Αννάμεσα (Κεφάλαιο 1)

«Δεν είμαι τρελή. Δεν είμαι. Τρελοί είναι όλοι αυτοί.
Εγώ σωστά τα κάνω, σωστά τα λέω. Δεν είμαι τρελή μ’ ακούς; Εγώ είμαι το φως στα μάτια σου, εγώ η πνοή στο στόμα σου και ο χτύπος στα στήθη σου. ΕΓΩ!
Και μη με κοιτάς με αυτό το άδειο βλέμμα... ίδια ο πατέρας σου... Τίποτα δεν του άφησες παλιοθήλυκο. Ακούς εκεί, να διώξεις την ίδια σου τη μάνα.Το αίμα το ιερό. Βέβαια…τώρα εκεί μέσα στα πουπουλένια τα στρώματα και τις κουρτίνες από οργάντζα που να βρεις χρόνο για τη μάνα σου…πού; Άσπλαχνη. Κόρη είσαι εσύ; Κόρη; Που η γειτόνισσα καλύτερα από εσένα μου φέρεται. Μου χτυπάει την πόρτα που και που... μου δίνει κανένα κομμάτι ψωμί... εσύ... εκεί. Μέσα στον πύργο σου... αλήτισσα... που ένας Θεός ξέρει πώς σε μεγάλωσα! Αίμα έφτυνα, για να πιάνεις μάλαμα εσύ…Και τώρα να…με διώχνεις... ούτε που ρωτάς πώς ζω... Αν ζω... Γιατί δε ζω... μου λείπεις και σ’ αγαπάω αλήτισσα…ε... αλήτισσα... »
Κάθε βράδυ μόλις σουρούπωνε, η Άννα τυλιγόταν με την παλιά φθαρμένη κουβέρτα της μάνας της, καθόταν σε μια γωνία στο ντιβάνι και με ένα γκαζάκι για φως μιλούσε στη φωτογραφία της κόρης της. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια... ή έξι ή είκοσι; Δε θυμόταν πια πόσα χρόνια ήταν μόνη. Στο μικρό υπόγειο της Βεΐκου, χωρίς ρεύμα, χωρίς ψυγείο και χωρίς άνθρωπο να τη νοιαστεί.
Μόνη, να παραμιλάει με τις σκιές. Να φτιάχνει σενάρια και να ρωτάει και να απαντάει μόνη της. Τόσα χρόνια μόνη της. Έγινε η μοναξιά κρεβάτι ζεστό, να την αγκαλιάζει στις στιγμές της. Όλες οι στιγμές της ντυμένες με μια σκόνη σταχτί... Σαν αποκαΐδια της ζωής. Σκόνη βαριά και πηχτή πάνω από κάθε της ανάμνηση, πίσω από κάθε της κίνηση.
Τα πρωινά της ήταν πιο εύκολα. Άνοιγε το μικρό παράθυρο του μπάνιου που επικοινωνούσε με το δίπλα καφενείο του κυρ Τάσου και έστηνε αυτί. Άκουγε όλα τα κουτσομπολιά, ξεχώριζε πια όλες τις φωνές και ήταν σίγουρη για το παρουσιαστικό όλων των πρωταγωνιστών.
Από το υπόγειο δεν έβγαινε πια. Δεν τη βοηθούσε το σώμα της. Δεν υπάκουαν τα πόδια της. Και έτσι μόνη της διασκέδαση ήταν αυτό το παραθυράκι. Ξέφωτο στην κατάμαυρη καθημερινότητά της. Όταν μεσημέριαζε έπαιρνε τη φθαρμένη πορτοκαλί κουβέρτα και καθόταν κάτω στο μωσαϊκό. Έστρωνε εκεί πάνω στην κουβέρτα το παλιό σερβίτσιο από γαλλική πορσελάνη με της ξεβαμμένες μορφές , γέμιζε τα κανάτια με νερό και τα πιατάκια με έναν χυλό από αλεύρι και νερό και προσποιούνταν πως είναι στην εξοχή. Γύρω της, λέει, τα τέσσερα παιδιά της και τα τρία της εγγόνια. Τους σέρβιρε, λέει, τσάι, και τρώγαν όλο χαρά και αγάπη όλοι μαζί σε αυτό το φανταστικό τοπίο του θολωμένου της μυαλού.
Η «εκδρομή» κατέληγε πάντα με τσακωμό. Δεν τα έβρισκε με τη μεγάλη της κόρη. Της αντιμιλούσε, γιατί δεν συμφωνούσε με την ανατροφή των εγγονών της. Τα κακομάθαινε. Και η Άννα σαν πιο παλιά μάνα ήθελε να βάλει τάξη στην αταξία των παιδιών, η κόρη της όμως ήθελε να τα αφήνει ελεύθερα. Και κουβέντα στην κουβέντα η Άννα μάζευε όπως όπως το παλιό σερβίτσιο, τύλιγε βιαστικά και την κουβέρτα και αποχωρούσε από το «πικ νικ» πικραμένη που δεν περνά ο λόγος της.
Και αφού «έφευγε» έτσι πληγωμένη γιατί και η κόρη της μιλούσε βαριά και ατιμωτικά στην μάνα της ,το σούρουπο την έβρισκε τυλιγμένη με την κουβέρτα αυτή σε μια γωνιά του ντιβανιού να κοιτάει τη φωτογραφία των παιδιών από ένα σχολικό πάρτι.
Και τα τέσσερα σε μια φωτογραφία. Όλα πανέμορφα, μα ένα ήταν το κόκκινο πανί. Η κόρη της.
Κοίταγε καλά καλά τη φωτογραφία που η Κικίτσα της ήταν δεν ήταν οχτώ χρονών και άνοιγε τις κάνουλες της ψυχής της.
Αγάπη, μίσος, ψέμα, παράνοια. Μια αλήθεια πλεγμένη με τόσα ψέματα, τώρα πια και η ίδια της είχε χαθεί στα παραμύθια του μυαλού της.

Κοίταζε και έλεγε. Έλεγε και έβριζε. Έβριζε, αναθεμάτιζε και στο τέλος μέσα από αναφιλητά ακούμπαγε έτσι απαλά, ανεπαίσθητα τη φωτογραφία στο στήθος της και αποκοιμιόταν με τα δάκρυα να τρέχουν στα γερασμένα της μάγουλα.


Μαρία Π. Ψαθά