Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 15) - "Ο τρόπος της Νόρα"

«Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Η αδερφή σου πρέπει να χαλαρώσει λίγο», λέει ο Κα μπαίνοντας άνετος και ωραίος στο δωμάτιο. Στα χέρια του κρατά ένα μισοφαγωμένο κόκκινο μήλο το οποίο μασουλά προκλητικά και με αρκετό θόρυβο.
«Δε σε πιστεύω! Πόση ώρα μας κρυφάκουγες;»
Το αίμα μου αρχίζει να βράζει στη σκέψη ότι κάποιος καταπάτησε την ιδιωτικότητά μου με τόσο θράσος. Επιπλέον, δεν περίμενα σε καμία περίπτωση ότι ο Κα είναι από τους τύπους που ενδιαφέρονται αρκετά για να προσπαθήσουν να κρυφακούσουν ή να κουτσομπολέψουν.

«Ε, όχι και κρυφάκουγα! Με ρίχνεις πολύ!» σχολιάζει και αφού δαγκώνει άλλο ένα μεγάλο κομμάτι από το μήλο του, βουτάει άγαρμπα στο κρεβάτι της Ρίκα. Φοράει ένα κοντομάνικο μαύρο φανελάκι από το οποίο ξεπροβάλλει ελαφρά το δέσιμο από τον επίδεσμο στον πληγωμένο του ώμο. Σταματά το βλέμμα μου εκεί και απευθείας μου φεύγουν όλα τα νεύρα και τα περί ‘’ιδιωτικότητας’’. Ο Κα είχε ρισκάρει τη ζωή του για τον ξάδερφό του και για μένα. Δεν θέλω να φανώ ούτε αχάριστη ούτε σκύλα.
«Συγγνώμη, δεν το εννοούσα» του λέω ήρεμα.
«Μα φυσικά και το εννοούσες» μου λέει με ειρωνικό τόνο. «Δεν υπάρχει λόγος να προσποιήσε το αντίθετο. Έτσι κι αλλιώς σε προτιμώ αυθεντική».
«Άλλο η αυθεντικότητα και άλλο η αγνωμοσύνη».
«Αγνωμοσύνη; Άλλο πάλι και αυτό!»  λέει και φαίνεται να τον διασκεδάζουν τα λόγια μου. «Ελπίζω να μην νομίζεις ότι μου χρωστάς κάτι».
«Ε τώρα τι να σου πω. Έτσι όπως το θέτεις διαισθάνομαι ότι η σωστή απάντηση είναι το ‘όχι, φυσικά και δε σου χρωτάω τίποτα» του απαντώ, παρόλο που η τελευταία του πρόταση δεν ειπώθηκε σαν ερώτηση. Πηγαίνω και κάθομαι δίπλα του στο κρεβάτι. Αυτός σταματάει να μασουλά και αφήνει τα υπολείμματα από το μήλο του πάνω στα καθαρά σεντόνια της Ρίκα. Θα γίνει χαμός όταν γυρίσει η ευερέθιστη ξαδέρφη του.
«Δεν μου χρωστάς κάτι»,μου ξαναλέει, σοβαρός τώρα.
«Παρόλο που δε σου χρωστάω τίποτα» του λέω με παιχνιδιάρικο ύφος και συνεχίζω, κοιτώντας τον με ευγνωμοσύνη, στα  υπέροχα γκριζογάλανα μάτια του «σε ευχαριστώ. Πολύ». Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, σκύβω προς το μέρος του για να του δώσω ένα φιλί στο μάγουλο. Ένας απλός και γλυκός τρόπος για να ευχαριστήσεις κάποιον. Όμως εκεί που δεν το περιμένω, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν να φτάσω στο μάγουλό του, ο Κα γέρνει απροειδοποίητα το κεφάλι του προς τα δεξιά με αποτέλεσμα να φιλήσω τελικά τα χείλη του.
Ξαφνιάζομαι από την υγρή και απαλή αίσθηση των χειλιών του και τινάζομαι γρήγορα προς τα πίσω, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου για το πώς μπορεί να ερμήνευσε την κίνηση μου. Τα μάγουλά μου έχουν πάρει φωτιά, το νιώθω, και είμαι σίγουρη πως η τρυφερή αίσθηση αυτών των χειλιών θα με στοιχειώνει για πάντα. Μαζεύοντας όσο θάρρος μου έχει μείνει σηκώνω το βλέμμα μου για να τον κοιτάξω κατάματα. Τα πανέμορφα μάτια του είναι εκεί και με καρφώνουν.
«Συγ-» προσπαθώ να ψελλίσω αλλά δεν προλαβαίνω. Ο Κα με αρπάζει με πάθος αγριεμένο και με τραβάει πάνω του, ενώνοντας τα διψασμένα για έρωτα χείλη του με τα δικά μου. Το φιλί του είναι έντονο, άγριο, καυτό, ξεσηκωτικό. Τα χέρια του με κρατάνε πάνω του δυνατά και με σφίγγουν ολοένα και περισσότερο.
Δεν αντιστέκομαι. Καθόλου. Ούτε για ένα λεπτό. Μια μικρή φωνούλα μέσα στο μυαλό μου μου φωνάζει για το πόσο λάθος είναι όλο αυτό που συμβαίνει. Αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ. Απλά παραδίνομαι στην ένταση αυτού του φιλιού και απολαμβάνω το κάθε δευτερόλεπτο.
Ένα γλυκό και ζεστό αεράκι έρχεται και γαργαλάει ευχάριστα τους ώμους μου. Έπειτα στορβιλίζεται και έρχεται να ανακατέψει παιχνιδιάρικα τα μαλλιά μου. Να είναι αποτέλεσμα των δυνάμεών μου άραγε;
Ο Κα ανασαίνει πλέον πιο βαριά και η ανάσα μου ακολουθεί τη δική του. Νιώθω τα χέρια του να γλιστράνε με ορμή πάνω στη σχεδόν γυμνή μου πλάτη και το σώμα μου ακολουθεί το δικό του σε μια πιο οριζόντια θέση πάνω στο κρεβάτι.
«Μπόνι, ήρθε ο... Ω, συγγνώμη! Ω! Α!».
Η απρόβλεπτη επανείσοδος της αδερφής μου στο δωμάτιο καταστρέφει τη ‘στιγμή’ μας. Μια ‘στιγμή’ που δεν ξέρω κι εγώ πόσο πολύ κράτησε.
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη» απαντώ με μάγουλα κατακόκκινα χωρίς να κοιτάξω την αδερφή μου στα μάτια και πετάγομαι από το κρεβάτι. «Εμ, από δω ο Κα. Είναι ο γιος της Τζέιν» αρχίζω τις συστάσεις μπας και ξεχαστεί το προηγούμενο σκηνικό.
«Ναι, το ξέρω» λέει η Νόρα.
«Γνωριζόμαστε» προσθέτει και ο Κα. Σηκώνεται ψιλοεκνευρισμένος από το κρεβάτι και στρώνει λίγο τα ρούχα του. «Τι έγινε;»  ρωτά την αδερφή μου, προλαβαίνοντας τη σκέψη μου.
«Ήρθε ο Πήτερ από τη σχολή μαγείας. Η έρευνά του είχε αποτελέσματα απ’ ότι φαίνεται» απαντάει η Νόρα, κοιτάζοντας μια εμένα και μια τον Κα με βλέμμα ελαφρώς επικριτικό. Ωχ, προβλέπεται έντονη διαμάχη.
«Πάμε να δούμε λοιπόν».
«Εμ, Μπόνι περίμενε ένα λεπτό. Κα, μας αφήνεις λίγο μόνες σε παρακαλώ;»
«Εξαρτάται» απαντάει με επιθετικό ύφος και βάζει τα χέρια του στις τσέπες της φόρμας του.
«Ορίστε; Τι ‘εξαρτάται’; Από τι δηλαδή εξαρτάται το αν μπορώ να έχω μια προσωπική συζήτηση με την μικρή μου αδερφή;» λέει και η Νόρα επίσης επιθετικά.
«Κα, σε παρακαλώ» επεμβαίνω για να γλιτώσω την έναρξη του πολέμου.
Ο Κα με κοιτάει με ύφος του στυλ ‘οκ, αλλά μόνο για σένα’ και αφού ρίχνει ένα ακόμα επιθετικό βλέμμα στην αδερφή μου, βγαίνει από το δωμάτιο.
«Τώρα κατάλαβα γιατί δεν θέλεις να φύγουμε από τη Σέντραλ Σίτι!» μου λέει η Νόρα με το που εξαφανίζεται από το δωμάτιο ο Κα. Η φωνή της δείχνει έκπληξη αλλά και ενόχληση την ίδια στιγμή.
«Δεν σε καταλαβαίνω» της απαντώ κοφτά και κατηγορηματικά, για να καταλάβει ότι δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που υπονοεί.
«Όχι, εγώ δεν σε καταλαβαίνω. Είναι δυνατόν να βάζεις ένα αγόρι πάνω από την ασφάλεια σου;»
«ΤΙ;» ξεφωνίζω εκνευρισμένη με τη δήλωση της ενώ ταυτόχρονα νιώθω πως τα μάγουλά μου θα λιώσουν από τη θερμοκρασία. Λογικό, αφού μου έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι με τις βλακείες της. «Δεν βάζω κανένα αγόρι πάνω από την ασφάλειά μου! Είσαι καλά; Για ποιο αγόρι μιλάς;»
«Γι’ αυτό που είχε πέσει πάνω σου και σε φιλούσε σα να μην υπάρχει αύριο, Μπόνι μου! Γι’ αυτό το αγόρι μιλάω! Για τον Κα Τέρνερ!»
«Ε, δεν πας καλά!» της απαντώ και χτυπάω εκνευρισμένη τις παλάμες των χεριών μου πάνω στα μπούτια μου.
«Εγώ δεν πάω καλά Μπόνι; Εσύ φιλιόσουν με τον πιο κακόφημο μαθητή του σχολείου σου αλλά εγώ δεν πάω καλά;» με ρωτά ξεφυσώντας νευριασμένη.
Ε, εδώ που τα λέμε, έχει ένα δίκιο σε αυτό. Ο Κα δεν έχει και την καλύτερη φήμη στο σχολείο μας. Μέχρι και η Μίμη με προειδοποίησε γι’αυτόν. Αλλά δεν φταίω εγώ που προέκυψε αυτό το φιλί μεταξύ μας. Δεν σκόπευα να τον φιλήσω και σίγουρα δεν περίμενα να με φιλήσει αυτός.
«Νόρα» της λέω ήρεμα και με πιο φιλικό τόνο «αυτό που είδες είναι μια παρεξήγηση. Δεν είναι αυτό που φαίνεται».
«Ω, μα ναι, είμαι σίγουρη! Μάλλον ο Κα θα γλίστρησε και θα έπεσε εντελώς τυχαία πάνω στα χείλη σου!»
«ΝΟΡΑ!» φωνάζω στην προσπάθειά μου να σταματήσω το παραλλήρημά της.
«Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πώς αυτό που είδα μπορεί να είναι παρεξήγηση, αλλά τέλος πάντων. Δεν θα το αναλύσουμε τώρα αυτό. Πάμε κάτω, μας περιμένουνε» μου λέει αυτή με τη σειρά της, έχοντας κατεβάσει τους τόνους.
«Κατέβα εσύ κι έρχομαι κι εγώ σε λίγο» της λέω. «Να πετάξω αυτά τα κουρέλια από πάνω μου και έρχομαι» συνεχίζω και με μια κίνηση της δείχνω ότι έχει απομείνει από το φόρεμα που φορούσα στο πάρτυ.
Αφού μου νεύει καταφατικά, βγαίνει από το δωμάτιο.
«Θεέ μου, τι έκανα;» αναστενάζω απογοητευμένη με τον εαυτό μου φέρνοντας και πάλι στο μυαλό μου το φιλί του Κα. Αχ, αυτά τα ζουμερά του χείλη με κάνουν και ανατριχιάζω ακόμη και τώρα. Η ένταση του φιλιού του, η δύναμη με την οποία με τραβούσε πάνω του... αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω αυτήν την αίσθηση. Γιατί πρέπει να την ξεπεράσω. Ακόμη και αν μου άρεσε αυτό το αναπάντεχο φιλί, ακόμη και αν με συντάρραξε όλο αυτό το πάθος που ένιωσα να με κυριεύει, πρέπει να το αφήσω πίσω μου. Υποτίθεται ότι εγώ είμαι ερωτευμένη με τον Τάι. Έρωτας, βέβαια απαγορευμένος, αλλά η καρδιά δεν υπακούει σε κανόνες. Επιπλέον, ο Κα είναι ξάδερφος του Τάι. Αν και τυπικά μια σχέση με τον Κα δεν θα καταπατούσε κανέναν μαγικό κανόνα, πόσο τσούλα θα ένιωθα αν έσπερνα τη διχόνοια και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δυο ξαδέρφια; Ω, πολύ τσούλα!
Αφήνοντας στην άκρη όλες τις σκέψεις περί αυτού του ερωτικού τριγώνου, πρέπει να ετοιμαστώ και να κατέβω επιτέλους κάτω. Ανοίγω μια ντουλάπα η οποία από το εσωτερικό της καταλαβαίνω αμέσως ότι ανήκει στη Ρίκα: δερμάτινα μπουφάν και παντελόνια, μαύρα, γκρι και λευκά μπλουζάκια, αξεσουάρ με τρουκς, μαύρες δερμάτινες ζώνες και κοντά καυτά τζιν σορτσάκια. Μμμμ...
Κλείνω αμέσως την ντουλάπα της άγριας δίδυμης και ανοίγω την άλλη ντουλάπα, της γλυκιάς Κάρι. Μια ντουλάπα με πολλά χρώματα, αέρινα υφάσματα, φορεματάκια κάθε τύπου και λουλουδάτα κολάν. Επιλέγω ένα κολάν κίτρινο με ροζ λουλουδάκια και μια ροζ κοντομάνικη μπουζίτσα με κόψιμο ‘’V’’. Καθόλου το στυλ μου, αλλά αν τολμήσω να εισβάλλω στην ντουλάπα της Ρίκα υπάρχει ο κίνδυνος να με ανατινάξει!
Κατεβαίνω κάτω με γρήγορα χοροπηδηχτά βήματα. Αν με έβλεπε κάποιος τώρα δεν θα πίστευε για κανέναν λόγο ότι ήμουν εκλωβισμένη σε ένα βρωμερό κελί για μέρες στον Κάτω Κόσμο ή ότι μόλις είχα παρακολουθήσει  λεπτό προς λεπτό το θάνατο μια αθώας κοπέλας από τα χέρια μια σατανικής Ιέρειας. Αλλά για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο νιώθω καλά. Νιώθω δυνατή. Μπορεί να είναι και από το φιλί του Κα, δεν μπορεί;
«Να τη και η Μπόνι μας! Πώς είσαι καλή μου;» με ρωτά με χαμόγελο η Άρια. Είναι καθισμένη στο καναπέ του σαλονιού δίπλα στον άντρα της, κρατώντας ένα φλιτζάνι με καφέ στο χέρι της, ενώ ο Τάι, ο Κα και η Νόρα κάθονται στις πολυθρόνες γύρω τους.
«Καλύτερα, ευχαριστώ» της απαντώ κι εγώ, επίσης με χαμόγελο. Φυσικά, δεν τολμώ να κοιτάξω προς το μέρος του Τάι. Φοβάμαι ότι ακόμα και από το βλέμμα μου μπορεί να καταλάβει την προδοσία μου. «Γεια σας κύριε Πήτερ»  χαιρετώ και τον πατέρα Χάλιγουελ. «Έμαθα πως έχετε νέα να μας πείτε για την περίπτωσή μου».
«Ε όχι και περίπτωση!» μου απαντά χαμογελαστός. «Το κάνεις να ακούγεται σαν ιατρικό περιστατικό! Αλλά ναι, έχω νέα» συνεχίζει και το χαμόγελο σβήνει σιγά σιγά από το προσωπό του.
Α, μάλιστα. Μάλλον τα νέα δεν είναι και τόσο καλά.
«Λοιπόν, κορίτσι μου κάθησε κι εσύ να μην είσαι όρθια. Βάλε και λίγο καφέ να πιεις, θα σε τονώσει. Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε δέκα λεπτά» μου λέει η Άρια και στο άκουσμα της λέξης ‘φαγητό’ συνειδητοποιώ ότι έχω να φάω πολύ καιρό!

«Μπορείς να κάτσεις εδώ» μου προτείνει ο Τάι και σηκώνεται από τη θέση του για να κάτσω. Μα γιατί να είναι πάντα τόσο ευγενικός;
«Όχι, ευχαριστώ» του απαντώ όσο πιο γλυκά μπορώ κοιτώντας τον φευγαλέα. «Θα κάτσω κοντά στην αδερφή μου». Κάθομαι λοιπόν πάνω στο πάτωμα κοντά στη Νόρα και σερβίρω στον εαυτό μου ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ από την πορσελάνινη τσαγιέρα που είναι ακουμπισμένη με ένα δίσκο πάνω στο τραπεζάκι. Πίνω μια μεγάλη γουλιά και κάνω ένα νεύμα στον Πήτερ να ξεκινήσει.
«Λοιπόν» λέει και κάνει έναν βαθύ ήχο σαν να καθαρίζει το λαιμό του. «Όλες αυτές τις μέρες που ήμουν στη Σχολή, έκανα μια πολύ καλή έρευνα στην πλούσια βιβλιοθήκη της. Διάβασα για τους Μάγους και τις Μάγισσες των Στοιχείων, για τις Πέτρες, για το περιβόητο Σπαθί του Ντρέικο, για τα ξόρκια εντοπισμού αλλά και για τα μενταγιόν τους» και στο άκουσμα της τελευταίας λέξης γυρνώ να κοιτάξω τη Νόρα. Αναρωτιέμαι αν ξέρει τη δύναμη του μενταγιόν της μητέρας μας. Εκείνη απλά έχει ακόμα στραμμένο το βλέμμα της προς τον Πήτερ. Δεν κατάλαβε καν ότι γύρισα να την κοιτάξω. Χμ, όχι, αποκλείεται να ξέρει κάτι. Δεν θα ήταν αυτή η αντίδρασή της.
«Κάτι για το τατουάζ της Μπόνι;» ρώτησε η Άρια τον άντρα της. Τα παιδιά προφανώς είχαν ενημερώσει γι’αυτές τις εξελίξεις τους γονείς τους. Αναρωτιέμαι αν ξέρουν και για το τελετουργικό της Ρίκα με τον μαύρο καπνό που βγήκε από το τατουάζ αλλά και τα συμπεράσματά τους.
«Κάτι βρήκα και γι’ αυτό» απαντά αμέσως ο Πήτερ. « Όπως και για την επίθεση στον Ματ Ντι Κάρλο. Όμως ας ξεκινήσουμε από αυτό λοιπόν, το μυστηριώδες τατουάζ, μιας και η προστασία της Μπόνι έχει προτεραιότητα» λέει και μου χαμογελά καθησυχαστικά. Να είναι άραγε καλά τα νέα που φέρνει; «Αυτό το ξόρκι στοχοποίησης είναι γενικά μη αναστρέψιμο. Απλά στην περίπτωση της Μπόνι, επειδή είναι Μάγισσα των Στοιχείων, υπάρχει ένα μαγικό αντικείμενο ευλογημένο από το Στοιχείο της, από το στοιχείο του Αέρα δηλαδή, που μπορεί να καλύψει τη μαύρη μαγεία του τατουάζ της» συνεχίζει ο Πήτερ. «Και αυτό το μαγικό αντικείμενο βρίσκεται ήδη στα χέρια των κοριτσιών, σαν μαγική κληρονομιά από τη μητέρα τους, έτσι δεν είναι κορίτσια; Η μητέρα σας άφησε στα χέρια σας το μενταγιόν του Αέρα, σωστά;»
Η Νόρα κοιτάζει με απορία μία τον Πήτερ και μία εμένα. Τώρα τι λέμε; Είναι η κατάλληλη ώρα να τους πω ότι το μενταγιόν χάθηκε;
«Μπόνι, νομίζω ότι ο Πήτερ μιλάει για το μενταγιόν της μαμάς» μου λέει η Νόρα χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη για τα λεγόμενά της. «Θέλω να πω ότι ναι, η μητέρα μας, μας άφησε ένα μενταγιόν αλλά δεν γνωρίζαμε ότι ήταν μαγικό αντικείμενο. Το φορούσαμε μια εγώ και μια η Μπόνι, αλλά σαν ένα όμορφο κόσμημα» ενημερώνει την ομύγηρη.
«Αδιαμφισβήτητα, είναι ένα πανέμορφο κομμάτι από ότι έχω δει στα βιβλία μου, αλλά σίγουρα η αξία του δεν περιορίζεται μόνο στην ομορφιά του» σχολιάζει ο Πήτερ.
«Αυτό το μενταγιόν θα μπορούσε να ενισχύσει την δύναμή μου, σαν μάγισσα του Αέρα και να με προστατεύσει από οποιαδήποτε απειλή. Θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε ακόμα και για να βρούμε την Πέτρα του Αέρα, σωστά;»
«Σωστά» επιβεβαιώνει ο πατέρας των παιδιών.
«Τα-τα ή-ήξερες όλα αυτά τόσο καιρό;» με ρωτάει η Νόρα με γουρλωμένα μάτια ξαφνιασμένη, όχι μόνο από αυτές τις πληροφορίες αλλά κυρίως από το γεγονός ότι αυτές οι πληροφορίες βγήκαν από το δικό μου στόμα.
«Δυστυχώς όχι, δεν τα ήξερα από την αρχή όλα αυτά. Τα έμαθα πρόσφατα από τη συγκρατούμενή μου στον Κάτω Κόσμο. Η Μαρί χρησιμοποίησε τη Γιολάντα Ρίβερς και το μενταγιόν του Νερού για να εντοπίσει το μενταγιόν της Γης, και κατά συνέπεια τον μάγο ή τη μάγισσα που αντιπροσωπεύει αυτό το στοιχείο.»
«Να πάρει! Είναι πάλι ένα βήμα μπροστά!» λέει τσαντισμένος ο Τάι και χτυπάει τη γροθιά του πάνω στο μπράτσο του καναπέ.
«Δύο βήματα μπροστά» τον διορθώνω. « Έχει εντοπίσει ήδη και την Πέτρα του Νερού».
«Α, ναι σωστά» μπαίνει στη συζήτηση και ο Κα. «Κανένα νέο από τους υπόλοιπους;» ρωτά με ψυχραιμία. Την ίδια στιγμή η δική μου καρδιά αρχίζει να χτυπά σαν ταμπούρλο, σκεπτόμενη τον κίνδυνο που μπορεί να αντιμετωπίζουν τα υπόλοιπα παιδιά, στον αγώνα δρόμου ενάντια στην σατανική Ιέρεια για τον εντοπισμό της Πέτρας.
«Κανένα απολύτως» απαντά εμφανώς ανήσυχη η Άρια.
«Μην ανησυχείς αγάπη μου, είμαι σίγουρος πως τα παιδιά είναι καλά. Έχε πίστη στις ικανότητές τους» λέει ο Πήτερ και πιάνει τρυφερά στις παλάμες του το χέρι της συζύγου του.
«Άρα είσαι ασφαλής!» συμπεραίνει η αδερφή μου, έχοντας επεξεργαστεί τις πληροφορίες για το μενταγιόν. «Απλά θα φορέσεις το μενταγιόν της μαμάς... τόσο απλά! Έτσι θα ακυρωθεί το ξόρκι στοχοποίησης και μετά θα εξαφανιστούμε και κανένας δαίμονας δεν θα μας εντοπίσει ποτέ ξανά!»
«Τι εννοείς θα εξαφανιστείτε;» λέει ο Καθοδηγητής μου τρομοκρατημένος.
«Τίποτα Τάι, μην της δίνεις σημασία. Έτσι κι αλλιώς, το σχέδιό της είναι καταδικασμένο από την αρχή. Το μενταγιόν του Αέρα αγνοείται. Αλλά και να το είχα στα χέρια μου, να είσαι σίγουρος πως δεν θα το έβαζα στα πόδια σαν δείλη».
Το βλέμμα της Νόρα σκλήρυνε και το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της.
«Για να μη σχολιάσω τη δήλωση σου περί δειλίας, τι εννοείς όταν λες ότι το μενταγιόν του Αέρα αγνοείται; Έχασες το μενταγιόν της μαμάς;»
«Δε νομίζω αδερφούλα. Εσύ το είχες τελευταία φορά και ‘υποτίθεται’ ότι το άφησες στη μπιζουτιέρα μου. Αλλά εγώ δεν το είδα ποτέ». Ε, αν θέλει πόλεμο θα τον έχει. Τόσο απλά. Δεν θα τη αφήσω να μου ρίξει τις ευθύνες γι’ αυτό.
Η Νόρα μένει για ένα λεπτό να με κοιτάζει προσβεβλημένη και προβληματισμένη.
«Απορώ με τη συμπεριφορά σου μερικές φορές Μπόνι. Και ειδικά τώρα τελευταία. Αλλά είμαι σίγουρη ότι σε αυτό σε έχει επηρεάσει και το αγόρι σου, σωστά;»
Όχι, όχι, μην το πας εκεί. Μην το πεις, απλά μην το πεις. «Ο πάντα απροσάρμοστος και αντισυμβατικός τύπος, ο μυστηριώδης και γοητευτικός συμμαθητής σου, ο αντικοινωνικός και σχεδόν πάντα αγενής και προκλητικός Κα Τέρνερ».
Ω, Θέε μου. Το είπε. Δεν το πιστεύω ότι το είπε. Game over.
Γυρνώ το κεφάλι μου αγχωμένη προς τη μεριά του Τάι. Στέκεται όρθιος σαν στήλη άλατος δίπλα από το μπράτσο του καναπέ. Το βλέμμα του τρέχει από μένα στον Κα, από τον Κα στην Νόρα και μετά πάλι πίσω σε μένα. Απορεί με τα λεγόμενα της αδερφής μου και είναι λογικό. Εδώ, απορώ ακόμα κι εγώ. Ο Κα από την άλλη είναι απόλυτα άνετος και φυσικός. Η έκφραση του δεν έχει αλλάξει καθόλου, σαν να μην άκουσε τίποτα από όσα είπε η αδερφή μου. Η ψυχραιμία του μερικές φορές είναι εκνευριστική.
«Ε, δεν το πιστεύω αυτό που είπες» σχολιάζω τα λεγόμενα της Νόρα με κοροϊδευτικό τόνο, μπας και μειώσω την αξιοπιστία τους στα αυτιά όλων. «Σου είπα και πριν πως έχεις παρεξηγήσει τα πράγματα. Αλλά καταλαβαίνω τι πας να κάνεις. Θέλεις να μειώσεις το βάρος της απόφασής μου και να μας κάνεις όλους να πιστέψουμε πως εσύ έχεις δίκιο που θέλεις να φύγουμε και να κρυφτούμε ενώ εγώ έχω λάθος που θέλω να μείνω και να παλέψω, σωστά; Ε, δεν το κάνεις σωστά καλή μου αδερφή. Δεν πείθεις κανέναν για το δίκιο σου».
«Δεν έχω ανάγκη να πείσω κανέναν. Εγώ είμαι η μεγάλη ενήλικη αδερφή και κηδεμόνας σου».
«Αυτό δεν σημαίνει πως θα με αναγκάσεις να κάνω αυτό που θες ακόμα και αν πιστεύω εκατό τις εκατό ότι είναι λάθος».
«Κι όμως, αυτό ακριβώς σημαίνει!»

Α, Νόρα, τώρα το παιχνίδι γίνεται βρώμικο. Παίζουμε το χαρτί της κηδεμονίας; Αλήθεια;

Foni Nats