Ο γέρος τεντώθηκε και άκουσε το ανακουφιστικό τρίξιμο των αρθρώσεων του. Ευχαρίστησε τους θεούς για τις μικρές ηδονές της ζωής και έκατσε στην μικρή ξύλινη αποβάθρα που βρισκόταν έξω από το σπίτι του, με τις άκρες των ποδιών του να ακουμπάνε ελαφρά την επιφάνεια του νερού, σαν παιδί. Μια μακρινή ανάμνηση έκανε αναπάντεχα την εμφάνιση της, από την εποχή που ήταν όντως παιδί και ο πατέρας του τον έβαζε να καθίσει στην ίδια αυτή ξύλινη αποβάθρα. Όσο ο άντρας ψάρευε, το παιδί προσπαθούσε να βρέξει τα πόδια του στο νερό, αλλά ήταν πολύ κοντούλης για να τα καταφέρει. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, το παιδί έγινε άντρας, έκανε δικά του παιδιά, τα παιδιά του έκαναν δικά τους, κι έπρεπε να ασπρίσουν τα μαλλιά του κι έπειτα να πέσουν όπως τα φθινοπωρινά φύλλα για να βρεθεί ασυναίσθητα στην ίδια θέση που βρισκόταν τόσα χρόνια πριν, αυτή τη φορά καταφέρνοντας να βουτήξει τα πόδια του στο δροσερό νερό.
Χαμογέλασε. Η ζωή ήταν ένα ταξίδι σε έναν δρόμο που πάντα επέστρεφε στο ίδιο σημείο. Είχε σχεδόν ότι ήθελε εδώ, μαζί του. Απολάμβανε την πρωινή δροσιά και την ησυχία δίπλα στο νερό, με τα πόδια του να καταβρέχονται από το καθαρό νερό της λίμνης, παρακολουθώντας τα ασημένια ψάρια που κολυμπούσαν γρήγορα κάτω από την επιφάνεια της και τα λευκά σύννεφα που ταξίδευαν αέναα. Στο βάθος δέσποζε μια μεγάλη, πολύβουη πόλη γεμάτη εργοστάσια που βρώμιζαν τον αέρα και λιμάνια όπου μεγάλα φορτηγά πλοία πηγαινοέρχονταν, αλλά ο γέρος ένιωθε ότι βρισκόταν έτη φωτός μακριά της. Εδώ ήταν όλα τόσο γαλήνια, τόσο ειρηνικά.
Ένα σμήνος από πουλιά πέταξε πάνω από το κεφάλι του κι εκείνος τα παρακολούθησε να απομακρύνονται, ελεύθερα, απαλλαγμένα από τις έγνοιες που βασάνιζαν όσους βρίσκονταν στη γη. Θυμήθηκε το παιδικό του όνειρο, να γίνει πουλί και να ταξιδέψει σε μέρη μακρινά και ευχήθηκε για μία και μοναδική φορά να μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Θα ήθελε να επισκεφτεί τον γιο του που βρισκόταν σε κάποιο νησί μακριά από το δικό τους, πολεμώντας για την τιμή και την πατρίδα. Θα ήθελε να τον δει για μια ακόμα φορά, γιατί ένιωθε ότι οι χειμώνες και τα καλοκαίρια του είχαν πλέον τελειώσει και είχε τόσα λόγια ακόμα να του πει, τόσα πράγματα να του δείξει, όλα αυτά που πάντα ανέβαλλε για κάποια άλλη μέρα θεωρώντας ότι είχε χρόνο μπροστά του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι ποτέ δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να αγαπήσεις τους δικούς σου όσο τους αξίζει.
Έβγαλε από την τσέπη του φθαρμένου του σακακιού το δώρο που είχε φέρει μαζί του ο γιος του την τελευταία φορά που τον είχε επισκεφτεί στο μοναχικό του σπίτι δίπλα στη λίμνη. Ήταν ένα μικρό αναμνηστικό, μια λευκή πεταλούδα κλεισμένη σε κεχριμπάρι στο χρώμα του μελιού, από κάποιον τόπο που ο γέρος δεν είχε ποτέ του ακούσει. Ήταν το πιο πολύτιμο του απόκτημα, ένα αντικείμενο άμεσα συνδεδεμένο με τον γιο του, τόσο απλοϊκό κι όμως τόσο πανέμορφο, σαν ένα ηλιοβασίλεμα με φανταχτερά χρώματα. Το κράτησε σφιχτά και προσευχήθηκε με κλειστά μάτια να είναι καλά το παιδί του όπου και να βρισκόταν και να επέστρεφε όσο το δυνατόν συντομότερα κοντά του.
Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε και ο γέρος ανατρίχιασε. Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται, αποκαλύπτοντας τον γαλάζιο ουρανό. Έγειρε προς τα πίσω, αφήνοντας τις ακτίνες του ήλιου να χαϊδέψουν το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.
Άκουσε έναν απόμακρο βόμβο που όλο και δυνάμωνε, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Το αεροπλάνο πέρασε πάνω από την λίμνη, πετώντας σε πολύ μεγάλο ύψος και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Ήταν σαν τιτάνιο, μοχθηρό, μεταλλικό πουλί που έψαχνε την λεία του.
Το μυαλό του γέρου έτρεχε μίλια μακριά, σε άγνωστα νησιά γεμάτα ζούγκλες και εχθρούς, προσπαθώντας να βρει τον γιο του έστω και νοερά, να τον αγκαλιάσει με την σκέψη του, να τον φιλήσει με την φαντασία του. Να τον καθίσει στα γόνατα του όπως παλιά και να του πει την ιστορία του τόπου του, να του δείξει πώς να περνάει το δόλωμα και πώς να ψαρεύει, να του δείξει τα αστέρια και να του τα κατονομάσει.
Όπως παλιά.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε το αεροπλάνο, μια θαμπή κουκίδα στον ορίζοντα πλέον, να κάνει στροφή και να απομακρύνεται. Μια πεταλούδα, λευκή σαν την ξαδέλφη της που βρισκόταν κλεισμένη στο κεχριμπάρι, ήρθε κι έκατσε στο χέρι του. Δεν την έδιωξε. Σύμφωνα με κάποιον παλιό μύθο, οι πεταλούδες ήταν οι ψυχές των προγόνων που ήθελαν να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα.
Έσκυψε προς το μέρος της και ψιθύρισε:
«Τι θες να μου πεις; Τι μήνυμα μου μεταφέρεις;»
Η πεταλούδα κούνησε τα φτερά της και πέταξε ξανά. Ο γέρος έγειρε πάλι προς τα πίσω, χαμογελώντας ξανά. Ήταν Αύγουστος, ήταν ζεστά και δροσερά ταυτόχρονα και σκόπευε να απολαύσει όλη την ομορφιά που έκρυβαν οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού.
Η λάμψη που φώτισε τον ορίζοντα ήταν εκτυφλωτική και παράταιρη. Ο γέρος έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια του, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να μην χάσει την όραση του. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε κι ένα φλεγόμενο μανιτάρι υψώθηκε πάνω από την πόλη στον ορίζοντα, σκεπάζοντας την με την καταστρεπτική του μανία. Μικρές σταγόνες από την λίμνη τον πιτσίλισαν στο πρόσωπο.
Ένα πυρωμένο κύμα τον τύλιξε κι ένιωσε τη θέρμη του στα μάγουλα του. Έσφιξε περισσότερο το αναμνηστικό, προσπαθώντας να ξεκλέψει λίγες στιγμές ζωής ακόμα, λίγες στιγμές μαζί με το μοναδικό αντικείμενο που είχε από τον γιο του, ξέροντας πια ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει. Γρήγορα, άδικα, παράλογα.
«Σ’ αγαπώ», ψέλλισε, ελπίζοντας ότι τα τελευταία του λόγια θα ταξίδευαν μέχρι τον γιο του με κάποιο τροπο, ότι μέσα στις λιγοστές τους συλλαβές θα χωρούσαν όλα τα πράγματα που δεν είχε προλάβει πότε του να του πει.
Ίσως μια λευκή πεταλούδα να του τα μετέφερε.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό, καθώς το ωστικό κύμα σάρωνε την Χιροσίμα.
Στο χέρι του έσφιγγε ακόμα το δώρο του γιου του.
Γιώργος Κωστόπουλος
Χαμογέλασε. Η ζωή ήταν ένα ταξίδι σε έναν δρόμο που πάντα επέστρεφε στο ίδιο σημείο. Είχε σχεδόν ότι ήθελε εδώ, μαζί του. Απολάμβανε την πρωινή δροσιά και την ησυχία δίπλα στο νερό, με τα πόδια του να καταβρέχονται από το καθαρό νερό της λίμνης, παρακολουθώντας τα ασημένια ψάρια που κολυμπούσαν γρήγορα κάτω από την επιφάνεια της και τα λευκά σύννεφα που ταξίδευαν αέναα. Στο βάθος δέσποζε μια μεγάλη, πολύβουη πόλη γεμάτη εργοστάσια που βρώμιζαν τον αέρα και λιμάνια όπου μεγάλα φορτηγά πλοία πηγαινοέρχονταν, αλλά ο γέρος ένιωθε ότι βρισκόταν έτη φωτός μακριά της. Εδώ ήταν όλα τόσο γαλήνια, τόσο ειρηνικά.
Ένα σμήνος από πουλιά πέταξε πάνω από το κεφάλι του κι εκείνος τα παρακολούθησε να απομακρύνονται, ελεύθερα, απαλλαγμένα από τις έγνοιες που βασάνιζαν όσους βρίσκονταν στη γη. Θυμήθηκε το παιδικό του όνειρο, να γίνει πουλί και να ταξιδέψει σε μέρη μακρινά και ευχήθηκε για μία και μοναδική φορά να μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Θα ήθελε να επισκεφτεί τον γιο του που βρισκόταν σε κάποιο νησί μακριά από το δικό τους, πολεμώντας για την τιμή και την πατρίδα. Θα ήθελε να τον δει για μια ακόμα φορά, γιατί ένιωθε ότι οι χειμώνες και τα καλοκαίρια του είχαν πλέον τελειώσει και είχε τόσα λόγια ακόμα να του πει, τόσα πράγματα να του δείξει, όλα αυτά που πάντα ανέβαλλε για κάποια άλλη μέρα θεωρώντας ότι είχε χρόνο μπροστά του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι ποτέ δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να αγαπήσεις τους δικούς σου όσο τους αξίζει.
Έβγαλε από την τσέπη του φθαρμένου του σακακιού το δώρο που είχε φέρει μαζί του ο γιος του την τελευταία φορά που τον είχε επισκεφτεί στο μοναχικό του σπίτι δίπλα στη λίμνη. Ήταν ένα μικρό αναμνηστικό, μια λευκή πεταλούδα κλεισμένη σε κεχριμπάρι στο χρώμα του μελιού, από κάποιον τόπο που ο γέρος δεν είχε ποτέ του ακούσει. Ήταν το πιο πολύτιμο του απόκτημα, ένα αντικείμενο άμεσα συνδεδεμένο με τον γιο του, τόσο απλοϊκό κι όμως τόσο πανέμορφο, σαν ένα ηλιοβασίλεμα με φανταχτερά χρώματα. Το κράτησε σφιχτά και προσευχήθηκε με κλειστά μάτια να είναι καλά το παιδί του όπου και να βρισκόταν και να επέστρεφε όσο το δυνατόν συντομότερα κοντά του.
Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε και ο γέρος ανατρίχιασε. Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται, αποκαλύπτοντας τον γαλάζιο ουρανό. Έγειρε προς τα πίσω, αφήνοντας τις ακτίνες του ήλιου να χαϊδέψουν το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο.
Άκουσε έναν απόμακρο βόμβο που όλο και δυνάμωνε, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Το αεροπλάνο πέρασε πάνω από την λίμνη, πετώντας σε πολύ μεγάλο ύψος και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Ήταν σαν τιτάνιο, μοχθηρό, μεταλλικό πουλί που έψαχνε την λεία του.
Το μυαλό του γέρου έτρεχε μίλια μακριά, σε άγνωστα νησιά γεμάτα ζούγκλες και εχθρούς, προσπαθώντας να βρει τον γιο του έστω και νοερά, να τον αγκαλιάσει με την σκέψη του, να τον φιλήσει με την φαντασία του. Να τον καθίσει στα γόνατα του όπως παλιά και να του πει την ιστορία του τόπου του, να του δείξει πώς να περνάει το δόλωμα και πώς να ψαρεύει, να του δείξει τα αστέρια και να του τα κατονομάσει.
Όπως παλιά.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε το αεροπλάνο, μια θαμπή κουκίδα στον ορίζοντα πλέον, να κάνει στροφή και να απομακρύνεται. Μια πεταλούδα, λευκή σαν την ξαδέλφη της που βρισκόταν κλεισμένη στο κεχριμπάρι, ήρθε κι έκατσε στο χέρι του. Δεν την έδιωξε. Σύμφωνα με κάποιον παλιό μύθο, οι πεταλούδες ήταν οι ψυχές των προγόνων που ήθελαν να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα.
Έσκυψε προς το μέρος της και ψιθύρισε:
«Τι θες να μου πεις; Τι μήνυμα μου μεταφέρεις;»
Η πεταλούδα κούνησε τα φτερά της και πέταξε ξανά. Ο γέρος έγειρε πάλι προς τα πίσω, χαμογελώντας ξανά. Ήταν Αύγουστος, ήταν ζεστά και δροσερά ταυτόχρονα και σκόπευε να απολαύσει όλη την ομορφιά που έκρυβαν οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού.
Η λάμψη που φώτισε τον ορίζοντα ήταν εκτυφλωτική και παράταιρη. Ο γέρος έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια του, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να μην χάσει την όραση του. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε κι ένα φλεγόμενο μανιτάρι υψώθηκε πάνω από την πόλη στον ορίζοντα, σκεπάζοντας την με την καταστρεπτική του μανία. Μικρές σταγόνες από την λίμνη τον πιτσίλισαν στο πρόσωπο.
Ένα πυρωμένο κύμα τον τύλιξε κι ένιωσε τη θέρμη του στα μάγουλα του. Έσφιξε περισσότερο το αναμνηστικό, προσπαθώντας να ξεκλέψει λίγες στιγμές ζωής ακόμα, λίγες στιγμές μαζί με το μοναδικό αντικείμενο που είχε από τον γιο του, ξέροντας πια ότι ο χρόνος του είχε τελειώσει. Γρήγορα, άδικα, παράλογα.
«Σ’ αγαπώ», ψέλλισε, ελπίζοντας ότι τα τελευταία του λόγια θα ταξίδευαν μέχρι τον γιο του με κάποιο τροπο, ότι μέσα στις λιγοστές τους συλλαβές θα χωρούσαν όλα τα πράγματα που δεν είχε προλάβει πότε του να του πει.
Ίσως μια λευκή πεταλούδα να του τα μετέφερε.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό, καθώς το ωστικό κύμα σάρωνε την Χιροσίμα.
Στο χέρι του έσφιγγε ακόμα το δώρο του γιου του.
Γιώργος Κωστόπουλος