Βρήκε την Αρετή να βηματίζει
νευρικά πάνω κάτω στο σαλόνι. Από το ύφος της καταλάβαινε πως τα λόγια αγάπης
που της είχε απαγγείλει την είχαν καλμάρει, αλλά μόνο προσωρινά.
-Νόμιζα πως το είχες κόψει... της
είπε βλέποντας την με το τσιγάρο στο χέρι.
Εκείνη τον κοίταξε και το έσβησε
στο τασάκι δίπλα της.
-Κι εγώ νόμιζα πως, μετά την
τελευταία μας κουβέντα, θα ήσουν πιο συνεπής! είπε εμφανώς εκνευρισμένη.
Την πλησίασε από πίσω, την
αγκάλιασε και φίλησε τον γυμνό της λαιμό.
-Καινούργιο άρωμα; της ψιθύρισε
στο αυτί.
-Αλέξανδρε! του φώναξε τινάζοντας
τα χέρια του από πάνω της. Η ώρα έχει πάει ήδη δώδεκα και ξέρεις πως ο μπαμπάς
εκνευρίζεται όταν δεν είσαι συνεπής!
Σήκωσε τα χέρια του σε αμυντική
στάση.
-Εντάξει, εντάξει... είπε
απολογητικά. Δώσε μου πέντε λεπτά να αλλάξω και θα φύγουμε.
Έκανε να την φιλήσει μα τον
απέφυγε.
-Τελείωνε να χαρείς!
Ήταν ακόμη ένα από εκείνα τα
κυριακάτικα γεύματα που σιχαινόταν, μα έκανε το χατίρι της Αρετής. Παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του καθώς
οδηγούσε, πώς διαγράφονταν στο στενό της φόρεμα το καλλίγραμμο κορμί της, τα
ψηλά της πόδια, το μεγάλο της μπούστο. Χαμογέλασε
αυτάρεσκα.
Εκείνη δεν τον πρόσεχε, μιλούσε στο κινητό της
και χειρονομούσε έντονα. Μαζί με τον πατέρα της, έναν αδίστακτο άνθρωπο σε ότι
αφορούσε την δουλειά και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους γενικότερα,
διεύθυναν μια επιχείρηση κτηματομεσιτικών συναλλαγών. Στο πατρικό της, ήρθε
αντιμέτωπος με το βλέμμα της μητέρας της, της Αμαλίας, που τους υποδέχτηκε με
ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Φίλησε την Αρετή και αγνόησε επιδεικτικά εκείνον.
Ποτέ δεν δέχτηκε το γεγονός πως η κόρη της τα έφτιαξε μ’ έναν απλό δάσκαλο και
όχι με κάποιον της σειράς τους. Ο Αλέξανδρος δεν της έδωσε σημασία και
προχώρησε στο εσωτερικό. Στο μεγάλο σαλόνι βρίσκονταν καθισμένοι η Χριστίνα, η
μικρότερη αδερφή της, και ο πατέρας της, ο Παύλος Κομνηνός. Ο πατέρας της
Αρετής ήταν μια έντονα επιβλητική μορφή, κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί ο
Αλέξανδρος.
Η Χριστίνα κούνησε το χέρι της
χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το κινητό, ενώ ο πατέρας της την αγκάλιασε
εγκάρδια ενώ έκανε μια δυνατή χειρονομία στον Αλέξανδρο. Πέρασαν κατευθείαν
στην τραπεζαρία.
-Έμαθα πως κληρονόμησες τελικά το
σπίτι της Simone. του
είπε ο Παύλος.
-Ναι και, μάλιστα, είχα περάσει
σήμερα από εκεί πριν έρθουμε. Είναι σε αρκετά καλή κατάσταση, παρά την ηλικία
του.
-Θα μπορούσα να βοηθήσω να πιάσει
καλή τιμή, αν θέλεις να το πουλήσεις.
Ο Αλέξανδρος κούνησε τα χέρια.
-Δεν έχω τέτοια πρόθεση. Έχει
συναισθηματική αξία για μένα...
Η Αμαλία γέλασε χαιρέκακα, πράγμα
που έκανε τον Αλέξανδρο να νιώσει ενοχλημένος.
-Αν είναι δυνατόν! είπε πίνοντας
από το κρασί στο ποτήρι της. Να δένεσαι συναισθηματικά με τα τσιμέντα και τα
τούβλα! Προσωπικά, το βρίσκω πολύ ανόητο να δένεσαι με ο,τιδήποτε, άψυχο ή
έμψυχο.
-Μητέρα! έκανε η Χριστίνα μα
εκείνη αδιαφόρησε.
Ο Αλέξανδρος προσπέρασε την
έμμεση σπόντα και συνέχισε.
-Σκεφτόμουν πως, με προσωπική
εργασία, θα μπορούσα να το φτιάξω. Ίσως να το νοικιάζαμε, για ένα επιπλέον
εισόδημα. Τι λες; είπε γυρνώντας προς την Αρετή.
Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους
ώμους της.
-Κάνε ότι θες. Προσωπικά, πιστεύω
πως με την εγκληματικότητα της περιοχής θα δυσκολευτείς αρκετά να το
νοικιάσεις.
-Καταραμένοι μετανάστες... είπε η
μητέρα της Αρετής σιγά, καθώς έσπρωχνε από μπροστά της το σχεδόν ανέγγιχτο
πιάτο της. Όλοι αυτοί οι καταραμένοι, είναι σαν αρρώστια, σαν μάστιγα και σαν
μια τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
-Νομίζω ότι υπερβάλλεις. Είναι
απλά κατατρεγμένοι άνθρωποι που έφυγαν να γλιτώσουν.
-Ηλίθιοι ιδεολόγοι! Εσείς
καταστρέψατε την χώρα...
-Αμαλία, νομίζω πως παραφέρεσαι!
παρενέβη ο Παύλος.
Η γυναίκα του δεν του απάντησε.
Αντ’ αυτού, ξαναγέμισε το ποτήρι της.
-Το μόνο κακό που έκανε ο πατέρας
της καημένης της Simone,
είπε προσπαθώντας να κρατήσει σταθερά το χέρι της, ήταν που δεν κατάφερε να
τους ξεκάνεις όλους αυτούς τους βρωμιάρηδες.
-Μητέρα, για το Θεό πια! την
επέκρινε η Αρετή, μα εκείνη την αγνόησε εντελώς.
Ο Αλέξανδρος άφησε το πιρούνι του
στο τραπέζι και, προσπαθώντας να συγκρατήσει την αγανάκτηση του, ζήτησε να τον
συγχωρέσουν και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Θα σου τηλεφωνήσω... είπε στην
Αρετή φιλώντας την στο μάγουλο.
Μπήκε στο αμάξι κι έβαλε μπρος.
Άνοιξε το παράθυρο και αφέθηκε στην απόλαυση της διαδρομής. Την τελευταία
στιγμή, άλλαξε γνώμη και έβαλε ρότα για το σπίτι της γιαγιάς του. Δεν το είχε
σκοπό, μα ξάφνου του είχε φανεί καλή ιδέα. Δεν ήταν μακριά.
Έσπρωξε την παλιά ξύλινη πόρτα
και τα νοσταλγικά αρώματα του παρελθόντος ξαναήρθαν στην μύτη του. Χάιδεψε τα
παλιά, φθαρμένα, ξύλινα έπιπλα και οι αναμνήσεις ζωντάνεψαν. Ο παππούς του, ο
Αλέξης, ήταν φημισμένος μαραγκός και ήταν εκείνος που του είχε μεταδώσει το
μικρόβιο για την τέχνη αυτή. Πότε όμως δεν ασχολήθηκε πραγματικά με αυτό του το
πάθος... Προτίμησε την σίγουρη καριέρα του δασκάλου.
Περιηγήθηκε στα δωμάτια. Στο
μεγάλο υπνοδωμάτιο, στο βάθος του χολ, η παλιά κουνιστή πολυθρόνα της Simone ήταν γυρισμένη προς το
παράθυρο. Πόσες ώρες την έβλεπε να κάθεται εκεί, να αγναντεύει από το ανοιχτό
παραθύρι σαν να περίμενε κάποιον που ποτέ δεν ερχόταν. Ένα γλυκόπικρο
συναίσθημα τον κατέκλυσε. Προσπάθησε να χαμογελάσει.
Πιο ‘κει, δίπλα στην πόρτα, η
μεγάλη, σκαλιστή, δίφυλλη ντουλάπα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Την άγγιξε κι
ένιωσε τα ανάγλυφα χειροποίητα σχέδια. Περιπλανήθηκε στο εσωτερικό της με
περιέργεια. Πέρα από τα φουστάνια και τα κουτιά με τα παπούτσια και τα ρούχα,
στο επάνω ράφι βρήκε κάτι που του τράβηξε το ενδιαφέρον. Το έπιασε με προσοχή
και το απίθωσε πάνω στο κρεβάτι.
Μπροστά του είχε ένα κόκκινο,
ξύλινο κουτί, μια θήκη βιολιού από σφεντάμι, με χαραγμένα πάνω του τα αρχικά A.F.