Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 16)

Ο Noah τρέχει χαρούμενος έξω από το αμάξι όσο εγώ αποχαιρετώ την Sara. Με κοιτάει με ένα αληθινό χαμόγελο και με φιλάει για συμπαράσταση. Ξέρει, διακρίνει τον φόβο μου. Διακρίνει αυτόν τον φόβο που σε λίγο θα κατακλύσει την καρδιά μου. Το νιώθει.
«Αν συμβεί κάτι, αν πάθεις τίποτα ειδοποίησε με και θα τρέξω. Μη το αφήσεις να σε νικήσει.» Μου λέει.
«Θα είμαι καλά μαμά, έτσι κι αλλιώς έχω τα φάρμακα μου. Μείνε ήρεμη.» Προσπαθώ να την καθησυχάσω.
Ψέματα. Λέξεις γεμάτες ψέματα. Δεν θα είσαι μια χαρά Olivia. Θα κρατιέσαι για να μην ξεσπάσεις στα κλάματα και το βράδυ θα δεις τον ίδιο εφιάλτη. Αλλά θα είσαι καλά το πρωί έτσι δεν είναι;
Κουνάω το κεφάλι μου και διώχνω τις άσχημες σκέψεις. Θα είμαι καλά. Επαναλαμβάνω την ίδια πρόταση στο κεφάλι μου και βάζω τα δυνατά μου για να το πιστέψω.
«Να προσέχεις μικρή.» Φωνάζει ενώ βγαίνω από το αμάξι.
«Κι εσύ, Sara, μόλις γυρίσω θα ελέγξω το σπίτι. Το αναφέρω απλά.» Σκύβω και ακουμπάω τα χέρια μου στο παράθυρο.
«Σου έχω πει πόσο ψυχαναγκαστική είσαι;» Γελάει.
«Πολλές φορές.» Γελάω κι εγώ.
Την αποχαιρετώ ενώ φεύγει με το αμάξι για να επιστρέψει στο σπίτι. Αν τρέξω μπορώ να την προλάβω και να γλιτώσω όλο αυτό το θέατρο.
Την στιγμή που πάω να κάνω την κίνηση για να την σταματήσω η φωνή του Tristan ακούγεται ακριβώς από πίσω μου.
«Έρχεσαι;» Γυρνάω και τον βλέπω στην πόρτα να με περιμένει.
Νεύω και πλησιάζω την πόρτα. Ο φόβος αυξάνεται σε κάθε μου βήμα. Αυτό το τρέμουλο εμφανίζεται όταν βρίσκεται αυτός κοντά μου. Δεν θα το ξεπεράσω ποτέ. Παίρνω μικρές ανάσες και σκέφτομαι τις ατέλειωτες συζητήσεις με την ψυχολόγο μου γι αυτό το περιστατικό. Κι όμως τίποτα δεν μπορεί να με ηρεμίσει τώρα.
Όταν φτάνω δίπλα του ο τρόμος, το άγχος πολλαπλασιάζονται. Με χαιρετάει προσπαθώντας να με βάλει στην αγκαλιά του αλλά απομακρύνομαι μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του.
Όλα μοιάζουν ίδια. Κοιτάζω αφηρημένα γύρω μου. Το σαλόνι, την μεγάλη τραπεζαρία, τους πίνακες που η ίδια η Nadia ζωγράφισε και τους καθρέπτες που πάντα προσπερνούσα δίχως να κοιτάξω την δική μου μορφή.
Ξαφνικά ένα σώμα συγκρούεται με το δικό μου. Μα φυσικά ο Calum έχει αγκαλιάσει το πόδι μου και προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω μου.
«Olivia, ήρθες.» Ουρλιάζει.
«Γεια σου και σένα μικροσκοπικέ άνθρωπε. Δεν χαίρομαι καθόλου που σε βλέπω.» Λέω με μία δόση ειρωνείας.
Κολλάει ακόμα πιο πολύ πάνω μου. Είχα ξεχάσει πόσο ενοχλητικός μπορεί να γίνει. Έλα Calum άφησε το πόδι μου μην έχουμε κανένα ατύχημα.
«Calum άφησε την αδερφή σου ήσυχη.» Η Nadia εμφανίζεται από την κουζίνα.
«Ετεροθαλής αδερφή.» Διευκρινίζω.
Απομακρύνεται και εγώ αφήνω την ανάσα μου που τόση ώρα κρατούσα. Ακόμα έχω θέμα στο να με αγγίζουν οι άνθρωποι. Μα είναι ο μικρός σου αδερφός, μου υπενθυμίζει η καλή μου πλευρά.
Σκύβω μπροστά στο μικροκαμωμένο σώμα του και τον κοιτάζω στο πρόσωπο.
«Θα έρθω σε λίγο να παίξουμε.» Του υπόσχομαι. Μου δίνει ένα γρήγορο φιλί που για πρώτη φορά δεν με ενοχλεί και τόσο.
Επιστρέφω στην αρχική μου θέση και ο μικρός τρέχει στο δωμάτιο του Noah. Παρατηρώ την Nadia ενώ αφαιρεί την ποδιά της και έρχεται να με χαιρετήσει. Όπως πάντα το ντύσιμο της και τα μαλλιά της είναι αψεγάδιαστα. Το χαμόγελο της ψεύτικο και η φωνή της τσιριχτή.
Αγκαλιάζει τους ώμους μου.
«Χαίρομαι που είσαι εδώ μετά από τόσο καιρό.» Με αφήνει από τα χέρια της.
« Εγώ όχι και τόσο θα έλεγα.» Απαντάω γρήγορα.
Κάνει πως δεν ακούει την απάντηση που της έδωσα και αρχίζει να φλυαρεί. Μου λέει για τους καινούργιους της πίνακες, για το πόσο έλειψα σε όλους τους, για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές ακόμα κι αν είναι τέλη Οκτώβρη. Συνεχίζει να με γεμίζει με ανούσιες, άχρηστες κατά κύριο λόγο πληροφορίες όταν ο Tristan την διακόπτει.
«Nadia σταμάτα με τις φλυαρίες σου η Olivia θέλει λίγη ξεκούραση.» Νιώθω ανακουφισμένη.
Αυτή μου ζητάει ένα σιγανό συγνώμη, με αποχαιρετά και χάνεται πίσω στην τεράστια κουζίνα της. Ο πατέρας μου χαμογελάει ανάλαφρα και στρέφει την προσοχή του σε εμένα.
«Αν θες μπορείς να αφήσεις τα πράγματα σου στο δωμάτιο και να με συνοδεύσεις στην βεράντα.»
Τον κοιτάω για λίγο και δείχνει τόσο ήρεμος. Τελείως διαφορετικός από τότε. Δεν λέω κουβέντα παραπάνω. Παίρνω τα πράγματα μου και ανεβαίνω τις σκάλες. Μπαίνω στο δωμάτιο που έχει φτιάξει για την διαμονή μου εδώ. Δείχνει να είναι στην εντέλεια αλλά δεν με ενδιαφέρει και τόσο. Είναι αδιάφορο σε εμένα. Ξαπλώνω στο κρεβάτι ενώ σκέφτομαι ότι πρέπει να περάσω την ώρα μαζί με έναν άνθρωπο που έμαθα να μισώ.
Είμαι ψυχικά ταλαιπωρημένη, κουρασμένη και ένα κενό γεμίζει την ψυχή μου. Όταν είμαι με τον Stefan όλα αυτά τα αισθήματα εξαφανίζονται και τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να νιώσω άσχημα.
Παίρνω το κινητό μου στα χέρια μου και κοιτάω την ώρα πριν καλέσω τον αριθμό του. Είναι περίπου έντεκα το πρωί. Περιμένω λίγα λεπτά ώσπου ακούω την φωνή του από την άλλη γραμμή.
«Οlivia.» Προφέρει το όνομα μου.
«Ναι εγώ είμαι, μήπως ενοχλώ;» Ρωτάω διστακτικά.
«Όχι, φυσικά και όχι. Μόλις ντυνόμουν για να βγω στην πόλη.» Λέει ευδιάθετα.
«Έχεις λίγο χρόνο να μιλήσουμε;»
«Για σένα, άφθονο.» Απαντάει.
Σκέφτομαι τι να του πω αλλά δεν βρίσκω τίποτα.
«Είσαι καλά; Έγινε κάτι μικρή;» Ανησυχεί.
«Μην ανησυχείς Stefan, απλά σε πήρα γιατί έχεις έναν τρόπο να με ηρεμείς.» Λέω σιγά ευχόμενη να μην ακούσει.
« Είσαι κουρασμένη; Θέλεις μήπως να έρθω εκεί;» Ρωτάει.
«Μα είναι μακριά το Gilbert. Δεν θέλω να σε βάλω σε κόπο.»
«Έχω αμάξι, Olivia. Δεν είναι και τόσο μακριά.» Με ενημερώνει.
Τότε σκέφτομαι εκείνη την φορά που είχα μείνει σπίτι του και είχα αναγκαστεί να μπω στο μετρό ενώ ο ίδιος θα μπορούσε να μου πει ότι έχει αμάξι.
«Συγνώμη και γιατί όταν είχαμε πάει για πρωινό στο κέντρο, είχαμε πάρει το μετρό;» Τον ρωτάω ελαφρώς τσιτωμένη.
«Πως το θυμήθηκες τώρα αυτό; Τέλος πάντων το είχα δώσει σε έναν φίλο μηχανικό αυτοκινήτων για να το φτιάξει.» Γελάει.
Συνεχίζουμε να μιλάμε ενώ κατεβαίνω τα σκαλιά και μπαίνω στην κουζίνα. Με ρωτάει συνέχεια για το αν χρειάζεται να έρθει αλλά εγώ αρνούμαι λέγοντας του ότι δεν θέλω να τον βάλω σε κόπο. Η Nadia έχει στρέψει το κεφάλι της σε μένα και χαμογελάει. Ο Stefan μου μιλάει ενώ εγώ πίνω λίγο νερό. Ο Tristan κάνει κι αυτός την εμφάνιση του στο δωμάτιο αλλά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία.
«Πρέπει να κλείσω θα πάω να πάρω την Victoria από μία δουλεία. Θα σε πάρω το βράδυ για να σε ακούσω.» Λέει γλυκά.
Νιώθω ένα ελαφρύ τσίμπημα στο άκουσμα του ονόματος της καλύτερης του φίλης αλλά δεν κάνω κανένα σχόλιο.
«Τα λέμε το βράδυ.» Τον αποχαιρετώ.
Τον ακούω να μου λέει πριν κλείσω την γραμμή πως του λείπω ήδη και χαμογελάω. Έχω ξεχάσει πως υπάρχουν κι άλλοι στο ίδιο δωμάτιο. Χωρίς αμφιβολία ο Tristan και η Nadia με κοιτούν με ένα επίμονο βλέμμα.
«Τι;» Ρωτάω εμφανώς ενοχλημένη.
«Με το αγόρι σου μιλούσες;» Πετάγεται η Nadia.
«Ο Stefan δεν είναι το αγόρι μου.» Αντιτίθεμαι.
Βγαίνω από την κουζίνα θέλοντας να φύγω από κοντά τους. Καταλήγω να περιμένω τον Tristan στην βεράντα. Οι σκέψεις μου αυτή τη στιγμή οργιάζουν. Πηγαίνω τον χρόνο πίσω σε εκείνο το βράδυ που με έκανε να μισήσω τους άλλους και κυρίως τον ίδιο μου τον πατέρα.


4 χρόνια πριν


Το πρόσωπο μου συγκρούεται για άλλη μια φορά με τον τοίχο. Με χτυπάει με το χέρι του και νιώθω το σώμα μου να παραλύει. Η μάμα φωνάζει, προσπαθεί να τον κάνει να σταματήσει, κλαίει. Ο ίδιος δεν της δίνει σημασία και συνεχίζει να με χτυπάει στα πλευρά στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χέρια.
«Εσύ φταις με ακούς; Εσύ αν δεν είχες γεννηθεί εγώ δεν θα ήμουν εδώ μπάσταρδο.» Ακούω την φωνή του από μακριά ενώ κλείνω τα μάτια μου.
Αίμα τρέχει από το σκισμένο πρόσωπο μου. Κλαίω δυνατά αλλά δεν τον παρακαλώ να σταματήσει. Είναι ένα τέρας και ποτέ δεν θα το κάνω αυτό, δεν θα τον παρακαλέσω.
Σταματάει για ένα λεπτό και με αφήνει στο πάτωμα. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αντέξω τον πόνο που όλο και πολλαπλασιάζεται. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι την σειρήνα του ασθενοφόρου και μετά το απόλυτο τίποτα.


I’m tired so let me be broken.




Vas A.