Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 16) - "Η αναγέννηση της Μάγισσας Φοίνικα" (μέρος 2ο)

Παίρνω το ρολό και πηγαίνω γοργά γοργά στο τραπέζι. Ο Κα έχει ήδη καθίσει σε μια καρέκλα και με αδιάφορο ύφος, ακόμα παίζει με το κινητό του. Ο Τάι σοβαρός, τακτοποιεί τις τελευταίες λεπτομέρειες στο τραπέζι έτσι ακριβώς όπως θα έκανε και η μητέρα του: τοποθετεί ένα μικρό βαζάκι με λουλούδια στο κέντρο του τραπεζιού και στα πλαϊνά του βάζου βάζει δυο μονά κηροπήγια με λευκά κεριά. Έπειτα φέρνει τις γεμάτες νερό κανάτες και τα αλατοπίπερα.
«Νομίζω πως η μητέρα σου σε έχει εκπαιδεύσει καλά» του λέω προσπαθώντας να του κάνω ένα κοπλιμέντο για να ξεκινήσω διάλογο. Αναρωτιέμαι πως νιώθει απέναντί μου αυτή τη στιγμή. Πίστεψε άραγε τις ασυναρτησίες της αδερφής μου; Κι αν ναι, μήπως ζήλεψε και λίγο; Ή είναι απλά θυμωμένος μαζί μου;

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στην εκπαίδευση της πρωτότοκης κόρης της»  είναι το πικρόχολο σχόλιο του Κα. Μπράβο Τέρνερ! Μόλις ισοπέδωσες την προσπάθειά μου να πλησιάσω τον Τάι!
«Ας καθήσουμε για φαγητό»  απαντά ήρεμος αυτός και αφού τραβά μια καρέκλα στα δεξιά μου μου κάνει νόημα να καθήσω.
«Ευχαριστώ»  του λέω με αμηχανία και παρατηρώ πως ο Κα δεν κοιτάζει πια την οθόνη του κινητού του αλλά παρακολουθεί εμένα. Μάλλον προσπαθεί να καταλάβει πώς μου φάνηκε η κίνηση του ξαδέρφου του. Του χαμογελώ ψεύτικα για ένα δευτερόλεπτο, για να καταλάβει πόσο με ενόχλησε η πρόσφατη συμπεριφορά του και έπειτα ξανακοιτώ προς το μέρος του Τάι. Τίποτα. Κανένα βλέμμα προς το μέρος μου. Σαν να εξαφανίστηκα από το ραντάρ του με το που κάθησα στην καρέκλα. Μόλις κάθεται και η Νόρα δίπλα μου, ο Τάι σηκώνει το βλέμμα του προς το μέρος μας. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω τις διαθέσεις του. Είναι στεναχωρημένος; Είναι θυμωμένος ή έστω μπερδεμένος; Θα σκάσω!
«Να και τα ορεκτικά μας!» ακούγεται η φωνή του Πήτερ καθώς έρχεται προς το τραπέζι μας κρατώντας ένα μεγάλο δίσκο με ορεκτικά διαφόρων ειδών.
«Χχμμ, πραγματικά φαίνονται πεντανόστιμα!»  λέω και μου τρέχουν ήδη τα σάλια.
«Ξεκινήστε παιδιά, η Άρια πήγε να φέρει τον μικρό».
Χωρίς δεύτερη σκέψη ή ενδιασμούς για να κάνω το σωστό και να τηρήσω το savoir vivre, ορμάω στις πιατέλες και γεμίζω το πιάτο μου με μια γενναία ποσότητα από το κάθε είδος. Λίγο ακόμα να καθυστερήσω να βάλω κάτι στο στόμα μου και θα λιποθυμήσω.
Η ώρα περνά γρήγορα στο τραπέζι και τα προβλήματα με τον Τάι και τη Νόρα δεν με απασχολούν ούτε λεπτό. Το μόνο που θέλω είναι να νιώσω επιτέλους το σώμα μου να παίρνει λίγο τα πάνω του. Και όλα αυτά τα καλούδια έχω την αίσθηση ότι θα το καταφέρουν αυτό. Η Άρια προσπαθεί να φάει ταίζοντας παράλληλα τον μικρό Μαξ ενώ ο Πήτερ σηκώνεται κάποια στιγμή από το τραπέζι για να φέρει μπύρες για τον ίδιο και τα αγόρια.
«Σιγά ρε πατέρα μας τρόμαξες!»  ακούγεται η παχιά φωνή του Κρίστοφερ από την κουζίνα.
«Τα παιδιά γύρισαν!»  συμπεραίνει με αγωνία η Άρια και αφού παίρνει το μικρό Μαξ αγκαλιά, πηγαίνει τρέχοντας στην κουζίνα.
«Καιρός ήταν»  λέει ο Τάι με ανακούφιση και φεύγει και αυτός για τον ίδιο προορισμό.
«Λες να τα κατάφεραν;»  με ρωτά η Νόρα, χωρίς ειρωνία ή θυμό στον τόνο της, παρόλο που απευθύνεται σε μένα.
«Να κατάφεραν τι;»
«Να πάρουν την Πέτρα του Νερού... Να κερδίσουν την Μαρί... Δεν ξέρω. Κάτι τέτοιο».
«Ελπίζω να τα κατάφεραν, τουλάχιστον με την Πέτρα»  για χάρη της Γιολάντα. «Για το δεύτερο δεν έχω και πολλές ελπίδες».
«Εγώ δεν θα είχα ούτε και για το πρώτο» σχολιάζει ο Κα τα λεγόμενά μου και συνεχίζει να τρώει το φαγητό του.
«Εσύ δεν θα πας μέσα;» τον ρωτάω με ειλικρινή απορία. Δεν μπορώ να καταλάβω τη στάση του. Μόλις γύρισε η οικογένειά του από μία πολύ επικίνδυνη αποστολή και αυτός είναι ακόμα στην καρέκλα του και χλαπακιάζει ανέμελος.
«Δε βιάζομαι»  μου απαντά και βάζει στο στόμα του μια μπαμπάτσικη πιρουνιά με κοτόπουλο. «Κάποια στιγμή θα βγουν από εκεί μέσα»  συνεχίζει, αφού έχει καταπιεί την μπουκιά του.
«Εγώ πάντως δεν μπορώ να περιμένω»  του λέω και αφήνωντας με πόνο ψυχής κάτω το πιρούνι μου, καθώς ακόμα δεν χόρτασα ούτε κατά διάννοια, κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Η Νόρα ακολουθεί το παράδειγμά μου.
«Είμαστε όλοι καλά μαμά, μην ανησυχείς»  ακούω τη φωνή της Κάρι μπαίνοντας στο δωμάτιο. Ω, μα τι γλυκός που είναι ο ήχος της φωνής της! Μου είχε λείψει. Με το που μπαίνω στην κουζίνα είναι η πρώτη που αγκαλιάζω. Τα ρούχα της είναι υγρά και ταλαιπωρημένα, στο πρόσωπό της έχει μερικές γρατζουνιές και χώματα, αλλά κατά τα άλλα φαίνεται μια χαρά.
«Χαίρομαι που είσαι καλά μικρή μου»  της ψιθυρίζω στο αυτί και αυτή ανταποκρίνεται στην αγκαλιά μου με ένα ζεστό σφίξιμο.
Έπειτα στρέφομαι προς τον Κρις. Είναι και αυτός βρεγμένος με παχιές σταγόνες νερού να στάζουν ακόμα από την κοτσίδα του. Έχει ένα μεγάλο λεκέ από αίμα στην μπλούζα του αλλά δε φαίνεται να είναι δικό του. Τον αγκαλιάζω κι αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Έι, είμαι δεσμευμένο αγόρι»  μου λέει πειρακτικά ο Κρις. «Πάλι καλά που δεν μας βλέπει η Ρέη» λέει χαϊδεύοντας μου απαλά την πλάτη.
«Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις» μου λέει η Ρίκα απειλητικά όταν κάνω να πάω προς το μέρος της. Τα ρούχα της είναι σκισμένα και ματωμένα. Έχει χάσει τη μία της μπότα – μα πώς το κατάφερε αυτό; - και φυσικά είναι και αυτή μούσκεμα.
«Όχι, όχι φυσικά. Δεν το ‘χα σκοπό»  της λέω και της παρατείνω το χέρι για μια φιλική χειραψία. Αυτή μαλακώνει το ύφος της και ανταποκρίνεται στη χειρονομία μου.
«Για μένα δεν έχει αγκαλιά;» λέει και ο Ταϊσίν και ανοίγει τα χέρια του περιμένοντας να τον αγκαλιάσω. Αυτός είναι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση εμφανισιακά. Έχει ακόμα και μια πληγή στο μέτωπό του που φαίνεται να αιμορραγεί ακόμα.
«Εμ, δεν νομίζω» του λέω με χαμόγελο.
«Καλά την άλλη φορά» λέει και κατεβάζει τα χέρια του στο πλάι. «Πολύς κόσμος βλέπω» λέει και φαίνεται να νιώθει λιγάκι αμήχανα. «Γεια σε όλους. Με λένε Ταϊσίν».
«Γειά σου Ταϊσίν» λέει η Άρια και κρύβεται πίσω από τον άντρα της με τον μικρό. «Τι είναι αυτό στην πλάτη σου;» ρωτά καχύπτοτα υποδεικνύοντας την βαλίστρα του.
«Α, αυτό» λέει ο Ταϊσίν και αρχίζει να τα χάνει υπό το καχύποπτο βλέμμα όλων όσων τον βλέπουν για πρώτη φορά. «Ε, είναι... όχι αυτό που φαίνεται... δηλαδή, αυτό είναι, αλλά...».
«Πρώτη φορά βλέπω Μαύρο Κυνηγό να τα έχει τόσο πολύ χαμένα»  λέει η Ρίκα κοροϊδεύοντάς τον. Ο Ταϊσίν ξεροκαταπίνει νιώθοντας ακόμα πιο άβολα και κοιτά τη Ρίκα σαν πληγωμένο κουτάβι. «Ο Ταϊσίν είναι φίλος της Ρέη. Του χρωστάμε πολλά»  σπεύδη να εξηγήσει η σκληροτράχηλη μάγισσα, επηρεασμένη από το πληγωμένο του βλέμμα.
Η Άρια και ο Πήτερ, που προφανώς είχαν καταλάβει από τη βαλίστρα τη φύση του, φαίνεται να χαλαρώνουν μετά τα λεγόμενα της Ρίκα.
«Θα σας πούμε την ιστορία μετά. Πάμε να ξυπνήσουμε τη Ρέη» λέει ο Κρις ανυπομονώντας να ξαναδεί την κοπέλα του.
«Ένα λεπτό Κρις. Δεν θα μας πείτε τι έγινε;» ρωτά ο Πήτερ, απευθυνόμενος και στους τέσσερις.
«Καλύτερα να ξυπνήσουμε τη Ρέη πρώτα. Μη τα λέμε όλα δυο φορές».
Η Άρια, αφού άφησε τον Μαξ στο δωμάτιό του, έφερε δυο μεταξωτά σεντόνια όπως μου είχε πει νωρίτερα ότι θα χρειάζονταν. Ο Τάι με τον αδερφό του άδειασαν το τραπέζι της κουζίνας και τα δυο κορίτσια άπλωσαν το ένα σεντόνι κάτω και άδεισαν προσεκτικά την τέφρα της νεκρής μάγισσας πάνω του, φτιάχνοντας μια ευθεία γραμμή από στάχτη κατά μήκος του σεντονιού.
«Ρίκα, θα μας κάνεις την τιμή;» λέει η Άρια στη μελαγχρινή κόρη της.
Η Ρίκα αφού παίρνει μια βαθιά ανάσα και ύφος δεκαπάντε καρδιναλίων μαζί, ανάβει ένα κερί και επικεντρώνει το βλέμμα της στη φλόγα του, λέγοντας το ξόρκι:
’’Από τον άδικο χαμό αυτή τη μάγισσα γλιτώστε
Πνεύματα καλοκάγαθα τη Φοίνικα αναβιώστε
Δώστε πνοή και υπόσταση στη στάχτη του κορμιού της
Δώστε της πίσω τη ψυχή και τη ροή του νου της
Μια ευκαιρία να ρθει ξανά στη μάχη να παλέψει
Να πάρει εκδίκηση γι’ αυτό ή και να συγχωρέσει’’.
Χιλιάδες μικρές φλογίτσες ξεπηδούν από το κερί που κρατά στα χέρια της και αφού ολοκληρώσουν τον μικρό στριφογυριστό χορό τους στον αέρα, προσγειώνονται και εναποθέτουν τη λάμψη τους πάνω στις στάχτες της νεκρής Φοίνικα, κάτω από το σεντόνι που τις σκεπάζει. Το φως που ξεπροβάλλει κάτω από το σεντόνι είναι τόσο έντονο, που με αναγκάζει να βάλω το χέρι μου μπροστά για να καλύψω τα μάτια μου. Παρόλαυτα η περιέργειά μου υπερισχύει όλων των άλλων, και προσπαθώ να δω τι συμβαίνει μέσα από τις χαραμάδες των δαχτύλων μου. Το φως πονάει τα μάτια μου αλλά νομιζω πως μπορώ να δω ένα σώμα να σχηματίζεται και να φουσκώνει κάτω από το δεύτερο μεταξωτό σεντόνι. Ουυυ, ανατριχιαστικό. Μου θυμίζει κάτι σε Φρανκενστάιν η όλη σκηνή!
Το ξόρκι ολοκληρώνεται σε λίγα μόλις λεπτά και το σώμα της Ρέη φαίνεται να έχει πάρει την τελική του μορφή μέσα σε αυτόν τον λιγοστό χρόνο. Το γεγονός της αφύπνισής της προδίδεται από τον τρόπο που κινείται το σεντόνι.
Το εκτυφλωτικό φως σβήνει απότομα και ο ανυπόμονος Κρίστοφερ πλησιάζει το τραπέζι. Έπειτα σιγά σιγά και σχεδόν ευλαβικά απομακρύνει το σεντόνι από το πρόσωπο της αγαπημένης του και με επιστρατεύοντας την πιο γλυκιά απόχρωση της φωνής του τη ρωτά:
«Αγάπη μου; Με αναγνωρίζεις;»
Η Ρέη, αφού ανοιγοκλείνει τα μάτια της δυο τρεις φορές για να τα προσαρμόσει στο φως της κουζίνας, ανασηκώνεται λίγο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να στηριχτεί στους αγκώνες της, κρατώντας το κεφάλι της ψηλά.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω αυτό το πρόσωπο» του απαντά εκείνη τελικά με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Από τώρα και για πάντα».
«Για πάντα μαζί».
«Αυτό είναι το συνθηματικό τους» ακούω τη φωνή της Κάρι να μου ψιθυρίζει στο αυτί. «Για να βεβαιωθούμε ότι η Ρέη γύρισε πραγματικά κοντά μας».
«Έξυπνο» σχολιάζω. Και πολύ γλυκό φυσικά.
«Χαίρομαι που είσαι και πάλι κοντά μας φίλη μου. Ελπίζω να με συγχωρέσεις» λέει ο Ταϊσίν απολογητικά.
«Φυσικά» του απαντά χωρίς δισταγμό η Ρέη. «Για να άφησες να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, είμαι σίγουρη πως δεν θα είχες άλλη λύση» του λέει καθησυχαστικά. «Απλά ελπίζω να βρούμε χρόνο για να με ενημερώσετε για όλα αυτά που έχασα στην πορεία».
«Αυτό αφήστε το πάνω μου»  λέει ο Κρις κεφάτα.
«Μη χάσεις» σχολιάζει και η Ρίκα.
Έπειτα, ο Κρίστοφερ και ο Τάι βοηθούν τη Ρέη να σηκωθεί από το τραπέζι τυλίγοντας τη γύμνια της προσεκτικά με το μεταξωτό σεντόνι που την σκέπαζε. Φυσικά δεν μπορώ να μην απορήσω με την ανοχή του Κρίστοφερ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν τον ενοχλεί που ο πρώην της κοπέλας του την βοηθά να καλύψει το γυμνό της κορμί;


Foni Nats