Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 20)

12 Χρόνια Πριν

Ο Λεονάρντο ήταν ξαπλωμένος στο ξύλινο κρεβάτι, σκεπασμένος με τη μάλλινη κουβέρτα που του έφερε η μητέρα του. Ο πυρετός είχε πέσει λίγο, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να τρέμει.
«Πιες λίγο νερό. Εγώ πάω να σου ετοιμάσω τη σούπα» του είπε η μάνα του, πριν εξαφανιστεί στο διάδρομο.

Δεν υπάκουσε, παρόλο που ένιωθε το στόμα του ξερό. Δεν ήθελε νερό, ούτε σούπα. Χρειαζόταν μερικές ώρες ύπνου και θα γινόταν καλά. Έπρεπε να γίνει γρήγορα καλά για να συνεχίσει την αναζήτηση. Είχε ανάγκη να βρει απαντήσεις, μιας και η μητέρα του δεν ήταν διατεθειμένη να του τις δώσει.
Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ένιωθε εξαντλημένος, ωστόσο πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα δεν έβλεπε το απόλυτο σκοτάδι που θα οδηγούσε στον ύπνο. Έβλεπε την εικόνα εκείνου του άντρα να αγκαλιάζει και να φιλά τη μητέρα του. Ξεροκατάπιε και άνοιξε τα ματόφυλλά του. Ένιωθε το πρόσωπό του κατακόκκινο, τόσο λόγω του θυμού όσο και της ίωσης που τον ταλαιπωρούσε.
Από τη στιγμή που ο Λεονάρντο είδε εκείνον τον άντρα, δεν μπορούσε να βρει γαλήνη. Ο πατέρας του είχε πεθάνει μόλις δύο χρόνια πριν. Η μητέρα του τον αγαπούσε πάρα πολύ. Μέχρι πριν από δύο μήνες εξακολουθούσε να επισκέπτεται το μνήμα του κάθε πρωί.
Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό έμοιαζε κάπως καλύτερα. Έβγαινε πιο συχνά, χαμογελούσε πιο συχνά, έμοιαζε με την μητέρα που τον μεγάλωσε πιο συχνά. Εκείνος πίστευε ότι είχε αρχίσει να συμφιλιώνεται με την απουσία του πατέρα του και να βλέπει τα πράγματα με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνη  είχε βρει κάποιον άλλο να καλύπτει το κενό που άφησε στην καρδιά της ο θάνατος του συζύγου της.
Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν η νέα σχέση της μητέρας του. Το πρόβλημα ήταν ότι εκείνη το κρατούσε κρυφό από τον ίδιο. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε ο γιός της να μάθει ότι είχε προχωρήσει στη ζωή της. Ακόμη και όταν ο Λεονάρντο τους είδε αγκαλιά και της ζήτησε την επόμενη μέρα εξηγήσεις, εκείνη τα αρνήθηκε όλα, λέγοντας πως είχε δει λάθος. Γιατί να πει ψέμματα; Τι είχε να κρύψει;
Ο Λεονάρντο ήταν πεπεισμένος πως η αιτία κρυβόταν πίσω από τον μυστήριο άντρα. Έτσι, υποσχέθηκε στον εαυτό του να μάθει τα πάντα για αυτόν. Είχε ξεκινήσει ήδη την κατασκοπεία του... τον είχε ακολουθήσει με τα πόδια για να δει που έμενε, ωστόσο έπιασε βροχή και αναγκάστηκε να περιμένει εκεί έξω, μέσα στην καταιγίδα για τουλάχιστον δύο ώρες. Γι' αυτό τώρα είχε καταλήξει ξαπλωμένος με σαράντα πυρετό και καμία πληροφορία.
Αναστέναξε ηχηρά.
Η μητέρα του εμφανίστηκε στην πόρτα, με ένα πιάτο στο χέρι.
«Έτοιμη η σούπα. Σήκω γρήγορα να τη φας προτού κρυώσει» είπε.
«Δεν πεινάω» της αποκρίθηκε. Η φωνή του ήταν βραχνή.
«Η σούπα δεν είναι για να καταπολεμήσει την πείνα σου, αλλά για να μαλακώσει ο λαιμός σου. Άντε, σήκω τώρα».
Ο Λεονάρντο ξεφύσηξε ενοχλημένα και υπάκουσε.
«Θα μου πεις τώρα τι έκανες έξω μες στη βροχή τόσες ώρες;» τον ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, περιμένοντας μερικές απαντήσεις.
«Δε σε αφορά».
«Φυσικά και με αφορά, Λέο. Ανησύχησα, σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν απαντούσες, έφυγες βιαστικά και δεν πήρες ομπρέλα. Φοβήθηκα μήπως έπαθες κάτι» είπε θυμωμένα.
Ο Λεονάρντο άφησε απαλά το κουτάλι στην άκρη του πιάτου και σήκωσε το βλέμμα για να αντικρίσει τα ζεστά, καστανά μάτια της μητέρας του. «Από τη στιγμή που δεν είσαι ειλικρινής μαζί μου, μη περιμένεις τίποτα περισσότερο από εμένα».
Η μητέρα του αναστέναξε. «Σου το είπα ήδη, κάνεις λάθος... δεν ήμουν εγώ».
«Ξέρω πολύ καλά τι είδα... πρέπει να πάψεις επιτέλους να λες ψέμματα και να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει».
«Θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, γιε μου. Κοίτα να γίνεις καλά τώρα» είπε και απέφυγε το βλέμμα του. Ακόμη και από τον τόνο της φωνής της, καταλάβαινε κανείς ότι ήταν λυπημένη που αναγκαζόταν να πει ψέμματα.
Ο Λεονάρντο άφησε το πιάτο στο κομοδίνο δίπλα του και έπειτα στράφηκε στη μάνα του. Πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Ήταν κρύα.
 «Δεν ξέρω τι σου έχει πει εκείνος, πώς σε έπεισε να πεις ψέμματα στον μοναχογιό σου, αλλά να ξέρεις ότι εγώ είμαι εδώ και όποτε θελήσεις να μιλήσεις θα είμαι πρόθυμος να σε ακούσω».
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της  γυναίκας και δάκρυα συσσωρεύτηκαν στις άκρες των ματιών της.
«Γιε μου...» ψιθύρισε πριν τον αγκαλιάσει και σπρώξει το κεφάλι του προς τα πάνω της, έτσι που να ακουμπά στο στέρνο της και να ακούει τους ταχείς χτύπους της καρδιάς της.
«Μίλησε μου, μάνα. Σε παρακαλώ...».
Το στήθος της μητέρας του ανέβηκε αργά, καθώς εισέπνευσε βαθιά.
«Αύριο» είπε αποφασιστικά.
Ο Λεονάρντο απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της και την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια, επιθυμώντας να ελέγξει τη γνησιότητα των λόγων της. Έμοιαζε ειλικρινής.
«Αύριο τι;» ρώτησε, η φωνή του παρέμενε βραχνή.
«Αύριο θα τον φωνάξω εδώ για να γνωριστείτε» είπε και ένα μειδίαμα τρεμόπαιξε στα χείλη της.
«Να γνωριστούμε; Πριν από ένα λεπτό δεν παραδεχόσουν καν ότι υπάρχει άντρας και τώρα ξαφνικά είσαι πρόθυμη να μου τον γνωρίσεις;», η αναστάτωση ήταν εμφανής στη φωνή του.
Η μητέρα του έπλεξε τα δάκτυλα των χεριών της και τον κοίταξε λυπημένα.
«Το ξέρω ότι είπα ψέμματα... απλά δεν ένιωθα έτοιμη ακόμα να επισημοποιήσω αυτή τη σχέση. Πάνε μόλις δύο χρόνια από τότε που χάσαμε τον πατέρα σου και φοβόμουν μήπως εσύ ένιωθες ότι τον πρόδιδα μ' αυτόν τον τρόπο» παραδέχτηκε.
Ο Λεονάρντο ένιωσε άσχημα. Η άρνηση της παραδοχής της αλήθειας ήταν επιλογή της μητέρας του, όχι εκείνου του άντρα. Τελικά, ίσως και να μην ήταν τόσο γελοίος.
«Αλλά...» συνέχισε εκείνη, «δεν είναι μόνο αυτό».
Δίστασε. Έμοιαζε ανήμπορη να βρει λέξεις για να περιγράψει αυτό που έπρεπε να αποκαλύψει.
«Πες μου, μην ανησυχείς» την προέτρεψε εκείνος.
Η γυναίκα στραβοκατάπιε φοβούμενη την αντίδραση του δεκαοκτάχρονου γιου της. Ήξερε ότι δεν θα καταλάβαινε.  
 «Εκείνος... είναι... είναι παντρεμένος» παραδέχτηκε τραυλίζοντας.
Ο Λεονάρντο ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Ήταν σίγουρος πως η θερμοκρασία του σώματός του είχε ξεπεράσει τους σαράντα βαθμούς και όχι εξαιτίας του πυρετού. Πώς ήταν δυνατόν η μητέρα του να είχε σχέση με έναν παντρεμένο; Και εκείνος ο γελοίος πως μπορούσε να απατάει τη γυναίκα του; Ήταν ένα κάθαρμα...
Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος να αναλογίζεται τα λόγια της μητέρας του, ωστόσο την αμέσως επόμενη πετάχτηκε πάνω με σφιγμένες γροθιές, έτοιμος να απελευθερώσει το θυμό που είχε συσσωρευτεί μέσα του.
«Πώς... πώς μπόρεσες;!» άρχισε να ουρλιάζει, παρά την άσχημη κατάσταση του λαιμού του. «Πώς μπόρεσες να τα φτιάξεις με έναν παντρεμένο άνθρωπο; Τη γυναίκα του δε τη σκέφτηκες; Πώς μπορείς και κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, γνωρίζοντας ότι καταστρέφεις μια οικογένεια;!».
Τα μάτια της μητέρας του είχαν γεμίσει με δάκρυα, αλλά εκείνος αδιαφορούσε.
«Άσε με να σου εξηγήσω»  του είπε θλιμμένα.
«Τι να εξηγήσεις; Τι; Δεν υπάρχει δικαιολογία!».
Η μητέρα του σηκώθηκε όρθια και τον άρπαξε γερά από το μπράτσο. «Κάτσε κάτω, ηρέμησε και άσε με να σου εξηγήσω. Μη λες πράγματα που αργότερα θα μετανιώσεις».
Η σοβαρότητα στη φωνή της, τον έκανε να κλείσει το στόμα του και να ανακτήσει έως ένα σημείο την αυτοκυριαρχία του. Έκατσε στην άκρη του στρώματος και δίχως να την κοιτά περίμενε τις εξηγήσεις της.
«Ετοιμάζεται να χωρίσει... όταν τον γνώρισα είχε ήδη αρκετά προβλήματα με τη γυναίκα του, είχαν συζητήσει για το θέμα του διαζυγίου. Ο γάμος τους έχει τελειώσει, Λέο. Στην ουσία δεν είναι πια μαζί».
Ο Λεονάρντο πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Έχει παιδιά;» ρώτησε.
Η απάντηση της μάνας του δημιούργησε έναν γερό κόμπο στο στομάχι του.
«Έχει μια κόρη. Είναι δεκαπέντε ετών».
«Καλά, εντάξει. Δεν θέλω να μάθω τίποτα περισσότερο» είπε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, επιθυμώντας να μείνει για λίγο μόνος, μακριά από όλους και από όλα.
 «Εντάξει, καλύτερα να ξεκουραστείς. Θα μιλήσω μαζί του και θα κανονίσω να έρθει κάποια μέρα από εδώ να γνωριστείτε».
«Ας έρθει αύριο».
«Όχι, δεν ήταν καλή ιδέα αυτή. Είσαι άρρωστος, πρέπει πρώτα να αναρρώσεις».
Ο Λεονάρντο κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης και κουκουλώθηκε με το σεντόνι.
«Φύγε τώρα, θέλω να κοιμηθώ» είπε ψυχρά.
Η μητέρα του χαμήλωσε το βλέμμα και δίχως να πει τίποτα, βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Λεονάρντο ξέσπασε σε κλάματα. Ο ύπνος τον πήρε το ξημέρωμα.
***
Πέντε μέρες μετά, στις επτά ακριβώς το απόγευμα, ο Λεονάρντο είχε ετοιμαστεί και περίμενε ανυπόμονα την άφιξη του μυστήριου και γελοίου άντρα. Η μητέρα του καθόταν χαλαρή στον καναπέ και παρακολουθούσε τηλεόραση. Έμοιαζε να μην την πολύ απασχολεί το γεγονός ότι σε λίγη ώρα ο γιος της θα γνώριζε τον -ίσως- μελλοντικό της νέο σύζυγο.
«Δεν θα ελέγξεις το φαγητό;» τη ρώτησε κουνώντας ανυπόμονα το πόδι του πάνω κάτω.
Η μητέρα του χαμογέλασε, απαντώντας: «Το κοίταξα πριν τρία λεπτά. Σε λίγο θα πάω να το βγάλω από τον φούρνο».
Ο Λεονάρντο ένευσε και παρέμεινε σιωπηλός για λίγο. Στο μυαλό του περνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Είχε δει την εμφάνιση του άντρα, αν και από μακριά, και έμοιαζε εντάξει. Ωστόσο, αυτό που είχε τώρα σημασία ήταν ο χαρακτήρας του και κατά πόσο θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του. Είχε βγάλει ήδη ένα μικρό πόρισμα, ωστόσο θα περίμενε να μιλήσουν ιδιαιτέρως πριν την τελική ετυμηγορία.
Το κουδούνι ήχησε δέκα λεπτά πριν τις επτά και μισή. Το άγχος και η αγωνία του κορυφώθηκαν. Η μητέρα του έτρεξε να ανοίξει, αφού πρώτα τον χτύπησε καθησυχαστικά στην πλάτη και του υπενθύμισε να είναι φρόνιμος και ευγενικός.
Εκείνος στάθηκε στην άκρη της πόρτας και περίμενε. Περίμενε το βλέμμα εκείνου του άγνωστου άντρα να καρφωθεί πάνω του, σκληρό και βλοσυρό. Περίμενε να του τείνει το χέρι σε μια χειραψία και να τον κατακεραυνώσει με ένα απειλητικό βλέμμα που θα τον έκανε να ζαρώσει και να μείνει αμίλητος για όλη την υπόλοιπη βραδιά. Ωστόσο, ό,τι περίμενε και φοβόταν δεν έγινε ποτέ.
Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος, αριστοκρατικός κύριος. Τα πράσινα μάτια του έμοιαζαν φιλικά και γνώριμα καθώς γλιστρούσαν από τη μητέρα του προς εκείνον.
«Καλησπέρα» είπε και στους δυο τους, χαμογελώντας πλατιά.
Τα μάτια της μητέρας του φωτίστηκαν. «Καλησπέρα, πέρνα μέσα».
Ο Λεονάρντο κοιτούσε το μπουκέτο με τα λουλούδια στο αριστερό χέρι του άντρα και αναρωτιόταν αν προσπαθούσε να κάνει καλή εντύπωση στον ίδιο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να ρίξει την αθώα του μητέρα.
«Αυτά είναι για εσένα» της είπε, δίνοντάς της το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα.
Εκείνη τον ευχαρίστησε θερμά και αφού τα έφερε στη μύτη της και οσφράνθηκε τη μυρωδιά τους, στράφηκε στον γιο της.
«Λοιπόν, από εδώ είναι ο γιος μου, ο Λεονάρντο».
Ο άντρας στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε εύθυμα.
«Σαντιάγκο Σαβιόνε» συστήθηκε τείνοντας το χέρι του, «χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω. Η μητέρα σου μιλάει συνέχεια για εσένα και το πόσο χαρισματικός είσαι».
Ο Λεονάρντο κρατήθηκε για να μη μορφάσει με τα λόγια του. Προσπαθούσε να τον καλοπιάσει.
Πρόσφερε το χέρι του και κάναν τη συνηθισμένη χειραψία. «Και εγώ χαίρομαι που σας γνωρίζω» είπε ψέμματα.
Ο Σαντιάγκο γέλασε, «μίλα μου στον ενικό, μικρέ» είπε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
«Εντάξει» είπε όσο πιο χαρούμενα μπορούσε. Μικρέ; Δεν ήταν μικρός.
Και σίγουρα δεν θα συμπαθούσε ποτέ αυτόν τον άντρα.
***
Το δείπνο εξελισσόταν ομαλά. Η μητέρα του έμοιαζε ικανοποιημένη και χαρούμενη, ιδίως βλέποντας τους δύο άντρες της ζωής της να μιλάνε και να συμφωνούν.
«Έμαθα ότι έχεις ταλέντο στη ζωγραφική» είπε κάποια στιγμή ο Σαντιάγκο.
Ο Λεονάρντο έγνεψε καταφατικά, μασουλώντας μια πατάτα.
«Δεν ζωγραφίζω ακριβώς... περισσότερο σχεδιάζω θα έλεγα» είπε.
«Ενδιαφέρον... και τι ακριβώς σ' αρέσει να σχεδιάζεις;».
Ο Λεονάρντο δεν ένιωθε άνετα μιλώντας για αυτό το θέμα. Φοβόταν την αντίδρασή του άντρα όταν μάθαινε για τις ασχολίες του.
«Εμ... εγώ...» δεν ήθελε να το αποκαλύψει.
«Ο Λέο σχεδιάζει ρούχα...» πετάχτηκε η μητέρα του.
«Ρούχα;», η έκπληξη ήταν φανερή στο πρόσωπο του καλεσμένου τους.
Ο Λεονάρντο ένιωσε αμέσως άσχημα. Όλοι είχαν την ίδια αντίδραση όταν το μάθαιναν.
«Δηλαδή είσαι κάτι σαν σχεδιαστής μόδας;».
Ο Λεονάρντο ξερόβηξε, «δεν είμαι... αλλά θα ήθελα πολύ να γίνω... απλά δεν ξέρω να φτιάχνω ρούχα, μόνο να τα σχεδιάζω» παραδέχτηκε.
Ο Σαντιάγκο κούνησε το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης και έπειτα χαμογέλασε.
«Θα μπορούσες να ιδρύσεις έναν δικό σου οίκο μόδας» πρότεινε, «έτσι θα μπορούσες να σχεδιάζεις εσύ κάποια κομμάτια και οι υπάλληλοι σου θα τα έφτιαχναν».
Η ιδέα τον έκανε να ενθουσιαστεί. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να γίνει.
«Ναι, θα μπορούσα, αν είχα χρήματα».
Τα χείλη του άντρα μετατράπηκαν σε μια ευθεία γραμμή. «Αυτό είναι ένα θέμα... αλλά θα μπορούσε να βρεθεί λύση» είπε.
Ο Λεονάρντο ένιωσε την ελπίδα να αναπτερώνεται μέσα του.
«Δηλαδή;» ρώτησε ενθουσιασμένα. Δεν θα έπρεπε να δείχνει τόσο χαρούμενος, αλλά δεν μπορούσε να σβήσει το χαμόγελό του γνωρίζοντας ότι ίσως υπήρχε τρόπος να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
«Θα μπορούσα να βοηθήσω εγώ» απάντησε και στα πράσινα μάτια του φάνηκε η ειλικρίνειά του. Πράγματι, ήθελε να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τους στόχους του. Μήπως δεν ήταν τελικά τόσο κάθαρμα όσο νόμιζε;
Η χαρά και ο ενθουσιασμός έκαναν την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα. Ώσπου... πήρε το λόγο η μητέρα του και κάθε ελπίδα εξαφανίστηκε.
«Αυτό δεν γίνεται, Σαντιάγκο» είπε αποφασισμένη να αρνηθεί οποιαδήποτε βοήθεια είχε να τους προσφέρει.
«Γιατί όχι;» ρώτησε εκείνος, δείχνοντας κάπως θιγμένος.
«Γιατί η ίδρυση μιας εταιρίας δεν είναι απλό θέμα, θέλει πολλά λεφτά. Δεν θα είμαστε σε θέση να στα επιστρέψουμε».
«Ποιος είπε ότι τα θέλω πίσω; Είμαστε μια οικογένεια πλέον Κασσάνδρα... ή τουλάχιστον θα γίνουμε σε λίγο καιρό. Άλλωστε, σου εξήγησα ήδη ότι σύντομα θα είμαι πολύ πλούσιος».
Ο Λεονάρντο παρακολουθούσε σιωπηλός την αντιπαράθεση του ζευγαριού. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή να περιμένει να λήξουν οι ίδιοι το θέμα. Τελικά αποφάσισε να περιμένει και να μην ανακατευτεί.
«Θα γίνεις, δεν είσαι. Όταν γεννηθεί το μωρό και εσύ έχεις πολλά χρήματα, τότε το συζητάμε».
«Το μωρό;» οι λέξεις γλίστρησαν από τα χείλη του Λεονάρντο. Σάστισε. Για τι πράγμα μιλούσε η μητέρα του;
Ο Σαντιάγκο άφησε απαλά τα μαχαιροπίρουνα στις άκρες του πιάτου και έπιασε το χέρι της Κασσάνδρας, η οποία είχε καλύψει το στόμα της.
«Λέο, αγόρι μου... συγγνώμη... θα σου το έλεγα» άρχισε να λέει εμφανώς ταραγμένη.
«Θα μου έλεγες, τι;» ρώτησε εκείνος σαστισμένος κοιτώντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον.
«Η μητέρα σου κι εγώ, περιμένουμε παιδί» απάντησε ο Σαντιάγκο και τράβηξε την Κασσάνδρα στην αγκαλιά του.
Ο Λεονάρντο δεν έκανε τίποτα για μερικά δευτερόλεπτα. Είχε παραλύσει. Η  μητέρα του ήταν έγκυος. Η μητέρα του περίμενε το παιδί ενός παντρεμένου άντρα.
«Λέο! Λέο που πας;!» ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν σηκωθεί απότομα και αρχίσει να τρέχει.
***
Ο Λεονάρντο αναγκάστηκε να το αποδεχτεί. Αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα πάντα. Τον πατριό του και το νέο του αδερφάκι, τη γλυκιά Σόνια.
Οκτώ χρόνια μετά τη γέννηση της Σόνια, η μητέρα του Λεονάρντο πέθανε από καρκίνο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, η Σόνια εμφάνισε καρκίνο.
Ένα χρόνο πριν την απαγωγή της Νοέλια, η αδερφή του Λεονάρντο εξαφανίστηκε.
Λίγους μήνες πριν την απαγωγή της Νοέλια, ο Σαντιάγκο Σαβιόνε επιβεβαίωσε ότι εκείνος είχε πάρει την κόρη του μακριά.
Μια εβδομάδα πριν την απαγωγή της Νοέλια, ο Σαντιάγκο Σαβιόνε είπε στον Λεονάρντο τα εξής: «Αν θέλεις να δεις την αδερφή σου πριν πεθάνει, θα κάνεις ό,τι σου πω. Δεν θα φέρεις αντιρρήσεις, δεν θα κάνεις ερωτήσεις. Απλά θα εκτελείς».

Δέσποινα Χρ.