Τίμια γυναίκα η μάνα της… και χαζή, όπως πίστευε η Άννα. Έμενε με τον οικοδόμο πατέρας της... Γιατί; Όμορφη ήταν στα νιάτα της, ένα σπίτι είχε –αυτό το καλυβόσπιτο θα μου πεις– ναι, αλλά ήταν σπίτι... Τι τον ήθελε τον φτωχό; Θύμωνε η Άννα με τη μάνα της κρυφά από εκείνην. Πίστευε ότι ήταν δειλή και άμυαλη, που δεν άφησε τον πατέρα της σύξυλο με δυο παιδιά να κάνει την τύχη της, παλιά που μπορούσε.
Έλεγε και ξαναέλεγε η Άννα στον εαυτό της: «Εγώ θα γίνω έξυπνη, εγώ θα τυλίξω τον καλύτερο! Εγώ θα έχω και δικά μου λεφτά και δε θα μου κάνει κανένας κουμάντο στη ζωή και στο πορτοφόλι μου!»
Και η ζωή το ξέρεις καλά και εσύ, δε θέλει να την πικάρεις. Δεν κάνει να την προκαλείς τη ζωή. Χιονόμπαλα είναι και ό,τι έχει κάτω έχει και πάνω. Και μόλις εσύ νομίσεις ότι πάει, καταλάγιασε το χιόνι… Τσουπ! Γυρνάει πάλι τούμπα και ξεκινάς να ξεσκονίζεις ξανά τις νιφάδες από πάνω σου.
Η Άννα έφυγε από το «καλυβόσπιτο» εκείνο το βράδυ. Αφού άκουσε τον πατέρα της να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που την γέννησε, γιατί ήταν βέβαιος ο κυρ Κώστας, ότι η κόρη του η μικρή, η μοσχαναθρεμμένη είχε μπλέξει. Ήταν σίγουρος ότι τραβιότανε με κανέναν άξεστο νεαρό, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να εναποθέσει «το μόριο του εντός οπής», όπως έλεγε. Ήταν πεπεισμένος ότι η κόρη του είχε ξεμυαλιστεί από ένα αρσενικό χωρίς τρόπους, καθώς εάν είχε τέτοιους θα ερχόταν όπως έπρεπε να συστηθεί στον πατέρα της και να του ζητήσες την άδεια, για να βγαίνει με την κόρη του.
Έλεγε, έλεγε ο κυρ Κώστας και τι δεν έλεγε... κι όσο έλεγε, τόσο φούντωνε το κύμα αυτό το δεκάμετρο, το σκουρόχρωμο, το πνιγηρό στο στήθος της Άννας, «Να φύγω» σκεφτότανε. «Να πάω στην Φώφη μου, Αυτή, αυτή θα έπρεπε να είναι η μάνα μου. Αυτή θα με σμιλέψει απ’ την αρχή. Θα με κάνει να πετύχω. Θα με μάθει να ντύνομαι, να φέρομαι, να μιλάω…Αυτή!»
Εάν ήξερε ο κυρ Κωνσταντής τι του ξημέρωνε η ζωή, θα ευχόταν χίλιες φορές να ‘χε ξεμυαλιστεί η μικρή του με κάνα αρσενικό. Χίλιες φορές θα ήθελε να της είχε πάρει τα μυαλά ο έρωτας, ο άγουρος, ο πρώιμος. Παρά αυτό. Αυτό που ερχόταν για την κόρη του, αυτή η παραγγελιά η βαριά της ζωής, χρόνια αργότερα θα τον έκανε να πεθάνει από τον καημό και την ντροπή έχοντας να δει την κόρη του πάνω από δέκα χρόνια.
Η Άννα τώρα πια στα εξήντα τρία της, τίποτα από δαύτα δε θυμόταν. Ένα κουβάρι λες οι θύμησες πλεγμένο με θυμό, τρέλα και παραμύθι. Κράτησε μόνο όσα δεν την πονούσαν. Κράτησε ένα γέλιο της μεγάλης της κόρης, ένα ντα ντα του μεσαίου της γιού... ένα απόγευμα στου Δεληολάνη για παγωτό με τον τότε «σύζυγο»... ήταν ο έβδομος ή ο τρίτος... δε θυμόταν.
Κράτησε η Άννα μες στην ψυχή της κομμάτια ξένα, θαρρείς αλλουνού τοποθετημένα εκεί με δόλο. Χρόνια πολλά ήταν που δε θυμόταν. Και όταν έπινε καμιά φορά ένα ποτηράκι, από αυτά που ο καφετζής δίπλα της άφηνε διακριτικά στο παράθυρο που ήταν ίσο με το πεζοδρόμιο, τότε... αναλαμπές φούντωναν μες στην ψυχή της την άρρωστη.
Κύματα θεριά απειλούσαν να πνίξουν τα πάντα γύρω τους. Θυμόταν. Και όσο θυμόταν τόσο πίεζε τον εαυτό της να πιστέψει σε μια πλασματική πραγματικότητα. Όχι. Δεν ήταν αυτές οι αναμνήσεις της. Δεν ήταν δικές της οι ντροπές . Κρασί έπινε, ξεφτίλα ξέρναγε το μυαλό της και αποφάσιζε ότι μια και καλή θα τους στρώσει όλους. Θα τους δώσει ένα μάθημα που την κάνανε πέρα. Ένα γερό χαστούκι που την αφήσαν με μνήμες ψεύτικες, αλλουνού, να πορεύεται και δεν της επιτρέπουν να ζήσει στο δικό της κόσμο τώρα.
«Θα αυτοκτονήσω» μονολογούσε. «Και μην έρθει κανείς στο μνήμα μου. Εκεί μόνη μου. Και εκεί. Μόνη μου, δε θέλω κανέναν σας. Να ζήσετε με τις τύψεις. Με τις ενοχές, που οδηγήσατε στο θάνατο μια γυναίκα τίμια, σωστή, καλή μάνα και υπόδειγμα συζύγου σαν εμένα, στην κατρακύλα και τον θάνατο... να μην έρθει κανείς σας. Μη σώσετε. Παλιοτόμαρα…» κοίταζε κατάματα τις φωτογραφίες των παιδιών της.
Αυτές, τις τόσο παλιές. Είχε να τα δει πάνω από είκοσι χρόνια. Στο δρόμο να την προσπερνούσαν δε θα τα γνώριζε. Και όμως. Θεωρούσε τον εαυτό της εξαιρετική μάνα, που η άδικη και άτιμη φάρα των παιδιών της, η σπορά η αφιλότιμη την πέταξε στη λησμονιά.
Η Άννα δεν είχε συνείδηση. Δεν είχε ούτε παρελθόν και ούτε λίγο μέλλον να αχνοφαίνεται. Για εκείνη είχε όλο κι όλο μια φθαρμένη κουβέρτα που μύριζε ναφθαλίνη, μια φωτογραφία παλιά ξεθωριασμένη και μια αδικία που δεν μπορούσε να χωνέψει. Ήθελε η δόλια να αυτοκτονήσει να τους δώσει ένα γερό μάθημα... αλλά όπως σε όλη της τη ζωή έτσι και δω... την πάρτη της σκεφτόταν. Θρασύδειλη και ιδιοτελής σε όλα της. Ούτε τα παιδιά της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν αυτήν τη λαίλαπα του κακού της χαρακτήρα.
Δε θυμόταν. Δεν ήθελε. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να θυμάται. Και στους περαστικούς που την έβλεπαν να μονολογεί αγκαλιά με την κουβέρτα αλλιώς τα έλεγε.
Κάθε φορά μια άλλη αλήθεια. Μια ξένη, καινούρια, να μυρίζει «αχρησιμοποίητη». Τυλιγμένη με τα νάιλον της φαντασίας της, κλεισμένη καλά σε ευφάνταστα κουτιά δώρων, έτσι για να καλοπιάνει τους περαστικούς και να λυπούνται αυτή την τόσο καλή γυναίκα με τα τόσο άκαρδα παιδιά.
Πέρασαν δυο βράδια. Δυο υπέροχα βράδια για την φιλόδοξη νεαρή Άννα, που της γέμισαν όλα τα κενά της μισαλλοδοξίας της. Θαρρείς σαν να έψαχνε σε όλη της τη σύντομη ζωή αυτό το σκαλοπάτι. Φώφη λεγόταν το σκαλοπάτι και έτσι στολισμένο με χρυσά λαμπιόνια και γιρλάντες που ήταν, πού να έβλεπε η νεαρή Άννα τότε τον γκρεμό που έχασκε από κάτω του.
Σε δυο βράδια πήρε που λες προαγωγή. Μεγάλες χαρές. Την πότιζε ουίσκι η κυρά Φώφη να χασκογελάει στους λιγούρηδες, την τάιζε φούμαρα και παραμύθια για ζωές μεγάλες, όπως της άξιζαν. Την έκανε ξανθιά πλατινέ και της αγόρασε δύο φορέματα πολύ προκλητικά για την εποχή... αλλά όπως με στόμφο της είπε η κυρά Φώφη: «αυτά, κοπελάρα μου, είναι για εκείνες που μπορούνε να τα βάλουνε. Και εσύ μπορείς και με το παραπάνω, μανάρι μου». Πέφταν και τα πεντοχίλιαρα βροχή τα βράδια μπροστά στα μάτια της μικρής Άννας δεν ήθελε πολύ να σαλέψει το ήδη κουρασμένο της μυαλό.
Μια και δυο, νοίκιασε και σπίτι. Και πήρε με δόσεις όλα τα έπιπλα όπως τα φαντάστηκε. Ντύθηκε «κυρία», νόμισε. Πέταξε από πάνω της τη μιζέρια και την τίμια φτώχεια της οικογένειάς της. Πρόταξε κυριολεκτικά τα στήθη της στη ζωή και βούτηξε να πιάσει την καλή. Μα οι ούγιες της ζωής τα πάντα γράφουνε... αρκεί να ξέρει το χέρι σου από πλέξιμο. Δεν είναι όλα τα υφάσματα της προκοπής και όλες οι κλωστές γερές. Έτσι και η ζωή της Άννας. Έμοιαζε με φανταχτερό, πανάκριβο χαλί, δεμένο με είκοσι χιλιάδες κόμπους, στρωμένο στα πανύψηλα πόδια της... η ούγια όμως το ‘γραφε... ότι είναι σπάγκος πλαστικός, χείριστης ποιότητας, εύθραυστός και εύφλεκτος.
Σιγά μην την ένοιαζε. Εκείνη είχε πια όλα όσα πόθησε η καρδιά της. Δεν την έμελλε καθόλου πώς ερχόταν στα χέρια της. Γιατί μαζί με αυτά έρχονταν και ξένα χέρια. Τραχιά, γέρικα και ρυτιδιασμένα. Άγαρμπα και αχόρταγα, να πιάσουν τη σάρκα τη φρέσκια, την ανέγγιχτη.
Μαρία Π. Ψαθά
Έλεγε και ξαναέλεγε η Άννα στον εαυτό της: «Εγώ θα γίνω έξυπνη, εγώ θα τυλίξω τον καλύτερο! Εγώ θα έχω και δικά μου λεφτά και δε θα μου κάνει κανένας κουμάντο στη ζωή και στο πορτοφόλι μου!»
Και η ζωή το ξέρεις καλά και εσύ, δε θέλει να την πικάρεις. Δεν κάνει να την προκαλείς τη ζωή. Χιονόμπαλα είναι και ό,τι έχει κάτω έχει και πάνω. Και μόλις εσύ νομίσεις ότι πάει, καταλάγιασε το χιόνι… Τσουπ! Γυρνάει πάλι τούμπα και ξεκινάς να ξεσκονίζεις ξανά τις νιφάδες από πάνω σου.
Η Άννα έφυγε από το «καλυβόσπιτο» εκείνο το βράδυ. Αφού άκουσε τον πατέρα της να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που την γέννησε, γιατί ήταν βέβαιος ο κυρ Κώστας, ότι η κόρη του η μικρή, η μοσχαναθρεμμένη είχε μπλέξει. Ήταν σίγουρος ότι τραβιότανε με κανέναν άξεστο νεαρό, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να εναποθέσει «το μόριο του εντός οπής», όπως έλεγε. Ήταν πεπεισμένος ότι η κόρη του είχε ξεμυαλιστεί από ένα αρσενικό χωρίς τρόπους, καθώς εάν είχε τέτοιους θα ερχόταν όπως έπρεπε να συστηθεί στον πατέρα της και να του ζητήσες την άδεια, για να βγαίνει με την κόρη του.
Έλεγε, έλεγε ο κυρ Κώστας και τι δεν έλεγε... κι όσο έλεγε, τόσο φούντωνε το κύμα αυτό το δεκάμετρο, το σκουρόχρωμο, το πνιγηρό στο στήθος της Άννας, «Να φύγω» σκεφτότανε. «Να πάω στην Φώφη μου, Αυτή, αυτή θα έπρεπε να είναι η μάνα μου. Αυτή θα με σμιλέψει απ’ την αρχή. Θα με κάνει να πετύχω. Θα με μάθει να ντύνομαι, να φέρομαι, να μιλάω…Αυτή!»
Εάν ήξερε ο κυρ Κωνσταντής τι του ξημέρωνε η ζωή, θα ευχόταν χίλιες φορές να ‘χε ξεμυαλιστεί η μικρή του με κάνα αρσενικό. Χίλιες φορές θα ήθελε να της είχε πάρει τα μυαλά ο έρωτας, ο άγουρος, ο πρώιμος. Παρά αυτό. Αυτό που ερχόταν για την κόρη του, αυτή η παραγγελιά η βαριά της ζωής, χρόνια αργότερα θα τον έκανε να πεθάνει από τον καημό και την ντροπή έχοντας να δει την κόρη του πάνω από δέκα χρόνια.
Η Άννα τώρα πια στα εξήντα τρία της, τίποτα από δαύτα δε θυμόταν. Ένα κουβάρι λες οι θύμησες πλεγμένο με θυμό, τρέλα και παραμύθι. Κράτησε μόνο όσα δεν την πονούσαν. Κράτησε ένα γέλιο της μεγάλης της κόρης, ένα ντα ντα του μεσαίου της γιού... ένα απόγευμα στου Δεληολάνη για παγωτό με τον τότε «σύζυγο»... ήταν ο έβδομος ή ο τρίτος... δε θυμόταν.
Κράτησε η Άννα μες στην ψυχή της κομμάτια ξένα, θαρρείς αλλουνού τοποθετημένα εκεί με δόλο. Χρόνια πολλά ήταν που δε θυμόταν. Και όταν έπινε καμιά φορά ένα ποτηράκι, από αυτά που ο καφετζής δίπλα της άφηνε διακριτικά στο παράθυρο που ήταν ίσο με το πεζοδρόμιο, τότε... αναλαμπές φούντωναν μες στην ψυχή της την άρρωστη.
Κύματα θεριά απειλούσαν να πνίξουν τα πάντα γύρω τους. Θυμόταν. Και όσο θυμόταν τόσο πίεζε τον εαυτό της να πιστέψει σε μια πλασματική πραγματικότητα. Όχι. Δεν ήταν αυτές οι αναμνήσεις της. Δεν ήταν δικές της οι ντροπές . Κρασί έπινε, ξεφτίλα ξέρναγε το μυαλό της και αποφάσιζε ότι μια και καλή θα τους στρώσει όλους. Θα τους δώσει ένα μάθημα που την κάνανε πέρα. Ένα γερό χαστούκι που την αφήσαν με μνήμες ψεύτικες, αλλουνού, να πορεύεται και δεν της επιτρέπουν να ζήσει στο δικό της κόσμο τώρα.
«Θα αυτοκτονήσω» μονολογούσε. «Και μην έρθει κανείς στο μνήμα μου. Εκεί μόνη μου. Και εκεί. Μόνη μου, δε θέλω κανέναν σας. Να ζήσετε με τις τύψεις. Με τις ενοχές, που οδηγήσατε στο θάνατο μια γυναίκα τίμια, σωστή, καλή μάνα και υπόδειγμα συζύγου σαν εμένα, στην κατρακύλα και τον θάνατο... να μην έρθει κανείς σας. Μη σώσετε. Παλιοτόμαρα…» κοίταζε κατάματα τις φωτογραφίες των παιδιών της.
Αυτές, τις τόσο παλιές. Είχε να τα δει πάνω από είκοσι χρόνια. Στο δρόμο να την προσπερνούσαν δε θα τα γνώριζε. Και όμως. Θεωρούσε τον εαυτό της εξαιρετική μάνα, που η άδικη και άτιμη φάρα των παιδιών της, η σπορά η αφιλότιμη την πέταξε στη λησμονιά.
Η Άννα δεν είχε συνείδηση. Δεν είχε ούτε παρελθόν και ούτε λίγο μέλλον να αχνοφαίνεται. Για εκείνη είχε όλο κι όλο μια φθαρμένη κουβέρτα που μύριζε ναφθαλίνη, μια φωτογραφία παλιά ξεθωριασμένη και μια αδικία που δεν μπορούσε να χωνέψει. Ήθελε η δόλια να αυτοκτονήσει να τους δώσει ένα γερό μάθημα... αλλά όπως σε όλη της τη ζωή έτσι και δω... την πάρτη της σκεφτόταν. Θρασύδειλη και ιδιοτελής σε όλα της. Ούτε τα παιδιά της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν αυτήν τη λαίλαπα του κακού της χαρακτήρα.
Δε θυμόταν. Δεν ήθελε. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να θυμάται. Και στους περαστικούς που την έβλεπαν να μονολογεί αγκαλιά με την κουβέρτα αλλιώς τα έλεγε.
Κάθε φορά μια άλλη αλήθεια. Μια ξένη, καινούρια, να μυρίζει «αχρησιμοποίητη». Τυλιγμένη με τα νάιλον της φαντασίας της, κλεισμένη καλά σε ευφάνταστα κουτιά δώρων, έτσι για να καλοπιάνει τους περαστικούς και να λυπούνται αυτή την τόσο καλή γυναίκα με τα τόσο άκαρδα παιδιά.
Πέρασαν δυο βράδια. Δυο υπέροχα βράδια για την φιλόδοξη νεαρή Άννα, που της γέμισαν όλα τα κενά της μισαλλοδοξίας της. Θαρρείς σαν να έψαχνε σε όλη της τη σύντομη ζωή αυτό το σκαλοπάτι. Φώφη λεγόταν το σκαλοπάτι και έτσι στολισμένο με χρυσά λαμπιόνια και γιρλάντες που ήταν, πού να έβλεπε η νεαρή Άννα τότε τον γκρεμό που έχασκε από κάτω του.
Σε δυο βράδια πήρε που λες προαγωγή. Μεγάλες χαρές. Την πότιζε ουίσκι η κυρά Φώφη να χασκογελάει στους λιγούρηδες, την τάιζε φούμαρα και παραμύθια για ζωές μεγάλες, όπως της άξιζαν. Την έκανε ξανθιά πλατινέ και της αγόρασε δύο φορέματα πολύ προκλητικά για την εποχή... αλλά όπως με στόμφο της είπε η κυρά Φώφη: «αυτά, κοπελάρα μου, είναι για εκείνες που μπορούνε να τα βάλουνε. Και εσύ μπορείς και με το παραπάνω, μανάρι μου». Πέφταν και τα πεντοχίλιαρα βροχή τα βράδια μπροστά στα μάτια της μικρής Άννας δεν ήθελε πολύ να σαλέψει το ήδη κουρασμένο της μυαλό.
Μια και δυο, νοίκιασε και σπίτι. Και πήρε με δόσεις όλα τα έπιπλα όπως τα φαντάστηκε. Ντύθηκε «κυρία», νόμισε. Πέταξε από πάνω της τη μιζέρια και την τίμια φτώχεια της οικογένειάς της. Πρόταξε κυριολεκτικά τα στήθη της στη ζωή και βούτηξε να πιάσει την καλή. Μα οι ούγιες της ζωής τα πάντα γράφουνε... αρκεί να ξέρει το χέρι σου από πλέξιμο. Δεν είναι όλα τα υφάσματα της προκοπής και όλες οι κλωστές γερές. Έτσι και η ζωή της Άννας. Έμοιαζε με φανταχτερό, πανάκριβο χαλί, δεμένο με είκοσι χιλιάδες κόμπους, στρωμένο στα πανύψηλα πόδια της... η ούγια όμως το ‘γραφε... ότι είναι σπάγκος πλαστικός, χείριστης ποιότητας, εύθραυστός και εύφλεκτος.
Σιγά μην την ένοιαζε. Εκείνη είχε πια όλα όσα πόθησε η καρδιά της. Δεν την έμελλε καθόλου πώς ερχόταν στα χέρια της. Γιατί μαζί με αυτά έρχονταν και ξένα χέρια. Τραχιά, γέρικα και ρυτιδιασμένα. Άγαρμπα και αχόρταγα, να πιάσουν τη σάρκα τη φρέσκια, την ανέγγιχτη.
Μαρία Π. Ψαθά