Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 33)

«Αφεντικό ξύπνησε», μουρμούρισε ένας νεαρός που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι της Νεφέλης.
«Επιτέλους», ένας ψιλόλιγνος άντρας πλησίασε και κοίταξε την κοπέλα που ανοιγόκλεινε τα μάτια της. «Καλώς την!» της ψέλλισε και άφησε ένα χαμόγελο να σκιαγραφεί στο πρόσωπό του.

Η Νεφέλη τον κοίταξε τρομαγμένη. Οι μνήμες άρχισαν σιγά – σιγά να επανέρχονται και ο άντρας που στεκόταν δίπλα της, της έκανε νόημα να ηρεμήσει. Κοίταξε τον χώρο γύρω της. Ήταν ένα πολυτελές δωμάτιο που το φως ξετρύπωνε από κάθε γωνιά του δωματίου. Το παράθυρο ήταν μεγάλο και κάλυπτε σχεδόν έναν ολόκληρο τοίχο, ενώ οι κουρτίνες ήταν ανάλαφρες στο χρώμα του σμαραγδιού.
Εκείνος ήταν αρκετά ψηλός, μελαχρινός με κοντοκουρεμένα σγουρά μαλλιά. Είχε μια ουλή στο μέτωπο, ίσα που φαινόταν. Φορούσε μαύρα ρούχα και ήταν ξυπόλητος. Η Νεφέλη τον περιεργαζόταν από πάνω ως κάτω. Είχε κάτι στην αύρα του που την έκανε να τρομάζει.
«Ποιος είσαι;»
«Φρέντερικ! Φρέντερικ Δούκας!» της απάντησε με ένα στραβό χαμόγελο.
«Τι;» ξεροκατάπιε η Νεφέλη ακούγοντας το επίθετο του.
«Μην τρομάζεις! Σε παρακαλώ μην κάνεις απότομες κινήσεις», της είπε στοργικά και της έδειξε τον ορό που κρεμόταν από πάνω της και χωνόταν με περίσσια χάρη στο χέρι της.
«Ποιος είσαι;» έκανε ξανά την ίδια ερώτηση.
«Φρέντερικ Δούκας! Έχουμε πολλά να πούμε, αλλά πρέπει πρώτα να γίνεις καλά!» της άφησε ένα χάδι στο μάγουλο και απομακρύνθηκε από δίπλα της.
«Καλά είμαι», προσπάθησε να ορθώσει ανάστημα η Νεφέλη. Βρισκόταν με έναν άγνωστο άντρα, σε ένα μέρος που δεν γνώριζε και το επίθετο του ήταν αυτό του πατέρα της. Τι στο καλό είχε συμβεί; «Πήγαινε με στο νοσοκομείο για να γίνω καλά! Γιατί με πήρες; Σου μιλάω! Γιατί με έφερες εδώ; Τι είναι εδώ; Τι θέλεις από εμένα;»
«Μπορείς να σταματήσεις τα παιδιαρίσματα;» την λοξοκοίταξε και της πέταξε ένα φωτογραφικό άλμπουμ.
Η Νεφέλη το άνοιξε και αυτό που αντίκρισε την μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Ένας άντρας κρατούσε στην αγκαλιά του δύο αγοράκια. Φαινόταν πολύ παλιά η φωτογραφία και ήταν κιτρινισμένη. Στην επόμενη ήταν ένα αγοράκι με ένα μπαλόνι να κλαίει. Έπειτα είχε έναν νεαρό άντρα ντυμένο με τα χρώματα του στρατού να κάθεται προσοχή κοιτώντας ανέκφραστος προς την κάμερα. Είχε αρκετές φωτογραφίες με εκείνον τον άντρα που της θύμιζε τόσο πολύ τον πατέρα της.
«Ο… ο μπαμπάς μου», ψέλλισε σοκαρισμένη.
«Τζιζ!» της χαμογέλασε και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα της. «Έχεις ακόμα μία ευκαιρία. Στην Τρίτη καίγεσαι!» της έδειξε πάλι την πρώτη φωτογραφία με τα δύο αγοράκια.
«Μοιάζουν τόσο πολύ!» παρατήρησε η Νεφέλη και έπειτα έριξε το βλέμμα της στον άντρα που ήταν μαζί τους. «Κι αυτός κάτι μου θυμίζει»
«Να σε βοηθήσω; Εδώ είναι ο παππούς μας, με τον πατέρα σου και τον πατέρα μου»
«Τι;» ένα βουητό στα αυτιά της, την έκανε να θέλει να τσιρίξει από τον πόνο.
«Είμαστε πρώτα ξαδέλφια Νεφέλη. Ο πατέρας σου και ο πατέρας μου είναι αδέλφια», της πήρε το άλμπουμ από τα χέρια και την βοήθησε να ξαπλώσει. Είχε χλομιάσει και κοιτούσε το κενό. «Θέλεις να συνεχίσω;» του έγνεψε καταφατικά και εκείνος της χάιδεψε στοργικά το χέρι. «Τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν δεν είναι τυχαία. Ο πατέρας σου έδιωξε τον δικό μου από την κληρονομιά του παππού μας πριν πολλά χρόνια. Τον αποκλήρωσε και τον πέταξε στον δρόμο. Μέχρι πριν λίγο καιρό μισούσα πολύ τον πατέρα σου γι’ αυτό. Βλέπεις ο δικός μου πατέρας, με μεγάλωσε με το φαρμάκι του μίσους για εσάς. Δεν θυμάμαι ούτε μια μέρα που να πέρασε, χωρίς να μου μιλήσει για το γεγονός ότι έπρεπε να πάρουμε εκδίκηση. Ήθελα τόσο πολύ Νεφέλη να σας κάνω κακό, να σας καταστρέψω. Ήθελα απλά να δω τον πατέρα σου κι εσένα να μένετε στον δρόμο, όπως έμεινε ο δικός μου πατέρας για πολύ καιρό. Μου ήταν αδύνατον να δικαιολογήσω τον Αλέξανδρο Δούκα για όσα είχα μάθει πως έκανε. Ένα βράδυ μου ήρθε η ιδέα και φρόντισα να την βάλω σε εφαρμογή το επόμενο πρωί. Ο πατέρας μου είχε ενθουσιαστεί με την ευφυΐα μου. Πρώτη φορά μου είχε δώσει τα εύσημα για κάτι που είχα σκεφτεί εγώ. Ήταν το τέλειο σχέδιο, με στόχο… εσένα», άφησε ένα μακρόσυρτο βογγητό να ξεφύγει μέσα από τα χείλη του.
«Εμένα;» κρύος ιδρώτας την είχε κατακλύσει.

«Κοιμήσου τώρα! Θα συνεχίσουμε μετά την συζήτηση», της είπε απότομα και εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο. 

Βασιλική Κυργιαφίνη