Τα δάκρυα
τρέχουν σαν χείμαρρος και πάλι από τα μάτια μου. Ο πόνος για τον
χαμό της Γιολάντα Ρίβερς νιώθω να με συνθλίβει. Κι όμως δεν μπορώ να αποστρέψω
το βλέμμα μου από αυτό της Μαρί για να κοιτάξω προς το μέρος της, όσο κι αν το
θέλω. Είναι σαν να με έχει μαγέψει.
«Πάντα
εγώ θα κερδίζω μικρή μάγισσα... είμαι γεννημένη για να σας εξοντώσω όλους» μου
λέει την ώρα που χρησιμοποιεί το τελετουργικό της μαχαίρι για να ανοίξει το
στέρνο της νεκρής Γιολάντα και με αναγκάζει να παρακολουθώ την ώρα που
ξεριζώνει την καρδιά της.
Παρόλα τα
κλάμματα αλλά και τον πόνο που νιώθω για τη χαμένη ζωή της μάγισσας του Νερού,
καταφέρνω να μαζέψω τα κομμάτια μου και να ανακτήσω και πάλι ως ένα βαθμό τον
αυτοέλεγχο μου. Μόνο και μόνο για να απαντήσω στην κακία της και να σβήσω αυτό
το χαμόγελο από τα χείλη της.
«Δεν
κέρδισες τίποτα περισσότερο, παρά μόνο λίγα βήματα πιο μπροστά στην αναζήτηση
μιας πέτρας. Δεν θα φτάσεις ποτέ το στόχο σου και ποτέ δεν θα μας κερδίσεις!
Πάντα θα με βρίσκεις μπροστά σου, να το θυμάσαι».
«Με
διασκεδάζει απίστευτα η άγνοιά σου! Πραματικά, είσαι τόσο μικρή και τόσο μα
τόσο αφελής... Να σας κερδίσω; Χαχαχα! Κρίμα που θα πρέπει να σε σκοτώσω για να
ολοκληρωθεί το σχέδιό μου... αλλά τι να κάνουμε. Πρέπει να θυσιάσεις κάτι για
να κερδίσεις κάτι άλλο!»
Το θράσος
και η αλαζονεία της δεν έχουν όρια! Κάτι πρέπει να κάνω, κάπως πρέπει να βρω
έναν τρόπο να τη σταματήσω, να μηn πάρει στα χέρια της την πέτρα, τουλάχιστον
για να τιμήσω τον χαμό της Γιολάντα.
Η Μαρί
στρέφει το βλέμμα της στο τραπέζι με τα σύνεργα που έχει κοντά της. Λέει
κάποιες φράσεις στα λατινικά μουρμουριστά και ο τεράστιος χάρτης που είχε
τυλιγμένο πάνω στο τραπέζι ξεδιπλώνεται στον αέρα και μένει να αιωρείται πάνω
από το πτώμα της Γιολάντα. Τότε η Μαρί συνεχίζει το ξόρκι εντοπισμού που με
έκπληξη διαπιστώνω, ότι δεν είναι πια στα λατινικά, παρόλο που υποτίθεται ότι
είναι ένα πανάρχαιο ξόρκι.
«Ω πανάρχαια σκοτεινά πνεύματα δείξτε μου απλά τον δρόμο
Η πέτρα
του Νερού μου κρύβεται παρόλο που σπέρνω πόνο
Ήρθε η ώρα μου λοιπόν με τούτη τη θυσία
Να αποκτήσω πρόσβαση στη μυστική τοποθεσία
Με τρόμο, ωδύνη και κακία αυτή η μάγισσα πεθαίνει
Για να μπορέσω να τη βρω την πέτρα αυτή τη μαγεμένη
Είναι η μαγεία του νερού που με έχει μαγνητίσει
Σαν χείμαρρος τον όλεθρο η μαγεία μου θα σκορπίσει
Σαν αποκτήσω τη δύναμη κάθε στοιχείου της Φύσης».
«Αυτό
ήταν. Πρέπει να φύγουμε. Η τελετή φτάνει στο τέλος της και μετά έχουμε σειρά
εμείς».
Αυτή
είναι η φωνή του Τάι. Η φωνή της λογικής. Η φωνή που επιτέλους απελευθερώνει το
βλέμμα μου από όλη αυτή τη φρίκη που εξελίσσεται μπροστά μου με τη Μαρί να
κολυμπάει στα αίματα και να ψέλνει τα φοβερά ξόρκια της. Ο Τάι αγκαλιάζει
τρυφερά τους ώμους μου και με σηκώνει σιγά σιγά από το πάτωμα για να στηριχτώ
στα πόδια μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω μου στη Σκοτεινή Ιέρεια την ώρα
που ο χάρτης έχει ξεκινήσει να καίγεται περιμετρικά και σταγόνες από το αίμα
της νεκρής μάγισσας υψώνονται και πέφτουν με φόρα πάνω σε κάποια σημεία πάνω
στο χάρτη.
«Της
αποκαλύπτεται η τοποθεσία της πέτρας... Τάι, δεν το βλέπεις; Κάτι πρέπει να
κάνουμε!»
«Αυτό που
θα κάνουμε προς το παρόν είναι να σε βγάλουμε από εδώ μέσα σώα και ασφαλή. Τα
υπόλοιπα άστα πάνω μας» μου απαντάει και τότε μόνο συνειδητοποιώ πως ο χώρος
έχει εξελιχθεί σε πραγματικό πεδίο μάχης! Η Ρίκα και η Κάρι εξοντώνουν με τα
φίλτρα τους τη νέα φουρνιά από δαίμονες που ξεπροβάλλουν από την είσοδο της
σπηλιάς, ενώ ο Κα με τον Ρέι έχουν αναλάβει να σώσουν τον Ταϊσίν από τα χέρια
του Ντέμιεν σχεδόν δίπλα μας. Τριγύρω μας στο πάτωμα βρίσκονται εδώ και εκεί
κομμάτια από νεκρούς δαίμονες ενώ στον αέρα εκσφεντονίζονται προς πάσα
κατεύθυνση βέλη από Μαύρους Κυνηγούς και πύρινες σφαίρες από δαίμονες.
«Πρόσεχε
Τάι, αυτά τα βέλη μπορούν να σε σκοτώσουν» λέω στον Καθοδηγητή μου με φωνή
τρεμάμενη και με την καρδιά μου να βροντοχτυπά και μόνο σε μια τέτοια μακάβρια
σκέψη. Τα βέλη των Μαύρων Κυνηγών είναι βουτηγμένα σε κάποιου είδους δηλητήριο
ειδικά φτιαγμένο για να προκαλούν επώδυνα τον θάνατό των Καθοδηγητών, ακόμα και
με μια γρατζουνιά.
«Προσέχω,
μην αγχώνεσαι γι’αυτό. Εσύ μπορείς να περπατήσεις;»
«Ναι,
έτσι νομίζω. Αλλά η πέτρα...» ψελλίζω μες στα αναφιλητά μου.
«Για μια
φορά, άκουσέ με σε παρακαλώ!»
Η ένταση
στον τόνο του με αφήνει έκπληκτη. Καλύτερα να αφήσω στην άκρη τις εκδικητικές
μου τάσεις προς τη Σκοτεινή Ιέρεια και να τον ακολουθήσω προς τα έξω. Κάθε
λεπτό που περνάει εδώ μέσα ο Τάι φλερτάρει με τον θάνατο, με τόσα βέλη να
σχίζουν τον αέρα.
Του γνέφω
καταφατικά και ρουφάω τη μύτη μου. Έπειτα αυτός μαλακώνει το ύφος του και
παραμένοντας σκυφτοί και οι δυο, οδεύουμε προς την έξοδο μας από αυτό το πεδίο
μάχης.
«Τάι
ΠΡΟΣΕΧΕ!»
Ο τρόμος
στην φωνή της Ρίκας με ανατριχιάζει και καθώς στρέφομαι προς το μέρος της
προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει και τι πρέπει να προσέξουμε, νιώθω το
σώμα του Τάι να χάνει την ισορροπία του και μαζί του να την χάνω κι εγώ.
Πέφτουμε και οι δυο στο έδαφος, με τον Τάι να έχει πέσει επάνω μου.
«Τάι,
είσαι καλά; Τι έγινε; Τι έπαθες;», τον ρωτάω φοβισμένη και με τα χέρια μου
ψάχνω να βρω το τραύμα πάνω στο κορμί του, σίγουρη ότι έπαθε κάποιο κακό.
«Όχι, όχι
εγώ καλά είμαι», μου λέει αναστατωμένος και σηκώνεται γρήγορα και πάλι στα
πόδια του. «Ο Κα...» λέει και μου δείχνει παραδίπλα.
Ο Κα; Τι
μπορεί να έπαθε ο Κα;
Ο Τάι
σηκώνεται και στέκεται αποσβολωμένος πάνω από τον ξάδερφό του που βρίσκεται
σωριασμένος λίγα μέτρα δίπλα μας. Αυτός είναι ο λόγος που χάσαμε την ισορροπία
μας, αφού απ’ ότι φαίνεται ο Κα χτυπήθηκε από κάτι και έπεσε πάνω μας. Μπορώ να
διακρίνω μία μικρή λιμνούλα από αίμα κάτω από το σώμα του. Πλησιάζω κι εγώ προς
το μέρος του και η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί από την αγωνία. Το αίμα
μπορεί να μην είναι πολύ αλλά και πάλι είναι αίμα. Κι αν είναι... νεκρός;
«Τάι, μη
μου πεις...»
Ο Τάι με
τον ήχο της φωνής μου συνέρχεται από την έκπληξη, σκύβει γρήγορα και γυρνάει
τον ξάδερφό του ανάσκελα.
«Αααα,
γαμώτο! Παραείσαι ατσούμπαλος για θεραπευτής!»
Δόξα τω
Θεώ! Είναι ζωντανός!
«Κα! Τι
έκανες;» ρωτάει ο Τάι με ύφος ενοχικό και πάει να βάλει τα χέρια του πάνω στην
πληγή του ξαδέρφου του.
«Καλά
είσαι τελείως χαζός; Δεν έφαγα αυτό το βέλος για πάρτυ σου για να πεθάνεις τώρα
από την ηλιθιότητά σου! Μην το αγγίζεις αυτό!», του φωνάζει ο Κα όταν ο Τάι
πλησιάζει το βέλος.
«Πρέπει
να το βγάλουμε...»
«Άσε, θα
το κάνω εγώ» του λέω, παρόλο που μισώ τα αίματα. Αλλά αυτό το βέλος δεν πρέπει
να το αγγίξει ο Τάι για κανένα λόγο.
«Όχι
τώρα, πρέπει να φύγουμε από δω» λέει ο Κα και κάνει να σηκωθεί στα πόδια του.
«Έλα θα
σε βοηθήσω εγώ, στηρίξου πάνω μου».
«Δεν
είμαι ανάπηρος κουφιοκέφαλε. Απλά τραυματίστηκα στον ώμο. Μπορώ να περπατήσω».
Παρά τις
αντιρρήσεις του, εγώ τον βοηθάω να σηκωθεί. Ο Κα απλά με κοιτάζει με το
αινιγματικό του βλέμμα, αλλά δεν με διώχνει. Αντιθέτως, με τραβάει προς το
μέρος του και περνάει το χέρι του στους ώμους μου. Ο Τάι μας κοιτάζει για
λίγο με απορία και αυτό με κάνει να νιώθω λίγο άσχημα. Ο Κα αρνήθηκε τη δική του
βοήθεια αλλά με προκλητικό τρόπο δέχτηκε τη δική μου. Και ενώ ρίσκαρε τη ζωή
του για να σώσει τη ζωή του Τάι, τώρα του μιλάει λες και θέλει απλά να
εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Πώς μπορεί
κάποιος να βρει το θάρρος να πέσει μπροστά από ένα βέλος για κάποιον που
ισχυρίζεται ότι μισεί;
Καθώς
βγαίνουμε γρήγορα γρήγορα από τη σπηλιά, δε ρίχνω ούτε μια ματιά πίσω μου. Όχι
ότι δεν με νοιάζει γι’ αυτούς που αφήνουμε πίσω βέβαια, απλά πρέπει να
φροντίσουμε τον τραυματία.
Ο Τάι μας
οδηγεί μέσα από τους σκοτεινούς διαδρόμους του Κάτω Κόσμου χρησιμοποιώντας τις
δυνάμεις του για να ξεφορτωθεί οποιαδήποτε απειλή προκύπτει στον δρόμο μας. Και
δεν είναι λίγοι οι δαίμονες που συναντάμε καθώς προχωράμε προς την έξοδο.
Φαίνεται πως με κάποιο τρόπο κατάλαβαν πώς υπάρχει ‘’τρύπα’’ στην προστασία του
κόσμου τους και βρήκαν το σημείο από το οποίο καταφέρανε να μπούνε τα παιδιά,
χωρίς να το καταλάβουν νωρίτερα. Οι λευκοί κεραυνοί του Τάι σχίζουν ολοένα και
συχνότερα το σκοτάδι στο δρόμο μας, αφήνοντας στο διάβα μας σοβαρά
τραυματισμένους δαίμονες διαφόρων βαθμίδων και φατριών. Και με λίγη βοήθεια από
κάποια ρεύματα αέρα που δημιούργησα εγώ αλλά και με τις τηλεκινητικές δυνάμεις
του Κα, βγαίνουμε στον κόσμο μας χωρίς περαιτέρω τραυματισμούς.
Έπειτα, ο
Τάι μας τηλεμεταφέρει στο πατρικό των Χάλιγουελ.