Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 2)

Το μαγαζί του γέρο- Αβραάμ με τη μικρή βιτρίνα και τα τεράστια μισοσβησμένα γράμματα που γράφανε «σπάνια βιβλία και χειρόγραφα» στραφτάλιζε στον πρωινό ήλιο. Ένα ημιυπόγειο ήταν, που για να μπεις έπρεπε να κατέβεις τα τρία μικρά και στενά σκαλοπάτια του. Ένα μικρό μαγαζάκι εικοσιπέντε τετραγωνικών με μια στενή ξύλινη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε σε ένα μικρό ξύλινο πατάρι. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με βαρυφορτωμένα ράφια, η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, μύριζε μούχλα και παλιό χαρτί. Πίσω από το μικρό ξύλινο, σκεβρωμένο από τον χρόνο γραφειάκι και πίσω από μια στοίβα πολυκαιρισμένων βιβλίων καθότανε ο Άγγελος. Ήταν σκυφτός, αμίλητος πικραμένος. Οι αγκώνες του ακουμπούσαν στο ξύλο και στήριζε με αυτά το μέτωπο του που έκαιγε. Ένιωθε πως είχε πυρετό. Σήκωσε το κεφάλι και με τα πρησμένα από την αϋπνία μάτια του κοίταξε την εικόνα του Χριστού απέναντι του. Είχε τα χέρια ανοιχτά και Τον κοιτούσε χαμογελώντας. Αγρίεψε.

Έβγαλε το κομποσκοίνι. Έσκυψε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να λέει νοερά τις προσευχές του, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Ένιωθε την τρικυμία στο στήθος, ξεχείλιζε από αγανάκτηση. Έφερνε στο μυαλό του όλες εκείνες τις συζητήσεις με τον παπά Φώτη, ο μόνος που μπορούσε να γαληνέψει την ψυχή του. «Μονάχα οι καρδιές που πιστεύουν πως κάποιο χέρι δυνατό και στοργικό χαράζει την πορεία της ζωής, πως κάποιος υπεύθυνος νους κατευθύνει το πλοιάριο της υπάρξεως ανάμεσα από τις συμπληγάδες. Μονάχα αυτές οι καρδιές μπορούν να βρουν τη γαλήνη στις καταιγίδες, τη θαλπωρή στις χιονοθύελλες, τη γλυκιά προσδοκία, στις πικρές απογοητεύσεις τις ζωής. Βρες μια στήριξη, μη φοβηθείς αυτόν που στήριξε στην πίστη επάνω την ελπίδα». Και τώρα που εκείνος έλειπε γέμιζε από ατέλειωτο κενό. Τρόμαζε. Αισθανότανε πως σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, έχανε την πίστη του, η ελπίδα του έσβηνε.
Το καμπανάκι της πόρτας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
─ Καλημέρα, του είπε ανόρεχτα ο Σωτήρης.
Ο Άγγελος ανταπέδωσε στο ίδιο τόνο. Ακόμα και για τον παιδικό επιστήθιο φίλο του δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, η κυρά Μαγδαληνή τον λογάριαζε και αυτόν για δικό της παιδί. Παρ’ όλες τις διαφορές τους στον χαρακτήρα τους ο καθένας στεκότανε στον άλλον με οποίο τρόπο μπορούσε, είτε υλικά, είτε ψυχολογικά. Τόσες φορές, βράδια αξημέρωτα, του μιλούσε για τον Θεό, προσπαθώντας να τον φέρει στον δρόμο Του, το απολωλός πρόβατο όπως αυτοσαρκαζότανε ο ίδιος. Μα εκείνος, έχοντας μεγαλώσει με έναν διαφορετικό τρόπο, στο δρόμο κυριολεκτικά, διατηρούσε μια άλλη στάση ζωής. Θεωρούσε τα πάντα εφήμερα και τη ζωή πολύ μικρή για προλάβει να χαρεί τα πάντα. Παραδεχότανε πως ζούσε μέσα στην ακολασία και στις εύκολες απολαύσεις, μα δεν τον πείραζε.
─ Θα πρέπει να φροντίσεις για τη σωτηρία της ψυχής σου, του έλεγε.
─ Έχω χρόνο, ο ληστής μετανόησε πάνω στον σταυρό.
─ Και πως είσαι σίγουρος ότι έχεις χρόνο;
─ Στην τελική, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ.
─ Δεν είναι έτσι και μέσα σου βαθιά το ξέρεις. Θα πρέπει να αλλάξεις τρόπο ζωής και σκέψης.
─ «Κύριε χάρισε μου εγκράτεια και αγνότητα, αλλά όχι ακόμα!» έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.
─«Η ακολασία πωρώνει το μυαλό και κάνει αναίσθητη την καρδιά.» έλεγε ο Ντοστογέφσκυ.
─ «Τι σημασία έχει η αιώνια καταδίκη για κάποιον που έχει βρει μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το άπειρο της ηδονής;» Μπωντλαίρ.
Και η κόντρα τους συνεχιζότανε έτσι για πολλή ώρα, χωρίς ποτέ να καταλήξουν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Πέρα όμως από αυτή τη φαινομενική τους διαμάχη, μέσα του τον θεωρούσε κάτι περισσότερο από αδερφό του,. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε οικονομική βοήθεια και του την προσέφερε χωρίς δεύτερη σκέψη και πολλές φορές μάλιστα, χωρίς να το γνωρίζει ο Άγγελος.
Μα σήμερα κανείς τους δεν είχε την όρεξη να ξεκινήσει μια νέα φιλοσοφική λογομαχία. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου που φορούσε και κοίταξε τριγύρω.
─ Το αφεντικό σου δεν είναι εδώ; Να υποθέσω ότι έχουν συμβούλιο για το ποιόν θα σταυρώσουν σήμερα;
─ Ποτέ δεν συμπάθησα το ρατσιστικό σου χιούμορ ξέρεις…
─ Κακώς, κάποια μέρα είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσεις.
Μείνανε για λίγο σιωπηλοί.
─ Η μητέρα; Πως είναι;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Δεν μίλησε παρά μόνο μισόκλεισε τα μάτια. Ο Σωτήρης αναστέναξε και του χτύπησε εγκάρδια τον ώμο.
─ Ότι χρειαστεί, ξέρεις…
Αρκέστηκε να ξανά κουνήσει το κεφάλι του, αυτή τη φορά βουρκωμένος. Το κινητό του Σωτήρη χτύπησε άλλη μια φορά. Το πήρε στα χέρια και βλέποντας την οθόνη δυσανασχέτησε. Το έβαλε στην τσέπη ενοχλημένος, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο.
─ Υπάρχει πρόβλημα;
Κούνησε το χέρι του προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.
─ Δεν είναι τίποτα, απλά κάποιοι άνθρωποι ορισμένες φορές γίνονται ενοχλητικοί.
Δεν ρώτησε παραπάνω. Ήξερε ότι δεν του έλεγε την αλήθεια, όπως επίσης ήξερε, πως αν δεν ήθελε δεν επρόκειτο να του πει.
─ Πρέπει να φύγω, με περιμένει η Ζωή.
Ο Άγγελος έκανε έναν μορφασμό περιφρόνησης.
─ Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί την αντιπαθείς τόσο.
─ Εκνευρίζομαι με την υπεροψία της, που θέλει να το παίξει Θεός. Γι’ αυτό.
─ Τα παραλές, μια απλή γιατρός είναι.
-Εγώ το ξέρω, αυτή;
Η αλήθεια είναι ότι έτρεφε μια ιδιαίτερη απέχθεια για εκείνη. Στις αρχές της αρρώστιας της μητέρας του, του πρότεινε να της κάνει εισαγωγή στο νοσοκομείο που δούλευε. Ο Άγγελος αρνήθηκε, λέγοντας πως ο Θεός είναι πια υπεύθυνος για εκείνη. Τότε η Ζωή του απάντησε με υπεροπτικό ύφος:
-Οι γιατροί σώζουν, Εκείνος απλά παρηγορεί.
Ο Σωτήρης αρκέστηκε απλά να χαμογελάσει.
-Μην την ξεσυνερίζεσαι, έχει και αυτή τα δικά της.
Άνοιξε ένα βιβλίο κάνοντας πως έψαχνε να βρει κάτι για να αποφύγει την συζήτηση. Δεν είχε τη διάθεση.
─ Καλώς, είπε, κατάλαβα. Θα τα πούμε μετά.
Τον αποχαιρέτησε και έφυγε. Εκείνη τον περίμενε στο γνωστό τους στέκι. Φαινότανε απόμακρη, κοίταζε αόριστα σε κάποιο σημείο του ορίζοντα προβληματισμένη. Αν πρόσεχε κανείς καλύτερα, θα διαπίστωνε πως ήτανε και κλαμένη. Την φίλησε τρυφερά στα χείλη και κάθισε απέναντί της.
─Σε άκουσα κάπως στο τηλέφωνο, έγινε κάτι;
─ Πρέπει να φύγω, είπε σιγά.
─ Σε κυνηγάει κανείς; ρώτησε χαμογελώντας μα μετάνιωσε την ίδια στιγμή.
─ Συνέβη κάτι στο νοσοκομείο.
Καταλάβαινε από το ύφος της πως μάλλον ήταν σοβαρή η κατάσταση.
─ Πες μου.
Της είχε σταθεί ένας κόμπος στο λαιμό, δεν της έβγαινε κουβέντα.
─Ότι και να έγινε, δεν νομίζω να είναι τόσο σοβαρό. Θα το αντιμετωπίσουμε μαζί…
─ Πέθανε ένας άνθρωπος εξαιτίας μου, είπε απότομα χωρίς να τον κοιτάξει.
Έμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάει.
─ Τι εννοείς;
─Τι δεν κατάλαβες;
─ Συγγνώμη, όταν λες εξαιτίας σου;
─ Ένα κορίτσι δώδεκα χρονών….
Σκούπισε τα μάτια της που είχαν βουρκώσει και απέστρεψε το βλέμμα της αλλού.
─ Συνέβη ένα τροχαίο χτες. Ήταν πολύ κρίσιμη η κατάστασή της και μεταφέρθηκε επειγόντως στο χειρουργείο. Προσπάθησα να τη σώσω μα δεν τα κατάφερα.
─ Είμαι σίγουρος ότι έκανες ότι μπορούσες, είπε και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το δικό της.
Τραβήχτηκε απότομα.
─ Όχι είπε αγριεμένα, προφανώς δεν έκανα!
─ Μην είσαι τόσο αυστηρή με τον εαυτό σου.
─ Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ένα μικρό κορίτσι πέθανε εξαιτίας μου!
─ Ζωή ηρέμησε, ας μην προτρέχουμε. Είπες ότι η κατάσταση της ήταν ήδη κρίσιμη, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην μπορούσες να κάνεις κάτι παραπάνω.
Τα χέρια της έτρεμαν. Άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια ρουφηξιά και το έσβησε.
─ Ο προϊστάμενος σου τι λέει για όλα αυτά;
─ Πιστεύει ότι δεν φταίω. Θα προσπαθήσουν να κουκουλώσουν την υπόθεση. Μου έδωσε αναγκαστική άδεια.
─ Και τι θα κάνεις;
─ Δεν ξέρω, δεν με χωράει ο τόπος. Θέλω να φύγω, λίγο να αδειάσει το κεφάλι μου.
Μείνανε για λίγο σιωπηλοί. Το κινητό του Σωτήρη ξαναχτύπησε. Το κράτησε αναποφάσιστος για μερικά δευτερόλεπτα στην χούφτα του και το έβαλε μετά βιαστικά στη τσέπη του.
─ Θέλεις να φύγουμε; της είπε. Ίσως είναι καλή ιδέα να πάμε μερικές μέρες διακοπές.
Τον κοίταξε παραξενεμένη. Έπειτα γύρισε το βλέμμα της αλλού.
─Δεν ξέρω.
Της έπιασε τα χέρια.
─ Κοίτα Ζωή, είμαστε μαζί τρία χρόνια τώρα. Ξέρεις τι αισθάνομαι για σένα και ότι σου συμβαίνει, θέλω να το περνάμε μαζί. Γι’ αυτό άλλωστε είμαι εδώ.
Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε το απαλό αεράκι που φύσηξε εκείνη την ώρα στο πρόσωπό της. Έπειτα τον κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να χαμογελάσει. Του χάιδεψε το χέρι.
─ Έχεις δίκιο, του είπε στο τέλος. Ίσως θα έπρεπε να φύγουμε.
Χαμογέλασε ανακουφισμένος.

─ Θα τα κανονίσω όλα εγώ, της είπε, θα σε ενημερώσω πότε θα φύγουμε…

Ηλίας Στεργίου