M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 7ο)

«Εε», τους λέω, δεν είναι και η πιο ιδιοφυής εισαγωγή μου. «Γεια».
Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή, έως ότου μια από τις μορφές παίρνει τον λόγο. «Ω, Θεέ μου, Αντριάννα, τι ανακούφιση που 'σαι 'δω!»
«Εστέλλα; Εστέλλα Ρότζερς, εσύ είσαι;»
Η Εστέλλα έρχεται κοντά μας και η σιλουέτα της γίνεται πιο ευδιάκριτη: αρβυλάκια, κολλητά μαύρα δερμάτινα ρούχα, κρικάκι septum στην μύτη και καρέ μαλλιά στο χρώμα της τσιχλόφουσκας. Ακριβώς όπως την θυμόμουν.
«Ναι, ναι εγώ», απαντά. Μετά δείχνει προς την άλλη μορφή. «Κι αυτός εκεί είναι ο Τζέηκ». Ο Τζέηκ Λι αφήνει την σκιερή του γωνία, πλησιάζει στο λιγοστό φως των κεριών και με χαιρετά μ' ένα νεύμα.

«Νομίζαμε ότι δεν θα έρθεις», συνεχίζει να λέει η Εστέλλα, ακούγεται αγχωμένη. «Νομίζαμε ότι μας είχες θυμώσει για... ξέρεις».
Για την Μία. Νόμιζαν ότι τους κρατούσα κακία για την Μία. «Οι γονείς μου θα σας καταριούνται αιώνια για την αδερφή μου», εξηγώ, νιώθοντας μια ξαφνική θλίψη να με τυλίγει. «Εγώ όμως όχι. Ήμουν στο σπίτι εκείνο το βράδυ και ξέρω... ξέρω ότι αυτό που συνέβη στην Μία δεν θα μπορούσατε επ' ουδενί να της το προκαλέσετε εσείς».
«Κι έτσι, αγαπητοί συμμορίτες, μαζευτήκαμε εδώ απόψε για να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα», συνοψίζει ο Τζέηκ με μια αλλόκοτη, επιθετική κοροϊδία. «Απόψε, κυρίες και κύριοι, θα αποπειραθούμε να εξιχνιάσουμε τον μυστηριώδη θάνατο της δεκαεξάχρονης Μία Βάλενταϊν με μια μέθοδο πέρα από την περπατημένη!»
«Μη του δίνεις σημασία», με συμβουλεύει η Εστέλλα. «Πίνει απ' το πρωί». Πιάνει το μπράτσο του Τζέηκ και τον κατευθύνει προς το κέντρο της τάξης, σε ένα σημείο όπου τα θρανία έχουν παραμεριστεί. Τον βάζει να κάτσει στο πάτωμα και έπειτα βολεύεται οκλαδόν δίπλα του.
«Έπινε; Μα... δεν καταλαβαίνω», μουρμουρίζω κοιτάζοντας μια την Εστέλλα και μια τον Κάι. «Θέλω να μάθω τι συνέβη στην Μία. Νόμιζα πως όλοι αυτό θέλαμε».
«Ίσως δεν το θέλετε στον ίδιο βαθμό», παρατηρεί μια νέα φωνή μες στο δωμάτιο. Κάτι σαλεύει ανάμεσα στις σκιές της αίθουσας και άλλη μια ανθρώπινη μορφή φανερώνεται. 
Είναι η Νιβ. Τι γυρεύει αυτή εδώ;
«Εσύ θα πούλαγες και στην μάνα σου για να μάθεις τι μαλακία παίχτηκε με την Μέι-»
«Μία», την διορθώνω συρίζοντας. «Η αδερφή μου λέγεται Μία».
«Λεγόταν», με διορθώνει η Νιβ με την σειρά της. «Και που λες, ο Αράπης μπεκροκανάτιαζε απ' το πρωί γιατί έχει χεστεί επάνω του με τα παγανιστικά που θα κάνετε εδώ απόψε. Η Φραουλίτσα συνερίζεται την τρομάρα του και –μεταξύ μας- ευχόταν πως θα άλλαζες γνώμη και δεν θα ερχόσουν. Μας έπρηξε. Μόνο ο Χασικλής δεν ενόχλησε... αλλά φαντάζομαι ότι αυτό οφείλεται στα βοτάνια που καπνίζει».
«Και τώρα που έβγαλες τα άπλυτά μας στην φόρα», της γκρινιάζει ο Τζέηκ. «Δεν στρογγυλοκάθεσαι να αρχίσουμε;»
«Γιατί όχι;» Η Νιβ προχωράει ζωηρά προς τον Τζέηκ και την Εστέλλα και παίρνει θέση στο πάτωμα δίπλα τους.
Αρπάζω τον Κάι απ' τον γιακά της μπλούζας του και τον τραβάω κάτω μέχρι να φέρω το κεφάλι του στο ίδιο ύψος με το δικό μου. Μετά ψιθυρίζω: «Ρε Κάι... τι είπε αυτή; Τι παγανιστικά θα κάνουμε;»
Εκείνος φαίνεται να διστάζει προτού μου απαντήσει, να δυσανασχετεί για λίγο, τελικά διαλέγει την πιο διφορούμενη απάντηση: «Αυτά που πρέπει. Έλα, άραξε την πέτσα σου και θα δεις». Βάζει το χέρι του στον ώμο μου και με καθοδηγεί προς το ημικύκλιο που έχουν κάνει οι υπόλοιποι στο πάτωμα. Με καθίζει, αλλά ο ίδιος παραμένει όρθιος. Παίρνει τα πέντε αναμμένα κεριά που σιγοκαίνε επάνω στην έδρα και τα τοποθετεί πίσω απ' την πλάτη του καθενός μας. Ένα μαύρο κερί πίσω απ' τον Τζέηκ, ένα πίσω απ' την Εστέλλα, ένα πίσω από την Νιβ, ένα στην άδεια θέση όπου θα καθίσει ο ίδιος και ένα πίσω από εμένα.
«Δεν φτιάχνεις ρομαντική ατμόσφαιρα, έτσι;», ρωτάω.
«Μπα...», αποκρίνεται. «Το ρομαντικό ποτέ δεν ήταν το δυνατό μου σημείο. Η Μία είχε να το λέει...»
«Τελικά το βρήκε ποτέ το δυνατό σου σημείο;», κάνει ο Τζέηκ ειρωνικά.. «Γιατί εγώ ακόμα δυσκολεύομαι»
«Σκάσε ρε», τον επιπλήττει ο Κάι μισογελώντας και του πετάει ένα συννεφάκι από μικρούς άσπρους κόκκους. Ρύζι; 
«Τι 'ν' αυτό;» απορώ.
«Ποιο αυτό;» Απ' την κωλότσεπη του ο Κάι βγάζει ένα μικρό βαζάκι με το ίδιο άσπρο κοκκώδες περιεχόμενο. «Αλάτι, χοντρό από την καφετέρια», μου εξηγεί. «Ευγενική χορηγία της Νιβ. Βλέπεις, Άντρι... πήρα πολύ στα σοβαρά αυτό που συζητήσαμε το πρωί. Και νομίζω ότι ο μόνος τρόπος να μάθουμε τι έγινε με την αδερφή σου εκείνο το βράδυ, είναι να επαναλάβουμε όσα κάναμε τότε. Έχω όλα τα υλικά που χρειάζομαι εδώ, απόψε για να καλέσω ένα πνεύμα και ξέρω πώς να τα χρησιμοποιήσω. Το αλάτι, καταρχήν, είναι για προστασία. Θα φτιάξω έναν μπάνικο κύκλο γύρω μας που θα-»
«Θα κρατήσει τα πνεύματα μέσα. Ναι, ναι ξέρω... Το 'χουν κάνει και ο Σαμ κι ο Ντιν σε κάμποσα επεισόδια», μουρμουρίζω μηχανικά, ωστόσο το όλο θέμα δεν παύει να μου φαίνεται σουρεαλιστικό. Ποιοι νομίζει ότι είμαστε; Οι Ghostbusters;
«Σωστά!» επιδοκιμάζει ο Κάι, καθώς ρίχνει τους κόκκους του αλατιού γύρω γύρω. Όταν ο κύκλος από αλμύρα ολοκληρώνεται, ο Κάι κάθεται ανάμεσα στη Νιβ κι εμένα κι έτσι ολοκληρώνεται κι ο κύκλος των ανθρώπων.
«Εγώ το έφτιαξα αυτό», ανακοινώνει η Εστέλλα και τοποθετεί ένα κομμάτι από μακετόχαρτο στην καρδιά του κύκλου μας. «Βασίστηκα κυρίως στον παλιό μου πίνακα και εάν τον προσέξετε θα δείτε ότι η δομή είναι η ίδια». Με τον δείκτη της διατρέχει τον χειροποίητο πίνακα Ouija, ο οποίος έχει διάσπαρτα, περίτεχνα σχέδια από μελάνι επάνω του. Η Εστέλλα μας δείχνει πρώτα τις λέξεις Ναι και Όχι που έχουν θρονιαστεί στο πάνω μέρος του πίνακα. Μετά το δάχτυλό της περνάει επάνω από δύο ομόκεντρους κύκλους, ο πρώτος αποτελείται από τα γράμματα της αλφαβήτου και ο δεύτερος από τους αριθμούς από το μηδέν έως το εννέα. Στο κάτω μέρος του πίνακα αναγράφεται με καλλιτεχνικά μαύρα γράμματα η λέξη: Αντίο.
«Είναι αρκετά προφανές ότι το πνεύμα μπορεί να μας απαντά μονολεκτικά με ένα ναι και ένα όχι, ειδάλλως σχηματίζει μόνο του λέξεις και νούμερα. Ο πίνακας αυτός μπορεί να μας συνδέσει με υπερφυσικές δυνάμεις, για αυτό όταν τελειώσουμε πρέπει να πούμε: Αντίο», μας εξηγεί. «Πάντα, μα πάντα, λέμε αντίο».
Κοιτάζω τον πίνακα και το στομάχι μου ανακατεύεται. Μπορεί πράγματι να μας φέρει σε επαφή με τους νεκρούς;
Γιατί όχι; Δεν θα ήταν δα και η πρώτη φορά.
«Και ποιον θα προσπαθήσουμε να καλέσουμε;», ζητάω να μάθω.
«Έλα τώρα...», νιαουρίζει η Νιβ από την θέση της. «Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; Μέχρι και εγώ που είμαι η πιο άσχετη εδώ μέσα ξέρω ότι θα καλέσετε το πνεύμα της μακαρίτισσας της Μέι».
«Μία», της γρυλίζω.
«Αυτό».
Την αγνοώ και στρέφομαι στον Κάι, τον εγκέφαλο της επιχείρησης.
«Πέρα απ' την πλάκα, τώρα. Αυτά τα πράγματα είναι... επικίνδυνα. Μου στέρησαν την αδερφή μου την πρώτη φορά. Κι αν έχουμε την ίδια μοίρα; Αν απόψε σπάσουμε κάποιον κανόνα ή –δεν ξέρω- κάτι τέτοιο; Δεν θέλω να φέρω την ευθύνη για-»
«Δεν φέρεις καμία ευθύνη, Αντριάννα», με διαβεβαιώνει ο Τζέηκ μουτρωμένος. Καταλαβαίνω πως δεν θέλει να είναι εδώ, μα δεν θέλει ούτε και να φύγει. «Την πρώτη φορά δεν ξέραμε την τύφλα μας», παραδέχεται στη συνέχεια. «Απλώς μαλακιζόμασταν και πάνω στον χαβαλέ... πυροδοτήσαμε κάτι. Αυτή την φορά θα είμαστε έξτρα προσεκτικοί. Ακόμα και ο Χαρδαβέλας από 'κει», λέει και νεύει προς την μεριά του Κάι. «Προσέχει».
«Καλά όλα αυτά, αλλά τα λόγια είναι μόνο λόγια», παρατηρώ. «Τι σημαίνουν όσα λέτε σε χειροπιαστό επίπεδο;»
«ΌΚ, έχουμε και λέμε: Το πνεύμα που θα προσπαθήσουμε να καλέσουμε είναι της Μία και γι' αυτό έχω φέρει μια φωτογραφία της», ανακοινώνει ο Κάι, βγάζει μια φωτογραφία της Μία απ' την τσέπη του φούτερ του και την σφηνώνει στα περιθώρια του πίνακα. «Όσο πιο συγκεντρωμένοι στην μορφή της είμαστε όταν κάνουμε την επι...επικάλε...επίκλασ...»
«Επίκληση;», προτείνω, βλέποντας την μάχη που δίνει με τις δύσκολες λέξεις.
«Ναι, αυτήν, μπράβο. Τόσο πιο πιθανό είναι να μας φανερωθεί. Αλλά αν δεν κάνει ντου η Μία και σκάσει μύτη κάποιο άλλο πνεύμα ξέρω πώς να το τουμπάρω. Μιας και δεν έχουμε αληθινό πιόνι για τον πίνακα πήραμε ένα ποτηράκι για σφηνάκια απ' την κουζίνα και για να παρα...παρτά...παρακίν...»
«Παρακινήσουμε», επεμβαίνει η Εστέλλα σωτήρια, βλέποντας την μυστικιστική ατμόσφαιρα να κάνει φτερά λόγω του τραυλίσματος.
«Α γεια σου. Για να παρακινήσουμε το πνεύμα να μας μιλήσει θα αλείψουμε το ποτηράκι με αυτό το μείγμα», λέει ο Κάι και εμφανίζει άλλο ένα βαζάκι μ' ένα κεχριμπαρένιο απροσδιόριστο μείγμα. Κάνει να το δώσει στον Τζέηκ μαζί με το ποτηράκι για να τα αλείψει ο ίδιος, αλλά αυτός αποτραβιέται καχύποπτα.
«Δεν τα πιάνω στα χέρια μου», ο Τζέηκ αρνείται κατηγορηματικά να πάρει τα αντικείμενα. «Αν δεν μου πεις πρώτα ότι δεν είναι τα κατρουλιά σου αυτά στο βάζο».
Ο Κάι χαμηλώνει τα χέρια του και κάνει μια γκριμάτσα απόγνωσης. «Νερό, μέλι, γάλα, λάδι και ζάχαρη είναι, ρε κοπρολάγνε. Τα ζήτησα απ' την Νιβ που δούλευε στην καφετέρια σήμερα και σε αντάλλαγμα την άφησα να έρθει στην σεάνς μας».
«Ισχύει», το επιβεβαιώνει η Νιβ. «Εάν με το σεάνς εννοείς την παταγώδη απογοήτευσή που θα ζωγραφιστεί στις μάπες σας όταν καταλάβετε ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα». Για να υπογραμμίσει, θαρρείς, τα λεγόμενά της σηκώνει τα χέρια της στον αέρα και με γουρλωμένα μάτια μας κάνει: «Μπουουου!»
«Μπούξις και ξερός», την αποπαίρνει ο Τζέηκ, και το προσωπείο της υπομονής του ραγίζει.
Ασυναίσθητα στρέφομαι στην Εστέλλα και την κοιτάζω μ' ένα βλέμμα που μοιάζει να λέει:
Λες να προλάβουμε να το κάνουμε προτού χιμήξουν ο ένας πάνω στον άλλο;
Ανασηκώνει τους ώμους της.
Ο Κάι ξεβιδώνει το καπάκι, παίρνει λίγο απ' το μείγμα και αρχίζει να ζαχαρώνει το εσωτερικό του μικρού ποτηριού. Μετά το ακουμπά ανάποδα στην μέση του χειροποίητου πίνακα των πνευμάτων και λέει: «Έτοιμο. Γαμάτη ιδέα, ε;»
«Καλή φάση», συγκατανεύει η Εστέλλα.
«Αλλά... πώς σκέφτηκες να το κάνεις αυτό;», απορώ. Θυμάμαι πολύ καλά ότι όταν κάλεσαν εκείνο το... πράγμα πίσω στο πατρικό μου δεν χρησιμοποίησαν τίποτα για να το γλυκάνουν. Πώς συνέβη η ξαφνική επιφοίτηση;
«Σου το 'πα ότι αυτή την φορά θα είμαι τύπος και υπογραμμός, δεν στο 'πα;», καυχιέται ο Κάι. «Έψαξα και βρήκα κάτι τυπάκια εδώ, στο Ντέιβις, που ξέρουν τα πάντα για το υπερφυσικό και μου 'δωσαν οδηγίες. Μη φοβού».
Μη φοβού; Μακάρι να μη φοβού, αλλά πώς να μη φοβού; Δεν είμαι από τους ανθρώπους που γεννιούνται δίχως το γονίδιο του φόβου μέσα τους. Αντίθετα φοβάμαι τα πάντα, από τζιχαντιστική επίθεση μέχρι εξωγήινη απαγωγή. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η ιδέα πως θα φέρουμε φαντάσματα στο Ίδρυμα απόψε σπείρει μέσα μου φόβο, ταραχή και πανικό...
Υπάρχει όμως κι ένας κόμπος στο στομάχι μου. Προσδοκία.

«Ε-εντάξει», λέω αβέβαια. «Ας ξεκινήσουμε».

Σβετλιν