Η Γέφυρα του Νίκου Καρδαμπίκη

       Άνοιξα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν ο συννεφιασμένος ουρανός. Μαύρα βαριά σύννεφα σαν τα συναισθήματά μου, έτοιμα να ανοίξουν την καρδιά τους και να ηρεμήσουν, να ξεθυμάνουν κάτι που εγώ δεν πρόλαβα να κάνω. Περίεργος ο θάνατος.
    Πριν λίγο πέθανα, τουλάχιστον πέθανα κάνοντας ό,τι καλύτερο για να προστατεύσω το μοναδικό λόγο της ύπαρξής μου. Τη γυναίκα μου.
     Αλλά πού ήμουν; Έβλεπα τον ουρανό, λογικά στον παράδεισο. Λένε ότι η κόλαση είναι κάτω από τη γη με καζάνια και φωτιές για να βασανίζουν στον αιώνα τον άπαντα τους αμαρτωλούς.
     Τι φοράω; Αυτά δεν είναι τα ρούχα μου. Λευκό παντελόνι και πουκάμισο και χωρίς παπούτσια. Περίεργος ο θάνατος. Τουλάχιστον δεν κάνει κρύο εάν και ο καιρός αυτό έδειχνε. Περίεργος ο θάνατος.
   Σηκώθηκα στα πόδια μου και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν στο κέντρο ενός γεφυριού ανάμεσα σε δυο βράχους. Η θεά σου έκοβε την ανάσα. Ήταν τόσο ψηλά χτισμένη, που ακόμη και τα σύννεφα αιωρούνται δεκάδες μέτρα χαμηλότερα. Σύννεφα πάνω και σύννεφα κάτω.
                Οι άκρες του γεφυριού χάνονται μέσα στις σκοτεινές εισόδους των βράχων. Δεν μπορούσα να δω μέσα. Δεξιά ή αριστερά, ποια να εξερευνήσω πρώτα.
                Έστριψα στην αριστερή πλευρά της γέφυρας. Προχωρώντας στη σπηλιά που υπάρχει στο τέλος της. Όσο πλησίασα την είσοδο, εκείνη έδειχνε να μικραίνει, σαν έφτασα μπροστά της ήταν σχεδόν μια σχισμή που ίσα-ίσα αν στριμωχνόμουν θα μπορούσα να μπω μέσα. Από την είσοδο μύριζε μια βαριά μυρωδιά μούχλας αναμιγμένης με θειάφι.  Ήθελα να φύγω από την είσοδο αλλά κάτι δε με άφηνε. Μια αόρατη δύναμη με έσπρωξε να στριμωχτώ ανάμεσα στο στενό άνοιγμα και να μπω στην σπηλιά.
                Μέσα στην σπηλιά ήταν θεοσκότεινα, μύρισε εντονότερα από ό,τι όταν βρισκόμουν έξω και έκανε αρκετό κρύο, και αυτό έκανε το δέρμα μου να ανατριχιάσει. Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να συνηθίσουν το σκοτάδι. Ήταν πυκνό και αδιαπέραστο. Γύρισα να φύγω από την είσοδο αλλά είχε εξαφανιστεί. Μόνο τότε άκουσα από τα βάθη της σπηλιά μια ψυχρή και βραχνή φωνή.
                -Καλώς ήρθες στην σπηλιά της αμαρτίας. Εδώ θα καταμετρηθούν οι αμαρτίες σου.
                Η καρδιά μου έχασε μερικούς χτύπους μόλις άκουσα τη φωνή αλλά δεν συγκρινόταν με το φόβο που με κυρίευσε αμέσως μετά. Μια πύρινη λαίλαπα με τύλιξε τσουρουφλίζοντας τη σάρκα μου. Οι φλόγες άρχισαν να παίρνουν μορφή μπροστά στα μάτια μου.
                Όλες οι αμαρτίες μου πήραν μορφή, από τις πιο παλιές και ασήμαντες, όπως τότε που ήμουν μικρός και είχα κλέψει μερικές τσίχλες από το περίπτερο της γειτονιάς μου ως την τωρινή μου ηλικία. Την πρώτη φορά που έχασα το μηνιάτικο στα χαρτιά, αναγκάζοντας τον εαυτό μου να ζητάω δανεικά και να λέω ψέματα στην γυναίκα μου.
                Όσο οι αναμνήσεις μου έπαιρναν μορφή και πλησίαζαν τη σημερινή εποχή, τόσο πιο σκοτεινές και οδυνηρές γινόντουσαν. Τα προβλήματα μου με τον τζόγο που με οδήγησαν στον αλκοολισμό. Την πρώτη φορά που απάτησα τη γυναίκα μου επειδή μου είχε βάλει τις φωνές για τον αλκοολισμό και τον εθισμό μου στον τζόγο. Ήθελα κάπου να ξεσπάσω και στράφηκα στον αγοραίο έρωτα όπου δεν έχει απαιτήσεις και το κυριότερο δεν γκρίνιαζε. Το πώς γύρισα την πλάτη μου στους γονείς μου και τους έκλεισα σε γηροκομείο για να τους παίρνω τη σύνταξη.
                Οι φλόγες άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο καυτές. Ένιωθα το δέρμα μου να καίγεται και τα ρούχα μου πλέον να έχουν γίνει στάχτες. Η τελευταία ανάμνηση είναι και η χειρότερη. Η πρώτη φορά που χειροδίκησα εναντίων της γυναίκας μου. Δεν άντεχα άλλο τις δίκαιες κατηγορίες της και στην παραζάλη του ποτού τη χαστούκισα με δύναμη κάνοντας τη να πέσει στα γόνατα και να κλαίει. Μεθυσμένος και με ακατάληπτα λόγια προσπάθησα να της ζητήσω συγνώμη μα δεν άκουγε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.
                Η ανάμνηση έσβησε και μαζί της η πύρινη λαίλαπα και ξαφνικά βρέθηκα στη μέση του γεφυριού, ντυμένος όπως πριν εισέρθω στη σπηλιά της αμαρτίας, μόνο που τώρα μια καταιγίδα είχε ξεσπάσει με κεραυνούς να πέφτουν αλύπητα στη γέφυρα.
                Μουσκεμένος ως το κόκκαλο άρχισα να προχωράω προς την δεξιά σπηλιά για να βρω καταφύγιο από την τρομερή καταιγίδα. Το άνοιγμα την σπηλιάς έδειχνε να μεγαλώνει, σαν να με καλωσορίζει στα έγκατά της. Από την είσοδό της, το άρωμα του λιβανιού με καλωσόριζε.
                Το εσωτερικό της ήταν μεγάλο και φωτεινό. Ένας τεράστιος στρογγυλός καθρέφτης ήταν κρεμασμένος από το ταβάνι. Τα ρούχα μου αμέσως στέγνωσαν και μια γλυκιά, τραγουδιστή φωνή ακούστηκε.
                -Καλώς ήρθες στη σπηλιά της καλοσύνης. Εδώ θα καταμετρηθούν οι καλές σου πράξεις.
                Εγώ, καλές πράξεις; Δεν μπορούσα να θυμηθώ καμία. Πλησίασα τον καθρέπτη και περίμενα. Η επιφάνεια του ξεκίνησε να ταλαντώνετε όπως η επιφάνεια μια λίμνης όταν την ταράζει μια πέτρα που πέφτει σε εκείνη. Περίεργος ο θάνατος.
                Μερικές αναμνήσεις που είχε ξεχάσει, είχανε συμβεί πολύ παλιά, όταν ήμουν μικρός. Είχε βοηθήσει μερικούς παππούδες να περάσουν το δρόμο, μια γιαγιά να βρει το σκυλάκι της, μια φίλη μου να σηκωθεί και απότομα οι αναμνήσεις άλλαξαν και έγιναν στη σημερινή μου ηλικία.
                Είχα πάρει από πίσω τη γυναίκα μου μετά το χαστούκι, είχε βγει στο δρόμο τρέχοντας. Δεν κοίταξε για να περάσει το δρόμο, το μόνο που ήθελε, ήταν να φύγει μακριά μου και δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν κατά πάνω της. Ο οδηγός κόρναρε και το στρίγκλισμα από τα λάστιχα που τριβόντουσαν πάνω στην άσφαλτο, από το φρενάρισμα έσβησε κάθε άλλο ήχο. Ο τρόμος γέμισε το αίμα μου με αδρεναλίνη που έδιωξε την επήρεια από το αλκοόλ και όρμισα μπροστά. Ίσα που πρόλαβα να σπρώξω την γυναίκα μου στην άκρη αλλά για εμένα ήταν ήδη αργά. Το μόνο που μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου ήταν η μυρωδιά των καμένων λάστιχων και το απαίσιο κρακ των κόκκαλων που έσπαγαν. Αμέσως μετά ξύπνησα στην μέση του γεφυριού ξερώντας ότι έχω πεθάνει.
                Μια λάμψη με τύφλωσε και βρέθηκα πάλι στο κέντρο του γεφυριού. Μια δυνατή αυστηρή φωνή ακούστηκε. Η καταιγίδα συνέχισε ακάθεκτη, δεν είχε κοπάσει καθόλου. Περίεργος ο θάνατος.
                -Οι αμαρτίες σου είναι περισσότερες από τις καλές σου πράξεις. Η ψυχή σου καταδικάζεται για την κόλαση. Το να σώσεις μια ζωή είναι ανεκτίμητη αλλά μια τόσο καλή πράξη δεν ακυρώνει τα λάθη μια ζωής. Τα βασανιστήρια θα είναι ανάλογα των αμαρτιών σου.
                -Έχεις το δικαίωμα να υπερασπιστείς τον εαυτό σου.
                Αυτό δεν το περίμενα. Αλλά τι να πω. Σε όλη μου τη ζωή έκανα λάθη και νοιαζόμουν μόνο για τον εαυτό μου. Από τα λάθη μου παραλίγο να καταστρέψω ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Όχι, δεν μου άξιζε, ούτε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.
                -Όχι δε θέλω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Μου αξίζει η θέση μου στην κόλαση. Είμαι έτοιμος, ψιθύρισα αδύναμα.
                -Ας είναι. Φώναξε από ψηλά η φωνή και ένας κεραυνός τον χτύπησε κατάστηθα.
                Ηλεκτρονικοί ήχοι ακουγόντουσαν δυνατά.
                -Ο σφυγμός επανήλθε. Είναι ξανά κοντά μας γιατρέ.
                -Δόξα τω Θεό. Κλείστε τον και πηγαίντε στην εντατική. Οι επόμενες 24 ώρες είναι κρίσιμες.
                Δεν πέθανα. Όνειρο ήταν; Προφητικό; Γιατί γύρισα; Στην εντατική με επισκέφτηκε η γυναίκα μου. Το πρόσωπο της ήταν χάλια, τα ματιά της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα.
                -Ζεις αγάπη μου.
                Πήγα να τη διακόψω αλλά δε με άφησε.
                -Προσευχόμουν για εσένα, ό,τι έγινε-έγινε, ξέρω ότι κατά βάθος είσαι καλός άνθρωπος και τώρα σε χρειάζομαι περισσότερο από πότε. Είμαι έγκυος. Σε αγαπώ και το παιδί μας χρειάζεται και τους δυο γονείς του. Έπιασε το χέρι μου και το έσφιξε. Καυτά δάκρυα κύλισαν από τα ματιά μου, δεν μου αξίζει τέτοια αγάπη.
                -Είναι θαύμα που ζεις λένε οι γιατροί. Έχεις μια δεύτερη ευκαιρία, μη την χαραμίσεις σε παρακαλώ. Σε αγαπώ και σε θέλω μαζί μου. Τον φίλησε στο μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο.
                Περίεργος ο θάνατος. Είχε καταδικαστεί στην κόλαση αλλά γύρισε πίσω. Είχε γυρίσει πίσω όχι γιατί ήταν καλός άνθρωπος αλλά επειδή ένας καλός άνθρωπος, η γυναίκα του τον ήθελε στη ζωή της. Είχα ακούσει στο παρελθόν για μεταθανάτιες εμπειρίες αλλά δεν τις πίστευα. Τώρα άλλαξα γνώμη. Αυτή η εμπειρία με άλλαξε. Θα γινόμουν καλύτερος άνθρωπος, όχι για εμένα αλλά , για την γυναίκα μου και το αγέννητο παιδί μας.
                -Περίεργος ο θάνατος.



Νίκος Καρδαμπίκης