Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 3)

Νότος, κάστρο των Λάναστερ και πεδιάδα


Tα πράγματά της βρισκόντουσαν πακεταρισμένα πάνω στο κρεβάτι της. Εκείνη δεν έδινε σημασία. Το βλέμμα της παρέμενε σταθερό στο παράθυρο, κοιτώντας το πανέμορφο λιμάνι και τη σκούρα θάλασσα που απλώνονταν στον ορίζοντα, μπροστά απ'τα μάτια της.

Ο συννεφιασμένος ουρανός και το απαλό αεράκι που χάιδευε τα μάγουλά της μαζί με την σκούρα θάλασσα, ήταν λες και δεν ήθελαν να φύγει η ίδια. Ταίριαζαν τόσο πολύ στις σκέψεις της. Σκούρες, συννεφιασμένες και κρύες.
Άραγε θα έχει πολύ κρύο εκεί;, αναρωτήθηκε στιγμιαία, μόνο για να γελάσει με την ανόητη ερώτησή της. Φυσικά και θα έχει κρύο, απάντησε η ίδια στον εαυτό της, Βορράς είναι!
Μέσα στις σκέψεις της, δεν άκουσε τον ήχο της πόρτας. Δυο χέρια τυλίχτηκαν γύρω της και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν από την οικεία μυρωδιά.
Άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει. 
'' Φοβάμαι. '', τόλμησε να ομολογήσει. Την έσφιξε περισσότερο κοντά του. 
'' Δε χρειάζεται. '', άρχισε εκείνος μαλακά, αγγίζοντας τα μαύρα απαλά μαλλιά της στοργικά με τα χείλη του. '' Αν τολμήσει να σε πονέσει, με τον οποιοδήποτε τρόπο, τότε καλά θα κάνει να προσευχηθεί σε όλους τους Θεούς για σωτηρία. '', μουρμούρισε υποσχέσεις που ήξεραν και οι δύο ότι αν τις εκπλήρωνε κάποτε, θα έφερνε το απόλυτο χάος σε όλο το βασίλειο. Όμως, δε τον ένοιαζε αυτό τώρα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να την καθησυχάσει. Να την σιγουρέψει ότι θα είναι κοντά της για πάντα, όποτε τον χρειαστεί. Ακόμα και αν δεν ίσχυε απολύτως...
Σύντομα έφτασε η ώρα που έπρεπε να φύγουν. Την ευθύνη του Νότου  θα την έπαιρνε ο θείος της, Βύρων. Πήραν τις θέσεις τους στα άλογά τους και το συμβούλιο μαζί με τον θείο της τους αποχαιρέτησαν.
Εκείνη σιωπηλή, σε όλη τη διαδρομή σκεπτική και ήσυχη, ακολουθούσε τον πατέρα της που ίππευε μπροστά με τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ο Μπέντζεν προσπάθεια μια-δυο φορές να της πιάσει κουβέντα, αλλά οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό. Η αδελφή του έμοιαζε να είχε πιει το αμίλητο νερό και, όσο και να εξοργιζόταν με την παιδιάστικη κατά τη γνώμη του αντίδρασή της, άλλο τόσο ανησυχούσε για την ίδια. Ανησυχούσε για την ψυχική της υγεία και δεν ήθελε με τίποτα να την βλέπει σε τέτοια κατάσταση. Αλλά όσο και να προσπαθούσε, τα χείλη της παρέμεναν σφραγισμένα.
'' Μπέντζεν! '', άκουσε ξαφνικά τη φωνή του Μπράντον, καθώς ήσυχος, ακολουθούσε με το άλογό του. Σφίγγοντας στις παλάμες του τα χαλινάρια, έτρεξε στον αδελφό του, που είχε σταματήσει, κοιτώντας προς την μεριά του.
'' Πες μου. '', μουρμούρισε, μόλις έφτασε κοντά του. Στάθηκαν για λίγο ανάμεσα στα δέντρα, κοιτώντας τους φρουρούς, τον πατέρα και την αδελφή τους να περνούν από μπροστά τους.
'' Πώς είναι η μικρή; '', ρώτησε την μεγαλύτερη και μόνιμη για τις τελευταίες ώρες, ανησυχία του. Το βλέμμα του την ακολούθησε, καθώς το άλογό της συνέχισε να προχωρά. Όσο και να προσπαθούσε να δει, έστω και λίγο, το βλέμμα της, εκείνη συνέχιζε να κοιτά το κενό, καθώς η κουκούλα της κάπας της επισκίαζε το σκεπτικό πρόσωπό της.
'' Όπως την βλέπεις. Δε τη λες και ευδιάθετη. Ούτε και ομιλητική. '', απάντησε ο μικρότερος Λάναστερ, ακολουθώντας και ο ίδιος με το βλέμμα του την μελαχρινή γυναίκα.
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ'τα χείλη του Μπράντον. '' Δε μου αρέσει. Καθόλου δε μου αρέσει αυτό. '', μονολόγησε, κερδίζοντας ένα λοξό βλέμμα απ'τον μικρότερο αδελφό του.
'' Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Προσπάθησα να της μιλήσω, δε βγάζει μιλιά. Και ξέρεις πόσο πεισματάτα είναι! '', του τόνισε, κάνοντας τον να ξεφυσήξει.
Φυσικά και το ήξερε. Το πείσμα και η ξεροκεφαλιά της ήταν ευρέος γνωστά χαρίσματά της. Χαρίσματα που τα είχαν γενικά στην οικογένειά τους. Αλλά σίγουρα, κανένας δε μπορούσε να την ανταγωνιστεί...
Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον μικρότερο αδελφό του. '' Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να την αφήσω να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν θα είναι πια σπίτι. '', απάντησε και έφυγε, αφήνοντας τον νεαρό άνδρα να κοιτά μπερδεμένος και σκεπτικός τα δυο αδέλφια του.
Σύντομα ο ουρανός τους σκέπασε με την μαύρη κάπα του, κρύβοντάς τους τον δρόμο. Το μόνο που τους έμενε ήταν να κατασκηνώσουν για τη νύχτα και με το πρώτο φως του Ηλίου να ξαναξεκινούσαν το ταξίδι προς τον παγωμένο Βορρά.
Έτσι, σύντομα γύρω-γύρω υπήρχαν αναμμένες φωτιές, ζεσταίνοντας τους άνδρες, ενώ σκηνές ήταν παντού φτιαγμένες, έτοιμες να υποδεχτούν κουρασμένους άνδρες.
Μια, όμως, σκηνή κάλυπτε έναν ανήσυχο άνδρα, που ο νους του δεν έλεγε να κοπάσει. Η μόνη του ανησυχία, η νεαρή αμίλητη γυναίκα, που ίσως και να ήταν στην ίδια κατάσταση με εκείνον. 
Παίρνοντας μια ανάσα, σηκώθηκε, βγαίνοντας απ'την σκηνή του. Ο προορισμός γνωστός, ίσως και να μην έβλεπε καν πού πατούσε. Φτάνοντας, παραμέρισε μαλακά το ύφασμα της σκηνής, κοιτώντας την ήσυχη και σκεπτική γυναίκα που κοιτούσε το κενό.
Ξεφυσώντας, μπαίνει μέσα με ήσυχα και αργά βήματα. Το βήμα του ήταν λες και προσπαθούσε να πάρει δύναμη απ'τη γη, ώστε να αντιμετωπίσει τη θλίψη και την οργή που ίσως της πυρπολούσε.
'' Λεάννα... '', το όνομά της ξέφυγε αργά και μαλακά απ'τα χείλη του, λες και φοβόταν μην την ξυπνήσει απ'τον ξύπνιο λήθαργό της. 
Καμία απάντηση από την ίδια.
Περπάτησε δειλά-δειλά προς το μέρος της. Κάθισε δίπλα της, χωρίς να μιλά. Περίμενε απλά μια αντίδρασή της.
Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και φάνταζαν ώρες στο μυαλό του. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του, αν και τα αρχικά του σχέδια ήταν να αυτοσυγκρατηθεί και να την αφήσει να συμφιλιωθεί με την ιδέα. Όμως, για άλλη μια φορά, η αδελφή του έμοιαζε να θέλει να τον βγάλει απ'τα όριά του.
Πάνω που ήταν έτοιμος να σηκωθεί, το χέρι της τυλίχτηκε γύρω απ'το καρπό του, λες και προσπαθούσε να δεθεί μαζί του.
Μπερδεμένος με την απότομη και περίεργη κίνησή της, έστρεψε το βλέμμα του στο χέρι της και αμέσως μετά στο πρόσωπό της.
Εκείνη τον κοίταξε. Μάτια λυπημένα. Απόγνωση. Την διάβαζε καθαρά στο βλέμμα της. 
'' Μη με αφήνεις. '', η φωνή της ίσα-ίσα που ακούστηκε. Έδειχνε αδύναμη. Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι. 
Τον γονάτιζε όλο αυτό.
'' Ποτέ. '', υποσχέθηκε, αγκαλιάζοντάς την σφιχτά.
Δε θα το έκανε.

Despoina Andreou