Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 5) "Μια καλή πράξη"

Περνώντας δίπλα από τη στάση του λεωφορείου, είδε το τελευταίο λεωφορείο που  περνούσε κοντά από το σπίτι της να πλησιάζει, αλλά δε στάθηκε για να το πάρει. Περπατώντας μέσα στην παγωνιά απολάμβανε αυτή την ήσυχη βραδιά προχωρώντας χωρίς προορισμό. Το να γυρίσει πίσω στο άδειο, αλλά ζεστό της σπίτι, θα ήταν μια λύση, αλλά δεν ήταν έτοιμη ακόμα γι’ αυτό.
Προτιμούσε να περπατά μέσα στο χιονισμένο τοπίο, να κοιτά τα χαρούμενα φωτάκια που αναβόσβηναν, να ακούει τα γέλια και τα τραγούδια που έρχονταν μέσα από τα σπίτια και με τη φαντασίας της να νιώθει ότι ήταν και εκείνη ένα κομμάτι της δικής τους οικογένειας.
Οικογένεια… μια λέξη που είχε πια χαθεί.
Η αίσθηση της ώρας είχε πια χαθεί, τα πόδια της είχαν παγώσει για τα καλά, τα χέρια της το ίδιο, αλλά εκείνη δεν έπαιρνε την απόφαση να γυρίσει πίσω. Ένα ξεχασμένο ταξί που ερχόταν από πίσω της, πάτησε κόρνα και εκείνη τρομαγμένη αναπήδησε. Καθώς η οδηγός του ταξί σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα της, κατέβασε το παράθυρο που ήταν από την μεριά της και έσκυψε προς το μέρος της.
«Πάω να παραδώσω, να σε πετάξω πουθενά;» τη ρώτησε ευγενικά μια πληθωρική γυναίκα που σίγουρα είχε πατήσει αρκετό καιρό τώρα τα πενήντα.
«Δεν ξέρω αν μου φτάνουν τα λεφτά» της είπε απολογητικά και εκείνη χαμογελώντας της άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να μπει μέσα.
«Όπως είπα, πάω να παραδώσω» επανέλαβε εκείνη κλείνοντας της το μάτι και χωρίς να βάλει τον μετρητή πάτησε γκάζι και το ταξί αμέσως άρχισε να κινείτε, στην αρχή αργά και μετά ακόμα πιο γρήγορα.
«Λοιπόν, κούκλα; Πού πάμε;» τη ρώτησε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από τον δρόμο.
«Βασικά το σπίτι μου είναι από την αντίθετη κατεύθυνση» της είπε λίγο ντροπαλά και η πληθωρική γυναίκα που την έλεγαν Πενέλοπη Στρούγκφορντ, όπως διάβασε από την άδεια της, γέλασε κουνώντας το κεφάλι.
«Θα κάνω αναστροφή» της είπε καθησυχαστικά, αλλά μόλις άναψε το φλας, για να στρίψει στο πρώτο στενό, η Εύα της έπιασε το χέρι για να την σταματήσει.
«Μήπως ξέρεις που είναι το General Hospital;» τη ρώτησε γρήγορα πριν αλλάξει γνώμη και καθώς η Πενέλοπη την κοίταξε για λίγο παραξενεμένη, τελικά ένευσε θετικά και συνέχισε την πορεία της.
«Δεν είναι πολύ μακριά» τη ενημέρωσε, αλλά δεν της έκανε και καμία άλλη ερώτηση.
Μόλις το ταξί σταμάτησε έξω από την είσοδο, η Εύα, αφού της έδωσε τις πιο θερμές της ευχές, την ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση και βγαίνοντας από το ταξί την άφησε να φύγει. Σίγουρα ήταν πια περασμένες δώδεκα και αυτή την ώρα δε θα έβρισκε κανέναν να την εξυπηρετήσει, ώστε να μάθει για την τύχη του άτυχου άστεγου, αλλά μιας που βρέθηκε εδώ δεν έχανε τίποτα να έκανε μια προσπάθεια. Μπαίνοντας στην είσοδο πήγε κατευθείαν στις πληροφορίες, αλλά εκεί βρήκε μόνο τον φύλακα, ο οποίος την ενημέρωσε ότι το επισκεπτήριο είχε τελειώσει. Αποκαρδιωμένη βγήκε ξανά στο κρύο και κοίταξε για λίγο γύρω της. Ένα ασθενοφόρο που ερχόταν εκείνη την ώρα με φόρα προς το μέρος της, την προσπέρασε και αφού έστριψε προς τα δεξιά στο τέλος του κτιρίου συνέχισε την πορεία του. Ακολουθώντας, το είδε να σταματάει μπροστά στα επείγοντα και χωρίς να χάνει χρόνο, χώθηκε ανάμεσα στον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί.
Πηγαίνοντας στον κισσέ όπου μια μικροσκοπική ξανθιά κοπελίτσα πάλευε να βάλει σε σειρά όλους τους φακέλους που είχε γύρω της, στάθηκε ακριβώς μπροστά της και καθάρισε τον λαιμό της ηχηρά τελείως νευρική, καθώς δεν είχε ιδέα τι να τη ρωτήσει.
«Συμπληρώστε τα στοιχεία του ασθενούς και φέρτε τα πάλι πίσω σ’ εμένα» της είπε αμέσως χωρίς καν να την κοιτάξει, ενώ της έτεινε ένα έντυπο και η Εύα παίρνοντας το διστακτικά το κοίταξε.
«Βασικά δεν ξέρω τα στοιχεία του. Βλέπετε είναι άστεγος…»
«Τότε τι με χασομεράς, δε βλέπεις ότι πνίγομαι;» τη ρώτησε εκείνη εκνευρισμένα παίρνοντας απότομα το έντυπο από τα χέρια της.
«Μήπως ξέρετε πού μπορώ να τον βρω;» έκανε μια ύστατη προσπάθεια η Εύα και εκείνη την αγριοκοίταξε.
«Γράφει πουθενά εδώ γύρω πληροφορίες;» τη ρώτησε συγκρατημένα κοιτώντας την πάνω από τα γυαλιά της.
«Μόνο πού βρίσκεται» την παρακάλεσε ξανά και η κοπέλα ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Πήγαινε στο μείον ένα και καλή τύχη» της είπε τελικά και η Εύα χωρίς να περιμένει κάτι άλλο την ευχαρίστησε και πήγε προς το ασανσέρ.
Όταν πάτησε το μείον ένα μια νοσοκόμα που είχε μπει μαζί της την κοίταξε με ένα λυπημένο ύφος.
«Λυπάμαι πάρα πολύ» της είπε, ενώ της άγγιξε το μπράτσο παρηγορητικά λίγο πριν το ασανσέρ σταματήσει και εκείνη ένευσε λίγο αμήχανα χωρίς να ξέρει τι να πει.
Μα για ποιον λόγο λυπόταν; Δεν καταλάβαινε, αλλά μόλις βρέθηκε στον διάδρομο και αντίκρισε στο τέρμα του τη δίφυλλη πόρτα που έγραφε επάνω «Νεκροτομείο», κατάλαβε. Στην αρχή πίστευε ότι η κοπέλα στον κισσέ της έκανε μια κακόγουστη φάρσα, αλλά όταν είδε το γραφείο των νοσοκόμων στα δεξιά της σε συνδυασμό με τη δυσοσμία που ερχόταν από τη μοναδική ανοιχτή πόρτα που υπήρχε στον διάδρομο, τελικά αναθεώρησε. Πλησιάζοντας το γραφείο των νοσοκόμων κοίταξε από το παράθυρο για να δει αν ήταν μέσα κανείς, αλλά όταν δε βρήκε κανέναν αποφάσισε να πάει προς την ανοιχτή πόρτα.
«Εεε… συγγνώμη, εσείς είσαστε εδώ;» ρώτησε βάζοντας το κεφάλι της μέσα και ο γιατρός, ο οποίος έπαιρνε τον σφυγμό από έναν ασθενή, γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε.
«Το νεκροτομείο είναι στο τέλος του διαδρόμου» την ενημέρωσε εκείνος, συνηθισμένος καθώς θα έπρεπε να ήταν από τέτοιες αιφνίδιες επισκέψεις από κάποιους που είχαν προφανώς χάσει τον δρόμο τους.
«Δεν ψάχνω το νεκροτομείο, αλλά έναν άστεγο» του εξήγησε η Εύα και εκείνος έμεινε για λίγο παγωμένος να την κοιτά.
«Οκέι… δώστε μου ένα λεπτό σας παρακαλώ» την παρακάλεσε και αφού άφησε τον καρπό του άστεγου όπου εξέταζε εκείνη την στιγμή σημείωσε κάτι πάνω στην καρτέλα που κράταγε στην αγκαλιά του, πριν σκεπάσει τον άμοιρο άστεγο με το σεντόνι μέχρι πιο πάνω από το κεφάλι.
«Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» τη ρώτησε ευγενικά, όταν έφτασε κοντά της κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Σας έφεραν έναν άστεγο το πρωί…»
«Βασικά, μας έχουν φέρει συνολικά δέκα άστεγους από το πρωί… σε ποιον αναφέρεσαι από όλους;» τη ρώτησε με ευδιάθετο τόνο, καθώς έβγαζε τη μάσκα που φορούσε, για να της αποκαλύψει το γοητευτικό του χαμόγελο.
«Συγνώμη δε γνωρίζω το όνομα του, αλλά όταν κάλεσα το ασθενοφόρο έδωσα το δικό μου όνομα σαν συνοδός» του εξήγησε και εκείνος αμέσως άρχισε να σκαλίζει τα χαρτιά του. «Είναι Εύα Κύλιαν και από όσο μου είπε η τηλεφωνήτρια ο άστεγος πρέπει να είχε πάθει δηλητηρίαση» τον βοήθησε και μόλις ξεφύλλισε τα χαρτιά του στάθηκε σε ένα και συνέχισε να διαβάζει τον πίνακα εξέλιξης του ασθενούς.
«Ναι, σωστά, η κοπέλα που ανέφερε ότι θα ακολουθήσει το ασθενοφόρο και για να την περιμένουμε κοντέψαμε να χάσουμε τον ασθενή» μουρμούρισε, αλλά μόλις συνειδητοποίησε πως μπορεί να ακούστηκε αυτό, την κοίταξε με γλυκύτητα απολογητικά στα μάτια.
«Είναι καλά;» ρώτησε με αγωνία η Εύα τελείως σοκαρισμένη από αυτό που μόλις είχε ακούσει.
«Αναπνέει, αν αυτό εννοείτε» της είπε συγκαταβατικά. «Αλλά μη νιώθετε τύψεις γι’ αυτό, πραγματικά κάνατε ότι καλύτερο μπορούσατε για εκείνον» πάλεψε να σώσει τα προηγούμενα λόγια του, αλλά η Εύα ήδη είχε γίνει κομμάτια.
«Υπάρχει περίπτωση…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της. Και μόνο που σκεφτόταν ότι μπορεί να ήταν υπαίτια για τον θάνατο του ένιωθε να διαλύετε τελείως.
«Κοιτάξτε… αν το δείτε από τη δική μου οπτική γωνία, το να τον αφήσουμε να αναπαυθεί είναι η καλύτερη λύση για εκείνον».
«Συγγνώμη, αλλά δε νομίζω ότι καταλαβαίνω τι εννοείτε» είπε τελείως μπερδεμένη.
«Είναι άστεγος, κυρία Κύλιαν, και μια περίπτωση να υπήρχε να συνέλθει, για πόσο νομίζετε ότι θα είναι αυτό; Θέλω να πω… η δηλητηρίαση ήταν το τελευταίο πράγμα που απειλούσε τη ζωή του» της είπε ήρεμα ελπίζοντας να μην την είχε ταράξει περισσότερο από όσο ήταν ήδη ταραγμένη.
«Είναι τόσο χάλια;» δεν μπορούσε να μη ρωτήσει.
«Πάσχει από πολύ βαριάς μορφής πνευμονία, σε συνδυασμό με τον υποσιτισμό που έχει υποστεί, ένα μικρόβιο που έχει στον οργανισμό του και δεν μπορούμε να βρούμε την αιτία και φυσικά το περιβάλλον όπου είναι αυτήν τη στιγμή δεν τον βοηθάει καθόλου. Αν είχε ασφάλεια και βρισκόταν σε ένα πιο αποστειρωμένο μέρος από αυτό, τότε ίσως και να είχε ελπίδες επιβίωσης, αλλά με τα χιλιάδες μικρόβια που κυκλοφορούν πάνω στο δέρμα του συν τα μικρόβια που κυκλοφορούν μέσα στο δωμάτιο από τους άλλους ομοιοπαθείς του, τότε λυπάμαι, αλλά η πιθανότητα να συνέλθει είναι μόλις δέκα τοις εκατό και ίσως να σας λέω και πολύ» της είπε με ειλικρίνεια και η Εύα έμεινε να τον κοιτά χωρίς να ξέρει τι να πει πάνω σε αυτό.
«Και αν εγγυηθώ εγώ και τον μεταφέρουμε σε καλύτερο δωμάτιο;» έκανε μια προσπάθεια.
«Πραγματικά δε θέλω να φανώ αγενής, αλλά δε νομίζω ότι σας παίρνει οικονομικά για κάτι τέτοιο. Στην κατάσταση που είναι τώρα, στην καλύτερη περίπτωση να χρειαστεί ένα με δύο  μήνες νοσηλείας» της είπε με νόημα και η Εύα, αν και δε γνώριζε το κόστος, με τον τρόπο που το τόνισε, κατάλαβε ότι μιλούσε για ένα αρκετά τεράστιο ποσό, που σίγουρα δε θα μπορούσε να καλύψει.
«Αν βρω τα λεφτά…» ξεκίνησε να λέει, αλλά ο γιατρός αμέσως τη διέκοψε.
«Το καλύτερο για εκείνον είναι να τον αφήσουμε να αναπαυθεί εν ειρήνη» τόνισε ξανά σαν να προσπαθούσε να της πει ότι είναι ήδη τελειωμένη υπόθεση, αλλά η Εύα δεν το έβαζε κάτω.
«Όταν σπουδάζετε ιατρική σας δίνουν να αποστηθίσετε κάποιον κώδικα;» τον ρώτησε λίγο πιο νευριασμένα από όσο θα ήθελε.
«Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω» της είπε λίγο ξαφνιασμένος.
«Ακριβώς το ίδιο έλεγε και ο γιατρός του παππού μου κάθε φορά που τον ρωτούσα τι μπορούσα να κάνω για εκείνον» του εξήγησε με έντονη φωνή, δηλώνοντας έντονα την οργής της προς το πρόσωπο του γιατρού που κούραρε τον παππού της.
«Και είχε άδικο;» ο γιατρός θέλησε να μάθει.
«Φυσικά και είχε. Το ότι έπασχε από Αλτσχάιμερ και ήταν κατάκοιτος δε σήμαινε ότι είχε το δικαίωμα να κρίνει εκείνος το πόσο ζωή του έμενε ακόμα» του επιτέθηκε εκείνη λεκτικά και ο γιατρός κάνοντας λίγο πιο πίσω το σκέφτηκε για λίγο.
«Καταλαβαίνω τον πόνο σας…» όταν πήγε να τον διακόψει η Εύα, εκείνος σήκωσε τα χέρια του αμυντικά ψηλά και συνέχισε πιο πειστικά. «Όχι, πραγματικά σας καταλαβαίνω, έχασα πρόσφατα ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο για μένα, αλλά το να θέτω τη ζωή μου σε κίνδυνο, πιστέψτε με δε θα το κάνει να γυρίσει».
«Τι εννοείτε;» θέλησε να της εξηγήσει.
«Από όσο μπορώ να δω –και αν κάνω λάθος διόρθωσε με– μέσα από τη συμπεριφορά σας, σας έχω ικανή να μείνετε πάνω από το κεφάλι του μέχρι να βεβαιωθείτε ότι θα γίνει καλά ή να σιγουρευτείτε και μόνη σας ότι πράγματι ήταν μια μάταιη προσπάθεια, αλλά σαν γιατρός θα ήθελα να ακούσετε τη συμβουλή μου και να γυρίσετε στους δικούς σας. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνετε».
Δεν της είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο, δηλαδή να τον περιποιηθεί η ίδια, ώστε να καταφέρει να έχει μια ευκαιρία, έστω να παλέψει για τη ζωή του, αλλά τώρα που το ανέφερε ο γιατρός…
«Μα κάτι θα υπάρχει που να μπορώ να κάνω» διαμαρτυρήθηκε εκείνη έντονα. «Δεν είμαι νοσοκόμα, αλλά φρόντιζα τον παππού μου από τα δεκαέξι μου. Μπορεί να μην έχω πάει σε κάποια σχολή, αλλά δώδεκα χρόνια εμπειρίας, πιστέψτε με, είναι υπέρ αρκετά για τον οποιονδήποτε. Ξέρω τα βασικά, μπορώ να τον καθαρίσω, να καθαρίσω όλο τον θάλαμο αν χρειαστεί, να σας βοηθήσω να κάνετε το περιβάλλον πιο αποστειρωμένο, να του δώσουμε μια ευκαιρία, όχι μόνο σε εκείνον, αλλά και σε όλους όσους είναι στον ίδιο θάλαμο μαζί του».
«Εύα…» τη φρέναρε απότομα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μπορώ να σε λέω Εύα;» τη ρώτησε λίγο καθυστερημένα και μόλις εκείνη κατένευσε ο γιατρός συνέχισε. «Δεν ανησυχώ για εκείνους, αλλά για εσένα. Μην κοιτάς εμάς, εμείς έχουμε εμβολιαστεί, εσύ όμως κινδυνεύεις από αρρώστιες που σε διαβεβαιώνω ότι είναι θανατηφόρες, δεν μπορώ να σου επιτρέψω κάτι τέτοιο».
«Αν χρειαστεί θα εμβολιαστώ, θα κάνω τα πάντα…»
«Γιατί;» τη ρώτησε επιτακτικά και η Εύα σμίγοντας τα χείλια της απέφυγε τη ματιά του.
«Γιατί κάποτε εγκατέλειψα κάποιον που ίσως τώρα να είναι νεκρός εξαιτίας μου και δε θέλω να κάνω το ίδιο λάθος δύο φορές. Δώσε μου τέσσερις μέρες, άλλωστε μόνο τόσο χρόνο μπορώ να διαθέσω. Τέσσερις μέρες και αν δεν έχει καλυτερεύσει τότε, θα τον αφήσω στα χέρια του Θεού σας» ακούγοντας την τελευταία της λέξη ο γιατρός άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει.
«Συγγνώμη, αλλά η εικόνα που παρουσιάζεις σε κάνει να μοιάζει περισσότερο για θρησκόληπτη παρά για άθεη» σχολίασε χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει.
«Εκείνος αποφάσισε να με παρατήσει, όχι εγώ» του γύρισε το σχόλιο και το χαμόγελο του γιατρού έγινε πιο έντονο. «Σε παρακαλώ, θα κάνω ότι χρειαστεί, απλά δώσε μου μια ευκαιρία» επέμενε εκείνη και ο γιατρός αναστέναξε.
«Και πως θα μπορέσω να το δικαιολογήσω αυτό;» τη ρώτησε, ενώ άρχιζε να το σκέφτεται και ο ίδιος.  
«Δεν ξέρω… πες ότι μια τρελή πλούσια, για να εξιλεωθεί για τα κρίματα της με προσέλαβε να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε ανασφάλιστα άτομα ή σε άστεγους ή σε ό,τι μπορείς να βρεις που θα δικαιολογεί την παρουσία μου εδώ. Ξέρω ότι τα κάνουν κάτι τέτοια» του είπε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του θετικά.
«Πράγματι τα κάνουν, αλλά συνήθως μας στέλνουν εξειδικευμένα άτομα» της είπε απολογητικά.
«Αν χρειαστεί, να φτιάξω ένα πτυχίο…»
«Έχεις αρχίσει πραγματικά να με τρομάζεις» παραδέχτηκε ανοιχτά.
«Θέλω μόνο να βοηθήσω» του είπε με απόγνωση.
«Εντάξει, έλα αύριο στις δέκα και κάτι θα κάνουμε, αλλά δε θα μπεις εκεί μέσα χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό και εμβολιασμό» της το έκανε ρητό και η Εύα κατένευσε.
«Σε ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνεις. Σου το ορκίζομαι ότι δε θα το μετανιώσεις».
«Το έχω μετανιώσει ήδη. Έχεις ιδέα για τι κατάσταση μιλάμε; Και μόνο που σκέφτομαι το τι θα χρειαστεί να κάνεις, για να προσπαθήσεις να σώσεις ένα άτομο που είναι καταδικασμένο, σκέφτομαι πολύ σοβαρά να σε πάω αυτήν τη στιγμή στο σπίτι σου ο ίδιος και να σε κλειδώσω εκεί μέχρι τη Δευτέρα, ώστε να βεβαιωθώ ότι δε θα κάνεις καμία κουταμάρα να έρθεις ξανά εδώ» της είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου και η Εύα χαμογέλασε με ανακούφιση.
«Πόσο χειρότερα μπορεί να είναι από το να είσαι δεκαέξι χρονών και να πρέπει να ξεσκατίζεις τον κατάκοιτο παχύσαρκο παππού σου;» τον ρώτησε και εκείνος τελείως σοβαρός άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
«Πολύ, πολύ χειρότερα, που βλέποντάς τα ελπίζω να σε κάνει να αλλάξεις γνώμη γρήγορα» τη διαβεβαίωσε, αλλά η Εύα είχε πάρει ήδη την απόφαση της.

«Πες το σαν μια πράξη στη μνήμη του παππού μου, πες το εξιλέωση για το άτομο που το άφησα να υποφέρει εξαιτίας μου, πες το το πνεύμα τον Χριστουγέννων, εγώ αύριο θα είμαι εδώ και με το πτυχίο που χρειάζεσαι» του έδωσε τον λόγο της και αφήνοντας τον πίσω σύξυλο, με πιο ελαφριά καρδιά πήρε τον δρόμο της επιστροφής. 

Χρυσάνθη Καλαφάτη