Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 16)

Πόσο περίεργα κι αδυσώπητα κυλάει συχνά η ρόδα του χρόνου… Εκεί που όλα δείχνουν τόσο όμορφα, τόσο ευτυχισμένα, που λες ότι δε θες τίποτα παραπάνω, ξαφνικά ανατρέπονται με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Και το 1921, φεύγοντας για να δώσει θέση στο μοιραίο διάδοχό του που θα  ’μπαινε σε κλίμα ευδαιμονίας, έφερε μια ανέλπιστη χαρά στην οικογένεια Σεκέρογλου.


Είκοσι πέντε του Νοέμβρη γιόρταζε η Κατίνα. Το βραδάκι μαζεύτηκαν στο σπίτι του Σίμου οι κοντινοί συγγενείς για να της ευχηθούν. Ανάμεσά τους κι η Μαρίτσα με τον Αντώνη, που διένυαν την πιο ευτυχισμένη ίσως περίοδο του γάμου τους, με τα παιδιά να έχουν αποδεχτεί πλήρως και να ’χουν αγαπήσει πράγματι τον άνδρα της ως πατέρα. Η τρυφερότητα κι η αφοσίωση που τους έδειχνε κι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά την ανταπέδιδαν, σαν να μην τα ’χε γεννήσει άλλος, είχε κάνει τις καρδιές όλων ν’ ανθίζουν με αγαλλίαση για το γύρισμα της τύχης της χαροκαμένης γυναίκας. «Της ήκαμε πολύ καλό τση Μαρίτσας μας τούτος ο γάμος… Ούτε κοράσι δεν ήταν τόσο γελαστή κι ορεξάτη!» σχολίαζε με θαυμασμό η θεία Σοφία. «Λες να τρέχει τίποτις;»

«Σώπα καλέ! Σ’ αυτή την ηλικία;» είπε η αδελφή της η Δόμνα. «Τήνε φτάνουν τα παιδιά τση, με το ’χει πει. Κι ο Αντώνης μαθές το ίδιο λέγει. Είναι καιρός τώρα δα για νταντέματα;»

Η Κατίνα άκουγε τη συζήτηση των θειάδων της και έχοντας πιάσει το υπονοούμενο της μεγαλύτερης, ένιωθε πως την αδικούσαν λίγο. Υπήρχαν γυναίκες που τεκνοποιούσαν και μετά τα σαράντα, φτάνοντας να ’χουν ένα λόχο παιδιά – δεν έλειπαν περιπτώσεις που στερνοπαίδι κι εγγόνι γεννήθηκαν μαζί! Πάντως εκείνη, αν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, θ’ αγαπούσε το νέο ξαδελφάκι της όπως και τα υπόλοιπα· ίσως και περισσότερο, διότι θα ήταν καρπός μιας ώριμης αγάπης.

Μόλις έπεσε για τα καλά η νύχτα και τα στόματα ζητούσαν να ευφρανθούν με το φαγητό, πήραν θέση στο πλουσιοπάροχο τραπέζι που είχε ετοιμάσει η κυρά Φωτεινή με τις δούλες της, επιστρατεύοντας όλη της την τέχνη και τη μαεστρία, για να μη λείψει κανένα λαχταριστό έδεσμα απ’ τη γιορτή της λατρεμένης της εγγονής. Μα πριν καλά καλά ξεκινήσουν το γεύμα, η Κατίνα είδε την όψη της θείας της να κιτρινίζει και να συσπάται, ενώ το ένα της χέρι κάλυψε το στόμα της και το άλλο έπιασε την κοιλιά της.

«Συγγνώμη…» ξεστόμισε βιαστικά η Μαρίτσα κι εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του διαδρόμου που χώριζε την τραπεζαρία και τη σάλα απ’ τα υπόλοιπα δωμάτια. Στο τραπέζι έπεσε μια βουβή αμηχανία. Η Σοφία κοίταζε εμβρόντητη ενώ η Δόμνα τη σκούντηξε ψιθυρίζοντας, η Κατίνα περιέφερε το βλέμμα της σε όλους ανήσυχη, ενώ το βλέμμα του Αντώνη πάνω στο κατακόκκινο από αγωνία πρόσωπό του είχε καρφωθεί στο μέρος όπου είχε καταφύγει η γυναίκα του. Ο Σπύρος κι η Σμαρώ αντάλλασσαν ψιθύρους μουδιασμένοι, κι η μικρή Παρίτσα με το ζόρι συγκρατούσε τα απορημένα της δάκρυα.

«Τι έχει η μανούλα, μπαμπά;» ρώτησε τον Αντώνη.

«Δεν ξέρω, γλυκιά μου… Δεν ξέρω» απάντησε μηχανικά εκείνος, προσπαθώντας αδέξια να την καθησυχάσει.

Η Μαρίτσα εμφανίστηκε ξανά στο τραπέζι την ώρα που η Κατίνα ήταν έτοιμη να σηκωθεί για να πάει να δει τι έπαθε. Ανάσαναν ανακουφισμένοι, χωρίς ωστόσο να απαλλαγούν απ’ την περιέργεια για το τι μπορεί να της συνέβη.

«Με τρόμαξες, γυναίκα… Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Αντώνης, πιάνοντας το χέρι της.

«Καλά είμαι…» αποκρίθηκε σιγανά η Μαρίτσα, μα η νεκρική χλομάδα που ’χε απλωθεί στο πρόσωπό της δεν έπειθε την Κατίνα, της οποίας το μυαλό ήδη έκλωθε σενάρια. Μόλις απόφαγαν, την πήρε παράμερα, δήθεν ότι ήθελε να της πει κάτι ιδιαίτερο.

«Θεία» μίλησε, περιβάλλοντας με το αριστερό της μπράτσο την πλάτη της. «Τι έχεις;»

«Τι να ’χω Κατινιώ μου; Ανακατεύτηκα λιγάκι…»

«Έτσι ξαφνικά; Εγώ ξέρω ότι με τσι μυρουδιές… - »

Έφραξε το στόμα της, βλέποντας τη Μαρίτσα να την κοιτάζει ένοχα. Κάτι σπινθήρισε μέσα της.

«Έλα θεία» την καλόπιασε. « Είμαι σχεδόν ενήλικη, μπορείς να μου λες τα πάντα!»

«Δίκιο έχεις Κατινάκι» ξεφύσησε η Μαρίτσα. «Μεγάλωσες κι εσύ, και τα βλέπεις ούλα…»    

«Λοιπόν; Θα μου πεις;» επέμεινε η Κατίνα.

«Θα σου πω» υποχώρησε η θεία της. «Νομίζω πως… είμαι έγκυος…»

Τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα της είδησης, την οποία ψέλλισε με συστολή εκείνη. «Θεία! Αυτό είναι υπέροχο!» έκανε ενθουσιασμένη.

«Υπέροχο; Τι λες τζιέρι μου; Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα; Άσε που δεν ηξεύρω και πως θα το πάρουν ο Σπύρος κι η Σμαρώ μου! Ντρέπουμαι, Κατίνα, ειλικρινά σ’ το λέγω!»

«Αχ θεία μου!» αναφώνησε συμπονετικά. «Μα είναι λόγος τούτος να ντραπείς; Ένα παιδί θα κάνεις! Θα φέρεις μια ζωή στον κόσμο! Χώρια που θα χαρεί κι ο θειος μου…»

«Έτσι λες;»

«Είμαι σίγουρη!» ανέκοψε για λίγο το χείμαρρο του λόγου της, σφίγγοντας τα χέρια της γυναίκας. «Σκέψου το λίγο… Δε λέω, τα ξαδελφάκια μου τον έχουν σαν πατέρα, όμως κι αυτός δε θα ’θελε νομίζεις ν’ αποκτήσετε μαζί ένα παιδί; Μη χολιάς λοιπόν. Θα χαρίσεις κι ένα αδέρφι στα παιδιά σου - αυτό που το βάνεις;»

Επεξεργαζόταν σιωπηλή η Μαρίτσα τα λόγια της ανιψιάς της. Σιγά σιγά, ο προβληματισμός της έμοιαζε να εξαφανίζεται και τη θέση του πήρε ένα αμυδρό μειδίαμα, που μεταμορφώθηκε σε χαμόγελο όλο βεβαιότητα. Φίλησε γρήγορα την ανιψιά της στο μάγουλο και πλησίασε τον άνδρα  της.

«Τι λένε ετούτοι στα μουλωχτά;» απόρησε η θεία Δόμνα.

«Θα δεις» της απάντησε η Κατίνα κι οι παρειές της ρόδιζαν από έξαψη.

«Αλήθεια λες; Θα γένουμε γονείς;» ακούστηκε τρεμάμενη η φωνή του Αντώνη, αποκαλύπτοντας πρόωρα το μυστικό.

«Τι λέτε καλέ; Ποιοι γονείς;» πετάχτηκε η Σοφία.

«Εμείς!» είπε δυνατά ο Αντώνης, αφού στράφηκε κατά μέτωπο των συγγενών της γυναίκας του. «Η Μαρίτσα… Είναι έγκυος!»

Ξαφνικά, σαν να πάγωσε ο χρόνος, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω στο ζευγάρι, που ’χε σταθεί όρθιο στο κέντρο της σάλας.

«Αδερφέ μου, αλήθεια λέγεις;» ρώτησε τώρα ο Σίμος.

«Ναι Σίμο μου!» αποκρίθηκε εκ μέρους του η Μαρίτσα. Και συνέχισε, κοιτώντας την ανιψιά της: «Η κόρη σου από δω το ’μαθε πρώτη…», κάνοντάς την να ορμήσει βουρκωμένη στην αγκαλιά της. Κι έδεσαν κατόπιν τα δάκρυα της χαράς τους με το σιρόπι του γλυκού που κέρασε τους πάντες η κυρά Φωτεινή, για τα καλωσορίσματα του νέου εγγονιού...

Οι μήνες συνέχισαν να κυλούν... Το Μάρτιο του 1922 η Κατίνα έγινε πλέον δεκαοκτώ ετών. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα ο υπουργός οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, σε μια ύστατη προσπάθεια να  ανορθώσει την οικονομία του κράτους, προχωρεί σε διχοτόμηση της δραχμής: το αριστερό τμήμα του χαρτονομίσματος εξακολούθησε να κυκλοφορεί στο ήμισυ της αξίας του, ενώ το δεξί ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Κι η κοπέλα απ’ την Ιωνία άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι κι η δική της ζωή διχοτομούνταν.

«Αχ τζιέρι μου!» μονολογούσε η κυρά Φωτεινή συχνά πλέκοντάς της την κοτσίδα. «Ημεγάλωσες κι εσύ! Σωστή γυναίκα γίνηκες!» Κι όταν τέλειωνε, την φιλούσε τρυφερά στο κούτελο λέγοντας:

«Να δώκει ο Θιός να σε καμαρώσω γλήγορα νυφούλα!» Κι ένα σύννεφο σκέπαζε την όψη της Κατίνας.

«Νενέ, δε θέλω να παντρευτώ» ομολόγησε κάποια στιγμή.

«Τι θα πει δε θες; Ούλες οι γυναίκες παντρεύουνται και κάμουνε παιδιά, αυτός είναι ο προορισμός μας!» αντέδρασε η ηλικιωμένη.

«Το ξέρω, νενέ. Μα δε νιώθω έτοιμη...»

«Εγώ στην ηλικία σου ήκαμα τη θειά σου τη Σοφία. Δεκαεφτά χρονώ με δώκανε στον παππού σου» είπε η κυρά Φωτεινή.

«Άλλα τα χρόνια σου, νενέ... Εγώ ακόμη δεν τέλειωσα το σχολείο. Κι εξάλλου, είναι κι ο πατέρας μου. Μόνο εμένα έχει, δε μπορώ να τον αφήσω μόνο του. Εκτός κι αν εκείνος... αποφασίσει να με διώξει...» κόμπιασε.  

«Να σε διώξει; Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε  η γιαγιά της. «Άκου εκεί να τη διώξει! Εσένα, μάτια μου, ο κύρης σου σ’ αγαπάει πιο πάνω απ’ τη ζωή του... Μη σκοτίζεσαι, τον καλύτερο θα σ’ εύρει! Άντε, άντε τώρα, πολλά είπαμε και θα χάσεις το μάθημα!»

«Και μ’ αυτόν που λαχταρά η καρδιά μου, τι θα γένει;» αναρωτήθηκε βουβά η Κατίνα, κοιτώντας το είδωλό της στον παλιό χρυσοποίκιλτο καθρέφτη και τα μάτια της θόλωσαν κρυφά. Πως θα βαστούσε άραγε ν’ απαρνηθεί την αγάπη της, να σβήσει τη φωτιά που έκαιγε μέσα στην ψυχή της δυο χρόνια ολόκληρα και να την παραδώσει κενή, ψυχρή, στα χέρια ενός συζύγου; Όχι, εκείνη μόνο το Μανώλη ήθελε για σύζυγο, το ’χε πάρει απόφαση. Κι αν ήταν γραφτό να μη τον έχει, τότε ας πέθαινε ή ας κλεινόταν σε μοναστήρι… 

«Λες να υπάρχει ελπίδα;» άλλαζε ενίοτε ρότα ο νους της. «Ο πατέρας μου με θέλει ευτυχισμένη…»  Και πάλι όμως, πόσο εύκολα θα δεχόταν ο Σίμος για γαμπρό του ένα φτωχό νέο, όσο άξιος και τίμιος να ήταν; Θα θυσίαζε άραγε τον πλούτο για την ευτυχία της μοναχοκόρης του, όπως είχε ήδη κάνει εκείνη ακολουθώντας την καρδιά της;

«Αν δε θέλει, θα κλεφτούμε!» πείσμωνε. «Και τότε να δεις πως θα θελήσει…»

Κι ενώ το κοριτσίστικο μυαλό βολόδερνε σ’ αυτές τις σκέψεις, στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ, όπου είχε σταλεί ο καλός της, οι στρατιώτες υφίσταντο διπλό πόλεμο: των ανθρώπων και της φύσης. Προχωρημένη άνοιξη πια, Μάιος μήνας, κι υπήρχαν φορές που το στράτευμα διαλυόταν, καθώς τα παλικάρια, μπουχτισμένα απ’ τις μάχες και τη στασιμότητα των τελευταίων μηνών, σκόρπιζαν στα γύρω δάση. Ξάπλωνε τότε ο Μανώλης στη χλόη μαζί με τον Ανέστη, έκλεινε τα μάτια του και ονειρευόταν. Έβλεπε τον εαυτό του και την Κατίνα, πιασμένους χέρι- χέρι, να τρέχουν στις Καμάρες όπως εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στην πρώτη αυγή του έρωτά τους, να τσαλαβουτούν ξένοιαστοι σαν παιδιά στα κρύα νερά του ποταμού Μέλητα κι ύστερα, πλημμυρισμένοι απ’ τον πόθο τους, να σμίγουν μέσα στη γαλήνια απεραντοσύνη της πλάσης, που οργίαζε κάτω και γύρω απ’ τα γυμνά, ιδρωμένα κορμιά τους...

«Πάλι ονειρεύεσαι;» τον συνέφερνε η φωνή του Ανέστη. «Ονειρέψου μπρε Μανωλιό, γιατί μόνο στα όνειρα μας βλέπω να γυρνούμε πια στα σπίτια μας και τσι δικούς μας... Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που βάνανε στρατηγό τον Χατζανέστη!» βλαστημούσε εκνευρισμένος. «Να τη βράσω τέτοια κεφαλή! Θα μας λιανίσουν οι Τούρκοι, έτσι μπουνταλάς κι ανίκανος που λεν’ πως είναι!»

 Ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού Γεώργιος Χατζηανέστης είχε πρόσφατα αναλάβει την ηγεσία της μικρασιατικής στρατιάς. Κι είχε δίκιο ο Ανέστης να μεμψιμοιρεί και να εξοργίζεται, όπως φάνηκε.

«Μην κλαίγεσαι μωρέ Ανέστη» του απαντούσε κάποιες φορές ο Μανώλης, προσπαθώντας να εμψυχώσει κι εκείνον και τον εαυτό του. «Θα νικήσομε, δεν είπαμε; Θα μπούμε στην Άγκυρα!» Άλλες πάλι έπεφτε σε περισυλλογή. Παρακαλούσε το Θεό να τους βοηθήσει να βγουν ζωντανοί απ’ την περιπέτειά τους, κι ακόμα τις πιο φορτισμένες ώρες, ευχόταν να συμβεί τελικά ένα θαύμα, για να μπορέσει να στεφανωθεί την καλή του και να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της. Ήταν το μόνο που του έδινε κουράγιο, αυτό κι η αγάπη των γονιών του, που τον χρειάζονταν πιο πολύ στον κόσμο.

Πίσω στον Μπουτζά, η Κατίνα αποφοίτησε με άριστα απ’ το Γυμνάσιο. Στη λιτή εκδήλωση που οργανώθηκε για την αποφοίτηση των κοριτσιών του Παρθεναγωγείου, ο Σίμος δε σταματούσε να καμαρώνει συγκινημένος το σπλάχνο του, που ετοιμαζόταν να μπει στο χορό της ζωής, με εφόδια τη μόρφωση και την ομορφιά της. Το πατρικό του φίλημα εκείνη τη μέρα φάνταζε πιο θερμό από ποτέ, κι όταν γύρισαν σπίτι τους καρφίτσωσε όλο περηφάνια το πτυχίο της κόρης του στον τοίχο πάνω απ’ το κρεβάτι της. Τόσο ευτυχισμένοι ένιωθαν πατέρας και κόρη, που δε μπορούσαν να διανοηθούν με τίποτα πως σύντομα θα χώριζαν...

Δεν πέρασαν λίγες μέρες κι η αναγγελία της γέννησης του ξαδέλφου της ήλθε να γιγαντώσει τη χαρά τους. Τρέξανε στο σπίτι των θείων της, όπου βρήκαν τη Μαρίτσα κατάκοπη, μα μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό της, να κρατεί στην αγκαλιά της φασκιωμένο το στερνοπαίδι της, και γύρω της τα δυο κορίτσια να προσπαθούν εκστασιασμένα να τ’ αγγίξουν, όσο τις άφηνε η μητέρα τους που έλεγε σιγαλά πως τα μωρά είναι ευαίσθητα. Απέθεσε προσεκτικά το νεογέννητο στα χέρια του Αντώνη, ο οποίος με τη σειρά του, ευλαβικά σαν να ’τανε κειμήλιο, το έδωσε στον Σίμο. Λύθηκαν τα γόνατα της Κατίνας στη θέα του μικρού πλάσματος που ήταν αίμα της... Οι παλάμες της το δέχθηκαν μυρμηγκιασμένες, κι αμέσως το ’κλεισε στα λεπτεπίλεπτα μπράτσα της που νόμιζε ότι θα σπάσουν με το βάρος του. Το έσφιξε στον κόρφο της, χαϊδεύοντας το μετωπάκι του, κι ένιωσε το μητρικό της ένστικτο ν’ αναδεύεται. Με το σφυγμό να χοροπηδάει, χάζεψε για μια στιγμή, φανταζόμενη πως το παιδί αυτό το ’ χε γεννήσει η ίδια, κι ήταν σπέρμα του Μανώλη...

«Τον ερωτεύτηκε το γιο μας η ανιψούλα» την πείραξε καλοκάγαθα ο Αντώνης κι η κοπέλα αναδύθηκε απότομα απ’ τις μύχιες σκέψεις της.

«Είναι υπέροχος» ψέλλισε και πλησίασε τη Μαρίτσα για να της τον επιστρέψει, διότι η μετακίνηση τον ξύπνησε κι είχε ανησυχήσει. Η θεία της χαμογέλασε βαθιά, βλέποντας την έκφρασή της.

«Κατινιώ μου, θες να τον βαφτίσεις;» πρότεινε απλά και το μαυράδι των ματιών της Κατίνας άνοιξε διάπλατα.

«Εγώ;» άρθρωσε έκπληκτη.

«Ναι, κορίτσι μου, εσύ! Τι καλύτερο;» επέμεινε η Μαρίτσα. 

Τους κοίταξε όλους ένα προς έναν, περιμένοντας τη συναίνεση. «Κάμε το, κόρη μου. Είναι ευλογία» την παρότρυνε ο Σίμος. Ο Αντώνης έγνεψε καταφατικά με το βλέμμα, τα γελαστά πρόσωπα των τριών ξαδελφιών της έκαμψαν, τέλος, κάθε αμφιβολία.

«Θα το βαφτίσω!» δήλωσε κι έπεσε στην αγκαλιά της θείας της, που την φίλησε συγκινημένη.

«Γιούπι! Η Κατίνα μας ξαδερφονονά!» φώναξε η Παρίτσα χτυπώντας τα  χεράκια της.

Κι έτσι, στο κατώφλι της ενηλικίωσής της, η Κατίνα απέκτησε νέο ξάδελφο κι αναδεξιμιό μαζί, ενώ ο δεκατετράχρονος Σπύρος, η δωδεκάχρονη Σμαρώ κι η δεκάχρονη Παρίτσα ένα αδελφάκι, που το πρόσεχαν και τ’ αγαπούσαν ως κόρη οφθαλμού. Μια Κυριακή στα τέλη του Ιούλη έγινε η βάπτισή του, κι έλαβε τ’ όνομα του επίσης εκλιπόντος πατέρα του Αντώνη, Κωνσταντίνος. Κοντά τους βρισκόταν κι η οικογένεια Κοτζαμπάσογλου, με τη Βαγγελιώ να μακαρίζει συνεχώς τη φίλη της για τη διπλή της τύχη. Δεν μπορούσε όντως η Κατίνα να περιγράψει τη χαρά της, καθώς νανούριζε το βαφτιστήρι της ντυμένο στα λευκά εμφώτια. Κι ήταν δώρο Θεού που πρόλαβε να συνταχθεί με το Χριστό ο μικρός Κωνσταντίνος Χατζηγιάννογλου.

Διότι εκείνο το καλοκαίρι του 1922 προμήνυε ήδη τη σκοτεινιά του φθινοπώρου του κι ας μην το ’χε αντιληφθεί η νεαρή κοπέλα. Οι αυξανόμενες  φήμες ότι Έλληνες στρατιώτες λιποτακτούσαν, προσπαθώντας να φτάσουν πρώτοι στα παράλια για να διαφύγουν τον κίνδυνο των Τούρκων, ούτε που άγγιζαν τ’ αυτιά της. Και θα συνέχιζε να ζει ατάραχη πριν τη μεγάλη έκρηξη, αν εκείνο το ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα δεν τους επισκεπτόταν ο Κοσμάς Μπαξεβάνογλου, με μια πρόταση που αναστάτωσε σφοδρά τον ψυχικό της κόσμο...


Λίνα Δώρου