Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 13)

STEFAN
Μπήκα μέσα στο διαμέρισμα κουρασμένος μετά απ’ αυτή την δύσκολη μέρα. Είχα να αντιμετωπίσω μία Victoria, τον γκόμενο της και φυσικά τα ατέλειωτα μαθήματα στην σχολή.
Από πίσω μου έρχεται μία κουρασμένη, νευριασμένη Victoria προσπαθώντας να ελέγξει τα πόδια της και να μην σωριαστεί στο πάτωμα. Την κοιτώ όπως κλείνει την πόρτα και σε λίγο τα βλέμματα μας διασταυρώνονται.
Η Victoria το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και το μόνο υπαρκτό. Την θυμάμαι από μικρός που όταν κάτι με προβλημάτιζε αυτή δεν με άφηνε σε ησυχία μέχρι να της πω τι συνέβαινε. Ήταν και είναι η μόνη γυναίκα που έζησα. Η μητέρα που πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός και η γιαγιά μου έμενα πολύ μακριά. Αυτή ήταν που μου στεκόταν στα πάντα. Στον θάνατο της μητέρας μου, στο πρόβλημα της μικρής μου αδερφής, στα καρδιοχτύπια και σε όλα όσα ποτέ δεν με έμαθε άλλος κανείς. Έχει ξεγυμνώσει τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα μου ακόμα και την καρδιά μου.
Αφήνει την τσάντα της δίπλα από το τραπεζάκι και χάνεται στην κουζίνα. Μάλλον θα φτιάξει κάτι να φάμε. Την αφήνω να μαγειρέψει και κατευθύνομαι προς το δωμάτιο μου για να αλλάξω. Φοράω κάτι άνετο και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Κοιτάω έξω και βλέπω τα σύννεφα να πλαισιώνουν τον ουρανό. Είναι ακόμα μεσημέρι και η μέρα έχει αποδειχτεί άσχημη. Κλείνω τα μάτια μου και περιμένω να ακούσω την φωνή της.
Λίγο αργότερα καθόμαστε στο τραπέζι της κουζίνας αντικριστά. Τρώω χωρίς καμία ιδιαίτερη όρεξη. Απλά το κάνω γιατί δεν θέλω να την στεναχωρήσω. Καταλαβαίνω από το βλέμμα της ότι ξέρει πως κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν το σχολιάζω.


«Τι έχεις εσύ;» Λέει ενώ αρπάζει κάποιες πατάτες από το πιάτο μου.


«Απλά μία δύσκολη μέρα.» Προσπαθώ να την αποφύγω.


« Κάτι μου κρύβεις. Τι μου κρύβεις ύπουλο πλάσμα;»


«Τίποτα δεν σου κρύβω.» Απολογούμαι. Σηκώνομαι και αφήνω το πιάτο στο νεροχύτη. Με ακολουθεί και κάνει το ίδιο.


«Κάτι τρέχει με την εκείνη την κοπέλα που έτρεχες να προλάβεις την προηγούμενη Παρασκευή έτσι δεν είναι;» Με ρωτάει.


«Μπορεί.» Λέω ενώ μαζεύω το τραπέζι της κουζίνας.


«Είναι όμορφη. Χαίρομαι που κάτι σου αποσπάει επιτέλους την προσοχή από τα προβλήματα σου.»


«Ένα από αυτά είσαι και εσύ Vic.» Απαντάω γρήγορα.


« Θα τσακωθούμε πάλι;» Ρωτάει μουτρωμένη.


«Δεν έχω κανέναν λόγο να τσακωθώ. Ξέρεις τι έχω να πω.»


«Επειδή αυτό που γίνεται τώρα δεν θα καταλήξει όμορφα νομίζω πως πρέπει να φύγω.» Μου απαντάει και φεύγει από τον χώρο.


Την βρίσω στο καθιστικό να φοράει το παλτό της και να μαζεύει την τσάντα από τα πόδια της.


«Μα φυσικά , πάντα φεύγεις για να γλιτώσεις από τα θέματα σου.»


«Ξέρεις κάτι; Δεν μπορείς να με διώχνεις και να μετά να μην δέχεσαι ότι φεύγω. Μόλις σου περάσουν τα νεύρα εγώ εδώ θα είμαι όπως πάντα.» Και με αυτό εξαφανίζεται από το σπίτι μου.


Ξαπλώνω στον καναπέ θέλοντας να διώξω όλες τις αρνητικές μου σκέψεις και να ηρεμίσω. Να μείνω λίγο μέσα στην σιωπή, να κλείσω τα μάτια και να πάψω να σκέφτομαι.


Μισώ να τσακώνομαι μαζί της. Είναι οικογένεια μου και νιώθω άδειος όταν δεν είναι εδώ. Ακόμα και την στιγμή που με εκνευρίζει που είναι ανυπόφορη ακόμα και τότε θέλω να βρίσκεται δίπλα μου για να ηρεμώ.


Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι άλλο και τότε η Olivia περνάει σαν αστραπή από το μυαλό μου. Το βεβιασμένο χαμόγελο της, το μυστηριώδες βλέμμα και τα υγρά της χείλη. Ακόμα και το βάδισμα της, η εμφάνιση της με κάνουν να σαστίζω. Είναι όμορφη, διαφορετικά όμορφη. Σε κάνει να θες να περιπλανηθείς παντού μαζί της, να μάθεις τα πάντα γι αυτήν και να την αγκαλιάσεις σφιχτά για να την προστατέψεις από τους δαίμονες της.


Έχει περάσει περίπου μία εφιαλτική βδομάδα από την τελευταία φορά που την είδα και μπορώ να πω πως μου έχει λείψει κατά ένα παράξενο τρόπο. Αποφασίζω να την πάρω τηλέφωνο και σηκώνομαι γρήγορα από το καναπέ αρπάζοντας το κινητό μου. Μάλλον θα είναι ακόμα θυμωμένη μαζί μου γιατί την είχα διώξει μακριά μου αλλά ελπίζω να δεχτεί να βγει ξανά μαζί μου.


Περιμένω να το σηκώσει και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα που μου φάνηκαν σαν αιώνας ακούω την φωνή της.


« Olivia πως είσαι; «


«Μία χαρά μάλλον, πως και με θυμήθηκες;»


« Δεν σε ξέχασα ποτέ. Αυτή η βδομάδα ήταν τόσο γεμάτη που δεν πρόλαβα να σε πάρω.»


«Δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς να με πάρεις .΄»


«Είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου;»


«Ναι είμαι.»


«Ωραία. Σε 10 λεπτά θα είμαι εκεί. Ετοιμάσου, θα σε βγάλω έξω.»


«Μα σου είπα πως δεν θέλω.»


«Δεν ακούω τίποτα. Τα λέμε.» Της το κλείνω.


Φοράω ξανά το δερμάτινο, παίρνω ότι χρειάζομαι και φεύγω για το σπίτι της. Θέλω να δω τόσο πολύ το πρόσωπο της. Με κάνει να ηρεμώ, να γίνομαι λίγο καλύτερος. Το ξέρω ότι δεν ήμουν σωστός απέναντι της αλλά πιστεύω ότι θα το διορθώσω. Ελπίζω.


Λίγο αργότερα χτυπάω για πρώτη φορά το κουδούνι του σπιτιού της και από το πουθενά νιώθω το άγχος να με κατακλύζει. Δεν έχω γνωρίσει την οικογένεια της και δεν ξέρω αν και η ίδια το θέλει. Μία μεσήλικη γυναίκα εμφανίζεται στην πόρτα. Μοιάζει πολύ στην Olivia. Μάλλον είναι η μητέρα της.


«Γεια σας, είναι η Olivia εδώ;» Παίρνω το θάρρος να την ρωτήσω.


«Ναι παιδί μου. Είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της.» Απαντάει.


«Θα μπορούσα να την δω για λίγο;» Την ικετεύω τώρα.


«Πήγαινε αλλά δεν νομίζει να σου ανοίξει. Είναι τόσο εγωίστρια.» Με προειδοποιεί.


Κάνει στην άκρη για να περάσω μέσα στον χώρο της υποδοχής. Κλείνει την πόρτα πίσω μου και κατευθύνεται προς τις σκάλες. Την ακολουθώ και σε λίγο βρισκόμαστε έξω από το δωμάτιο της.


«Olivia άνοιξε σε παρακαλώ, σε ζητάνε.»


«Ποιος με ζητάει;» Ακούγεται η φωνή της πίσω από την πόρτα.


« Εγώ είμαι.’


Η μητέρα της με κοιτάει και όταν γυρνάει το βλέμμα της μπροστά βρίσκει την Olivia η οποία έχει ανοίξει την πόρτα.


« Μαμά, τώρα νομίζω πρέπει να φύγεις.» Η μαμά της απομακρύνεται και μένουμε μόνοι.


«Θα μπεις ή θα με κοιτάς για πολύ;» Αρχίζει να θυμώνει. Προχωράω μέσα στο δωμάτιο και όταν γυρίζω να την κοιτάξω έχει ακουμπήσει πάνω στην πόρτα.


«Ήρθα.» Της χαμογελάω.


«Το βλέπω, μα σου είπα στο τηλέφωνο πως δεν χρειαζόταν.» Σκύβει το κεφάλι της και αποφασίζει να καθήσει στο κρεβάτι της. Πλησιάζω και βρίσκομαι δίπλα της.


«Ωραία λάθος μου. Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι.» Απολογούμαι.


«Ήμασταν μαζί από το προηγούμενο βράδυ, κοιμήθηκα στο σπίτι σου, πήραμε πρωινό μαζί έξω και μετά φέρθηκες σαν κόπανος.» Απομακρύνεται.


«Olivia, ζήτησα συγνώμη. Μπορούμε να το ξεχάσουμε;»


« Όχι δεν μπορούμε. Νόμιζα είσαι διαφορετικός αλλά τελικά είσαι ίδιος με τους άλλους.» Σηκώνεται και περπατάει μακριά μου.


«Δεν ήθελα να κάνω κάτι που να σε πονέσει. Ήθελα απλά να μείνω μόνος.» Υψώνω την φωνή μου και στέκομαι μπροστά της.


«Ωραία και τώρα δεν θέλεις να μείνεις μόνος;» Φωνάζει.


«Όχι θέλω να μου μιλήσεις γιατί μ’ αρέσει να σε ακούω. Γιατί θέλω να σε ακούω. Θέλω να περνάω χρόνο μαζί σου. Ευχαριστημένη;» Ουρλιάζω και δεν με νοιάζει αν θα μας ακούσει κάποιος.


« Όχι δεν είμαι ευχαριστημένη. Φύγε.»


Με σπρώχνει προσπαθώντας να αντεπιτεθεί. Της πιάνω τα χέρια θέλοντας να σταματήσει να με διώχνει μακριά της. Ή τώρα ή ποτέ. Σκέφτομαι. Την αρπάζω από τους ώμους και την φιλάω. Έτσι απλά. Ακουμπάω τα χείλη μου στα δικά της με βία. Προσπαθεί να με αποτρέψει αλλά δεν κάνω πίσω. Συνεχίζω να αφήνω φιλιά πάνω στο στόμα της και σε λίγο ανταποκρίνεται κι αυτή. Όλα τα τείχη έχουν πέσει και βρισκόμαστε σε μία μάχη που κανείς δεν ξέρει ποιος θα βγει νικητής.


Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και με σπρώχνει. Ένα αγόρι στέκεται έξω από το δωμάτιο και την κοιτάει με ένα πονηρό βλέμμα.


«Η Scarlett είναι στο καθιστικό. Θέλει να σε δει, λέει.» Της ανακοινώνει.


« Κατέβα και έρχομαι σε πέντε λεπτά.» Του κλείνει την πόρτα στα μούτρα. Στην κυριολεξία.


Ο μικρός την ανοίγει ξανά και φωνάζει δυνατά


«Χάρηκα που είδα το αγόρι σου.» Τρέχει για μην τον πιάσει και τον ακούω να γελάει.


Ξεφυσάει και με κοιτάει. Το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από το πρόσωπο μου. Την φίλησα. Και ήταν ένα από τα πιο σωστά πράγματα που έχω κάνει. Την πλησιάζω. Την αγκαλιάζω σφιχτά. Χώνει το κεφάλι της στο στήθος μου και νιώθω μία ανακούφιση. Της αρέσω, σίγουρα της αρέσω. Όλες οι αμφιβολίες που είχα, εξαφανίστηκαν. Μένουμε για λίγο αγκαλιασμένοι.


Πιάνω το κεφάλι της στα δύο μου χέρια και την ξανά φιλάω στο στόμα. Αυτή η γεύση είναι τόσο μαγευτική. Ακουμπάει τα χέρια της στην μέση μου και καίγομαι στο σημείο εκείνο.


Με αφήνει προσπαθώντας να αναπνεύσει. Μου λέει λέγοντας ότι θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Κι εγώ την περιμένω να γυρίσει.



Everything is grey. Her hair, her smoke, her dreams.


Vas A.