Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 41) - "Εξηγήσεις"

Νοτιοανατολικό Μέτωπο, Ιούλιος 1020

«Υψηλοτάτη, πρέπει να οπισθοχωρήσουμε», τόνισε ο Λουντμίλ Μπολεσλάβιτς.
Είχε συγκληθεί πολεμικό συμβούλιο, ώστε να αποφασιστεί πώς θα έπρατταν μετά τη νίκη του στρατού. Η πλειονότητα συμμεριζόταν τη γνώμη του Μπολεσλάβιτς, πίστευαν ότι είχαν εκπληρώσει το χρέος τους και ότι ήταν καιρός να επιστρέψουν στο Κίεβο.

«Είναι και αυτό μια άποψη, αλλά όχι η μοναδική», είπε διπλωματικά ο Στεφάν.
Ο Στεφάν πλέον είχε αναρρώσει αρκετά, ώστε να συμμετέχει σε συμβούλια και να ασκεί καθοδηγητικό ρόλο όμως όχι, ώστε να πάρει ξανά τα όπλα. Βέβαια όλοι είχαν συνηθίσει τη Ναντέζντα επικεφαλής, οπότε απευθύνονταν σ’ εκείνη.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να οπισθοχωρήσουμε», όρισε η Ναντέζντα που, ως συνήθως, είχε διαφορετική γνώμη για τα πάντα.
«Υψηλοτάτη, οι προμήθειές μας εξαντλούνται. Οι στρατιώτες το ίδιο. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Μπορούμε να τους επιτεθούμε αργότερα, με περισσότερες δυνάμεις», διαμαρτυρήθηκε ένας αξιωματικός.
«Το ηθικό των αντρών είναι ψηλά. Πιστεύω θα το αντέξουν», παρενέβη ο Στεφάν.
«Δεν είναι ζήτημα περηφάνιας», αντέτεινε ο Μπολεσλάβτις.
«Κι όμως, είναι». Η Ναντέζντα ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Κύριοι, έχουμε να κάνουμε με έναν εχθρό που θεωρεί την τιμή το υψηλότερο όλων. Αν σημάνουμε τώρα οπισθοχώρηση, θα το δουν ως αδυναμία και του χρόνου θα επιτεθούν ξανά και μετά ξανά και ξανά. Δε θα σταματήσουν ποτέ. Έχουμε φτάσει πολύ κοντά στο στόχο μας, για να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο Κίεβο, αν δεν φτάσουμε στην καρδιά της χώρας τους. Είναι μονόδρομος». Ήταν κατηγορηματική.
«Εσείς στρατηγέ, συμφωνείτε;»
«Φυσικά! Η υψηλοτάτη έχει απόλυτο δίκιο», είπε αποφασιστικά. «Μόνο, σήμερα μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα!», ψιθύρισε, ώστε να τον ακούσει μόνο η Ναντέζντα.
Οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν και ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για νέα επίθεση.
* * *
Η νύχτα είχε πέσει για άλλη μια φορά στο στρατόπεδο, που συνεχώς μετακινούταν. Η Ναντέζντα είχε μπήκε στην σκηνή του Στεφάν, αποφασισμένη. «Θα μου πεις;»
«Κάθισε». Της έδειξε το κενό στο στρώμα, δίπλα του.
Διστακτικά έκανε ό,τι της είπε. Και ο Στεφάν της εξήγησε τα πάντα, ελπίζοντας ότι επιτέλους θα καταλάβαινε.
«Δεν είχα ιδέα ποια ήσουν. Πίστευα ότι ήσουν μια κάτοικος του Νόβγκοροντ σαν όλες τις άλλες. Έμαθα την αλήθεια, όταν μου την αποκάλυψε o ίδιος ο πατέρας μου. Ήθελε να με ευχαριστήσει, για το κατόρθωμα μου. Ήσουν όπως, ξέρεις η χρυσή του ευκαιρία. Ένιωσα ένοχος, για το ρόλο μου στην αιχμαλωσία σου και προσπάθησα να σε βοηθήσω».
Τον διέκοψε με ένα απότομο νεύμα. «Θυμάμαι καλά τις αξιοθρήνητες απόπειρες σου να με περιθάλψεις».
«Πάψε. Θα με ακούσεις, χωρίς να διακόπτεις. Δεν ξέρεις ότι η τιμωρία μου για την αξιοθρήνητη βοήθεια που σου παρείχα ήταν ο θάνατος του αλόγου μου».
Τον κοίταξε απορημένη.
«Η οργή του πατέρα μου ήταν απερίγραπτη. Δεν ήταν δυνατό ο υπάκουος γιος του να υπονομεύει την εξουσία του και να ενεργεί πίσω από την πλάτη του. Γι’ αυτό έκανε το σκληρότερο πράγμα μου μπορούσε να σκεφτεί. Ήξερε καλά ότι ήμουν πολύ δεμένος με τη Μαύρη Θύελλα. Εγώ ο ίδιος την ανέθρεψα και την εξημέρωσα. Φυσικά πέτυχε το αντίθετο. Συνειδητοποίησα ότι κινδύνευες στα χέρια του και ότι μόνο εγώ μπορούσα να σε προστατεύσω. Γι’ αυτό και άλλαξα τακτική. Τον έπεισα ότι σου φερόταν με περιττή σκληρότητα. Σε χρειαζόταν υγιή αν ήθελε να σε χρησιμοποιήσει για να διαπραγματευτεί με τον Μεγάλο Βλαντιμίρ. Ευτυχώς με άκουσε».
«Κι αν οργιζόταν περισσότερο μαζί σου; Κι αν έβρισκε κάποια σκληρότερη ποινή;»
«Εκείνη την στιγμή δεν είχε σημασία. Έμοιαζε σαν ρίσκο που ήμουν διατεθειμένος να πάρω».
Η Ναντέζντα δεν έδωσε συνέχεια. Φοβόταν τι άλλο μπορεί να άκουγε. «Και μετά συνέχισες να προσπαθείς να με πλησιάσεις. Παρόλο που το ενδιαφέρον σου ήταν άχρηστο και ανεπιθύμητο».
Αυτός ήταν ένας τρόπος, για να περιγράψει την συμπεριφορά του. Ο Στεφάν δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Τα πρωινά που ξυπνούσε, τα βράδια που έπεφτε να κοιμηθεί, όταν γευμάτιζε, όταν μελετούσε, όταν μονομαχούσε με τον αδερφό του, όταν έκανε ιππασία στο δάσος, ήταν διαρκώς μπροστά του, πληγωμένη και αβοήθητη.  Γι’ αυτό, δωροδοκώντας τους φύλακες, την επισκεπτόταν κρυφά. Πάντοτε κρατούσε το μισό και παραπάνω από το γεύμα του, ώστε να της το δίνει και φρόντιζε να της μεταφέρει όσα νέα γνώριζε. Όμως έβλεπε πως ό,τι έκανε δεν ήταν αρκετό. Εκείνη βρισκόταν ολομόναχη σ’ ένα πνιγηρό μπουντρούμι εξαιτίας του, ενώ εκείνος συνέχιζε ανενόχλητος τη ζωή του σαν και πρώτα, μακριά από κείνη. Ζούσε έναν εφιάλτη εξαιτίας του κι εκείνος δεν είχε τρόπο να την ελευθερώσει. Μόνο να προσπαθεί αδιάκοπα να κάνει την ζωή της υποφερτή μπορούσε, κι αυτό έκανε με όλη του την καρδιά.
«Όταν μου είπες πως για όλα κατηγορούσες εμένα, ότι προτιμούσες να σε είχα σκοτώσει… Με διέλυσες, το ξέρεις;» Άρθρωσε σιγανά, χωρίς να την κοιτάζει.
«Ήταν η αλήθεια». Παρέμεινε ανέκφραστη.
«Αργότερα όμως, με συγχώρεσες. Μου είπες ευχαριστώ. Αλήθεια, το εννοούσες;»
Η Ναντέζντα δίστασε. Να του έλεγε την αλήθεια ή να κατέφευγε στο ψέμα. Άραγε, η ίδια της ήξερε ποια ήταν η αλήθεια; «Νομίζω πως εκείνη την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το εννοούσα.  Όμως, γρήγορα τα αισθήματα μου επανήλθαν στο φυσιολογικό, όπως γνωρίζεις. Μην ξεχνάς είπα αυτά τα λόγια, αφού είχα ακούσει από το στόμα σου ότι ο πατέρας μου είχε επιλέξει συνειδητά να με εγκαταλείψει στη μοίρα μου. Συνειδητοποίησα ότι το κακό που μου είχες κάνει εσύ δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτά που μου είχε κάνει εκείνος».
Στο βλέμμα του Στεφάν καθρεφτίστηκε κατανόηση. «Η σχέση σας ήταν ειλικρινά ιδιαίτερη».
Του έριξε ένα βλέμμα που τον έκανε νιώσε διανοητικά καθυστερημένος. «Ήταν ανύπαρκτη», τον διόρθωσε παγερά. «Και δεν είναι αυτό το θέμα μας. Ο Βλαντιμίρ ήταν ο πρώτος άντρας που ορκίστηκα να εκδικηθώ. Όχι, ο μόνος. Αυτό που έκανες στη συνέχεια, σαφέστατα σε τοποθετεί στη λίστα. Στην τελευταία θέση». Τον επανέφερε στο παρόν.
 Εννοούσε το γεγονός ότι την πρόδωσε για χάρη της οικογένειας του. Είχε έρθει η στιγμή να εξηγηθεί επιτέλους για την επιλογή του.
«Δεν μπορείς πόσο με ανακούφισε εκείνη η εξομολόγηση.  Υποσχέθηκα να σε φυγαδεύσω και ήμουν έτοιμος να θυσιάσω τη ζωή μου, για να το πετύχω. Το εννοώ».
«Δεν το έκανες, όμως. Πώς περιμένεις να σε πιστέψω;»
Συνέχισε χωρίς να της απαντήσει. «Η προέλαση του Μεγάλου Βλαντιμίρ γινόταν όλο και πιο τρομακτική. Η απειλή για τις ζωές μας ήταν πια απτή πραγματικότητα. Ο πατέρας  και ο Ραντομίρ ετοιμάζονταν για να υπερασπιστούν το Νόβγκοροντ. Ήξεραν όμως, ότι αν ο στρατός του Μεγάλου Πρίγκιπας έφτανε στα τείχη, είμασταν χαμένοι. Οι πολίτες θα στρέφονταν εναντίον μας για χάρη του Βλαντιμίρ, όπως πριν από χρόνια.  Φοβούνταν ότι το τέλος ήταν κοντά.
»”Αυτή η πριγκηπέσα θα μας σώσει. Μην ανησυχείτε. Με το που θα μπουν οι άθλιοι στην πόλη θα τους δώσω το τελεσίγραφο, ή θα δώσει  αμνηστία σε όλη την οικογένεια ή θα την σκοτώσω. Τι θα κάνει; Πατέρας της είναι. Θα γλιτώσουμε την εκτέλεση. Μην ανησυχείτε”, αυτό επαναλάμβανε συνεχώς ο πατέρας μου.
»Δεν άντεχα να τον ακούω. Εγώ έψαχνα τρόπο να σε βγάλω από το μπρουντρούμι και ο πατέρας μου σε έβλεπε ως το μόνο τρόπο για να συνεχίσει να ζει. Ήσουν ο μόνος τρόπος να συνεχίσει να ζει».
«Αυτό είναι γελοίο! Ο Βλαντιμίρ δε θεωρούσε ούτε κατά διάνοια τόσο σημαντική την ζωή μου. Ο πατέρας σου στοιχημάτισε το κεφάλι του σε ένα κουτσό άλογο», φώναξε σκαναδαλισμένη.
«Το ξέρω. Και τότε το ήξερα. Μα, δεν είχε σημασία. Έτσι έβλεπε τα πράγματα ο πατέρας μου. Πίστευε ότι ο Βλαντιμίρ θα έκανε τα πάντα για τη θυγατέρα του και κανείς δε θα του άλλαζε γνώμη». Αναστέναξε βαριά. «Όταν έφτασα σ’ αυτό το συμπέρασμα ήξερα πως έπρεπε να διαλέξω. Εσύ ή η οικογένειά μου;»
Μια πικρή γεύση γέμισε το στόμα της. Ήξερε τι είχε διαλέξει και δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να ακούσει τι είχε να της πει. Τίποτα δε θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο στην καρδιά της. Πάλεψε με το ένστικτο να εξαφανιστεί. Έπρεπε να τιμήσει την απόφασή της, να δώσει τέλος σ’ εκείνη την ιστορία. Δεν είπε τίποτα κι έμεινε στη θέση της.
«Αν σε βοηθούσα να το σκάσεις, ήταν σαν έβαζα την ταφόπλακα πάνω από τον τάφο του πατέρα και του αδερφού μου. Και τι που δεν ήθελα να υποφέρεις εσύ; Και τι που ο πατέρας μου δεν άξιζε να ζήσει μετά από όλα όσα είχε κάνει; Δεν έπαυα να τον αγαπάει. Και, δεν διακυβευόταν μονάχα η δική του τύχη του πατέρα του μα ολόκληρης της οικογένειας˙ τα αδέρφια μου θα έμεναν ορφανά και η μάνα μου η χήρα ενός προδότη, θα ζούσαν για πάντα μέσα στην ατίμωση. Ο Βλαντιμίρ μέσα στο μένος του μπορεί να διέταζε την θανατική καταδίκη όλων. Ακόμα και της Σόνια, του μικρού Ιβάν. Δεν μπορούσα να το επιτρέψει αυτό.
»Μη νομίζεις ότι δεν ήξερα ότι από τη βοήθειά μου κρεμόταν η ζωή σου. Καταλάβαινα με μεγάλη διαύγεια ότι η δεν άντεχες άλλο φυλακισμένη. Η υπομονή σου εξαντλούταν ώρα με την ώρα. Σε παρακολουθούσα να μαραίνεσαι πάνω από ένα χρόνο. Και σ’ εκείνη τη δύσκολη ώρα, έβλεπε ότι είχες φτάσει στα όριά σου. Γιατί σου είχα δώσει ελπίδα, σε είχα βάλει στο πειρασμό να προσδωκείς ένα μέλλον, κάτι καλύτερο. Δεν ευχόσουν απλά να πεθάνει όπως στην αρχή. Κι αιτία αυτής της μεταστροφής, ήμουν εγώ, μόνο εγώ…» Η φωνή του έσβησε αργά, το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει.
Η Ναντέζντα κατάλαβε ότι δυσκολευόταν να συνεχίσει. Ένας κόμπος είχε σταθεί στον λαιμό του και τα λόγια του ήταν γεμάτα πόνο και απόγνωση.  Εννέα χρόνια μετά, ξαναζούσε τα οδυνηρότερα γεγονότα της ζωής του. Είχε βρεθεί ξανά σ’ εκείνη τη δεινή θέση, αναγκασμένος να θυμηθεί κάθε πικρή σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του, μέχρι να φτάσει στην τελική απόφαση. Μια απόφαση που τον βασάνιζε ακόμα.
Δεν προσπάθησε να τον παρηγορήσει, να διευκολύνει την εξομολόγησή του. Ήταν υπερβολικά απασχολημένη, προσπαθώντας να κρύψει τον πόνο της δικής της σπασμένης καρδιάς. Περιέγραψε την κατάστασή της με τέτοια ενάργεια, στ’ αλήθεια είχε αντιληφθεί σε τι βαθμό την είχε καταστρέψει η περίοδος της ομηρίας καθώς και ότι ο πατέρας του ήταν πραγματικά ένοχος και άξιζε να υποφέρει το μένος του Μεγάλου Πρίγκιπα. Κι όμως, η βαθιά και αληθινή κατανόησή του δεν είχε σταθεί αρκετή, για να τον κρατήσει πλάι της ως το τέλος.
«Πώς μπορούσα να σε προδώσω την στιγμή που με χρειαζόσουν περισσότερο; Πώς μπορούσα να αφήσω τον ίδιο μου τον πατέρα να πεθάνει;» Την κοίταξε ερωτηματικά, σαν να περίμενε απάντηση. Εκείνη του ανταπέδωσε ένα άδειο βλέμμα και επίμονη σιωπή.
«Ξέρεις φυσικά, τη λύση που έδωσε σ’ αυτό το απίστευτο δίλημμα. Έβαλα πρώτα την οικογένεια. Τα αδέρφια μου, τη μητέρα μου. Δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω την ασφάλεια της Σόνια και του Ιβάν. Εμείς, οι υπόλοιποι είμασταν υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, κι ήταν σωστό  να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες. Υπό άλλες συνθήκες δε θα επέτρεπα ποτέ στον πατέρα μου να σε χρησιμοποιήσει για να ξεφύγει από την ήδη καθορισμένη τύχη του, κι ας πέθαινα κι εγώ μαζί του. Όμως, η μητέρα μου και τα δεν έφταιγαν σε τίποτα. Η Σόνια ήταν έξι ετών, ο Ιβάν δύο.  Ακόμα και αν ο Βλαντμίρ δεν έβγαζε θανατική καταδίκη εναντίον τους, τα δυο παιδιά κινδύνευσαν να μείνουν ολομόναχα. Και τότε, ποιος θα τα φρόντιζε,  ο εγωκεντρικός θείος μας; Δε θα το επέτρεπα αυτό». Μόλις είπε την τελευταία λέξη ανέπνευσε βαθιά, κάπως ανακουφισμένος. Το δυσκολότερο είχε περάσει. «Εσύ δεν έχεις κάποιο σχόλιο;»
Σχόλιο; Εκείνη δεν ήταν σε θέση να αναπνεύσει φυσιολογικά, τι θα μπορούσε να πει; Πάσχιζε να μην αναλυθεί σε δάκρυα, να μη φανεί αδύναμη μπροστά του. Δεν είχε δύναμη για τίποτα άλλο. Κοιτάζοντας το χώμα, ένευσε αρνητικά.
 «Η απόφαση λοιπόν, είχε παρθεί. Έπρεπε μόνο, να βρω τι θα έλεγα σε σένα». Χαμογέλασε πικρά. «Θα μπορούσε να σου πω ψέματα. Μη νομίζεις ότι δεν το σκέφτηκα. Θα σου έλεγαν ότι κάποιο πρόβλημα είχε προκύψει και θα σου συνιστούσα υπομονή. Με τα ψέματα θα περνούσε ο καιρός, ο Βλαντιμίρ θα έφτανε στα τείχη. τα τείχη της πόλης. Έτσι, θα ξεγελούσα τον εαυτό μου, ότι τάχα δεν σε είχα προδώσει. Δεν μπορούσα όμως, να το κάνω αυτό. Ήθελα να είμαι ξεκάθαρος μαζί σου. Αρκετά ψέματα σου είχε πει ως τότε».
«Δεν σκόπευες όμως, να μου πεις ότι ο Ραντοσλάβ ήταν πατέρας σου. Από λάθος σου, το ανακάλυψα». Μίλησε επιτέλους η Ναντέζντα.
«Πράγματι. Θυμάμαι όμως, πότε είχα σκεφτεί ότι ήταν καλό που όλα ήταν στο φως. Έτσι, μπορούσα να δουλέψω από την αρχή, για να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου.  Εκ των υστέρων, ίσως θα έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτικός. Πού να φανταστώ ο έρμος, τι ήσουν έτοιμη να κάνεις; Νόμιζα ότι σε ήξερα καλά, αποδείχθηκε ότι έκανα λάθος».
«Δε φταίω εγώ για την αφέλειά σου. Δες τη θετική πλευρά. Τώρα ξέρεις πως δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς τον αντίπαλο».
«Δε σε έβλεπα ως αντίπαλο», διαμαρτυρήθηκε.
«Κακώς!»
Ξεφύσηξε δυσαρεστημένος. «Όταν ο πατέρας μου πληροφορήθηκε την απόδρασή σου, έπεσε να πεθάνει. Κυριολεκτικά. Λιποθύμησε κι έκτοτε έχασε επαφή με το περιβάλλον. Ο Ραντομίρ αναγκάστηκε μόνος του να ηγηθεί της υπεράσπισης της πόλης, αφού εγώ χαροπάλευα εξαιτίας σου. Και ήμουν τυχερός, ο φρουρό που μαχαίρωσες μετά, πέθανε. Ο άλλος άνθρωπος που είχε μαχαιρώσει είχε πεθάνει.
»Τελικά ηττηθήκαμε, όπως ήταν αναμενόμενο. Και η οικογένειά μου έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες. Ο Ραντοσλάβ και ο Ραντομίρ κρεμάστηκαν πλάι πλάι, το Μάρτιο του 1011».
Έπειτα σιωπή. Η Ναντέζντα δεν είχε σκοπό να μοιραστεί μαζί του τις σκέψεις της.
 «Νάντια;» προσπάθησε να την παροτρύνει.
Τον διόρθωσε εκνευρισμένη, βλαστημώντας παράλληλα.
«Γιατί έχεις τέτοια εμμονή με αυτό το υποκοριστικό;» τη ρώτησε απορημένος.
«Δεν μπορώ να το ακούω», τον αποστόμωσε.  «Η Νάντια πέθανε σ’ εκείνο το κελί. Δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω».
«Δε χρειάζεται. Μου αρκεί η γυναίκα που έχω δίπλα μου».
Αισθάνθηκε μεγάλη δυσφορία, ακούγοντας τον να το λέει αυτό. Πέρασε άμεσα στην επίθεση. «Αν πράγματι διαφωνούσες με τις ενέργειες του πατέρα σου, γιατί, όταν ο Καταραμένος σήκωσε ξανά το λάβαρο της επανάστασης, έτρεξες, για να τον βοηθήσεις;»
Ο Στεφάν ξεροκατάπιε. Ήλπιζε ότι αυτό δε θα το ρωτούσε γιατί δε θα της άρεσε καθόλου η απάντηση.
«Μετά τη μάχη, ο Βλαντιμίρ εγκαταστάθηκε στο κάστρο του Νόβγκοροντ. Φυλάκισε όλη μου την οικογένεια, εκτός από μένα επειδή ήμουν πληγωμένος. Ήταν αρκετά φιλεύσπλαχνος, ώστε να μη μου στερήσει ιατρική παρακολούθηση. Έτσι, γλίτωσα από τα σαγόνια του θανάτου και ανάρρωσα.  Πάνω στην ώρα για να δει τον πατέρα και τον αδερφό μου, για τελευταία φορά˙  η εκτέλεσή τους είχε οριστεί για μετά από δύο μέρες. Για τους άλλους δεν είχε βγει ακόμα ετυμυγορία.
»Έτσι, πήγα γονυπετής στον ηγεμόνα της Ρωσίας και τον ικέτευσα να του επιτρέψει να επισκεφτεί το κελί του πατέρα του. Παράλληλα εκλιπάρησα να χαρίσει τη ζωή στη μητέρα και τα μικρά του αδέρφια, λέγοντας πως δεν είχαν φταίξει σε τίποτα. Για τον εαυτό μου δε ζήτησα χάρη, δε με ενδιέφερε. Τελικά, αποφάσισε δείξει έλεος και ικανοποίησε τα αιτήματα μου˙ υπό τον ρητό όρο να ορκιστεί πως δε αμφισβητούσε ποτέ ξανά την εξουσία του. Μετά χαράς υπάκουσα.
»Ο Ραντοσλάβ όμως, είχε άλλη άποψη σχετικά με το πώς θα έπρεπε να αντιδράσω στον θάνατό του. Δε σου ζητώ να πάρεις εκδίκηση γιε μου. Ο Βλαντιμίρ είναι παντοδύναμος, δε θα διστάσει να σκοτώσει και δε θέλω να χαθείς άδικα. Ορκίσου μου όμως, ότι ποτέ δε με ξεχάσεις. Ποτέ δε θα ξεχάσεις τον κώδικα με τον οποίο έζησα τη ζωή μου και πού χρωστάς την αφοσίωσή σου. Ο Σβιατοπόλκ είναι ο δίκαιος κληρονόμος του στέμματος και εσύ πρέπει να κάνεις τα πάντα για να τον βοηθήσεις να πάρει την εξουσία. Είναι ο μόνος τρόπος για να πεθάνω με γαλήνια ψυχή. Έτσι θα ξέρω ότι δεν πεθαίνω μάταια. Θα έρθει κάποτε η μέρα που θα βασιλέψει η δικαιοσύνη στη Ρωσία. Ορκίσου μου!” Αυτό μου είχε ζητήσει.
»Ήταν το δυσκολότερο πράγμα που αναγκάστηκα να κάνω. Όμως, δεν μπορούσα να αρνηθεί στον πατέρα μου την στερνή του επιθυμία. “Σου ορκίζομαι πατέρα. Θα βοηθήσω τον Σβιατοπόλκ να κερδίσει το στέμμα της Ρωσίας, με όποιο τρόπο μπορώ”, είπα. Και αυτό τον όρκο προσπαθούσα να τιμήσω».
Η Ναντέζντα ήταν εμβρόντητη.
«Έδωσες δύο διαμετρικά αντίθετους όρκους την ίδια μέρα. Και θες να λέγεσαι άξιος εμπιστοσύνης;» Αηδίασε.
«Δεν πάτησα τον όρκο που έδωσα στον Βλαντιμίρ. Η δεύτερη επανάσταση του Καταραμένου ξεκίνησε μετά τον θάνατό του. Τη δική του εξουσία ποτέ δεν την αμφισβήτησα».
«Παίζεις με τις λέξεις, προσπαθείς να ξεφύγεις εκμεταλλευόμενος τις καταστάσεις. Ας είναι. Αυτή την στιγμή όμως, πατάς το δεύτερο όρκο σου. Εκτός αν η υποτιθέμενη συμμαχία μας είναι κάλπικη σαν τα λόγια σου».
«Δεν έχεις άδικο που αμφισβητείς την αξιοπιστία μου. Μάθε όμως πως εκπλήρωσα αυτόν τον όρκο. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να ανέβει ο Καταραμένος στην εξουσία. Αυτό μου ζήτησε ο πατέρας μου. Δεν είπε ποτέ πως πρέπει να μείνω άπραγος όσο αυτός βυθίζει τη χώρα στο αίμα».  
Τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα πια. Είχε μάθει όλα όσα είχαν συμβεί τότε. Είχε ακούσει καθαρά, γιατί επέλεξε να τη θυσιάσει. Γιατί τώρα, ισχυριζόταν ότι θα στεκόταν στο πλευρό της ως το τέλος. Ίσως όλα να ήταν μια μεγάλη παρεξήγηση. Ίσως να νοιαζόταν πράγματι για κείνη. Ίσως έπρεπε να τον δικαιολογήσει και να ξεχάσει το παρελθόν. Ναντέζντα προσπαθούσε σκληρά να τον δικαιολογήσει.

Αλλά δεν μπορούσε. Απότομα σηκώθηκε όρθια, στρέφοντάς του την πλάτη. «Καληνύχτα!» είπε βλοσυρά. Κι έφυγε, χωρίς να τον κοιτάξει.

Σοφία Γκρέκα