Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 3)

Το Άισλιγκ τέτοια εποχή ήταν χαρούμενο και γεμάτο κόσμο. Τόσο το Μπλάστα, η πόλη των γλυκών, όσο και το Μπροντανάις, η πόλη των δώρων, ήταν πλημμυρισμένα από ξωτικά και νεράιδες και κάθε λογής μαγικά πλάσματα. 

 Στο Μπλάστα, κάθε λίγο και λιγάκι, έβλεπες τους τάρανδους να τρέχουν στον αέρα και τα ελάφια να καλπάζουν λυγερά, με κέρατα φορτωμένα καλούδια. Τα σπίτια των νάνων ήταν φτιαγμένα από ζαχαρωτά, τα παράθυρά τους από στρογγυλά μπισκότα, ενώ από τις καμινάδες τους έβγαιναν καπνοί που μύριζαν βατόμουρο και φράουλα, γιατί ήταν ιδιαίτερα γλυκατζήδες και έφτιαχναν συνέχεια πίτες και άλλες λιχουδιές.
 Στο Μπροντανάις, πάλι, τα εργοστάσια των ξωτικών είχαν πολλή δουλειά εκείνες τις μέρες. Τα μικρά ξωτικά με τα μυτερά αυτιά και τα πράσινα καπέλα, έφτιαχναν ξύλινα κουνιστά αλογάκια και ξύλινα σπαθιά και πάνινες κούκλες και ένα σωρό άλλα παιχνίδια, και τα συσκεύαζαν σε όμορφα πολύχρωμα κουτιά με μεταξωτές κορδέλες. Τα δέντρα, από την άλλη, ήταν φορτωμένα με στολίδια, κόκκινους φιόγκους και μικρές μαριονέτες.
 Μα η πιο ωραία από όλες τις πόλεις του Άισλιγκ, ήταν το Ντεζιντέριο, η πόλη όπου ζούσαν οι Ευχές. Στο Ντεζιντέριο, έφεγγε ένας ήλιος που δεν έπεφτε ποτέ. Για κάποιο λόγο, εκεί δεν έπεφτε ποτέ το σκοτάδι. Επομένως οι Ευχές, δεν είχαν δει ποτέ τους τη νύχτα. Έτσι χόρευαν κάθε μέρα και γελούσαν και τραγουδούσαν και ποτέ καμιά δεν έμενε μόνη της, και πάντα ήταν σε ομάδες, όπως τα αστέρια.
 Οι Ευχές ήταν φωτεινά, αγαθά πνεύματα. Θα μπορούσε κανείς να τις ονομάσει επίσης αστέρια, ή νεράιδες. Μπορεί να μην είχαν φτερά και να έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά ήταν ψηλές και λυγερές και πάντα είχαν μακριά μαλλιά και έντονα μάτια. Ήταν πάντα ξυπόλητες και τα φορέματά τους έφταναν μέχρι τους αστραγάλους. Το πιο μαγικό πράγμα πάνω τους, ήταν βέβαια οι φωνές τους. Όταν τραγουδούσαν μάγευαν τα πάντα στο διάβα τους, είτε είχαν ψυχή είτε όχι.
 Υπήρχαν πολλές κατηγορίες Ευχών. Υπήρχαν οι Ευχές των Δώρων, αυτές των Ταξιδιών, εκείνες της Επιτυχίας, της Τύχης, της Ομορφιάς, του Έρωτα, του Πλούτου και πολλές άλλες. Ανάμεσά τους όμως, ξεχώριζαν οι Ευχές της Αγάπης. Εκείνες ήταν οι πιο όμορφες και αθώες. Έμοιαζαν με αγγέλους.
 Οι Ευχές λοιπόν, ζούσαν όλες μαζί και περνούσαν τις ώρες τους χαρούμενα και ξέγνοιαστα, μέχρι να φωνάξει κάποιος το όνομά τους. Οι άνθρωποι φώναζαν συχνά τα ονόματά τους, χωρίς να το ξέρουν.
Όταν εύχονταν. Όταν τα παιδιά έσβηναν τα κεριά των γενεθλίων τους. Όταν οι ενήλικες σταύρωναν τα δάχτυλά τους για καλή τύχη. Όταν οι μάγισσες έφτιαχναν τα ξόρκια τους. Όταν οι άνθρωποι έκλειναν τα μάτια τους λίγο πριν κοιμηθούν, με την επιθυμία της καρδιάς τους να στριφογυρίζει στο μυαλό τους.
 Και κάθε φορά που κάποιος έκανε μια ευχή, η κάθε νεράιδα ξεκινούσε από το Ντεζιντέριο για να βρει τον άνθρωπό της. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ο σκοπός της κάθε Ευχής. Να βρει τον άνθρωπό της, και να πραγματοποιήσει την κρυφή του επιθυμία.
Οι Ευχές των Δώρων, άφηναν τα δώρα των παιδιών τις γιορτές κάτω από τα μαξιλάρια, ή κάτω από το στολισμένο δέντρο. Οι Ευχές της Τύχης, ράντιζαν τους ανθρώπους με την μαγική τους σκόνη και τους έφερναν καλοτυχία όσο εκείνοι κοιμόντουσαν. Εκείνες του Έρωτα φρόντιζαν ώστε δύο άνθρωποι να συναντηθούν και να ερωτευτούν. Και πάει λέγοντας.
 Καθεμία αντιστοιχούσε σε έναν άνθρωπο, έτσι το Ντεζιντέριο ήταν γεμάτο από αυτά τα φωτεινά πνεύματα κάθε μέρα. Παντού αντηχούσαν τραγούδια και κάθε φορά που μια Ευχή έφευγε για να βρει τον άνθρωπό της, μία άλλη γεννιόταν στο μέρος όπου η πιο φωτεινή ηλιαχτίδα έπεφτε στο χορτάρι. Με αυτόν τον τρόπο, ποτέ δεν έλειπε Ευχή από την πόλη.
 Τώρα χόρευαν όλες μαζί σε ομόκεντρους κύκλους, πιασμένες χέρι χέρι. Στον πρώτο, μεγάλο κύκλο, χόρευε ανέμελα μια Ευχή με μακριά, μέχρι τους αστράγαλους, μαύρα μαλλιά και μάτια μεγάλα και ζεστά, στο χρώμα του εβένου. Το όνομά της ήταν Φιντέλμα, και όπως μαρτυρούσαν τα μεγάλα μάτια της, και το πλατύ, αθώο της χαμόγελο, ήταν μια Ευχή της Αγάπης. Φορούσε μακρύ λευκό φόρεμα που ανέμιζε και ένα μεταξένιο πέπλο στο ίδιο χρώμα που ξεκινούσε σαν κασκόλ γύρω από το λαιμό της και ανέβαινε στα μαλλιά της, καλύπτοντας τα μισά σαν κουκούλα, και πέφτοντας πάλι από την άλλη μεριά του λαιμού της. Ήταν αιθέρια και λυγερή, με μαργαριταρένιο χαμόγελο και χέρια έτοιμα να ανοίξουν και να σκορπίσουν αγάπη.           
 Η Φιντέλμα συνόδευε στο τραγούδι τις αδελφές της, όταν άκουσε τον άνθρωπό της. Ήταν μια μικρή, αθώα, ψιλή φωνή, που δεν θα μπορούσε να είναι φωνή ενήλικα. Ήταν η φωνή ενός αγοριού. Και ήταν ικετευτική, κόντευε να σβήσει. Άφησε τον κύκλο και κάθισε στο χορτάρι, ενώ οι Ευχές συνέχιζαν το τραγούδι σαν να μην είχε συμβεί τίποτε αξιοπερίεργο. Μόνο η καλή της φίλη, η Σίφρα, ήρθε και κάθισε δίπλα της.
 «Άκουσες την ευχή του ανθρώπου σου;» τη ρώτησε και έπιασε το χέρι της.
 «Ναι. Αναμφίβολα» αποκρίθηκε εκείνη.
 «Τι σε προβληματίζει, Φιντέλμα;»
 «Ήταν αδύναμη…» απάντησε ανήσυχη. «Η ευχή του παιδιού μου… ήταν αδύναμη»
 «Τότε ίσως πρέπει να βιαστείς»
 «Ναι. Θα φύγω αμέσως» απάντησε και σιώπησαν και οι δυο. Περίμεναν μέχρι να τελειώσει ο χορός των αδερφών τους, γιατί κανείς δεν μπορούσε να τον διακόψει, και επίσης, κάθε φορά που αποχωρούσε μια Ευχή, οι γηραιότερες έδιναν τις συμβουλές τους και τα δώρα τους σε αυτήν.
 Μόλις οι κύκλοι έσπασαν και σταμάτησε ο χορός, οι Ευχές συνάχθηκαν κάτω από το φως του ήλιου και οι γηραιότερες έκλεισαν την Φιντέλμα σε έναν κύκλο.
 «Ήρθε η ώρα να κάνεις το ταξίδι σου, παιδί μου. Ο άνθρωπός σου σε χρειάζεται» είπε η μεγαλύτερη, η Μπίνγιε. «Να προσέχεις στο ταξίδι, γιατί είναι μακρύ και δύσκολο» συμπλήρωσε και φύσηξε τη μαγική της σκόνη μέσα από τη χούφτα της, στο πρόσωπό της για τύχη.
«Να φροντίζεις ώστε να μείνεις αθέατη από τα υπόλοιπα ανθρώπινα μάτια, πέρα από του παιδιού σου» είπε μία άλλη, που άκουγε στο όνομα Αϊρέλ, και φίλησε τα μάτια της.
 «Μην ξεχάσεις ποτέ ποια είσαι και από πού έρχεσαι, ότι και αν συναντήσεις στον δρόμο σου» είπε και μια τρίτη, η Κόιρα, και έθεσε την παλάμη της στο μέτωπό της, για να την ευλογήσει.
 «Και να θυμάσαι πως όσο πυκνή κι αν είναι η νύχτα εκεί που πας, στο σπίτι σου, στο Ντεζιντέριο, ο ήλιος λάμπει πάντα» είπε και η τελευταία, που ονομαζόταν Φλάννα, και μάζεψε με την χούφτα της λίγες ηλιαχτίδες και στόλισε τα μαλλιά της.
 «Να ξέρεις πως αν συμβεί κάτι στο δρόμο, μπορείς πάντα να γυρίσεις σπίτι, Φιντέλμα» είπε ξανά εκείνη που μίλησε πρώτη. «Αλλά να θυμάσαι πως έτσι και γυρίσεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξαναπάς στον κόσμο των ανθρώπων»
 Και τότε όλες οι Ευχές την φίλησαν για καλή τύχη. Τελευταία την φίλησε η αγαπημένη της Σίφρα. Τα κόκκινα μαλλιά της μύριζαν μέλι, όπως πάντα. Και αφού την ξεπροβόδισε μέχρι τα σύνορα του Ντεζιντέριο, της κούνησε το χέρι και γύρισε πίσω. Έτσι η Φιντέλμα συνέχισε μόνη της το ταξίδι, περνώντας από τις πόλεις του Άισλιγκ μέχρι που έφτασε στα σύνορα της μαγικής αυτής χώρας με τους τόπους των ανθρώπων.
        
***

 Τα σύνορα δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από ένα οριζόντιο λεπτό ουράνιο τόξο. Πέρασε κάτω από το τόξο με τα χρώματα κοιτώντας το με θαυμασμό, και στο ένα βήμα που χώριζε τον μαγικό τόπο από τον ανθρώπινο, εκείνο εξαφανίστηκε και στη θέση του βρέθηκε μια πέτρινη γέφυρα.
 Η Φιντέλμα ζάρωσε τα φρύδια για πρώτη φορά. Όχι ότι ήταν άσχημα, αλλά πρώτη φορά έβλεπε νύχτα. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και μόνο το φως του φεγγαριού φώτιζε το μέρος. Ίσα που έβλεπε την γέφυρα από πάνω της. Τότε κατάλαβε ότι πατούσε πάνω στα κρύα νερά ενός ποταμού. Ήταν λογικό, γιατί οι Ευχές μπορούν να αγνοούν τους φυσικούς νόμους. Μπορούσαν να περπατούν πάνω στο νερό, να αναπνέουν μέσα σε αυτό, όπως και να ανοίγουν πύλες όπου ήθελαν -στα δέντρα, τους βράχους και τα ποτάμια- και να γυρίζουν σπίτι τους μέσα από αυτές.
 Η νύχτα λοιπόν είχε κάτι το όμορφο. Και της φαινόταν παράξενη, γιατί τα μάτια της είχαν συνηθίσει στο φως. Τριγύρω παντού ερημιά. Μόνο οι βοές του ανέμου και οι φωνές κάποιων ζώων στο βάθος. Ήταν όντως περίεργο. Το Άισλιγκ ήταν πάντα γεμάτο κόσμο και φωνές. Ήταν περίεργος αυτός ο κόσμος…
Περπάτησε μίλια ολόκληρα χωρίς να κουραστεί, χωρίς να δυσανασχετήσει, πέρασε από λόφους σε βουνά και από βουνά σε κάμπους, μέχρι που συνάντησε μια πέτρινη πινακίδα που έγραφε «Μέντοου». Ήταν ένα μικρό συμπαθητικό χωριό, που καθώς χάραζε, φαινόταν να ζωντανεύει. Έβλεπε τους χωρικούς να βγαίνουν από τα ξύλινα σπίτια τους σφυρίζοντας, να πιάνουν δουλειά στα χωράφια τους και τα ζώα τους και να τραγουδούν. Άλλοι ήταν εύθυμοι και άλλοι ζοφεροί, αλλά σίγουρα όλοι τους ήταν περίεργοι. Κάποιοι ήταν τόσο κοντοί που έμοιαζαν με τους νάνους του Ντουεόργκας, πίσω στο Άισλιγκ. Εκείνοι βέβαια ήταν πιο κοντοί και ξεχώριζαν από τα μυτερά τους καπέλα και τις ράβδους τους, ενώ αυτοί εδώ φορούσαν αχυρένια καπέλα και αντί για ράβδους είχαν μαγκούρες.
Οι γυναίκες ήταν ντυμένες στα μαύρα και τα καφέ, και έβλεπε πολλές να γνέθουν πίσω από τα μικρά παράθυρα. Τα παιδιά έτρεχαν και γελούσαν, ενώ οι γέροι κάθονταν στις αυλές και έλεγαν ιστορίες.
Κούνησε το κεφάλι της παραξενεμένη. Οι άνθρωποι ήταν πολύ παράξενα πλάσματα. Έμοιαζαν να μην έχουν κανέναν σκοπό και πολλοί από αυτούς ήταν μαραζωμένοι. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν την έβλεπε κάποιος. Βέβαια αυτό ήταν απίθανο, γιατί τα ανθρώπινα μάτια ήταν φτωχά και δύσπιστα.
Πέρασε λοιπόν αθέατη μέσα από τους ανθρώπους, φροντίζοντας να μην βγάλει άχνα μη τυχόν και ακούσει κανείς την σαγηνευτική φωνή της. Ένα κορίτσι πέρασε σα σίφουνας από δίπλα της και παραλίγο να πάρει μαζί του την μακριά εσάρπα της. Πίσω του έτρεχε ένα κοκκινότριχο σκυλί, που μόλις πέρασε δίπλα της σταμάτησε και οσμίστηκε τον αέρα. Κάθισε στα πίσω του πόδια και κούνησε την ουρά του χαρωπά. Γαύγισε όλο χαρά και την κοίταξε μες τα μάτια.
Το είχε ξεχάσει, μα τα ζώα είχαν την ικανότητα να βλέπουν τα πάντα, έτσι θα μπορούσαν να δουν και την ίδια. Χάιδεψε απαλά το κεφάλι του και χαμήλωσε το ανάστημά της για να του ψιθυρίσει στο αυτί.
«Ας μείνει μεταξύ μας, φίλε μου. Κανείς δεν πρέπει να αντιληφθεί την παρουσία μου» είπε αθόρυβα σαν το αεράκι.
Ο κοκκινοτρίχης σκύλος γαύγισε μια φορά σε ένδειξη συμφωνίας και έτρεξε να βρει το κορίτσι που κυνηγούσε πριν λίγο. Έτσι η Φιντέλμα συνέχισε ήσυχη την πορεία της μέσα από το χωριό και κανείς δεν κατάλαβε πως μια νεράιδα περπατούσε ανάμεσά τους.
Η Φιντέλμα έφυγε από το Μέντοου και σε λίγες ώρες πέρασε μια ξύλινη πινακίδα που έγραφε «Άικερν». Το Άικερν ήταν ένα κάπως μεγαλύτερο χωριό, με μεγάλα χωράφια και αχυρώνες.  Συνέχισε να ακολουθεί την καρδιά της μέχρι αυτή να την φέρει στον άνθρωπό της, όπως άλλωστε έκαναν οι Ευχές. Πέρασε ανάμεσα από τους πολυάσχολους ανθρώπους του Άικερν και βγήκε από το χωριό προτού πέσει το μεσημέρι.
Και μέχρι να βραδιάσει και πάλι είχε περάσει ακόμα από άλλο ένα χωριό, του οποίου το όνομα δεν θυμόταν πλέον. Όταν βράδιασε για τα καλά, αποφάσισε να ξαποστάσει για λίγο σε ένα μεγάλο, ασφαλές δάσος, μακριά από τους ανθρώπους. Ξάπλωσε στο χώμα κάτω από μια βελανιδιά και έκλεισε τα μεγάλα, λαμπερά της μάτια.
Όσο περνούσαν οι ώρες, όσο περισσότερο πλησίαζε στον άνθρωπό της, τόσο πιο έντονα χτυπούσε η μεγάλη της καρδιά. Το αγόρι την χρειαζόταν. Την είχε τόσο ανάγκη, και εκείνη ήταν ακόμη μακριά. Αισθάνθηκε κάτι παγωμένο να ακουμπά την άκρη των βλεφάρων της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε πολλές, κάτασπρες νιφάδες χιονιού να σπέρνουν τον τόπο. Ήταν χειμώνας, και οι χειμώνες δεν άρεσαν τόσο στους ανθρώπους.
Τα πνεύματα του χιονιού, οι φημισμένοι Σνάουας, εμφανίστηκαν στο δάσος τραγουδώντας και χορεύοντας. Μια γυναικεία μορφή πέρασε από μπροστά της. Είχε μακριά λευκά μαλλιά και φορούσε ένα πέπλο από χιόνι, και έπαιζε με τις άκρες της φούστας της σαν τσιγγάνα χορεύτρια.
«Λαμπεροί μου Σνάουας» απευθύνθηκε στα πνεύματα με σεβασμό, «μπορείτε να αναβάλλετε για λίγο τον χορό σας;»
«Γιατί;» ρώτησε το πνεύμα που θύμιζε τσιγγάνα χορεύτρια.
«Γιατί ο άνθρωπός μου κρυώνει, το νιώθω. Και δεν είμαι κοντά του για να τον προστατέψω»
«Αυτή είναι η δουλειά μας! Είμαστε πνεύματα του χιονιού! Ζούμε για να φέρνουμε τον χειμώνα!» θύμωσε το πνεύμα.
«Σας παρακαλώ… Για λίγες μέρες μόνο! Μέχρι να τον βρω»
«Λυπούμαστε, αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον χορό. Θα πρέπει να βιαστείς!» αποκρίθηκε το πνεύμα και έκανε μια πιρουέτα που σκόρπισε νιφάδες γύρω από την Ευχή.
Η Φιντέλμα κατάλαβε πως δεν είχε χρόνο για ξεκούραση. Τα πνεύματα του χιονιού δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον χειμώνα. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Να φέρνουν το κρύο. Και η δική της ήταν να βρει τον άνθρωπό της. Σηκώθηκε και συνέχισε να περπατά χωρίς να βγάλει μιλιά, ενώ το χιόνι έστρωνε μεγαλόπρεπα χαλιά κάτω από τα πόδια της.

«Έρχομαι, Κίαν. Να με περιμένεις» είπε τραγουδιστά μεσ’ τη νύχτα. «Σύντομα θα είμαι κοντά σου»

Ιωάννα Τσιάκαλου