Και τώρα που λείπεις σε βλέπω παντού.
Η νύχτα έπεσε και πάλι. Μπορώ άνετα από τη θέση που βρίσκομαι να την κοιτάξω, να την χαζέψω όσο το πέπλο σκεπάζει την ασχήμια κι αυτής της ημέρας, κι αυτής της Τετάρτης. Σκέφτομαι όσο κάθομαι στο αγαπημένο μικρό μπαλκόνι με θέα τα αστέρια. Μόνη στο σπίτι, στο σπίτι που όλα και όλους τα έχει δεχτεί και πλέον σαν την νύχτα τα έχει σκεπάσει.
Εδώ σε αυτό το μπαλκόνι βρίσκω καταφύγιο, αυτά τα δύσκολα βράδια που το σώμα μου βαραίνει την ψυχή μου. Δεν ξέρω τι με μελαγχολεί πιο πολύ. Το ότι πλησιάζει η μέρα εκείνη ή ότι αρχίζω να ξεχνάω την φωνή της, το γέλιο της, την ίδια της την μορφή.
Η φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου. Φωτογραφίες που την έχω βγάλει να κοιμάται, να γελάει, να κλαίει, να ποζάρει. Τα βίντεο που τραβούσαμε για να τα θυμόμαστε, η Scarlett που μισούσε την κάμερα, η Lexi που ήταν συνεχώς γελαστή και τίποτα δεν την ενδιέφερε κι εγώ που απλά στεκόμουν εκεί μαζί τους. Για να έχουμε να θυμόμαστε έλεγαν όταν μεγαλώσουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε τις ίδιες τρέλες.
Τι ειρωνεία. Τώρα αυτές οι φωτογραφίες, τα βίντεο είναι για να μην την ξεχάσουμε εμείς. Για να μην ξεχάσουμε πως υπήρξε κοντά μας, πως η ίδια ήταν κάτι σημαντικό κι ας χάθηκε στο τέλος.
Το βίντεο αρχίζει. Η Lexi αφήνει την κάμερα πάνω στο τραπέζι. Είναι βράδυ καλοκαιριού στην ταράτσα του σπιτιού της που και οι τρείς τόσο αγαπούσαμε. Κάθεται στην καρέκλα και είναι προσηλωμένη στο να στρίβει το τσιγάρο της. Σε λίγο μπαίνω και εγώ στο πλάνο. Στέκομαι όρθια δίπλα της προσπαθώντας να είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Να χαμογελάσω τέλος πάντων. Ντρεπόμουν πολύ. Φοράω μία ψηλόμεση λευκή φούστα και ένα χρωματιστό μπλουζάκι ενώ τα μαλλιά μου είναι μακριά και κυματιστά. Πόσο έχω αλλάξει. Η Scarlett κάνει την εμφάνιση της και αρχίζει να συνομιλεί με την Lexi. Μιλάνε για αγόρια, για τις καλές ημέρες που έρχονται, για τις τρέλες που σχεδιάζουμε να κάνουμε. Τις κοιτάω ήρεμη, χαμογελώντας. Όλες βρισκόμαστε γύρω από το τραπέζι. Πίνουμε μπύρες, τρώμε πίτσα και συζητάμε. Τα πρώτα τραγούδια αρχίζουν. Χορεύουμε, τραγουδάμε, περνάμε καλά. Η Lexi δείχνει χαρούμενη. Η ώρα περνάει. Κάθομαι ξανά κάτω όσο οι δύο μου καλές φίλες συνεχίζουν να χορεύουν τώρα μόνες τους. Τόσο όμορφες, τόσο διαφορετικές. Παίρνω στα χέρια μου την κάμερα. Εστιάζω στους δύο ανθρώπους που μου άλλαξαν την ζωή και αφήνω ένα «σας αγαπώ» να ξεφύγει από το στόμα μου. Και εκεί το βίντεο τελειώνει.
Δεν κλαίω, για πρώτη φορά δεν κλαίω. Την αφήνω από τα χέρια μου πετώντας την πάνω στο τραπεζάκι. Μετά από τόσο καιρό δεν νιώθω τόσο μελαγχολία όσο θυμό.
Κλείνω την μπαλκονόπορτα πίσω μου και κατεβαίνω τα σκαλιά. Τέρμα με τις αναμνήσεις, τους εσωτερικούς μονόλογους, τα πισωγυρίσματα.
Πιάνω τα κλειδιά, ρίχνω μια ζακέτα πάνω μου και εξαφανίζομαι από το σπίτι. Είναι, δεν είναι έντεκα το βράδυ. Μερικοί περπατούν αγκαλιασμένοι, άλλοι κάνουν ξέγνοιαστοι την βραδινή τους βόλτα κι άλλοι μόνοι και μες την μιζέρια τους σαν εμένα.
Βρίσκομαι γρήγορα στο παγκάκι που καθόμασταν μαζί μακριά από τους ήχους, την βαβούρα. Κλείνω τα μάτια μου. Μία μελωδία προερχόμενη από το κινητό μου, κάποιοι σκόρπιοι στίχοι γνώριμοι εισβάλλουν στον νου μου. «Και ίσως πάντα αυτά που αγαπάμε να τα φοβόμαστε έστω και λίγο.»
Τα πρώτα δάκρυα πέφτουν, η απογοήτευση φωλιάζει στην καρδιά μου. Το γιατί πάλι αιωρείται από πάνω μου. Γιατί εκείνη;
Προσπαθώ να κρυφτώ πίσω από τους στίχους. Θέλω να ξεχάσω για λίγο να μην πονάω άλλο πια. Δεν ξέρω γιατί πραγματικά κλαίω. Που την έχασα; Που αν ήταν εδώ θα μου έβαζε τις φωνές; Που δεν μπορώ να της μιλήσω;
Δεν ξέρω αν νιώθω λύπη, θυμό, πόνο. Νιώθω θυμό για εκείνη την νύχτα, νιώθω πόνο που δεν την έχω κοντά μου, και λύπη που δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Όταν ένας άνθρωπος φεύγει μας λένε να τον θυμόμαστε και να θυμόμαστε όσο καλά έχει κάνει. Μα η Lexi ότι καλό έκανε το έκανε στον εαυτό της. Δεν συμπεριφερόταν ποτέ σωστά, έλεγε ψέματα και πείραζε τους πάντες. Ακόμα και σε εμάς είχε πολλές φορές έναν άσχημο χαρακτήρα. Πώς να την θυμάμαι εγώ η ίδια που την ήξερα καλύτερα απ’ όλους με καλό τρόπο; Όταν έχω δει και τον καλό μα και τον κακό της εαυτό;
Έφυγε κι άφησε πίσω της σπασμένους ανθρώπους, πληγωμένους. Ένας απ’ αυτούς κι εγώ. Το κακό με το να μένεις μόνη σου είναι ότι δεν ξέρεις πώς να σταθείς στα πόδια σου χωρίς κανέναν να σε βοηθήσει. Επειδή πραγματικά δεν έχεις κανέναν. Είχες μόνο εκείνη που ήταν πάντα εκεί για εσένα, ακόμα κι αν είχε κάνει τόσα άσχημα πράγματα.
Κι όταν εκείνο το ατύχημα την κατέστρεψε εγώ έμεινα ανήμπορη και μόνη. Μόνη ακόμα κι αν υπήρχαν τόσοι άνθρωποι δίπλα μου. Ανήμπορη γιατί δεν ήξερα πώς να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτή.
Σηκώθηκα γρήγορα και απομακρύνθηκα από εκεί. Τα δάκρυα είχαν σταματήσει να κυλούν στο πρόσωπο μου και το μυαλό μου είχε μείνει κολλημένο εκεί στην μορφή της.
Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Δεν θέλω να ξεσπάσω και να την πληρώσει κάποιος που δεν φταίει. Θα πάω κάπου αλλού. Κάπου που θα λυτρωθώ από τον πόνο και θα ξεχάσω. Τα πόδια μου με πηγαίνουν στον μοναδικό άνθρωπο που θα με κάνει να ξεχάσω. Στον Stefan.
Φτάνω στην κοντινή στάση των λεωφορείων και περιμένω υπομονετικά για ένα. Λίγα λεπτά αργότερα το λεωφορείο σταματάει μπροστά μου. Μπαίνω μέσα χωρίς να κοιτάξω κανέναν. Χωρίς να δω την έκφραση του οδηγού ή να προσέξω τους λιγοστούς ανθρώπους που δεν σταματούν να ρίχνουν το βλέμμα τους πάνω μου.
Κάθομαι πίσω, πίσω βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά μου. Η μουσική ηχεί, η γλυκιά απαλή μελωδία με κάνει να ηρεμίσω να μπερδέψω τις σκέψεις μου.
«The lesson was just letting go and I feel fine.
I can’t keep watching from the rear view mirror
Cause things seem closer than they appear
Don’t need a reason or rhyme this time
I see the good that’s in goodbye»
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Το φεγγάρι δείχνει μελαγχολικό όπως δείχνω κι εγώ. Κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι κάπου αλλού αναμένοντας την στιγμή που θα φτάσω.
Στέκομαι μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος του σκεπτόμενη αν πρέπει να χτυπήσω ή όχι. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Ή να κοιμάται, ή να έχει παρέα. Τι μπορεί να πάει λάθος;
Παίρνω την απόφαση και χτυπάω δύο φορές το κουδούνι ανυπόμονα και καθόλου ήρεμα. Ακούω έναν γδούπο και μετά μία φωνή να βρίζει. Εμφανίζεται μπροστά μου ένας σχεδόν κοιμισμένος Stefan.
Μοιάζει σαν μικρό παιδί με τα μάτια μισόκλειστα και με το κορμί του που έχει ακουμπήσει στην άκρη της πόρτας.
«Olivia, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» Η φωνή του ίσα που ακούγεται.
«Σε ξύπνησα; Συγνώμη.» Απολογούμαι.
«Δεν πειράζει, απλώς με ξάφνιασες.» Απαντάει γρήγορα.
«Μπορώ να μείνω απόψε εδώ;» Ψιθυρίζω την ερώτηση.
«Εμ ναι, έγινε κάτι;» Δείχνει ανήσυχος.
«Όχι, όχι απλά δεν θέλω να πάω σπίτι.» Κοιτάω τα παπούτσια μου για να μην καταλάβει το ψέμα μου.
«Έλα μέσα τότε.» Τον ακούω να λέει και όταν σηκώνω το βλέμμα μου τον βλέπω να εξαφανίζεται μέσα στην κουζίνα.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Τον ακολουθώ στην κουζίνα. Βγάζω την ζακέτα μου και την ακουμπάω σε μία καρέκλα. Ο Stefan ζεσταίνει γάλα και ακουμπάει τα μπισκότα μπροστά μου, στο μικρό τραπέζι.
«Φαντάζομαι γάλα πίνεις.» Γυρνάει και με κοιτάει.
Του χαμογελάω γλυκά. Αυτός ο άνθρωπος έχει την δύναμη να με κάνει να ξεχνάω κάθε τι άσχημο μου συμβαίνει.
«Ναι, βάλε μου.» Λέω όσο ανοίγω την συσκευασία με τα μπισκότα και παίρνω ένα.
Πεινάω πολύ. Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έφαγα σήμερα. Μπορεί και καθόλου. Κάθομαι στην καρέκλα παρατηρώντας τον. Όμορφος, τόσο όμορφος. Αφήνει το ζεστό γάλα ανάμεσα μας και αφήνει το σώμα του να πέσει στην καρέκλα απέναντι μου. Γεμίζει ήσυχα τα ποτήρια μας. Χωρίς να μιλήσει βουτάει ένα μπισκότο. Είναι ήρεμος, με κάνει να νιώθω καλύτερα. Μένω ακίνητη και απλά τον βλέπω να τρώει.
«Stefan θέλω να σου πω κάτι.» Λέω ξαφνικά.
«Πες μου.» Αφήνει ότι κάνει και με κοιτάει κατευθείαν μέσα στα μάτια.
«Έχω διαγνωστεί με κατάθλιψη σχεδόν ένα χρόνο τώρα.» Εξομολογούμαι γρήγορα ενώ κλείνω τα μάτια μου για να μην δω την αντίδραση του.
«Τι; Τι είπες;» Ρωτάει σαστισμένος.
«Έχω κατάθλιψη. Πηγαίνω σε ψυχολόγο και παίρνω χάπια λες και είμαι άρρωστη.» Απαντάω.
«Πότε το έπαθες;» Συνεχίζει όταν ανοίγω τα μάτια μου.
«Όταν έχασα κάποιον σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου.» Απαντάω και τα δάκρυα δεν σταματούν να πέφτουν.
Ο Stefan σηκώνεται όρθιος και με παίρνει στην αγκαλιά του. Κλαίω νιώθοντας το χάος μέσα μου. Είσαι κατεστραμμένη Olivia. Παραδέξου το. Πες του το.
«Θα περάσει, το ορκίζομαι.» Λέει όσο κρατιέμαι σφιχτά πάνω του.
Τα πράγματα έγιναν τόσο χάλια ή εμείς απλά ήρθαμε στην πραγματικότητα;
Vas A.
Η νύχτα έπεσε και πάλι. Μπορώ άνετα από τη θέση που βρίσκομαι να την κοιτάξω, να την χαζέψω όσο το πέπλο σκεπάζει την ασχήμια κι αυτής της ημέρας, κι αυτής της Τετάρτης. Σκέφτομαι όσο κάθομαι στο αγαπημένο μικρό μπαλκόνι με θέα τα αστέρια. Μόνη στο σπίτι, στο σπίτι που όλα και όλους τα έχει δεχτεί και πλέον σαν την νύχτα τα έχει σκεπάσει.
Εδώ σε αυτό το μπαλκόνι βρίσκω καταφύγιο, αυτά τα δύσκολα βράδια που το σώμα μου βαραίνει την ψυχή μου. Δεν ξέρω τι με μελαγχολεί πιο πολύ. Το ότι πλησιάζει η μέρα εκείνη ή ότι αρχίζω να ξεχνάω την φωνή της, το γέλιο της, την ίδια της την μορφή.
Η φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου. Φωτογραφίες που την έχω βγάλει να κοιμάται, να γελάει, να κλαίει, να ποζάρει. Τα βίντεο που τραβούσαμε για να τα θυμόμαστε, η Scarlett που μισούσε την κάμερα, η Lexi που ήταν συνεχώς γελαστή και τίποτα δεν την ενδιέφερε κι εγώ που απλά στεκόμουν εκεί μαζί τους. Για να έχουμε να θυμόμαστε έλεγαν όταν μεγαλώσουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε τις ίδιες τρέλες.
Τι ειρωνεία. Τώρα αυτές οι φωτογραφίες, τα βίντεο είναι για να μην την ξεχάσουμε εμείς. Για να μην ξεχάσουμε πως υπήρξε κοντά μας, πως η ίδια ήταν κάτι σημαντικό κι ας χάθηκε στο τέλος.
Το βίντεο αρχίζει. Η Lexi αφήνει την κάμερα πάνω στο τραπέζι. Είναι βράδυ καλοκαιριού στην ταράτσα του σπιτιού της που και οι τρείς τόσο αγαπούσαμε. Κάθεται στην καρέκλα και είναι προσηλωμένη στο να στρίβει το τσιγάρο της. Σε λίγο μπαίνω και εγώ στο πλάνο. Στέκομαι όρθια δίπλα της προσπαθώντας να είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Να χαμογελάσω τέλος πάντων. Ντρεπόμουν πολύ. Φοράω μία ψηλόμεση λευκή φούστα και ένα χρωματιστό μπλουζάκι ενώ τα μαλλιά μου είναι μακριά και κυματιστά. Πόσο έχω αλλάξει. Η Scarlett κάνει την εμφάνιση της και αρχίζει να συνομιλεί με την Lexi. Μιλάνε για αγόρια, για τις καλές ημέρες που έρχονται, για τις τρέλες που σχεδιάζουμε να κάνουμε. Τις κοιτάω ήρεμη, χαμογελώντας. Όλες βρισκόμαστε γύρω από το τραπέζι. Πίνουμε μπύρες, τρώμε πίτσα και συζητάμε. Τα πρώτα τραγούδια αρχίζουν. Χορεύουμε, τραγουδάμε, περνάμε καλά. Η Lexi δείχνει χαρούμενη. Η ώρα περνάει. Κάθομαι ξανά κάτω όσο οι δύο μου καλές φίλες συνεχίζουν να χορεύουν τώρα μόνες τους. Τόσο όμορφες, τόσο διαφορετικές. Παίρνω στα χέρια μου την κάμερα. Εστιάζω στους δύο ανθρώπους που μου άλλαξαν την ζωή και αφήνω ένα «σας αγαπώ» να ξεφύγει από το στόμα μου. Και εκεί το βίντεο τελειώνει.
Δεν κλαίω, για πρώτη φορά δεν κλαίω. Την αφήνω από τα χέρια μου πετώντας την πάνω στο τραπεζάκι. Μετά από τόσο καιρό δεν νιώθω τόσο μελαγχολία όσο θυμό.
Κλείνω την μπαλκονόπορτα πίσω μου και κατεβαίνω τα σκαλιά. Τέρμα με τις αναμνήσεις, τους εσωτερικούς μονόλογους, τα πισωγυρίσματα.
Πιάνω τα κλειδιά, ρίχνω μια ζακέτα πάνω μου και εξαφανίζομαι από το σπίτι. Είναι, δεν είναι έντεκα το βράδυ. Μερικοί περπατούν αγκαλιασμένοι, άλλοι κάνουν ξέγνοιαστοι την βραδινή τους βόλτα κι άλλοι μόνοι και μες την μιζέρια τους σαν εμένα.
Βρίσκομαι γρήγορα στο παγκάκι που καθόμασταν μαζί μακριά από τους ήχους, την βαβούρα. Κλείνω τα μάτια μου. Μία μελωδία προερχόμενη από το κινητό μου, κάποιοι σκόρπιοι στίχοι γνώριμοι εισβάλλουν στον νου μου. «Και ίσως πάντα αυτά που αγαπάμε να τα φοβόμαστε έστω και λίγο.»
Τα πρώτα δάκρυα πέφτουν, η απογοήτευση φωλιάζει στην καρδιά μου. Το γιατί πάλι αιωρείται από πάνω μου. Γιατί εκείνη;
Προσπαθώ να κρυφτώ πίσω από τους στίχους. Θέλω να ξεχάσω για λίγο να μην πονάω άλλο πια. Δεν ξέρω γιατί πραγματικά κλαίω. Που την έχασα; Που αν ήταν εδώ θα μου έβαζε τις φωνές; Που δεν μπορώ να της μιλήσω;
Δεν ξέρω αν νιώθω λύπη, θυμό, πόνο. Νιώθω θυμό για εκείνη την νύχτα, νιώθω πόνο που δεν την έχω κοντά μου, και λύπη που δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό.
Όταν ένας άνθρωπος φεύγει μας λένε να τον θυμόμαστε και να θυμόμαστε όσο καλά έχει κάνει. Μα η Lexi ότι καλό έκανε το έκανε στον εαυτό της. Δεν συμπεριφερόταν ποτέ σωστά, έλεγε ψέματα και πείραζε τους πάντες. Ακόμα και σε εμάς είχε πολλές φορές έναν άσχημο χαρακτήρα. Πώς να την θυμάμαι εγώ η ίδια που την ήξερα καλύτερα απ’ όλους με καλό τρόπο; Όταν έχω δει και τον καλό μα και τον κακό της εαυτό;
Έφυγε κι άφησε πίσω της σπασμένους ανθρώπους, πληγωμένους. Ένας απ’ αυτούς κι εγώ. Το κακό με το να μένεις μόνη σου είναι ότι δεν ξέρεις πώς να σταθείς στα πόδια σου χωρίς κανέναν να σε βοηθήσει. Επειδή πραγματικά δεν έχεις κανέναν. Είχες μόνο εκείνη που ήταν πάντα εκεί για εσένα, ακόμα κι αν είχε κάνει τόσα άσχημα πράγματα.
Κι όταν εκείνο το ατύχημα την κατέστρεψε εγώ έμεινα ανήμπορη και μόνη. Μόνη ακόμα κι αν υπήρχαν τόσοι άνθρωποι δίπλα μου. Ανήμπορη γιατί δεν ήξερα πώς να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτή.
Σηκώθηκα γρήγορα και απομακρύνθηκα από εκεί. Τα δάκρυα είχαν σταματήσει να κυλούν στο πρόσωπο μου και το μυαλό μου είχε μείνει κολλημένο εκεί στην μορφή της.
Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Δεν θέλω να ξεσπάσω και να την πληρώσει κάποιος που δεν φταίει. Θα πάω κάπου αλλού. Κάπου που θα λυτρωθώ από τον πόνο και θα ξεχάσω. Τα πόδια μου με πηγαίνουν στον μοναδικό άνθρωπο που θα με κάνει να ξεχάσω. Στον Stefan.
Φτάνω στην κοντινή στάση των λεωφορείων και περιμένω υπομονετικά για ένα. Λίγα λεπτά αργότερα το λεωφορείο σταματάει μπροστά μου. Μπαίνω μέσα χωρίς να κοιτάξω κανέναν. Χωρίς να δω την έκφραση του οδηγού ή να προσέξω τους λιγοστούς ανθρώπους που δεν σταματούν να ρίχνουν το βλέμμα τους πάνω μου.
Κάθομαι πίσω, πίσω βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά μου. Η μουσική ηχεί, η γλυκιά απαλή μελωδία με κάνει να ηρεμίσω να μπερδέψω τις σκέψεις μου.
«The lesson was just letting go and I feel fine.
I can’t keep watching from the rear view mirror
Cause things seem closer than they appear
Don’t need a reason or rhyme this time
I see the good that’s in goodbye»
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Το φεγγάρι δείχνει μελαγχολικό όπως δείχνω κι εγώ. Κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι κάπου αλλού αναμένοντας την στιγμή που θα φτάσω.
Στέκομαι μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος του σκεπτόμενη αν πρέπει να χτυπήσω ή όχι. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Ή να κοιμάται, ή να έχει παρέα. Τι μπορεί να πάει λάθος;
Παίρνω την απόφαση και χτυπάω δύο φορές το κουδούνι ανυπόμονα και καθόλου ήρεμα. Ακούω έναν γδούπο και μετά μία φωνή να βρίζει. Εμφανίζεται μπροστά μου ένας σχεδόν κοιμισμένος Stefan.
Μοιάζει σαν μικρό παιδί με τα μάτια μισόκλειστα και με το κορμί του που έχει ακουμπήσει στην άκρη της πόρτας.
«Olivia, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» Η φωνή του ίσα που ακούγεται.
«Σε ξύπνησα; Συγνώμη.» Απολογούμαι.
«Δεν πειράζει, απλώς με ξάφνιασες.» Απαντάει γρήγορα.
«Μπορώ να μείνω απόψε εδώ;» Ψιθυρίζω την ερώτηση.
«Εμ ναι, έγινε κάτι;» Δείχνει ανήσυχος.
«Όχι, όχι απλά δεν θέλω να πάω σπίτι.» Κοιτάω τα παπούτσια μου για να μην καταλάβει το ψέμα μου.
«Έλα μέσα τότε.» Τον ακούω να λέει και όταν σηκώνω το βλέμμα μου τον βλέπω να εξαφανίζεται μέσα στην κουζίνα.
Μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Τον ακολουθώ στην κουζίνα. Βγάζω την ζακέτα μου και την ακουμπάω σε μία καρέκλα. Ο Stefan ζεσταίνει γάλα και ακουμπάει τα μπισκότα μπροστά μου, στο μικρό τραπέζι.
«Φαντάζομαι γάλα πίνεις.» Γυρνάει και με κοιτάει.
Του χαμογελάω γλυκά. Αυτός ο άνθρωπος έχει την δύναμη να με κάνει να ξεχνάω κάθε τι άσχημο μου συμβαίνει.
«Ναι, βάλε μου.» Λέω όσο ανοίγω την συσκευασία με τα μπισκότα και παίρνω ένα.
Πεινάω πολύ. Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έφαγα σήμερα. Μπορεί και καθόλου. Κάθομαι στην καρέκλα παρατηρώντας τον. Όμορφος, τόσο όμορφος. Αφήνει το ζεστό γάλα ανάμεσα μας και αφήνει το σώμα του να πέσει στην καρέκλα απέναντι μου. Γεμίζει ήσυχα τα ποτήρια μας. Χωρίς να μιλήσει βουτάει ένα μπισκότο. Είναι ήρεμος, με κάνει να νιώθω καλύτερα. Μένω ακίνητη και απλά τον βλέπω να τρώει.
«Stefan θέλω να σου πω κάτι.» Λέω ξαφνικά.
«Πες μου.» Αφήνει ότι κάνει και με κοιτάει κατευθείαν μέσα στα μάτια.
«Έχω διαγνωστεί με κατάθλιψη σχεδόν ένα χρόνο τώρα.» Εξομολογούμαι γρήγορα ενώ κλείνω τα μάτια μου για να μην δω την αντίδραση του.
«Τι; Τι είπες;» Ρωτάει σαστισμένος.
«Έχω κατάθλιψη. Πηγαίνω σε ψυχολόγο και παίρνω χάπια λες και είμαι άρρωστη.» Απαντάω.
«Πότε το έπαθες;» Συνεχίζει όταν ανοίγω τα μάτια μου.
«Όταν έχασα κάποιον σημαντικό άνθρωπο στη ζωή μου.» Απαντάω και τα δάκρυα δεν σταματούν να πέφτουν.
Ο Stefan σηκώνεται όρθιος και με παίρνει στην αγκαλιά του. Κλαίω νιώθοντας το χάος μέσα μου. Είσαι κατεστραμμένη Olivia. Παραδέξου το. Πες του το.
«Θα περάσει, το ορκίζομαι.» Λέει όσο κρατιέμαι σφιχτά πάνω του.
Τα πράγματα έγιναν τόσο χάλια ή εμείς απλά ήρθαμε στην πραγματικότητα;
Vas A.