Η Λύκαινα και το Κοράκι (Κεφάλαιο 9)

Τα βήματά της αποφασιστικά και γοργά. Είχε βάλει σκοπό να του αποδείξει ότι δεν ήταν άλλη μια από εκείνες τις γυναίκες που μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Καθώς πλησίαζε προς την μεριά του, το βλέμμα του έπεσε πάνω της. Αμέσως, από χαρούμενο και ευδιάθετο έγινε μπερδεμένο.
''Τι κάνεις εδώ;'', την ρώτησε μπερδεμένος. Δεν ήταν λίγο να την βλέπει ντυμένη και έτοιμη για εκπαίδευση απ' την στιγμή που του είχε ξεκαθαρίσει -σχεδόν- ότι θα ξεκινούσαν από την άλλη μέρα.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της αποφασιστικά.
''Ήρθα για εκπαίδευση'', απάντησε σίγουρη και εκείνος την κοίταξε μπερδεμένος.
'' Μα- '', άρχισε, αλλά τον διέκοψε η μαυρομάλλα καλλονή δίπλα του.
''Αρθούρε, η Βασίλισσα θέλει να εκπαιδευτεί. Εκείνη αποφασίζει πότε θα γίνει η εκπαίδευση, όχι εσύ'', του είπε με θάρρος, σίγουρη για τα λόγια της και η νεαρή Ρωξάνδρα έμεινε για λίγο να την κοιτά σοκαρισμένη.
Πρέπει να είχε πολύ στενή σχέση μαζί του για να έχει το θάρρος να του μιλάει με τέτοιο τρόπο.
Εκείνος ξεφύσηξε, ξέροντας ότι δε μπορούσε να αρνηθεί.
Η μελαχρινή κοπέλα για άλλη μια φορά έμεινε να κοιτά σοκαρισμένη τη νεαρή πρασινομάτα γυναίκα και τον μελαμψό άντρα. Τώρα ήταν σίγουρη ότι είχαν μια πολύ στενή σχέση.
Το ενοχλητικό αγκάθι της ζήλιας έδειχνε να μην μπορεί να την αφήσει στην ησυχία της, ενώ έκανε το μυαλό της να οργιάζει για το πώς θα ήταν αν ήταν η ίδια στη θέση της.
Κούνησε το κεφάλι της και πήρε θέση.
''Έτοιμη;'', την ρώτησε ο Αρθούρος και εκείνη έγνεψε.
Πρώτο χτύπημα. Απόκρουση.
Εικόνες συνέχιζαν να παιδεύουν το μυαλό της, χωρίς να την αφήνουν στην ησυχία της.
Δεύτερο χτύπημα. Αποφυγή.
Τι στο καλό μου συμβαίνει;, σκεφτόταν συνεχώς.
Τρίτο χτύπημα. Απόκρουση.
Ταλαντευόταν πάνω σε μια γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις σκέψεις της. Ένα λάθος βήμα και θα έχανε το παιχνίδι.
Τέταρτο χτύπημα. Απόκρουση.
Εικόνες της Ανίκας και του Αρθούρου περιτριγύριζαν το μυαλό της, θολώνοντάς της την όραση. Άρχισε να γίνεται πιο επιθετική.
Πέμπτο χτύπημα. Αφοπλισμός.
Το σπαθί του Αρθούρου έπεσε στο κρύο έδαφος και με μια δυνατή κλοτσιά, το ίδιο και αυτός. Η κοφτερή λεπίδα του σπαθιού της ήρθε σε επαφή με το γεροδεμένο και ιδρωμένο στήθος του Στρατηγού, ενώ αυτός σήκωσε τα χέρια του σε παραίτηση.
Τα βλέμματά τους γεμάτα ένταση. Μια ένταση που φαινόταν και στις ανάσες τους. Γρήγορες και κοφτές, λες και προσπαθούσαν να ρουφήξουν όλο το οξυγόνο του άλλου.
''Τελείωσε, Ρωξάνδρα. Νίκησες'', η φωνή του βραχνή και απόκοσμη. Λες και εννοούσε κάτι άλλο. Ένα άλλο νόημα κρυβόταν τόσο στη φωνή του όσο και στο βλέμμα του. Αυτό το βλέμμα... Τόσο έντονο και ανοιχτό. Της προκαλούσε ρίγη σε όλο της το κορμί.
Πέταξε το σπαθί στην άκρη και έτρεξε προς το κάστρο. Έμεινε να την κοιτάει, χωρίς να ανοίξει το στόμα του καν, ενώ αυτή έτρεχε σαν κυνηγημένη. Εκείνη άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε με δύναμη. Ίσως και να την έσπαγε αν έβαζε λίγο ακόμα δύναμη. Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Αυτός ο άντρας της έκανε κακό. Την κυρίευε και ένιωθε σα μια μαριονέτα, ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε ώστε να γλυτώσει.
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ' τα χείλη της καθώς γδυνόταν με μανία, πετώντας τα ρούχα γύρω της. Δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να παρασυρθεί από ελπίδες που της έδιναν νεαροί που την ποθούσαν λόγω της ομορφιάς της. Αυτός ο άντρας όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Την έλεγχε με μια μόνο ματιά. Πυρπολούσε συνεχώς τον θυμό της και ένιωθε ότι προσπαθούσε να της ξυπνήσει συναισθήματα που δεν ήθελε -δεν ήταν έτοιμη- να νιώσει.
Κοίταξε απ' το παράθυρο προς τους χώρους εκπαίδευσης. Μιλούσε με αυτή τη μαυρομάλλα καλλονή.
Ένας ανεξήγητος θυμός την κυρίευσε για άλλη μια φορά και η γροθιά της συνάντησε τον σκληρό τοίχο, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της.
Έσκυψε το κεφάλι και έπεσε στο πάτωμα, αγκαλιάζοντας το γυμνό κορμί της. Το χρειαζόταν αυτό το ξέσπασμα.
Νόμιζε ότι ήταν άλλο ένα αγόρι που της έδειχνε ενδιαφέρον μόνο και μόνο για την εμφάνισή της. Ξέχασε ότι πλέον, δεν είχε να κάνει με τα αθώα φλερτ της Αυλής από μικρούς εφήβους, αλλά από έναν εικοσιδιάχρονο άντρα που ήταν λες και τον είχαν στείλει να την κάνει να νιώσει περισσότερο εγκλωβισμένη και ανίκανη να αντιδράσει.
Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν και η γροθιά της ξανασυνάντησε τον κρύο τοίχο. Μια αόρατη θηλιά είχε τυλιχτεί γύρω απ' τον λαιμό της και δεν έλεγε να την αφήσει να αναπνεύσει. Έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα. Έπρεπε να λύσει τον κόμπο. Έπρεπε να σπάσει τα δεσμά. Η λύση ήταν μία.

Despoina Andreou