13 Αυγούστου
ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΟΙΞΕΙ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ, η βροχή δεν έχει τελειωμό. Εκκωφαντικές αστραπές σκίζουν τον ουρανό με τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα να έχουν τυλίξει το βουνό. Μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, ένας ιερέας υπερβολικά ηλικιωμένος και απίστευτα κουρασμένος, σάμπως και κουβαλούσε τον κόσμο ολάκερο στις πλάτες του, βρίσκεται μπροστά στη μορφή της Παναγίας. Είναι γονατισμένος με τα μάτια του πλημυρισμένα με δάκρυα. Στα χέρια του κρατάει κομποσκοίνι και προσεύχεται.
Έχει μόλις ξεπροβοδίσει έναν παλιό, καλό του φίλο, και οι ικεσίες του είναι για εκείνον. Ο δρόμος του είναι μακρύς και επικίνδυνος και η δουλειά που του ανατέθηκε, δύσκολη, μα ξέρει ότι η ώρα ζυγώνει για το τέλος. Ξάφνου, μια δυνατή βοή ακούστηκε και όλο το βουνό σείστηκε δυνατά. Έκανε το σταυρό του τρομοκρατημένος. Κοίταξε τη θλιμμένη Της όψη και η ψυχή του αναθάρρησε. Πόσο πια, σκεφτότανε. Βαρύ το έργο που είχε αναλάβει, αβάσταχτο φορτίο το μυστικό ετούτο. Κουράστηκα…
Πόσο ακόμα θα άντεχε; Ένας ακόμα κεραυνός, δυνατότερος από τους άλλους, τον έκανε να σκύψει πιο πολύ το κεφάλι, μέχρι που το μέτωπο του ακούμπησε στη γη. Συγχώρα με, συγχώρα με, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Κοντεύει η ώρα που θα εκπληρωθεί και το δικό μου έργο επί της γης, να αναπαυτώ και εγώ».
Σύρθηκε γονατιστός και ασπάστηκε την πάναγνη μορφή Της.
─ Ας είναι ευλογημένο το όνομα Σου. Γενηθήτω το θέλημα σου.
Φίλησε τον μικρό σταυρό στο κομποσκοίνι του.
─ Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό…..
Η μέρα είχε καθαρίσει από τη χτεσινή νεροποντή και τώρα ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά- δειλά ανάμεσα από τα σύννεφα. Ο Θεός έκανε αισθητή την παρουσία Του σε κάθε γωνία του μαχαλά εκείνου. Τα σπουργίτια στεγνώνανε τα φτερά τους στα τηλεφωνικά καλώδια, τα σκυλιά απλώνανε τα σκέλια τους στον ήλιο και οι τριανταφυλλιές, μοσχομύριζαν στις αυλές, στραγγίζοντας τις δροσοσταλίδες από τα πέταλα τους. Οι άνθρωποι ξεμυτίζανε σιγά- σιγά από τις αυλόπορτες και ρουφάγανε αχόρταγα το άρωμα του μουσκεμένου χώματος. Τα μπουμπουκιασμένα δέντρα στρέφανε τους ανθούς τους προς το φως και όλη η πλάση θαρρείς αγαλλίαζε. Το καλοκαίρι είναι το χαμόγελο του Θεού και εχτές έκλαιγε από χαρά. Ο καιρός επιτέλους πήρε να ανοίγει. Η βροχή είχε καθαρίσει τη σκόνη και τη μουντή διάθεση των κατοίκων της. Τα κλειστά παραθυρόφυλλα άνοιγαν σιγά- σιγά και στα σοκάκια έκαναν δειλά την εμφάνιση τους οι πρώτοι αγουροξυπνημένοι. Η πόλη γέμιζε από ήχους και από κίνηση. Ζωντάνευε.
Μια όμορφη, παραλίμνια πόλη της Μακεδονίας με παραδοσιακά αρχοντικά και πλούσια ιστορία, με μια λίμνη συνυφασμένη με την ιστορική διαδρομή και το χαρακτήρα της. Μια εξαίρετη δημιουργία της φύσης, ένας τόπος ξεχωριστός, γεμάτος ενέργεια, όλες τις ώρες της ημέρας, όλες τις εποχές του χρόνου.
Ξημέρωνε λοιπόν, στην ομορφότερη πόλη της βόρειας Ελλάδας, την πλαισιωμένη από τα επιβλητικά βουνά Γράμμο και Βίτσι, η φημισμένη πόλη των γουναράδων, που αντικατοπτρίζεται αιώνες τώρα στα ασάλευτα νερά της λίμνης. Ξημέρωσε μια ακόμη μέρα, μοιράζοντας τα αστείρευτα κάλλη της, την αρχοντιά και τη γαλήνια αύρα της…
Ηλίας Στεργίου
ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΑΝΟΙΞΕΙ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ, η βροχή δεν έχει τελειωμό. Εκκωφαντικές αστραπές σκίζουν τον ουρανό με τα μαύρα, απειλητικά σύννεφα να έχουν τυλίξει το βουνό. Μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, ένας ιερέας υπερβολικά ηλικιωμένος και απίστευτα κουρασμένος, σάμπως και κουβαλούσε τον κόσμο ολάκερο στις πλάτες του, βρίσκεται μπροστά στη μορφή της Παναγίας. Είναι γονατισμένος με τα μάτια του πλημυρισμένα με δάκρυα. Στα χέρια του κρατάει κομποσκοίνι και προσεύχεται.
Έχει μόλις ξεπροβοδίσει έναν παλιό, καλό του φίλο, και οι ικεσίες του είναι για εκείνον. Ο δρόμος του είναι μακρύς και επικίνδυνος και η δουλειά που του ανατέθηκε, δύσκολη, μα ξέρει ότι η ώρα ζυγώνει για το τέλος. Ξάφνου, μια δυνατή βοή ακούστηκε και όλο το βουνό σείστηκε δυνατά. Έκανε το σταυρό του τρομοκρατημένος. Κοίταξε τη θλιμμένη Της όψη και η ψυχή του αναθάρρησε. Πόσο πια, σκεφτότανε. Βαρύ το έργο που είχε αναλάβει, αβάσταχτο φορτίο το μυστικό ετούτο. Κουράστηκα…
Πόσο ακόμα θα άντεχε; Ένας ακόμα κεραυνός, δυνατότερος από τους άλλους, τον έκανε να σκύψει πιο πολύ το κεφάλι, μέχρι που το μέτωπο του ακούμπησε στη γη. Συγχώρα με, συγχώρα με, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Κοντεύει η ώρα που θα εκπληρωθεί και το δικό μου έργο επί της γης, να αναπαυτώ και εγώ».
Σύρθηκε γονατιστός και ασπάστηκε την πάναγνη μορφή Της.
─ Ας είναι ευλογημένο το όνομα Σου. Γενηθήτω το θέλημα σου.
Φίλησε τον μικρό σταυρό στο κομποσκοίνι του.
─ Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό…..
Η μέρα είχε καθαρίσει από τη χτεσινή νεροποντή και τώρα ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά- δειλά ανάμεσα από τα σύννεφα. Ο Θεός έκανε αισθητή την παρουσία Του σε κάθε γωνία του μαχαλά εκείνου. Τα σπουργίτια στεγνώνανε τα φτερά τους στα τηλεφωνικά καλώδια, τα σκυλιά απλώνανε τα σκέλια τους στον ήλιο και οι τριανταφυλλιές, μοσχομύριζαν στις αυλές, στραγγίζοντας τις δροσοσταλίδες από τα πέταλα τους. Οι άνθρωποι ξεμυτίζανε σιγά- σιγά από τις αυλόπορτες και ρουφάγανε αχόρταγα το άρωμα του μουσκεμένου χώματος. Τα μπουμπουκιασμένα δέντρα στρέφανε τους ανθούς τους προς το φως και όλη η πλάση θαρρείς αγαλλίαζε. Το καλοκαίρι είναι το χαμόγελο του Θεού και εχτές έκλαιγε από χαρά. Ο καιρός επιτέλους πήρε να ανοίγει. Η βροχή είχε καθαρίσει τη σκόνη και τη μουντή διάθεση των κατοίκων της. Τα κλειστά παραθυρόφυλλα άνοιγαν σιγά- σιγά και στα σοκάκια έκαναν δειλά την εμφάνιση τους οι πρώτοι αγουροξυπνημένοι. Η πόλη γέμιζε από ήχους και από κίνηση. Ζωντάνευε.
Μια όμορφη, παραλίμνια πόλη της Μακεδονίας με παραδοσιακά αρχοντικά και πλούσια ιστορία, με μια λίμνη συνυφασμένη με την ιστορική διαδρομή και το χαρακτήρα της. Μια εξαίρετη δημιουργία της φύσης, ένας τόπος ξεχωριστός, γεμάτος ενέργεια, όλες τις ώρες της ημέρας, όλες τις εποχές του χρόνου.
Ξημέρωνε λοιπόν, στην ομορφότερη πόλη της βόρειας Ελλάδας, την πλαισιωμένη από τα επιβλητικά βουνά Γράμμο και Βίτσι, η φημισμένη πόλη των γουναράδων, που αντικατοπτρίζεται αιώνες τώρα στα ασάλευτα νερά της λίμνης. Ξημέρωσε μια ακόμη μέρα, μοιράζοντας τα αστείρευτα κάλλη της, την αρχοντιά και τη γαλήνια αύρα της…
Ηλίας Στεργίου