Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Κεφάλαιο 12)



Βορράς, Κάστρο των Λάικαν

Ο ήλιος, το επόμενο πρωί, βιάστηκε να εμφανιστεί. Εισέβαλε από το παράθυρο σαν κλέφτης και τους βρήκε μαζί αγκαλιά, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ήρεμους. Τα χέρια του πρίγκιπα ήταν προστατευτικά τυλιγμένα γύρω απ'την νεαρή κοπέλα, λες και αν την άφηνε λίγο, θα έφευγε και δεν θα ξαναγύριζε. Εκείνη δε, ήταν χωμένη στην αγκαλιά του, ενώ ένα μικρό χαμόγελο ήταν χαραγμένο στα χείλη της, λες και καλωσόριζε έναν παλιό φίλο. Όσο και να ντρεπόταν να τους ξυπνήσει, φοβούμενος τις στιγμές που θα επακολουθούσαν, ήξερε ότι αργά ή γρήγορα έπρεπε να γίνει. Άπλωσε τα χέρια του, λούζοντας με φως τα πρόσωπά τους.
Εκείνη κρύφτηκε στην αγκαλιά του Ραλφ, μη θέλοντας ακόμα να αντικρίσει τη μέρα. Προτιμούσε το βράδυ, μισούσε τον ήλιο που δεν την άφηνε να χαρεί. Μα, κατά βάθος ήξερε ότι δεν έφταιγε ούτε ο ήλιος, ούτε το φως του. Εκείνη έφταιγε που τον κρατούσε μακριά της ή που επέλεξε χθες να τον καλέσει να μείνει μαζί της. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν ήξερε ποιο ήταν μεγαλύτερο σφάλμα...
Ο Ραλφ άνοιξε δειλά-δειλά τα μάτια του, ανίκανος να πιστέψει ότι το όνειρό του ήταν πραγματικότητα. Την είχε εκεί, στην αγκαλιά του, στα χέρια του, μυρίζοντας το άρωμα που λάτρευε τόσο πολύ! Αν ήταν όνειρο, σίγουρα θα προτιμούσε να μην ξυπνήσει ποτέ. Μα, γνώριζε ότι έπρεπε κάποια στιγμή να την αντιμετωπίσει. Εκείνη, μα και τον πατέρα του. Αν όλα πήγαιναν κατευχήν, σε 9 φεγγάρια θα κρατούσαν στα χέρια τους το... διάδοχο.
Δε μπορούσε να διανοηθεί να χρησιμοποιήσει τον όρο 'παιδί τους' ή 'μωρό τους'. Το 'τους' ήταν απαγορευμένο εδώ και καιρό. Ήταν μια σιωπηλή συμφωνία. Το ότι χθες είχε κατακτήσει το σώμα της, δεν σήμαινε ότι είχε κατακτήσει και την ψυχή της, και αυτό το γνώριζε καλά. Η νεαρή Λέαινα δεν θα υποτασσόταν ποτέ δε κανέναν, πόσο μάλλον σε εκείνον, μόνο και μόνο επειδή είχαν μοιραστεί μια μαγευτική νύχτα πάθους. Όχι, δεν σήμαινε τίποτα για αυτήν, μα... ούτε και για αυτόν... Έπρεπε να το πιστέψει!
Την ένιωσε να ανοίγει να μάτια της και αμέσως την κοίταξε. Πιο μαγευτική από ότι είχε ποτέ εμφανιστεί στα όνειρά του, τον κοίταξε με το μαύρο βλέμμα της. Αγουροξυπνημένη και στην αγκαλιά του, με τα μαλλιά της ακατάστατα, χωρίς κοσμήματα και με το άρωμά της να εισβάλει στα ρουθούνια του, ένιωθε ότι είχε ό,τι χρειαζόταν στην αγκαλιά του. Το πιο τρελό του όνειρο είχε μόλις πραγματοποιηθεί.
«Καλημέρα» μίλησε πρώτη, ξαφνιάζοντάς τον ευχάριστα.
«Καλημέρα».
Σιωπή.
Μετά από αυτό, απλώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, αφήνοντας τα βλέμματά τους να πουν όσα εκείνοι δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Δεν μιλούσαν, ήταν πιο ήσυχοι. Μα, τα μάτια τους ήταν μάρτυρες των δαιμόνων που παίδευαν την ψυχή τους. Τόσα αναπάντητα ερωτήματα για το παρελθόν... Τόσες απορίες για το μέλλον... Τίποτα δεν ήταν σίγουρο, ούτε καν το τώρα.
Σηκώθηκαν και ντύθηκαν μηχανικά, έτοιμοι να πουν στον βασιλιά όλα όσα περίμενε να ακούσει. Περπάτησαν δίπλα-δίπλα και εκείνη έδειχνε για πρώτη φορά ήσυχη και ήρεμη στο πλευρό του. Λίγα γνώριζε για το μέλλον...
Μπήκαν στην αίθουσα μαζί. Στάθηκαν μπροστά απ'τον επιβλητικό θρόνο όπου καθόταν ο γέρος βασιλιάς και τον κοίταξαν κατάματα. Εκείνος ανυπόμονος, έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλά του. Περίμενε την ποθητή απάντηση. Και σύντομα, την πήρε.
«Αν είμαστε τυχεροί, σε εννιά φεγγάρια θα έχουμε τον διάδοχο» είπε ο Ραλφ, στεκούμενος σοβαρός και απόλυτος κοντά της. Κανείς δεν γνώριζε όμως πόσο πόνο ένιωθε... Είχε καταντήσει άλλο ένα ζώο στο μεγάλο κοπάδι του πατέρα του... Σε αυτό σίγουρα, η Λεάννα δεν είχε άδικο...
Ο γέρος χαμογέλασε ευχαριστημένα, δείχνοντας τα βρόμικα και σκούρα δόντια του. Για μια στιγμή, ένα κύμα ναυτίας διαπέρασε τη νεαρή κοπέλα, μα μη θέλοντας να τον εξοργίσει φεύγοντας και να αφήσει μόνο του τον Ραλφ μαζί του, το αγνόησε και συνέχισε να κοιτά τον γέρο.
«Υπέροχα... Έξοχα!» αναφώνησε με μάτια που γυάλιζαν επικίνδυνα. Σηκώθηκε από τον θρόνο του, σέρνοντας τις μακριές ρόμπες του μαζί του. Στάθηκε μπροστά τους και τους κοίταξε. 
«Δε ξέρετε πόσο χαίρομαι!»
Εκείνοι χαμογέλασαν αχνά, ίσα-ίσα από ευγένεια και μόνο. Δεν χαιρόταν για αυτούς. Δεν ήταν πατέρας. Δεν ήταν σωστός πατέρας!
«Το βράδυ θα διοργανώσω ένα γλέντι προς τιμήν του νέου διαδόχου!» αναφώνησε ενθουσιασμένος και έστρεψε το βλέμμα του στις σκιές. «Ρούφους! Κανόνισέ όλα να είναι έτοιμα!» βρόντησε και αμέσως ο γλοιώδης άντρας εμφανίστηκε απ'τις σκιές και έγνεψε.
«Αμέσως, βασιλιά μου!» απάντησε και έφυγε γρήγορα για να ετοιμάσει όσα του ζήτησε.
Ο τρομαχτικός γέρος γύρισε ξανά σε αυτούς. «Είστε ελεύθεροι» είπε, αλλάζοντας τελείως τον τόνο της φωνής του.
Χωρίς καμία περαιτέρω κουβέντα, έφυγαν γρήγορα απ'την αίθουσα μαζί. Μόλις ήταν και οι δύο απομακρυσμένοι απ'τον βασιλιά και απολύτως μόνοι, άφησαν μια ανάσα που δε γνώριζαν ότι κρατούσαν.
Κοιτάχτηκαν αμήχανα. Η σιωπή αβάσταχτη, μα τα λόγια περιττά. Τόσα πολλά περιτριγύριζαν το μυαλό τους, μα τα χείλη ερμητικά κλειστά. Εν τέλη, εκείνος έδειξε θάρρος και έσπασε την σιωπή. «Πάω να επισκεφτώ τον αδελφό μου και τη μητέρα μου. Οτιδήποτε με θες, μη διστάσεις να καλέσεις» την ενημέρωσε και με ένα νεύμα του κεφαλιού της, έφυγε, αφήνοντάς την πίσω του.
Η Λεάννα δεν έχασε χρόνο. Έτρεξε στο δωμάτιό τους και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Συνήθως δεν έπινε, μα ένα ποτήρι κατακόκκινο κρασί, ζεστό και γλυκό, θα το έπινε μετά χαράς. Άρπαξε την κανάτα και έβαλε μια γενναιόδωρη δόση στο ποτήρι της, ενώ ακολούθησε μια επίσης γενναιόδωρη πρώτη γουλιά. Αμέσως, ένα οικείο και καλοδεχούμενο αίσθημα κατέκλυσε το σώμα της, ηρεμώντας τα τεντωμένα νεύρα της και απαλύνοντας τον ανεξήγητο πόνο που ένιωθε σε όλο της το σώμα.
Βαθιά μέσα της γνώριζε πως όλα ήταν λόγω της χθεσινής βραδιάς, μα αποφάσισε να μη δώσει σημασία και να υποκριθεί ότι δε γνώριζε την προέλευση του πόνου.... Κανείς δεν θα τη ρωτούσε, εξάλλου...
Απρόσκλητη μα καλοδεχούμενη, εισέβαλε μέσα στο δωμάτιο η Κύρα. Τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της, ενώ τα εξωπραγματικά καταπράσινα μάτια της είχαν μια διαφορετική λάμψη σήμερα. Στάθηκε μπροστά της, με το περήφανο παρουσιαστικό της να προδίδει περιέργεια. «Λέγε! Είναι αλήθεια αυτά που λένε;»
Η Λεάννα για λίγο την κοίταξε μπερδεμένη, μα αμέσως κατάλαβε τι εννοούσε. Έσκυψε το κεφάλι, ξαφνικά το κρασί φαινόταν πολύ πιο ενδιαφέρον από οτιδήποτε άλλο. Ένα ψίθυρος, δειλός και αχνός της ξέφυγε. «Ναι...»
Σιγή επικράτησε στο δωμάτιο, ενώ το έντονο βλέμμα της Κύρας έμοιαζε να θέλει να τη διαπεράσει στην προσπάθειά της να την διαβάσει. Η σιωπή ήταν αμήχανη, μα γρήγορα έσπασε, ακολουθούμενη από ζητωκραυγές και μια επίθεση αγκαλιάς και πολλών φιλιών απ΄την Κύρα προς την ίδια.
«Μπράβο! Επιτέλους! Το ήξερα ότι δεν θα αντέχατε! Το ήξερα!»
Η Λεάννα για λίγο έμεινε σιωπηλή, σοκαρισμένη απ'την ξαφνική επίθεση της Κύρας και τη χαρά της. Κανείς δεν καταλάβαινε;
«Κύρα...» την κάλεσε και αμέσως η Κύρα σταμάτησε, δίνοντας την ευκαιρία στη Λεάννα να απομακρυνθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε. Η ζαλάδα την επισκέφτηκε ξανά, μα αποφάσισε για άλλη μια φορά να την αγνοήσει. «Είχαμε και οι δύο ένα καθήκον προς το στέμμα. Αυτό είναι όλο» της εξήγησε, μα η εκνευριστική φωνή μέσα της δεν την άφηνε ήσυχη, αποκαλώντας την ψεύτρα. Και πράγματι, ένιωθε ψεύτρα. Διότι έλεγε μόνο τα μισά. Μα, και πάλι, δεν ήταν αναγκασμένη να τα πει όλα. Σωστά...;
Η πρασινομάτα γυναίκα την κοίταξε για λίγο, για άλλη μια φορά προσπαθώντας να τη διαβάσει. Κάτι της έλεγε ότι η πριγκίπισσα δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής. Κάτι έκρυβε και η περιέργειά της την έσπρωχνε να μάθει. Την πλησίασε με σιγανά βήματα, λες και προσπαθούσε να πλησιάσει ένα πληγωμένο ζώο φοβούμενη μην τρομάξει και φύγει. «Λεάννα;», άργησε να την κοιτάξει, μα εν τέλη το έκανε. Τα πράσινα έντονα μάτια της γυναίκας δεν την άφηναν σε ησυχία... «Σου φέρθηκε καλά;»
Η ερώτηση της θα μπορούσε να κάνει ακόμα και τους Θεούς να κοκκινίσουν, μα γνώριζε ότι ο Ραλφ ήταν και ο πρώτος άντρας που μοιράστηκε το κρεβάτι της η νεαρή λέαινα. Αν μη τι άλλο, η πρώτη φορά θα καθόριζε και την επόμενη και την παρά επόμενη. Βαθιά μέσα της γνώριζε ότι η απάντηση θα ήταν θετική, ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε...
Μα, η Λεάννα δεν κοκκίνισε, όπως θα έκαναν άλλες τόσες. Η Λεάννα χαμογέλασε. Ένα μικρό, ονειροπόλο, καινούργιο χαμόγελο κόσμησε τα κόκκινα χείλη της, χαρίζοντας λίγη λάμψη στο πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη ή ίσως η δεύτερη φορά που την έβλεπε να χαμογελά. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι της πήγαινε το χαμόγελο.
Παρέμεινε σιωπηλή, δίνοντάς της χρόνο. «Ήταν... παθιασμένος. Τρυφερός. Γλυκός. Μα, και διεκδικητικός. Όπως ακριβώς το ονειρευόμουν» την κοίταξε χαμογελώντας. «Ο Ραλφ ήταν για πρώτη φορά αυτό που πολεμούσα καιρό να είναι» της αποκάλυψε και η Κύρα χαμογέλασε τρυφερά με τη χαρά της πριγκίπισσας.
Ακούμπησε απαλά το μάγουλό της, χα'ι'δεύοντάς το όπως μόνο μια αδελφή θα το έκανε. «Χαίρομαι τόσο πολύ! Ειλικρινά! Επιτέλους βγάζετε τα αληθινά συναισθήματά σας!»
Τα λόγια της γεμάτα χαρά, μα η Λεάννα δεν έδειχνε να συμμερίζεται τη χαρά της. Αμέσως η παλιά γνώριμη σκιά επισκίασε το βλέμμα της και το χαμόγελο χάθηκε τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. «Κύρα, δεν καταλαβαίνεις! Ήταν μόνο μια φορά! Η τελευταία φορά! Κάναμε το καθήκον μας, τώρα τελειώσαμε» της είπε και της γύρισε την πλάτη, συνεχίζοντας να πίνει το γλυκό κρασί.
Η ξανθιά αρχόντισσα έμεινε για λίγο στήλη άλατος. Η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της την έκανε να απορεί για το τι είχε προηγηθεί που να τους έκανε τόσο κλειστούς απέναντι στον άλλον. Μα, αυτή τη φορά, γνώριζε καλύτερα από το να ρωτήσει. Μα, αυτό δεν την εμπόδισε από το να της φωνάξει. «Λεάννα! Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου;! Σταμάτα αυτό το πείσμα και να χρησιμοποιείς το καθήκον ως δικαιολογία! Δεν ήταν καθήκον και το ξέρεις! Θα μπορούσε απλώς να σε ρίξει στο κρεβάτι και να τελειώνετε! Όχι να σου φερθεί καλά! Σύνελθε πριν να είναι αργά!»
Μα, όσο και να φώναζε, έμοιαζαν όλα να μπαίνουν απ'το ένα αυτί της και να βγαίνουν απ'το άλλο. «Κύρα, μην-» άρχισε μα τη διέκοψε.
«Θες να μου πεις να μη συνεχίσω; Ειλικρινά; Λεάννα, σε είχα για πιο παθιασμένη γυναίκα! Σε είχα για γυναίκα που πολεμά μέχρι τελικής πτώσης! Όχι σαν αυτά τα κοριτσάκια που κάθονται και κλείνουν τις πόρτες σε αυτά που θέλουν! Ο Ραλφ σε αγαπάει, γιατί του το κάνεις αυτό; Γιατί το κάνεις στον εαυτό σου αυτό;!» φώναξε, έξαλλη με τις επιλογές και τη συμπεριφορά της.
«Γιατί θέλω να προστατευτώ για μια φορά!» το ξέσπασμά της ξαφνικό και η φωνή της δυνατή. Ο πόνος στα μάτια της ήταν τόσο φανερός που μπορούσε σχεδόν να τον νιώσει στο πετσί της. Μα, δε μίλησε. Τώρα, ήταν η σειρά της Λεάννας να μιλήσει. «Πιστεύεις ότι εγώ δε θέλω να προσπαθήσω; Δεν τον θέλω; Τον αγαπάω, που να πάρει! Μα φοβάμαι! Με θυμάμαι και φοβάμαι! Και αν όλα ξαναγίνουν όπως τότε; Και αν ξαναγίνω όπως τότε; Δεν έχω το κουράγιο να ανεχτώ την προδοσία του, όχι ξανά! Τότε ήμουν παιδί, πες ότι δεν πειράζει. Τώρα; Τώρα θα πρέπει να είμαι μαζί του μια ζωή! Όχι! Προτιμώ να το δω ξανά σαν καθήκον, παρά να είμαι σαν εκείνος που κάνουν τα στραβά μάτια και χαμογελάνε, ενώ μέσα τους πονάνε!»
Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε έτσι. Λέξεις τις ξέφευγαν, στιγμές απ'το παρελθόν έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους. Είχε υποσχεθεί να τα αφήσει όλα πίσω, μια κόκκινη γραμμή θα τραβούσε και θα έσβηναν όλα τόσο ξαφνικά όσο είχαν γίνει. Μα, χθες... Χθες όλα είχαν έρθει πίσω και είχαν αλλάξει. Τα είχε αλλάξει εκείνος για μόνο λίγα λεπτά. Όλα τα έκανε όπως έπρεπε να είναι, όπως έπρεπε πάντα να ήταν. Μα, το φως του ήλιου έδιωξε τα χρώματα, τα πήρε όλα μακριά. Την άφησε ξανά με αμφιβολίες. Το καθήκον ήταν η ασπίδα της, ήταν αυτό που την προστάτευε. Και θα το χρησιμοποιούσε μέχρι να μην το είχε άλλο σαν ασπίδα.
Η σιωπή που επακολούθησε ήταν για άλλη μια φορά αβάσταχτη. Η Κύρα παρέμενε σιωπηλή, προσπαθώντας να συνδυάσει όλα αυτά που της είχαν ξεφύγει και να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο παζλ που να διαδραμάτιζε το παρελθόν. Μα, γνώριζε ότι πολλά κομμάτια έλειπαν και η Λεάννα δεν ήταν διατεθειμένη να τα αποκαλύψει. Όχι ακόμα...
Δεν έσπασε τη σιωπή. Αντιθέτως, ακόμα και μετά από λεπτά, συνέχισε να μη μιλά. Το μόνο που έκανε ήταν να την αγκαλιάσει.
Η σιωπή έσπασε απ'τα κλάματα της και δεν επρόκειτο να τη σταματούσε. Ήταν άλλο ένα ξέσπασμα, ένα που χρειαζόταν. Και εκείνη εκεί, δίπλα της, την έσφιγγε στην αγκαλιά της και της μοίραζε φιλιά στα μαλλιά, ίσα-ίσα για να την παρηγορήσει.
Ώρες αργότερα, κατά το βραδάκι, όλοι βρισκόντουσαν στην αίθουσα όπου είχε πραγματοποιήσει το γλέντι ο βασιλιάς. Όλοι είχαν μάθει για την εγκυμοσύνη της και οι περισσότεροι είχαν χαρεί. Ήξερε ότι πολλές είχαν δυσαρεστηθεί με την κατάστασή της, καθώς ήθελαν να γεννήσουν τον διάδοχο εκείνες. Παρόλα αυτά, πολλές φορές είχε σκεφτεί ότι αν περνούσε απ'το χέρι της, ίσως και να τους χάριζε την ευκαιρία...
Η Κύρα, μετά την κουβέντα τους, δεν ξανά ανέφερε το θέμα. Τη βοήθησε να ντυθεί, διαλέγοντας ένα φόρεμα στα χρώμα του κόκκινου και του μαύρου, σε ένδειξη ειρήνης μεταξύ των δύο οίκων. Δεν έφερε αντιρρήσεις, φυσικά. Τη βοήθησε και στο χτένισμα, μαζεύοντας τα μπροστινά μαλλιά της και αφήνοντας τα πίσω να πέφτουν μέχρι τη μέση της. 
Η ίδια είχε φορέσει ένα πανέμορφο φόρεμα στο χρώμα των ζαφιριών, αναδεικνύοντας τις καμπύλες και τα μάτια της.


Καθόλη τη διάρκεια του γλεντιού, έτρωγε και μιλούσε με την οικογένειά της ή με φίλους. Με τον Ραλφ δεν είχαν συνομιλήσει, αν και αρχικά καθόντουσαν μαζί.

«Θα φύγω. Γυρίζω σπίτι» τη διέκοψε απότομα απ'τις σκέψεις της ο πατέρας της.
Εκείνη τον κοίταξε περίεργη. «Γιατί τόσο νωρίς; Δε θα περιμένεις μέχρι τη γέννηση του εγγονού σου;»
«Πολλά θέματα εκκρεμούν και πρέπει να επιστρέψω. Ο Μπεν θα επιστρέψει μαζί μου, μα ο Μπραν θα μείνει να σε φυλά, μήπως χρειαστείς κάτι» την πληροφόρησε και εκείνη δεν έφερε αντιρρήσεις. Γνώριζε ότι κατά βάθος, ο πατέρας της τούς αγαπούσε και τους νοιαζόταν, ακόμα και αν έδειχνε άκαρδος και σκληρός. Και δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να αφήσει τη μοναχοκόρη του μόνη στο λημέρι του λύκου...
Κοίταξε τον Μπράντον, ο οποίος έδειχνε να είναι χαμένος στη σκέψη του, κοιτώντας στο βάθος της αίθουσας. Ακολουθώντας το βλέμμα του, διέκρινε την Κύρα να χορεύει με έναν γοητευτικό νέο άρχοντα. Το βλέμμα του άνδρα και ο τρόπος που την κράταγε έδειχνε ότι οι προθέσεις του δεν ήταν αγνές, μα η νεαρή αρχόντισσα δεν έδειχνε να ενοχλείτε. Η Λεάννα έστρεψε ξανά το βλέμμα της στον αδελφό της, παρατηρώντας τον. Μίσος και θυμός χρωμάτιζαν τα γκριζογάλανα μάτια του. Και ήξερε ακριβώς για ποιον...
«Μπράντον; Έλα να σου πω» πρόσταξε και ο ίδιος, αν και φανερά ενοχλημένος που τον διέκοψε, γνωρίζοντας ότι δε μπορούσε να την παρακούσει, την ακολούθησε.
Περπάτησαν μαζί προς μια απόμερη μεριά, όπου στάθηκαν. Και οι δύο σιωπηλοί, εκείνος σκεφτόταν και εκείνη περίμενε να μιλήσει. Μα, ως γνωστόν, δεν είχε και την πιο γνωστή υπομονή. «Πότε περίμενες να μου το πεις;» τον ρώτησε ξαφνικά, πιάνοντάς τον εξαπίνης.
Την κοίταξε μπερδεμένος. «Ποιο;»
Κοίταξε την Κύρα, κάνοντάς τον να ακολουθήσει το βλέμμα της. Με το που κατάλαβε, αναστέναξε αχνά και κουρασμένα. «Δεν είναι τίποτα, μια απλή νύχτα περάσαμε μαζί».
«Ω αλήθεια; Γιατί από ότι καταλαβαίνω, τα συναισθήματα που τρέφεις για αυτήν δεν είναι μόνο για μια νύχτα» τον προκάλεσε, κάνοντάς τον να την κοιτάξει εκνευρισμένα. Τον πίεζε, το ήξερε, μα δεν είχε κάτι να χάσει. Ήταν αδελφή του, ήξερε πώς να τον χειρίζεται. Όπως και εκείνος.
«Τι θες να σου πω, μικρή;» την ρώτησε, κάνοντάς την να γελάσει.
«Μην προσπαθείς να με βάλεις στη θέση μου, χρησιμοποιώντας ένα επίθετο, μεγάλε» τον ενημέρωσε, χαμογελώντας. «Γιατί δεν της το έχεις πει;» τον ρώτησε, μαλακώνοντας τον τόνο της.
Εκείνος ξεφύσηξε, πιάνοντας τα κοντά μαλλιά του και τραβώντας τα μαλακά. «Δεν θα με ακούσει, είναι χάσιμο χρόνο».
«Προσπάθησε, Μπραν! Είναι καλό κορίτσι, την ξέρω! Ίσως η πιο καλή που θα βρεις!» τον πρότρεψε. Έδειχνε διχασμένος και μπερδεμένος.
«Δε ξέρω» παραδέχτηκε.
«Μην κάνεις το ίδιο λάθος με εμένα» τον παρακάλεσε απαλά και εκείνος χαμογέλασε, παίρνοντάς την αγκαλιά.
«Μιλώντας για εσένα...» άλλαξε αμέσως συζήτηση. «Σου φέρθηκε καλά;»
Αυτή τη φορά η Λεάννα δεν χαμογέλασε θυμούμενη την προηγούμενη νύχτα, μα γέλασε δυνατά με την υπερπροστατευτικότητα του αδελφού της. «Μια χαρά, μην ανησυχείς».
«Λεάννα, αν σε πονέσει ποτέ, θέλω να μου το πεις αμέσως» της είπε, κοιτώντας τη σοβαρός στα μάτια.
Εκείνη χαμογέλασε. «Και τι θα κάνει;»
«Στο ορκίζομαι ότι θα τον κρεμάσω απ'το ψηλότερο σημείο του βασιλείου!» της υποσχέθηκε, κάνοντάς την για άλλη μια φορά να γελάσει.
«Σταμάτα να λες τέτοια πράγματα δυνατά!» του φώναξε, αγκαλιάζοντάς τον.
Ήξερε ότι το εννοούσε. Ο αδελφός της δεν επρόκειτο να υπολόγιζε κανέναν αν του έλεγε ότι την κακοποίησε ο σύζυγός της. Καμιά φορά φοβόταν ότι η αφέλεια του θα τους κρεμάσει και τους δυο κάποια μέρα. Τέτοια λόγια δεν λεγόντουσαν δυνατά και ειδικά σε μια αίθουσα γεμάτη στρατιώτες και αυτιά που ήταν πιστά στον βασιλιά. Μια λάθος λέξη και το τέλος τους ήταν βέβαιο...
Η φωνή του βασιλιά, δυνατή και επιβλητική, ακούστηκε πάνω από όλους. «Σήμερα, γιορτάζουμε για τα χαρμόσυνα νέα του νέου διαδόχου! Το παιδί του πρίγκιπα Ραλφ και της γυναίκας του!» ακούγοντας αυτά, η πριγκίπισσα αποφάσισε να βγει απ'τις σκιές και να πλησιάσει το βασιλικό τραπέζι. Στάθηκε δίπλα στον πρίγκιπα, ακούγοντας τον Βασιλιά να ομιλεί. «Μια αποστολή τελείωσε! Μια άλλη αρχίζει! Ο πρίγκιπας θα φύγει για την Ανατολή, ώστε να διασφαλίσει την πίστη τους! Πολλά πουλιά μου έχουν πει ότι η πίστη τους στο στέμμα αμφισβητείτε! Καιρός να το διευκρινίσουμε!»
Αμέσως, η ορχήστρα άρχισε να παίζει ξανά, μα ψίθυροι ακουγόντουσαν σε όλο το δωμάτιο.
Στράφηκε προς τον Ραλφ, περιμένοντας απαντήσεις. Μα, το βλέμμα του ήταν το ίδιο μπερδεμένο με το δικό της.
Για άλλη μια φορά, ο γέρος είχε καταστρέψει την ευτυχία τους πριν καν αρχίσει...


Despoina Andreou