Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 16) - "Παρά Λίγο"

Κίεβο, Φεβρουάριος 1020

Κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά του πριγκιπικού ζεύγους προς την Αναστασία. Κι εκείνη δεν καταλάβαινε γιατί.
Πλέον, ήταν υποχρεωμένη να περνά τις μέρες της όχι απομονωμένη στα διαμερίσματά της αλλά στην σκιά της Μεγάλης Πριγκίπισσας. Ένιωθε περισσότερο υποτακτική της, παρά η θυγατέρα ενός τρανού ηγέτη.

Η Μίρα τη νουθετούσε στο τι έπρεπε να κάνει σαν εξαδέλφη και θετή αδερφή του Μεγάλου Πρίγκιπα. Της τόνιζε επτά φορές την ημέρα πόσο σημαντική είναι η σιωπή, η υπακοή και πραότητα για μια γυναίκα. Ήθελε να είναι πάντοτε περιποιημένη και μια ευχάριστη συντροφιά. Συχνά, διάλεγε εκείνη τα σχέδια και τα χρώματα των ενδυμάτων της, προτού τα φτιάξουν η ράφτρες. Πρώτη φορά έπαιρνε τόσα καινούργια ρούχα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Κι εκείνη, σαν ένα πειθήνιο εκπαιδευμένο σκυλί έκανε ό,τι έλεγε ο αφέντης. Μόνο η ίδια ήξερε πόσο ταπεινωμένη ένιωθε. Δεν τους καταλάβαινε εκείνους τους ανθρώπους. Είχαν δει το θάνατο του πατέρα της, ως ευκαιρία για να αναρριχηθούν. Σκότωσαν τους αδερφούς της, εξόρισαν τις ετεροθαλείς αδελφές της και αιχμαλώτισαν την ίδια και τη Μάσενκα. Και τώρα τι ήθελαν; Ήταν πικραμένη, απελπισμένη μα, κυρίως θυμωμένη. Και δεν είχε ιδέα τι να κάνει μ’ εκείνο το θυμό.
Η Ναντέζντα δεν έφευγε στιγμή από το πλευρό της, κι είχε πάψει πια να εξαφανίζεται. Η Αναστασία βρήκε σ’ εκείνη ένα στήριγμα, τις δύσκολες ώρες που περνούσε. Όμως, θα ήθελε πολύ να ακούει τις σκέψεις στο κεφάλι της. Μόνο έτσι θα αποκρυπτογραφούσε το μυστήριο που την κάλυπτε ολόκληρη. Απ’ όταν γύρισαν από το χείλος του θανάτου, δεν της είχε κάνει λόγο για τα μυστικά της. Είχε καταλάβει πως ήταν ανώφελο. Αποφάσισε να δεχτεί τη συντροφιά της και να μη ρωτά. Αν το ήθελε ο Θεός, θα μάθαινε.
Μα το σκεπτικό της Ναντέζντα δεν είχε να κάνει καθόλου με το απεγνωσμένο κορίτσι. Ήλπιζε πως κάποια στιγμή ο Σβιατοπόλκ θα περνούσε από εκεί και θα μπορούσε να τον σκοτώσει επιτέλους και να δώσει τέλος σ’ αυτή την ιστορία. Τον τελευταίο καιρό, η αιφνίδια εμφάνιση του Στεφάν στη ζωή της την είχε αποπροσανατολίσει από τον στόχο της, μα δεν είχε ξεχάσει για ποιο λόγο είχε παρεισφρήσει στο δαιδαλώδες κάστρο. Ήθελε να τον σκοτώσει και μετά να πεθάνει. Ζητούσε πολλά;
Στεφάν… Στεφάν Ραντοσλάβιτς…
Γιατί έπρεπε εσύ απ’ όλους τους ανθρώπους να έρθεις εδώ;
Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είδα. Έμοιαζες με άγγελο που είχε κατέβει από τον ουρανό για να με σώσει από τη φωτιά και τον θάνατο. Σε όλη την παράνοια και την φρίκη που με κύκλωσε έπειτα, ήσουν το μόνο στήριγμα, η μόνη αχτίδα φωτός, στο απόλυτο σκοτάδι.
Αυτό ήταν πριν τα ψέματα, πριν την προδοσία. Πριν σε πληγώσω κι εγώ.
Τώρα σε μισώ. Σε μισώ σχεδόν όσο και τον Καταραμένο. Σχεδόν, γιατί όταν συνέβησαν όλα αυτά ήσουν νέος, κι ακολουθούσες τον πατέρα σου. Σε νιώθω να με παρακολουθείς όπου και να ‘μαι και βλέπω στα μάτια σου τη θλίψη. Ίσως να σε πίστευα αν δεν βρισκόσουν πλάι στον άνθρωπο που έχω διαλέξει να σκοτώσω. Έχεις την εύνοιά του, διοικείς την πλουσιότερη μετά το Κίεβο ηγεμονία. Πώς να σε πιστέψω όταν λες ότι για χρόνια ένιωθες τύψεις, ότι υπήρχαν σοβαρές αιτίες για τις πράξεις σου;
Και έχεις το θράσος να ζητάς εξηγήσεις από εμένα;  Είπες ότι για χρόνια με θεωρούσες νεκρή. Ε, λοιπόν για σένα, είμαι.
Ο Μεγάλος Πρίγκιπας απροειδοποίητα επισκέφτηκε τα ιδιαίτερα διαμερίσματα της συζύγου του, την ώρα που η Μίρα αγόρευε για τα καθήκοντα μιας κοπέλας σε ηλικία γάμου, απαιτώντας από τη Αναστασία απόλυτη προσήλωση. Το πρόσωπό της φωτίστηκε σαν τον είδε.
Αποσύρθηκαν στην εσωτερική κάμαρα. Η Μίρα ζήτησε από την Κριστιάνα να τους φέρει ζεστό τσάι.
Καμπανάκια άρχισαν να ηχούν στο μυαλό της Ναντέζντα. Ο Σβιατοπόλκ ήταν τόσο κοντά της. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Το τσάι, το τσάι ήταν η λύση. Σηκώθηκε μεμιάς, και είπε στην Κριστιάνα να μην κουράζεται, θα πήγαινε εκείνη να φέρει το αφέψημα, δεν την πείραζε γιατί ήθελε να ξεμουδιάσει. Η μεγαλύτερη γυναίκα δεν μπόρεσε να διαισθανθεί την επικείμενη απειλή και συμφώνησε. Ήταν πολύ μεγάλη για να κάνει θελήματα άλλωστε. Μονάχα η Αναστασία ξαφνιάστηκε από την ασυνήθιστη προθυμία της, μα δεν το σχολίασε.
Η Ναντέζντα πήγε στην κουζίνα και γύρισε λες και είχε φτερά στα πόδια. Χτύπησε την πόρτα, κρατώντας το χρυσό δίσκο με το άλλο χέρι. Παρόλο που δεν πήρε απάντηση, αποφάσισε να μπει. Οι δυο σύζυγοι στέκονταν μπροστά στο παράθυρο και κοιτούσαν τη θέα. Ήταν απορροφημένοι σε μια χαμηλόφωνη, μα έντονη συζήτηση. Ό,τι κι αν έλεγαν, φαινόταν σοβαρό˙ δεν πήραν είδηση την παρουσία της. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό της. Δεν υπήρχε κανένας ντρουζίνικ, κανένας οπλισμένος άντρας. Κανένας ικανός, να την σταματήσει. Ή τώρα ή ποτέ.
Άφησε το δίσκο στο τραπεζάκι. Πολύ διακριτικά, για να μην ακουστεί τράβηξε το στιλέτο του Στεφάν από το πόδι της όπου ήταν στερεωμένο μ’ ένα λεπτό σκοινί. Το είχε βάλει ξανά εκεί, αμέσως μόλις της το επέστρεψε. Το έσφιξε στο χέρι και πλησίασε πολύ προσεκτικά. Ήταν σιωπηλή σαν σκιά, ήρεμη σαν λίμνη, γρήγορη σαν γαζέλα. Είχε φτάσει τόσο κοντά χωρίς να την αναληφθούν. Σήκωσε το χέρι κρατώντας το μαχαίρι, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να την τραβά από τον ώμο. Ταυτόχρονα, άκουσε τη γνώριμη φωνή του, «Μεγαλειότατε, συγγνώμη που καθυστέρησα.»
Ήξερε ποιος ήταν χωρίς να στραφεί.
Στεφάν.
Το αντρόγυνο γύρισε στο άκουσμα της φωνής του. Η Ναντέζντα μόλις που πρόλαβε να κρύψει το στιλέτο κάτω από το μανίκι της. Δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει, δεν μπορούσε ν’ αντικρίσει το Στεφάν, ο οποίος τώρα είχε ακόμα το χέρι του γύρω από τους ώμους της, σαν να ήθελε να την προστατεύσει ή να την φυλακίσει. Δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη.
«Δεν σε κατάλαβα, άρχοντα Ραντοσλάβιτς.», είπε ήπια ο Σβιατοπόλκ. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», ρώτησε απότομα τη Ναντέζντα. Εκείνη είδε τον άντρα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της χώρας.
«Έφερε το τσάι.», απάντησε ο Στεφάν αντί για κείνη, με μια φυσικότητα, λες και έλεγε το πιο κοινότοπο πράγμα.
«Καλώς, εξαφανίσου!», την αγρίεψε ο γιος του Γιαροπόλκ.
Χρειάστηκε να την σπρώξει ελαφρά ο Στεφάν για να κουνηθεί επιτέλους. Καθώς έκανε μεταβολή για να φύγει, πρόλαβε να της ψιθυρίσει. «Διάολε, έχεις τρελαθεί;»
Ο  Στεφάν είχε απαντήσει στο κάλεσμα του Σβιατοπόλκ να μιλήσουν ιδιαιτέρως στα διαμερίσματα της Μεγάλης Πριγκίπισσας. Ο ηγεμόνας ήθελε να τον ενημερώσει σχετικά με κρίσιμες για την πορεία του κράτους εξελίξεις. Γι’ αυτό είχε εμφανιστεί. Στεκόταν στην πόρτα όταν η Ναντέζντα έβγαλε το στιλέτο κι ετοιμάστηκε να το χρησιμοποιήσει στο λαιμό του Σβιατοπόλκ. Για μια στιγμή δεν πίστεψε στα μάτια του, μα ευτυχώς έδρασε γρήγορα και την σταμάτησε.
Τώρα πια, ήξερε τι είχε έρθει να κάνει η Ναντέζντα στο παλάτι. Την κοίταξε την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω της και δεν μπορούσε να πάψει ν’ αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί αν δε βρισκόταν. Ο Σβιατοπόλκ θα πέθαινε. Και η Ναντέζντα θα τον ακολουθούσε. Ναι, είχε χάσει τα λογικά της.
Εκείνα τα λόγια του Στεφάν είχαν καρφωθεί στο μυαλό της. Τα άκουγε σαν ηχώ.
Διάολε, έχεις τρελαθεί;
Ίσως να ‘χω τρελαθεί. Πάντως αν δεν δω τον Καταραμένο νεκρό, σίγουρα θα τρελαθώ.
Βγήκε από το δωμάτιο κάτωχρη, χωρίς να έχει  επαφή με το περιβάλλον. Η Αναστασία τρόμαξε μόλις την είδε. Έμοιαζε να είχε δει φάντασμα. Θέλησε να τη σταματήσει, σαν κατάλαβε ότι θα έφευγε από τα διαμερίσματα της Μίρας. Δεν την πρόλαβε κι έτσι έτρεξε πίσω της.
Φώναξε το όνομά της, μα η Ναντέζντα δεν την άκουσε, ήταν χαμένη στο λαβύρινθο των σκέψεών της. Η Αναστασία, ήταν πιο γρήγορη κι έτσι βρέθηκε μπροστά της, έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει. «Είσαι καλά;», ρώτησε.  
Τότε ένιωσε να συνέρχεται από το σοκ που είχε υποστεί. Άρχισε να αισθάνεται κάτι πέρα από έκπληξη. Οργή.  Πύρινη, καταστροφική οργή εναντίον του Στεφάν που είχε χαλάσει τα σχέδια της, αλλά ξέσπασε πάνω στην αθώα Αναστασία απλά, επειδή στεκόταν μπροστά της.
«Κοίτα τη δουλειά σου, αξιολύπητο πλάσμα!», της φώναξε, στάζοντας όλο το δηλητήριο της ψυχής της.
Η θυγατέρα της Άννας έκανε δυο βήματα προς τα πίσω. Πληγώθηκε βαθιά από τη συμπεριφορά της. Απλά ήθελε να δει αν ήταν καλά, αν είχε ανάγκη τίποτα. Τον λόγο δεν τον έβλεπε. Αφού, ήξερε ότι η Ναντέζντα δεν ήταν τίποτα πέρα από θεραπαινίδα  της. Δεν ήταν φίλη της.
Η Ναντέζντα την κοίταξε με έκδηλη καταφρόνηση και της γύρισε την πλάτη. Δεν είχε τον καιρό, ούτε τη διάθεση ν’ ασχοληθεί μαζί της. Άλλωστε, είχε βάλει σκοπό ποτέ να μη δει Αναστασία σαν κάτι παρά πάνω, από την απαίσια κόρη της αντίζηλης της μητέρας της. Δεν την ενδιέφερε φυσικά, αν πλήγωνε τα αισθήματά της.
Μόνο μία σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό της.

Ο Στεφάν ξέρει…

Σοφία Γκρέκα