Άνοιξε τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτε.
Ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Τα χέρια της γλίστρησαν αυτόματα στο στήθος της.
Ένιωθε αφόρητο πόνο, σαν κάποιος να της είχε ξεριζώσει την καρδιά.
«Κίαν!» φώναξε και σηκώθηκε απότομα.
«Ηρέμησε!» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Η Φιντέλμα κοίταξε τριγύρω ανήσυχη.
«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε φοβούμενη ότι ερώτησή της θα έπεφτε στο κενό.
Σύντομα, υπό το χλωμό φως ενός κεριού, αντίκρισε την όψη
ενός άντρα γύρω στα τριάντα, με μακριά, καστανά μαλλιά πιασμένα πίσω, καστανά
γένια και καφετιά, αδιαπέραστα μάτια.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ξανά.
«Σιωπή» αποκρίθηκε ο άντρας και κάθισε δίπλα της.
Κοίταξε ολόγυρα. Στο αμυδρό φως του κίτρινου κεριού,
μπόρεσε αυτή τη φορά να διακρίνει ένα ακατάστατο, μικρό δωμάτιο.
Συνειδητοποίησε πως ήταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα σκληρό ντιβάνι. Στον απέναντι
τοίχο βρισκόταν ένα αντρικό πορτρέτο. Ο άντρας έμοιαζε εκπληκτικά σε αυτόν που
εκείνη τη στιγμή καθόταν δίπλα της, μόνο που φαινόταν κάπως διαφορετικός. Τα
καστανά του μάτια ήταν φωτεινά και διάβαζε κανείς μέσα τους την ομορφιά της
καρδιάς του. Αντιθέτως, τα μάτια του άντρα
στον οποίο ανήκε η φωνή, ήταν ψυχρά και αδιαπέραστα. Στοιχημάτισε πως κανείς
δεν μπόρεσε ποτέ να τα διαβάσει.
«Πώς βρέθηκα εδώ;» ρώτησε, αλλά ο άντρας την αγνόησε.
Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά ήταν αδύνατον. Στηρίχτηκε στα χέρια της για να
ανασηκωθεί αλλά ο πόνος την χτύπησε τόσο δυνατά που σωριάστηκε πάλι πίσω.
«Μείνε ακίνητη» είπε αυστηρά ο ξένος και της πρόσφερε ένα
μικρό γυάλινο μπουκάλι. «Πιες»
Η Φιντέλμα τον κοίταξε καχύποπτα. Μπορεί να μην θυμόταν
τι της είχε συμβεί, αλλά κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν έπρεπε να τον
εμπιστευτεί.
«Πιες» επέμεινε.
«Όχι αν δεν μου απαντήσεις» αποφάσισε.
Ο άντρας άφησε το μπουκάλι στο έπιπλο τουαλέτας δίπλα της
και σηκώθηκε. «Όταν ο πόνος γίνει αφόρητος, θα αναγκαστείς να το πιεις. Αλλιώς
δεν θα ζήσεις για πάνω από μισή ώρα» είπε ξερά και βγήκε από το δωμάτιο,
κλείνοντας την πόρτα με κρότο.
Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιξε. Η Φιντέλμα βυθίστηκε στα
μαξιλάρια του ντιβανιού. Ψιθύρισε το ξόρκι αδύναμα και μέσα από τις παλάμες της
ξεπήδησε ένα δυνατό λευκό φως. Μέσα από αυτό, φάνηκε η μορφή ενός αγοριού.
Ήταν μόνος του και μετρούσε τα αστέρια. Ήταν βρώμικος,
πεινασμένος και τουρτούριζε από το κρύο. Τα μάτια του ήταν θαμπά και μια
θάλασσα από δάκρυα ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Η πόρτα της καλύβας του άρχισε
χτυπάει, καθώς την έδερνε ο άνεμος. Το κρύο έμπασε μέσα για τα καλά και έσβησε
το μοναδικό κερί που έδινε φως. Το παιδί το κατάπιε το σκοτάδι.
Η Φιντέλμα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε ξανά το
ακατάστατο δωμάτιο. Η φλόγα του κεριού κόντευε να σβήσει. Ο πόνος στο στήθος της
δυνάμωσε, ήταν αδύνατον να τον αντέξει. Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια, ένας λυγμός
βγήκε από τα στήθια της. Το μπουκάλι γυάλιζε κραυγαλέα πάνω στο έπιπλο, σαν να
την προκαλούσε.
Τα χέρια της στάθηκαν στην καρδιά της, και αυτή τη φορά,
της φάνηκε πως έπιασε κάτι υγρό, παγωμένο. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της.
Ήταν λερωμένα με αίμα· το δικό της αίμα. Λαμπύριζε παγωμένο στα χέρια της, σαν
ρευστός χρυσός. Κοίταξε έντρομη γύρω της. Στην τουαλέτα στον ανατολικό τοίχο
του δωματίου, δίπλα από μια ασημένια κανάτα, βρισκόταν ένα βέλος με κοφτερή,
γυάλινη αιχμή, από την οποία έσταζε ένα χρυσό, υγρό υλικό.
Εν ριπή οφθαλμού τα θυμήθηκε όλα. Είχε βρεθεί σε εκείνο
το ελατόδασος και τραγουδούσε τα παραδοσιακά τραγούδια των Ευχών για να μην
νιώθει μοναξιά. Και ξαφνικά, άκουσε τις τρομερές κραυγές των Σνάουας, και πριν
το καταλάβει, ένα βέλος ερχόταν καταπάνω της. Και σε λίγες στιγμές, το
ανθρώπινο όπλο την είχε χτυπήσει.
Θυμήθηκε τον τρόπο που την κοιτούσαν εκείνα τα καστανά
ανθρώπινα μάτια. Τόσο αδιαπέραστα και ζοφερά, δεν μπορούσε να δει μέσα τους.
Έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε από το ντιβάνι με την καρδιά
της να σφυροκοπά, με το φόρεμά της να ραίνεται με αίμα. Περπάτησε στο δωμάτιο
σφαδάζοντας από τον πόνο. Άρπαξε το γυάλινο μπουκάλι και τράβηξε την πόρτα προς
τα έξω. Για καλή της τύχη δεν ήταν κλειδωμένη.
Σύρθηκε στο διάδρομο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, περπάτησε
στα τυφλά τοίχο – τοίχο, πέρασε μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους φορτωμένους με
σκουριασμένα ασημικά και σκονισμένα πορτρέτα, και τότε άκουσε μια παράξενη
μελωδία. Η μουσική ερχόταν από τον κάτω όροφο. Γλίστρησε στην σκάλα και
κατέβηκε σιωπηλή. Πλησίασε το δωμάτιο από όπου ακουγόταν η μουσική και
αφουγκράστηκε, κρατώντας την ανάσα της.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά δεν τολμούσε να κοιτάξει.
Παρατήρησε πως στον τοίχο ήταν κρεμασμένος ένας μεγάλος καθρέπτης. Μέσα του
καθρεπτιζόταν το εσωτερικό του δωματίου από το οποίο ερχόταν η μουσική. Ο ξένος
άντρας καθόταν σε μια πολυθρόνα με το πρόσωπο χωμένο σε ένα χοντρό βιβλίο. Λίγα
μέτρα μακριά του, ένα περίεργο, ανθρώπινο μουσικό όργανο έπαιζε μόνο του.
Κοίταξε το διάδρομο. Στο βάθος του υπήρχε μια βαριά,
κλειστή πόρτα. Ευχήθηκε να ήταν εκείνη που θα την οδηγούσε στην ελευθερία.
Κατάπιε έναν λυγμό πόνου με το χέρι της στα χείλη και έσφιξε το γυάλινο
μπουκάλι στα χέρια της, προσεύχοντας να ήταν το αντίδοτο και όχι κάποιο
φαρμάκι.
«Ο Κίαν είναι ζωντανός…» σκέφτηκε. «Αυτό έχει σημασία. Θα
τρέξω γρήγορα, θα ανοίξω την πόρτα, και σύντομα θα βρεθώ δίπλα του. Όλα θα πάνε
καλά»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έτρεξε προς την έξοδο, γρήγορα σαν
τον άνεμο. Τράβηξε το χερούλι της πόρτας με δύναμη, αλλά αυτό έμοιαζε
πετρωμένο. Φοβισμένη έκανε κάποιες ακόμα απελπισμένες προσπάθειες, ενώ με τρόμο
συνειδητοποίησε πως η μουσική είχε σταματήσει.
«Δεν θα το επιχειρούσα αυτό αν ήμουν στη θέση σου!» ακούστηκε
η φωνή του άγνωστου στην άλλη άκρη του διαδρόμου.
Η πόρτα άνοιξε επιτέλους με ένα υπόκωφο τρίξιμο. Η
Φιντέλμα κοίταξε πίσω της. Ο άντρας την κοιτούσε σοβαρός κάτω από έναν αναμμένο
πυρσό. Το πρόσωπό του ήταν μισό κρυμμένο στις σκιές και μισό ζωγραφισμένο από
τις κόκκινες, κυματιστές φλόγες.
Έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η πόρτα πίσω της έκλεισε με
κρότο και εκείνη άρχισε να τρέχει στο χιόνι. Έτρεχε ασταμάτητα, χωρίς να δίνει
σημασία στην καρδιά της που πονούσε. Χωρίς να σταματά, γύρισε να κοιτάξει πίσω της.
Κανείς δεν την ακολουθούσε. Τότε σκόνταψε πάνω σε μία ρίζα που προεξείχε και
σωριάστηκε. Το μπουκάλι της έπεσε από τα χέρια και το περιεχόμενό του χύθηκε
στο χιόνι.
«Όχι!» ψέλλισε σκεπτόμενη πως αν αυτό το παρασκεύασμα
ήταν πράγματι αντίδοτο, όπως εκείνος ο άντρας υποστήριζε, τότε η τύχη είχε
πάψει να της χαμογελά.
Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά είχε χτυπήσει άσχημα το πόδι
της και ο πόνος της πληγωμένης της καρδιάς μεγάλωνε ολοένα. Σκέφτκε πως η μόνη
της ελπίδα ήταν να κάνει το μεγάλο ξόρκι, να ανοίξει πύλη σε κάποιο από τα
δέντρα για να γυρίσει πίσω, στις αδερφές της, που θα την θεράπευαν αμέσως.
Έτσι όμως δεν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω στον κόσμο των
ανθρώπων και το μικρό αγόρι θα έμενε μόνο του.
«Όχι, δεν θα το αφήσω να συμβεί αυτό» είπε αποφασιστικά
και στηρίχτηκε στους τρεμάμενους αγκώνες της. Μάζεψε τις τελευταίες της
δυνάμεις και σύρθηκε στο χιόνι. Πριν όμως προλάβει να κάνει οτιδήποτε, φύσηξε
ένας άνεμος τόσο δυνατός, που παρέσυρε το πέπλο της και άφησε τα στιλπνά μαλλιά
της γυμνά. Κοίταξε πάνω και στα μάτια της καθρεπτίστηκε ένας φόβος, που
εφάμιλλός του είναι μόνο εκείνος του θανάτου.
Ένας πελώριος μαύρος δράκος ταλάντευε τα μαυριδερά φτερά
του και την κοιτούσε με τα χρυσά, όμοια με φιδιού μάτια του. Πριν προλάβει να
αντιδράσει, χαμήλωσε στη γη, την άρπαξε με τα νύχια του και έπειτα πέταξε ξανά,
προς το ζοφερό κάστρο του κυνηγού της Χάνταπ.
***
«Σε προειδοποίησα… Στη θέση σου δεν θα επιχειρούσα κάτι
τέτοιο» είπε ο κυνηγός, μόλις η Φιντέλμα άνοιξε τα μάτια της.
Βρισκόταν και πάλι πίσω στο κάστρο, αλλά αυτή τη φορά δεν
ήταν στο ακατάστατο δωμάτιο με το σκληρό ντιβάνι. Ήταν ένα σκοτεινό μέρος,
γεμάτο υγρασία και μούχλα. Μύριζε απαίσια· ακόμα πιο απαίσια όμως, ήταν η όψη
του δωματίου που αντίκρισε μόλις η μικρή φλόγα του κεριού που άναψε ο άντρας
της επέτρεψε να δει.
Σκουριασμένα κλουβιά, χυμένα στο πάτωμα, άλλα μικρά και
άλλα μεγαλύτερα, πιθάρια πασπαλισμένα με μια χοντρή κουβέρτα σκόνης,
αναποδογυρισμένα και ραγισμένα, ενώ μια υποψία ξεραμένου αίματος στους τοίχους,
ήταν τα μοναδικά στολίδια του δωματίου.
«Με κυνήγησες…» είπε η Φιντέλμα κουρασμένα. «Με χτύπησες
και με έκλεισες εδώ μέσα…»
Ο άντρας άκουγε σιωπηλός, ενώ βουτούσε ένα πανί σε μία
σκάφη γεμάτη με παχύρευστο υγρό. Ύστερα άφησε το βρεγμένο πανί πάνω στην πληγή
της και την κοίταξε σκληρά.
«Τι σου έχω κάνει;» ρώτησε εκείνη βήχοντας, ενώ τα μάτια
της έκλειναν από τον πόνο. Βλέποντας πως εκείνος δεν απαντούσε, σταμάτησε να
μιλά και γύρισε το βλέμμα της στον μουχλιασμένο τοίχο.
«Σε προειδηποίησα. Δεν μπορείς να φύγεις. Το βέλος που σε
πέτυχε ήταν ποτισμένο με μαγικό δηλητήριο. Τώρα πια ανήκεις σε μένα» είπε και
περίμενε την απάντησή της. Η Ευχή συνέχιζε να κοιτά ανέκφραστη τον τοίχο. «Δεν
μπορείς να φύγεις» Πήρε στα χέρια του ένα αντικείμενο και της το πρόσφερε.
Η Φιντέλμα το κοίταξε. Ήταν το ίδιο γυάλινο μπουκάλι,
μόνο που ήταν ξανά γεμάτο. Δεν το ακούμπησε. Ο άντρας το άφησε στο πάτωμα του
κελιού και έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα.
«Αν δεν πάρεις το αντίδοτο, σε λίγα λεπτά θα είσαι νεκρή.
Εσύ αποφασίζεις» είπε πίσω από τα κάγκελα του μικρού παραθύρου της πόρτας, και
ύστερα χάθηκε.
Η Φιντέλμα κοίταξε το μπουκάλι. Δεν φαινόταν να έχει
πολλές επιλογές. Αν ήταν δηλητήριο, θα πέθαινε και η ευχή του Κίαν θα έμενε
ανεκπλήρωτη. Αν ήταν αντίδοτο, εκείνη θα ζούσε και θα της απέμεναν λίγες
ελπίδες για να εκλπηρώσει την αποστολή της. Έσφιξε τα δόντια της καθώς ένιωθε
τον πόνο στην καρδιά της να δυναμώνει, σαν να την τρυπούσε κάποιος με μια
μεγάλη λόγχη.
Πήρε αποφασισμένη το μπουκάλι στα χέρια της. Άνοιξε το
πώμα του και έφερε το στόμιο στα χείλη της. Το περιεχόμενο κύλησε στο στόμα της
και η πικρή του γεύση έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί. Μόλις άδειασε το
μπουκάλι, σύρθηκε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε με την πλάτη στον τοίχο.
Έβγαλε το βρεγμένο πανί από πάνω της και με έκπληξη
κατάλαβε πως η πληγή της είχε κλείσει. Το πέταξε στην άκρη και έκλεισε τα
μάτια, ακουμπώντας το κεφάλι της στα μπράτσα της.
Όταν η βαριά πόρτα του κελιού άνοιξε ξανά, είχε έρθει το
πρωί. Η Φιντέλμα σήκωσε τα βλέφαρά της βαριά. Διαπίστωσε με κάποια ελπίδα να
φτερουγίζει στην καρδιά της, πως ήταν ακόμη ζωντανή. Ο άντρας μπήκε σιωπηλός
στο κελί και πήρε το βρεγμένο πανί και το κερί που είχε σωθεί και έφυγε. Σε
λίγο ξαναγύρισε και είχε μαζί του έναν δίσκο με ανθρώπινο φαγητό που
παραδέχτηκε πως μύριζε κάπως ωραία. Δίπλα από το φαγητό, ένα ασημένιο ποτήρι με
πορφυρό περιεχόμενο μύριζε θεσπέσια.
Μόλις έφυγε και πάλι σιωπηλός, η Φιντέλμα πήρε το ποτήρι
και το έφερε κάτω από τη μύτη της. Ήταν φίον, κόκκινο κρασί με μέλι, ένα από τα
ελάχιστα παρασκευάσματα των ανθρώπων που ευχαριστούσε τις Ευχές, όπως και όλες
τις νεράιδες. Η Φιντέλμα, νιώθοντας εξαντλημένη, ήπιε δύο γουλιές και το άφησε
στη θέση του.
Έπειτα από λίγες ώρες, ο άντρας γύρισε για να πάρει το
δίσκο. Όταν είδε πως ήταν γεμάτος, γύρισε στο μέρος της. «Δεν έφαγες» είπε. Η
Φιντέλμα δεν απάντησε. Εκείνος άφησε τον δίσκο στο πάτωμα και έκανε να φύγει.
«Οι Ευχές δεν χρειάζονται ανθρώπινη τροφή για να ζήσουν.
Αντίθετα, μια Ευχή δύσκολα επιβιώνει χωρίς το μαντίλι της» είπε εκείνη.
Ο κυνηγός κοντοστάθηκε. Γύρισε και κοίταξε τα λυτά μαλλιά
της, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
«Δεν μας αρκεί το ανθρώπινο φαγητό για να ζήσουμε εδώ»
επανέλαβε εκείνη. «Χωρίς το πέπλο μας είμαστε αδύναμες»
Ο κυνηγός έφυγε αμίλητος. Η Φιντέλμα κοίταξε ανήσυχη τον
δίσκο της. Αν ο άντρας δεν της έφερνε το πέπλο της, δύσκολα θα άντεχε έτσι
απροστάτευτη για πολύ. Δεν ήταν άγνωστο στους μαγικούς κόσμους, όπως στο
Άισλιγκ, ότι τα μαντίλια των νεράιδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις ψυχές
τους. Αν λοιπόν το πέπλο της χανόταν ή καταστρεφόταν, τότε εκείνη θα χανόταν
μια για πάντα από τον κόσμο.
Θα πρέπει να είχαν περάσει ώρες από τότε που έφυγε, γιατί
όταν γύρισε έμοιαζε εξουθενωμένος. Τα ρούχα του ήταν βρεγμένα, τα μαλλιά του
κάτασπρα από το χιόνι που έλιωνε αργά, το πρόσωπό του κατακόκκινο από το κρύο.
Πλησίασε και έτεινε το χέρι του προς εκείνη. Το λευκό ύφασμα που κρατούσε
γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα. Έφυγε χωρίς να πει λέξη.
Η Φιντέλμα αντίκρισε έκπληκτη το πέπλο της. Το μάζεψε από
το πάτωμα χωρίς να πιστεύει τα μάτια της. Μπορεί να ήταν μουσκεμένο και
παγωμένο από το χιόνι, αλλά ήταν το δικό της πέπλο.
«Σε ευχαριστώ» είπε και το φόρεσε.
Ο κυνηγός στάθηκε και την κοίταξε από την άλλη μεριά της
πόρτας. Κάτι στην έκφρασή του φανέρωσε μία υποψία έκπληξης, ύστερα όμως πήρε το
γνώριμο, αδιευκρίνιστο ύφος του.
Το βράδυ, άνοιξε και πάλι την πόρτα για να της φέρει
τροφή. Είχε γεμίσει και πάλι ένα ποτήρι με φίον. Άφησε τον δίσκο και πήγε να
φύγει, μα η Φιντέλμα τον σταμάτησε.
«Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ γιατί είμαι εδώ;»
ρώτησε.
Ο κυνηγός την κοίταξε με το παγωμένο βλέμμα του.
«Δεν μπορώ να φύγω, όπως είπες και εσύ… Άρα δεν υπάρχει
λόγος να μου το κρατάς μυστικό. Άλλωστε, κάποια στιγμή θα το μάθω»
Ο άντρας ζύγισε την Ευχή με το βλέμμα του. Φάνηκε να
σκέφτεται κάτι, έπειτα μίλησε.
«Δεν έχεις καταλάβει τίποτε, έτσι;» Το βλέμμα του ήταν
πιο αιχμηρό και από το βέλος που είχε τρυπήσει την καρδιά της.
Η Φιντέλμα κούνησε το κεφάλι.
«Θα σε πουλήσω στην αγορά του Ντόνα. Θα πιάσεις πάνω από
εκατό χρυσά. Ίσως και λίγα ρουμπίνια»
Η Φιντέλμα δεν αντέδρασε. Φάνηκε να μην τον πιστεύει. Ο
άντρας όμως έμοιαζε να μιλάει σοβαρά.
«Θα με πουλήσεις;» είπε δύσπιστα.
«Ναι»
Η Φιντέλμα κούνησε το κεφάλι. «Όχι» είπε μέσα από τα
δόντια της. «Όχι! Πρέπει να με αφήσεις να φύγω»
Ο άντρας γέλασε για πρώτη φορά. «Να σε αφήσω; Και να χάσω
τέτοια ευκαιρία; Ξέρεις πόσο καιρό είχα να πιάσω στα χέρια μου Ευχή;»
«Θες να πεις… ότι το κάνεις συχνά; Έχεις αιχμαλωτίσει
ξανά Ευχές;»
«Και τζίνι, και καλλικάντζαρους, και νεράιδες των δοντιών
και…»
«Ψέματα! Δεν σε πιστεύω! Δεν μπορεί… Δεν…»
«Σε συμβουλεύω να μην χάσεις τον χρόνο σου προσπαθώντας
πάλι να ξεφύγεις…» την διέκοψε ο κυνηγός. «Ο Νατχάιρ θα σε βρει, θα σε τσακώσει
και θα σε φέρει πάλι πίσω σε μένα. Είναι πιστός στο αφεντικό του, όπως θα
έπρεπε να κάνεις και εσύ…»
«Δεν είμαι σκλάβα σου!» φώναξε η Φιντέλμα.
«Έτσι λες; Τότε φύγε, αν μπορείς»
Η πόρτα έκλεισε πίσω του, τα λόγια του όμως έπαιζαν ξανά
και ξανά στο κεφάλι της, πολλή ώρα αφού είχε φύγει.
«Άφησέ με! Δεν καταλαβαίνεις! Ο άνθρωπός μου με
περιμένει! Δεν καταλαβαίνεις!» φώναζε η Φιντέλμα, εκείνος όμως δεν την άκουγε
πια.
Ιωάννα Τσιάκαλου