλλόκοτη ησυχία, στη μέση της ίδιας της τρέλας.
Τα χτυπήματα ξανάρχισαν, πολύ πιο μανιασμένα από πριν. Ήταν λες και για αυτούς που ήταν έξω, το θέμα ήταν θέμα επιβίωσης και όχι μια απλή πολιορκία.
«Aer est vita, vita vos non merentur! Profugio, daemones!»*
Μια θηλυκή φωνή επιβλήθηκε των ουρλιαχτών και των χτυπημάτων. Η Κάσσι δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε εκεί έξω, αλλά οι πολιορκητές λίγες στιγμές αργότερα άφηναν βογκητά πόνου, ενώ ακούγονταν και ουρλιαχτά από μακριά.
Μερικά δεν ήταν ούτε καν αντρικά ή θηλυκά. Δεν είχαν γένος. Εκείνα τα ουρλιαχτά έκαναν την Κάσσι να νιώσει λες και ήταν κοινή λογική να πετσοκόψει τον εαυτό της ή να γίνει μια μικρή μπάλα και να πεθάνει.
Για λίγα λεπτά, όλα ήταν μια κανονική κόλαση. Η αγωνία του να είσαι το θήραμα και να μην ξέρεις πότε θα αρπαχθείς από τον θύτη είναι πολύ μεγάλη και η Κάσσι το ήξερε πλέον.
«Εντάξει, τελείωσε. Ανοίγετε την πόρτα σας παρακαλώ πολύ; Έχω γεμίσει με χολή -μπλιάχ- απαίσια καθάρματα! Την κατάρα μου να 'χετε, αποβράσματα...»
Αν η Κάσσι, η Μία και η Σαμ δεν ένιωθαν την τεράστια ανάγκη να δουν τη σωτήρα τους, ένα αίσθημα που τις γέμιζε με αδικαιολόγητη γαλήνη και συγκίνηση, η Κασσάνδρα θα έβαζε στοίχημα ότι η κοπέλα απέξω θα συνέχιζε να μιλάει ακατάπαυστα.
Όταν άνοιξαν την πόρτα -με το χερούλι σχεδόν να ξεβιδώνεται από τη δύναμη που ασκούσαν και οι τρεις πάνω του- αντίκρισαν μία γυναίκα με μια άγρια ομορφιά, και πράσινο υγρό παντού στο πρόσωπο και στα μαύρα ρούχα της.
«Ποια είσαι;» ρώτησε την ξένη ξανθιά η Κάσσι ξέπνοα, όντας υπερβολικά ενθουσιώδης, περίεργη και χαρούμενη.
Η καλλονή της χαμογέλασε κάπως αμήχανα. «Είναι τόσο λάθος που συναντιόμαστε κάτω από τέτοιες συνθήκες...» Κοίταξε και τα κορίτσια πίσω από την Κάσσι, που την κοίταζαν όλο περιέργεια. «Είμαι η Έλλα, βγαίνει από το Γκαμπριέλα. Αλλά φροντίστε να με φωνάζετε Έλλα, γιατί το άλλο με εκνευρίζει.» Η Κάσσι δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορούσε να κάνει αυτή η γυναίκα αν ήταν πραγματικά νευριασμένη.







*«Ο αέρας είναι ζωή, ζωή που εσείς δεν αξίζετε! Πετάξτε μακριά, δαίμονες!» Μετάφραση από τα λατινικά.

Jinx Hallens