Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 45) - "Αναμονή"

Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021[1]

Ποιος θα το πίστευε; Η μέχρι πρότινος χαμηλοβλεπούσα θεραπαινίδα της έγκλειστης πριγκίπισσας, που αποδείχτηκε ξαφνικά ότι είναι εξαδέλφη και θετή αδερφή του Μεγάλου Πρίγκιπα, κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Κέρδισε τους Πετσενέγους στον πόλεμο και πέτυχε μια συνθήκη με τους ευνοϊκότερους όρους. Μονάχα γι’ αυτό μιλούσαν εκείνες τις μέρες στην μεγάλη πρωτεύουσα.
Η Αναστασία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι από μέρα σε μέρα η αδερφή της θα επέστρεφε, σώα και αβλαβής. Το εφιαλτικό διάστημα που περνούσε τις μέρες της αγωνιώντας για την ασφάλειά της, επιτέλους θα έπαιρνε τέλος.

Το απειλητικό σύννεφο του Πολωνού Πρίγκιπα ωστόσο, επισκίαζε την ευτυχία της.  Η καρδιά της Αναστασίας βούλιαζε στην σκέψη ότι θα αναγκαζόταν να τον ακολουθήσει στην πατρίδα του. Μπορεί ο Καταραμένος να ήταν ανυπόφορος, μα το Κίεβο ήταν το σπίτι της. δεν ήθελε να εγκαταλείψει όλα όσα ήξερε. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει τις αδερφές της.
Πλέον, ήταν βέβαιη πως ο χαρακτήρας του δεν ταίριαζε καθόλου με την εξωτερική του εμφάνιση. Έμοιαζε με πρίγκιπα των παραμυθιών, αλλά στην πραγματικότητα, ήταν αθεράπευτα φαντασμένος και εγωκεντρικός. Σ’ αυτό το συμπέρασμα είχε οδηγηθεί παρατηρώντας τον και ακούγοντας τις φήμες της αυλής που τον αφορούσαν.
Είχε ανατραφεί με την αντίληψη ότι ο όλος ο κόσμος του ανήκε κι η Αναστασία φοβόταν πως αν τελικά τον παντρευόταν, θα έπαυε να είναι άνθρωπος και θα υποβιβαζόταν σ’ ένα απόκτημα. Θα ήταν απλά ένα σπάνιο αντικείμενο για να κοσμεί τη συλλογή  του: να βλέπεται και να μην αγγίζεται. Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να την άφηνε να πάρει την Κάτια μαζί της˙ αυτή ήταν η ύστατη λύση που είχε σκεφτεί σε περίπτωση που όλα πήγαιναν κατά διαόλου.
Τον απέφευγε όπως ο διάολος τι λιβάνι, αλλά με διακριτικότητα˙ ο Καταραμένος δεν έπρεπε να υποψιαστεί πως ήταν αντίθετη με αυτόν τον γάμο.  
* * *
Όταν ο Σβιατοπόλκ έμαθε πως η Ναντέζντα είχε παρακούσει τις εντολές του, ήταν πολύ αργά για να αντιδράσει˙ οι διαπραγματεύσεις με τον Πρίγκιπα των Πετσενέγων είχαν ήδη αρχίσει, αν τολμούσε να διατάξει τη διακοπή τους, θα διακινδύνευε την αναζωπύρωση της ένοπλης σύρραξης. Όπως, ακριβώς είχε προβλέψει η Ναντέζντα.
Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτές τις εξελίξεις. Η εξαδέλφη του τον είχε  αψηφήσει, κι αυτό ήταν έγκλημα ασυγχώρητο, ήταν προδοσία. Εντούτοις, είχε πετύχει μια συντριπτική νίκη για τη χώρα τους στον τομέα της πολιτικής και της διπλωματίας. Τι έπρεπε λοιπόν, να κάνει; Να την τιμωρήσει ή να την επιβραβεύσει;
Φυσικά και να την τιμωρήσει και μάλιστα με παραδειγματική σκληρότητα. Δεν είχε καμιά σημασία που ήταν η στενότερη συγγενής του, δεν είχε σημασία που η κρίση της αποδείχτηκε ορθή˙ κανένας δεν τολμούσε να δείξει ανυπακοή στο πρόσωπό του. Η Ναντέζντα έπρεπε να πληρώσει για την αποκοτιά της.
Δεν ήξερε όμως σε ποια μοίρα έπρεπε να την καταδικάσει. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος υπήκοος θα τον  έστελνε δίχως δεύτερη σκέψη στο ικρίωμα και έναν ατιμωτικό θάνατο. Αλλά, τη Ναντέζντα την είχε ο ίδιος προσαγορεύσει ως  πριγκίπισσα της Ρωσίας, ως εξαδέλφη και θετή αδελφή του.  Η δική της ατίμωση, ήταν ατίμωση για τον ίδιο.
Θυμήθηκε τότε, εκείνη την σκληρή και ταπεινωτική περίοδο του εγκλεισμού του. είχε ηττηθεί, η επανάστασή  του εναντίον του δολοφόνου του πατέρα του, είχε αποτύχει παταγωδώς κι αυτό ήταν το τίμημα που αναγκάστηκε να πληρώσει. Ο Βλαντιμίρ θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει τότε, αλλά επέλεξε να φανεί σπλαχνικός. Τι του είχε πει, τότε; «Δεν σκοτώνουμε μέλη της οικογένειας». Κι έτσι ο Σβιατοπόλκ άρχισε να τον μισεί ακόμα περισσότερο˙ ο θάνατος ήταν χίλιες φορές καλύτερος από εκείνον τον εξευτελισμό. Του ήταν αβάσταχτο να ξέρει ότι είχε καταδικάσει και τη σύζυγό του να ζει φυλακισμένη, ενώ δεν είχε φταίξει σε τίποτα. Όμως, ο Βλαντιμίρ είχε κρίνει σωστό να εκτελέσει όλους τους συμμάχους του, αλλά όχι αυτόν.  Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε αν πίστεψε πραγματικά πως εγκέφαλος της επανάστασης ήταν ο Ραντοσλάβ ή αν το είχε κάνει, για να μη φανεί πως ο θετός του γιος τον είχε προδώσει. Πάντως ο Σβιατοπόλκ που θεωρούσε  τη μοίρα που του είχε λάχει χειρότερη από το σπαθί του δήμιου.
Μίσος λοιπόν, ακόρεστο μίσος ήταν το μόνο που μπορούσε να νιώσει για τον άνθρωπο που θεωρούταν πατέρας του. Δεν ήταν παρά ένας ανέντιμος, ένας υποκριτής.  Αυτή η εύηχη δήλωση του, είχε προφανώς τις εξαιρέσεις της: το Γιαροπόλκ, τον πατέρα του, τον Ιζιασλάβ τον εξάδελφο και θετό αδερφό του, την Ρογκνέντα την πιο αγαπημένη του απ’ όλες τις μητριές. Και οι τρεις δεν ήταν μέλη της οικογένειάς; Πώς μπόρεσε λοιπόν να τους φερθεί τόσο άσπλαχνα;
Έγινε έξαλλος σαν έμαθε την ποινή που είχε ορίσει ο Μεγάλος Πρίγκιπας για την πρώην σύζυγό του και το γιο της. Η Ρογκνέντα ήταν ό,τι κοντινότερο είχε σε μητέρα, ήταν η μοναδική που  φαινόταν να νοιάζεται για κείνον. Θλιβόταν ακόμα και για τον Ιζιασλάβ κι ας μην τον πολυσυμπαθούσε. Ήταν άδικο να πεθάνουν. Ο Βλαντιμίρ έπρεπε να φανεί επιεικής.  
Με τον Ιζιασλάβ ήταν συνομήλικοι –ο Σβιατοπόλκ μόλις τέσσερεις μήνες μεγαλύτερος– κι είχαν μεγαλώσει μαζί. Διαρκώς ανταγωνίζονταν και καβγάδιζαν, προσπαθώντας να επιβάλλουν ο ένας στον άλλο τη θέλησή του. Αλλά πάντοτε συνεργάζονταν για να αντιμετωπίσουν τον Βισεσλάβ το γιο της Ολάβα. Ως πρωτότοκος ήταν αλαζόνας και τους συμπεριφερόταν σαν να ήταν κατώτεροι.
Μετά ήρθαν κι οι άλλες σύζυγοι, οι άλλοι γιοι. Πρώτα γεννήθηκε ο Γιαροσλάβ της Ρογκνέντα, μετά ο Μιστισλάβ της Μαλφρίντα, έπειτα ο Βζεβολόντ από τη Ρογκνέντα. Και λίγο αργότερα η Ρογκνέντα συνέλαβε ένα τρίτο γιο, που γεννήθηκε νεκρός.  Μια πριγκίπισσα της Βουλγαρίας, η Αντέλα γέννησε κι εκείνη δυο γιους το Σουντισλάβ και τον Στανισλάβ. Τελευταίος, γεννήθηκε ο Σβιατοσλάβ, που ήταν επίσης γιος της Μαλφρίντα και πήρε το όνομα του παππού τους. Κορίτσια είχαν επίσης γεννηθεί μα, δε θυμόταν κανένα από τα ονόματά τους.
Όλα αυτά τα παιδιά ήταν καταδικασμένα να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για να εντυπωσιάσουν τον πατέρα τους και να κερδίσουν τους καλύτερους τίτλους, τις καλύτερες ηγεμονίες. Εντούτοις, παρέμεναν παιδιά, που πολλές φορές  έπαιζαν μαζί, λες και δεν υπήρχε τίποτα να τα χωρίζει.
Κι έπειτα, ήρθε η Άννα η Βυζαντινή στη ζωή του Βλαντιμίρ. Η γυναίκα που τον σημάδεψε όσο καμία άλλη, που στάθηκε καταλύτης για να αλλάξει την πίστη, για χάρη της οποίας χώρισε όλες τις άλλες του γυναίκες και παράτησε όλες τις παλλακίδες. Και όταν του γέννησε το πρώτο τους παιδί, όλοι είδαν καθαρά πόσο μπορεί ένας πατέρας να χαρεί με τη γέννηση του γιου του. Ο Βλαντιμίρ φερόταν λες και γινόταν πατέρας για πρώτη φορά. Είχαν βέβαια ήδη σκορπιστεί στις ηγεμονίες που τους αναλογούσαν, αλλά δεν έπαυαν να επισκέπτονται το Κίεβο. Κι ήταν ολοφάνερο: ο Βλαντιμίρ ενδιαφερόταν μονάχα για την Άννα, τον Μπόρις και τον Γκλιεμπ. Την πραγματική του οικογένεια.
Τα χείλη του Καταραμένου τραβήχτηκαν σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Παρόλη την αγάπη που τους είχε ο Βλαντιμίρ δεν κατάφερε να τους προστατεύσει και μετά τον θάνατό του. Ο Σβιατοπόλκ δεν επρόκειτο ποτέ να μετανιώσει που τους θανάτωσε. Ο Μπόρις, ο Γκλιεμπ, ο Σβιατοσλάβ, ο Στανισλάβ και ο Γιαροσλάβ έπρεπε να βγουν από τη μέση˙ ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι στον αγώνα για την κατάκτηση του στέμματος.  Ήταν γεγονός πάντως, πως το θανατικό που είχε χτυπήσει τους Βλαντιμίροβιτς ήταν δίχως προηγούμενο. Είχαν αποδεκατιστεί˙ εκτός από όσους υπήρξαν θύματα της οικογενειακής τους διαμάχης,  άλλοι δύο έχασαν την ζωή τους, την περίοδο που ο Βλαντιμίρ ζούσε ακόμα. Ο Βισεσλάβ σκοτώθηκε από ένα αγριόχοιρος στη διάρκεια ενός κυνηγιού, τον Βζεβολοντ έπεσε από το άλογό του κι έμεινε στον τόπο.  
Ήταν της μοίρας γραφτό να επιβιώσει ο Σβιατοπόλκ και να αδράξει εκείνος την εξουσία. Ο Βλαντιμίρ πλήρωσε για τη δολοφονία του πατέρα του, με τον χειρότερο τρόπο. Στέφθηκε ο Σβιατοπόλκ Μεγάλος Πρίγκιπας, όχι ο Μπόρις, όπως είχε αποφασίσει εκείνος. Απέδειξε περίτρανα πως ο Βλαντιμίρ δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάντα. Όπως είχε πει και η Ναντέζντα,
Αποφάσισε τελικά, να μην την σκοτώσει. Θα τη φυλάκιζε όμως, για μέρες δίχως τροφή και νερό μέχρι να μάθει να μην αμφισβητεί την κυριαρχία του.  
Το κοφτό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις του. Ήταν ο Ματβέι, ο νεαρός υπηρέτης.
«Μεγαλειότατε, συγγνώμη για την ενόχληση…» ξεκίνησε με μια αδέξια και νευρική υπόκλιση.
Ο Σβιατοπόλκ αμέσως νευρίασε με την αιφνιδιαστική του εμφάνιση.
«Τι ακριβώς κάνεις εδώ; Νομίζω κατέστησα σαφές ότι ήθελα να μείνω μόνος. Αν δεν εξαφανιστείς τώρα θα διατάξω να μαστιγωθείς! Κατανοητό;»
«Συγγνώμη μεγαλειότατε, δεν το ήθελα μα…»
«Άσε τις γελοίες δικαιολογίες και εξαφανίσου».
Ο νεαρός ξεροκατάπιε. Το αγριεμένο βλέμμα του κυρίου του τον είχε τρομάξει πραγματικά. Τον κοιτούσε λες και ήταν το επόμενο θήραμά του και δε δυσκολευόταν να πιστέψει ότι θα έκανε πράξη τις απειλές του. Το ένστικτό του υπαγόρευε τη φυγή, αλλά ήξερε ότι είχε καθήκον να τον ενημερώσει. Ακόμα, ήξερε ότι αν δεν το έκανε η οργή του αφέντη εναντίον του θα ήταν δυο φορές χειρότερη.
«Συγγνώμη μεγαλειότατε,» επανέλαβε για τρίτη φορά ο Ματβέι, και συνέχισε, «η υψηλότητα της η πριγκίπισσα Ναντέζντα…»
«Τι έγινε;» ξεφώνισε ο Σβιατοπόλκ εξοργισμένος.
«Οι φρουροί τους είδαν από τις επάλξεις. Έφτασαν, είναι εδώ στο Κίεβο».





[1] Το έτος αλλάζει την αρχή του φθινοπώρου.

Σοφία Γκρέκα