Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021
Δεν έχω πιει σταγόνα νερό, δεν έχω φάει ούτε μπουκιά
εδώ και τρεις μέρες. Ο Καταραμένος έκρινε σωστό να μην μου στερήσει μονάχα την
ελευθερία μου, μα και την ικανοποίηση των ζωτικών μου αναγκών. Θέλει να με
σπάσει. Αλλά δε θα του κάνω τη χάρη.
Αισθάνομαι εξαντλημένη. Το στόμα μου έχει ξεραθεί,
δεν έχω πλέον ούτε σάλιο να καταπιώ. Θα έκανα τα πάντα για μια γουλιά γάργαρο
νερό. Η πείνα μού θερίζει το στομάχι, αλλά αντέχεται. Η δίψα είναι αβάσταχτη.
Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα αντέξω.
Μολαταύτα, το πνεύμα μου παραμένει ακμαίο. Το
ακόρεστο μίσος και το όνειρο της εκδίκησης με κρατούν στην ζωή. Μου δίνουν
κουράγιο να συνεχίσω να αγωνίζομαι, να μην υποκύψω. Κάποια στιγμή θα βγω από δω
μέσα˙ δεν πρόκειται να με κρατήσει για πάντα κλειδωμένη. Και τότε θα πληρώσει,
για όλα όσα μου έχει κάνει.
Ο Σβιατοπόλκ δεν
εννοούσε να καταλάβει, γιατί ο λαός εξακολουθούσε να υποστηρίζει την προδότρια
εξαδέλφη του. Πώς τολμούσαν να
αμφισβητηθούν το δίκαιο της απόφασής του; Την είχε κρίνει ένοχη, έπρεπε να
πληρώσει σύμφωνα με τους νόμους του κράτους. Πού ήταν το πρόβλημα;
Σ’ αυτές τις
δύσκολες ώρες, βρήκε στήριγμα στην αφοσιωμένη του σύζυγο. Η Μίρα θριαμβολογούσε
για την καταστροφή της μισητής Ναντέζντα. επιτέλους, ο σύζυγός της την είχε δει
για το ερπετό που ήταν στην πραγματικότητα. Μπορεί το γεγονός ότι δεν ευθυνόταν
η ίδια για την πτώση της να στερούσε κάτι από την ικανοποίησή της, μα δεν έπαυε
να είναι ένας θρίαμβος. Έπρεπε λοιπόν, να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Έπρεπε να
φροντίσει ώστε η ατίμωσή της να είναι κατάφωρη, να αποτρέψει κάθε πιθανότητα να
ανακτήσει τα παλιά της προνόμια. Γι’ αυτό και δεν έχανε λεπτό να μεταφέρει στον
σύζυγό της, όλα όσα λέγονταν υπέρ της. Ήξερε πως δεν υπήρχε φόβος να ανακαλέσει
την απόφασή του. Απεναντίας, αν ο Σβιατοπόλκ μάθαινε πως ο λαός την
υπερασπιζόταν, τότε θα γινόταν ακόμα πιο έξαλλος μαζί της. Έτσι, ήταν πιθανότερο
να αποφασίσει μια σκληρότατη τιμωρία, για να τη συνετίσει.
«Φοβάμαι πως
έτσι έχουν τα πράγματα άρχοντά μου. Σε όλες τις ταβέρνες και τα καπηλειά η
αδικία που υφίσταται η προδότης είναι το θέμα κάθε συζήτησης. Λες και τίποτα
άλλο δε συμβαίνει στο βασίλειο».
«Με θεωρούν
άδικο;»
«Μα είναι όλοι
τους ανίδεοι χωριάτες. Η Ναντέζντα τους συνεπήρε με την ομορφιά και τη χάρη
της. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που δυσανασχετούν με τη φυλάκισή της».
«Πρέπει λοιπόν,
να απομυθοποιήσουμε το είδωλό της. Πρέπει να την γκρεμίσουμε στα μάτια τους. Να
τους κάνουμε να δουν ότι δεν είναι παρά μια κοινή εγκληματίας. Ένας εχθρός του
στέμματος».
«Έχετε απόλυτο,
δίκιο άρχοντά μου. Παίρνετε σοφές αποφάσεις».
«Πρέπει να την
εξευτελίσω Μίρα. Πρέπει όλος ο κόσμος να τη χλευάσει. Και ξέρω ακριβώς πώς θα
το πετύχω αυτό».
Η Μίρα δεν
αμφέβαλε πως το σχέδιο του συζύγου της θα ήταν σατανικό και αποτελεσματικό.
Εκείνο το βράδυ
ο φρουρός πέταξε στην φυλακισμένη ένα μουχλιασμένο καρβέλι ψωμί και της γέμισε
ένα δοχείο με νερό. Η Ναντέζντα στράγγιξε κάθε σταγόνα και χίμηξε στο
ξεροκόμματο σαν λιμασμένη. Ο καιρός που είχε περάσει στο κελί του Ραντοσλάβ,
και ζητιανεύοντας στους δρόμους της Ρωσίας μην είναι εκλεκτική, να μην
περιφρονεί το φαγητό, ό,τι κι αν ήταν. Παραξενεύτηκε όμως, που ο Σβιατοπόλκ
άρχισε να φροντίζει για την επιβίωσή της. Πίστευε ότι σκοπός του ήταν να την
εξωθήσει στο έσχατο σημείο. Να την τρελάνει με την στέρηση πόσιμου νερού, ώστε
να παραδεχθεί ότι είχε εγκληματήσει κατά του στέμματος. Η αλλαγή την έκανε να αναρωτιέται τι επρόκειτο
να επακολουθήσει.
* * *
Είχε δίκιο ν’
ανησυχεί.
Την επομένη το
πρωί βγήκε διάταγμα να παραστεί κάθε κάτοικος του Κιέβου και των γύρω περιοχών
στην κεντρική πλατεία στις δώδεκα το μεσημέρι. Μόνο οι γέροντες και οι
ετοιμοθάνατοι μπορούσαν να εξαιρεθούν. Από τους υπόλοιπους, οι απόντες θα
θεωρούνταν εχθροί του θρόνου και θα τιμωρούνταν ανάλογα. Όλοι είχαν
πληροφορηθεί σχετικά με το διάγγελμα. Αυτό που όλοι αγνοούσαν ήταν σε ποιο
δραματικό γεγονός θα γίνονταν μάρτυρες.
«Άκουσες;»
ρώτησε η Αναστασία, μόλις ο Στεφάν της άνοιξε την πόρτα και την άφησε να
περάσει στο διαμέρισμά του.
«Άκουσα. Αλλά δεν
ξέρω τι σκοπεύει να της κάνει».
Και κόντευε
μεσημέρι.
Η Ναντέζντα δεν
είχε ενημερωθεί προσωπικώς μα είχε μάθει από τις συνομιλίες των φρουρών πως ο
Σβιατοπόλκ σκόπευε να την τιμωρήσει παραδειγματικά
στην κεντρική πλατεία, το μεσημέρι.
Κανείς όμως, δεν
ήξερε τι σήμαινε αυτό.
Οι ώρες
περνούσαν βασανιστικά αργά για την αιχμάλωτη. Της είχαν δώσει ξανά νερό καθώς
και ένα άθλιο κομμάτι ψωμί, όμως αυτό δεν ήταν ικανό να της δώσει δύναμη. Το
μυαλό της είχε καρφωθεί στο τι θα μπορούσε να τις συμβεί. Ένιωθε σαν θηρίο σε
κλουβί, έτσι όπως ήταν ανήμπορη να αντιδράσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό
της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω στο
μικροσκοπικό κελί της, και να μετρά τα λεπτά, τις ώρες που περνούσαν,
διερωτώμενη συνεχώς ποια φριχτή τιμωρία είχε ορίσει για κείνη ο Καταραμένος.
Και η σιδερένια
πόρτα άνοιξε. Δύο φρουροί μπήκαν μέσα της πέταξαν ένα ελαφρύ κόκκινο φόρεμα με
λεπτές τιράντες και τη διέταξαν να βγάλει εκείνο που φορούσε και να ντυθεί μ’
αυτό. Το φόρεμα ήταν πενταβρώμικο και λιωμένο, ενώ άφηνε πολλά να φαίνονται από
το σώμα της, μα η Ναντέζντα δεν έφερε αντίρρηση. Της είπαν να βγάλει τα
παπούτσια της και να μείνει ξυπόλητη όπως και να λύσει την πλεξούδα της, να
αφήσει τα ξέπλεκα τα μαλλιά της που ήταν λαδωμένα και γεμάτα κόμπους. Κατάλαβε
πως ο στόχος ήταν να φαίνεται ενδεής και ταπεινωμένη και έπρεπε να παραδεχτεί
πως το είχαν πετύχει. Έπειτα την έδεσαν πισθάγκωνα με ένα χοντρό σκοινί και την
έσπρωξαν για να προχωρήσει μπροστά. Η Ναντέζντα όμως, παραπάτησε και βρέθηκε
πεσμένη στο βρώμικο πάτωμα του κελιού.
Δεν την βοήθησαν να σηκωθεί˙ η Ναντέζντα αναγκάστηκε να σταθεί μόνη της στα
πόδια της. Ύστερα άρχισε να περπατά, δεν ήθελε να τους δώσει λόγο να της δώσουν
ξανά ώθηση.
Με τα πέλματα
γυμνά ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο επάνω πάτωμα και κατευθύνθηκε ως την
έξοδο του κάστρου. Μόλις βρέθηκε στον αυλόγυρο είδε συγκεντρωμένους όλους τους
κατοίκους του παλατιού, αλλά δεν το άφησε να την επηρεάσει. Σήκωσε το κεφάλι
ψηλά και δεν έριξε βλέμμα σε κανέναν. Κοίταξε παρά μόνο ίσια μπροστά της. Τους
προσπέρασε αλύγιστη, λες και ήταν ανώτερη από όλους τους, αλλά δυστυχώς μόνο
εκείνη μπορούσε να το αντιληφθεί.
Οι υπόλοιποι
αυλικοί ξεκίνησαν για την πλατεία μόνο, αφού απομακρύνθηκε η Ναντέζντα και η
στρατιωτική συνοδεία της.
Στον δρόμο για
την πλατεία, η Ναντέζντα συνάντησε πλήθος ανθρώπων. Όμως, ούτε μια φορά έσκυψε
το κεφάλι, αλλά διατήρησε την ψυχρή και αξιοπρεπή της στάση. Ένιωθε λες και το
πνεύμα της μητέρας της είχε μετοικήσει μέσα της, και καθοδηγούσε τα βήματά της.
Συνήθως, όταν
μια γυναίκα του παλατιού περιδιαβαίνει στους δρόμους της πόλης, με αμφίεση
επαίτη και συνοδεία στρατιωτών ο κόσμος την χλευάζει, την καταριέται, την πτύει
και την επικρίνει. Κανείς όμως, δεν βρέθηκε να φερθεί έτσι στη Ναντέζντα.
Απεναντίας, όποιος την αντίκριζε έκλινε ευγενικά το κεφάλι προς τα κάτω. Ήταν
μια κίνηση τόσο ανεπαίσθητη που έπρεπε να παρακολουθεί κανείς πολύ προσεκτικά
για να την παρατηρήσει. Ήταν σαν να ήθελαν να δείξουν τον σεβασμό τους, αλλά
έτρεμαν τα αντίποινα του τυράννου.
Η Ναντέζντα είχε
το κεφάλι ψηλά, και κοιτούσε μόνο ίσια μπροστά. Φρόντισε να μη δει κανείς μια
ηττημένη γυναικούλα, αλλά μια αγέρωχη πριγκίπισσα. Κι ας ήταν εξαθλιωμένη τώρα.
Ο κόσμος
συνέρρεε στην πλατεία με μεγάλη ταχύτητα. Κανείς δεν σκόπευε να αψηφήσει την
προσταγή του ηγεμόνα. Έτσι, όταν η Ναντέζντα έφτασε στον προορισμό της
αντίκρισε υπερπληθώρα ανθρώπων. Αυτό που όμως, τράβηξε την προσοχή της ήταν το
ξύλινο βάθρο που είχε στηθεί εκεί. Εκεί πάνω στεκόταν ένας άντρας ντυμένος στα
μαύρα που κρατούσε ένα ραβδί με πέτσινες λουρίδες, ένα μαστίγιο. Δίπλα του,
ένας πελεκημένος κορμός δέντρου.
Η Ναντέζντα
κατάλαβε τι επρόκειτο να πάθει και το αίμα της πάγωσε. Είχε νιώσει ξανά το
λουρί το μαστιγίου στο πετσί της και δεν χρειαζόταν να της θυμίσει κανείς τον
πόνο που προξενούσε.
Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Θα μπορούσε να
είναι πυρακτωμένο σίδερο. Θα μπορούσε να είναι η αγχόνη.
Οι στρατιώτες
είδαν πως είχε σταματήσει να προχωρά και την έσπρωξαν προς το σανίδωμα, μα
αυτήν την φορά, δεν έχασε την ισορροπία της. Ανέβηκε λοιπόν με ψυχραιμία τα
σκαλιά και πλησίασε τον μαυροντυμένο άντρα με την βλοσυρή έκφραση. Εκείνος έλυσε τα χέρια της, για να μπορέσει
να τη δέσει στον κορμό, με την πλάτη στραμμένη στο πλήθος. Έπειτα έσκισε το ύφασμα που την ένδυε, για να γυμνώσει την
πλάτη της. Όλοι είδαν πως ήταν ήδη σημαδεμένη με ουλές και απόρησαν.
Κι ύστερα
αναμονή. Έπρεπε να περιμένουν να φανεί ο Μεγάλος Πρίγκιπας. Η Ναντέζντα δεν
ήξερε για πόσο στεκόταν, δεμένη στον κορμό, μα ήταν βέβαιη πως είχε περάσει
πολλή ώρα. Προφανώς ο Καταραμένος καθυστερούσε την εμφάνισή του για να
παρατείνει την αγωνία και τον εξευτελισμό της. Δεν έκανε τίποτα τυχαία.
Τελικά, το
πριγκιπικό ζεύγος μετά της ακολουθίας του, έκανε την εμφάνισή του. Πήραν τις
θέσεις τους στην εξέδρα που ήταν προορισμένη για τους ίδιους και κάποιες
εξέχουσες προσωπικότητες. Έπειτα ο Σβιατοπόλκ σηκώθηκε όρθιος, και όλοι
υποκλίθηκαν.
«Πολίτες του
Κιέβου, συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα για να γίνει σε όλους σαφές τι παθαίνουν
όσοι με αψηφούν. Στη Ρωσία μου, δεν έχει καμιά σημασία η περιουσία, το αξίωμα,
ή καταγωγή του ενόχου. Μονάχα το έγκλημά του. Αυτή η γυναίκα, είναι ένοχη για
προδοσία. Η τιμωρία της λοιπόν, αρμόζει στο έγκλημά της. θα μαστιγωθεί, μέχρι
λιποθυμίας».
Η Ναντέζντα, με
το πρόσωπο στραμμένο στο πελεκημένο ξύλο, δεν μπορούσε να τον αντικρίσει.
Μπορούσε όμως να φανταστεί το αυτάρεσκο και αλαζονικό του ύφος και μόνο από τον
πομπώδη τόνο της φωνής του. Το απολάμβανε αυτό που της έκανε, ήταν σίγουρη.
Ο βασανιστής της
έδωσε ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο σε ύφασμα για να το δαγκώσει. Εκείνη το
δέχτηκε, γιατί ήξερε ότι αλλιώς δε θα ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα ουρλιαχτά
της.
Προετοιμάστηκε
για το χτύπημα από το σφύριγμα του μαστιγίου στον αέρα. Ο πόνος τόσο οξύς που
λίγο έλειψε να χάσει τις αισθήσεις της. Ένιωθε το δέρμα της να σκίζεται και να
ματώνει. Δάγκωσε το ροκανίδι τόσο δυνατά που τα δόντια της κόντεψαν να σπάσουν
από την πίεση. Μα δεν ούρλιαξε, κρατήθηκε. Ήξερε πως έπρεπε να φανεί δυνατή.
Σαν ο Στεφάν
είδε το μαστίγιο να πέφτει στην γυμνή της πλάτη θόλωσε. Ήξερε πολύ καλά πόσο
είχε υποφέρει στην ζωή της. Δεν μπορούσε να στέκεται αμέτοχος και να βλέπει να
βασανίζουν τη γυναίκα που αγαπούσε μπροστά στα μάτια του.
Το μαστίγιο
έπεσε πάνω της για δεύτερη και τρίτη φορά.
«Σταματήστε!»,
ξεφώνησε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του. «Μεγαλειότατε, σταματήστε!»
«Άρχοντα
Ραντοσλάβιτς, πώς τολμάτε να διακόπτετε τη διαδικασία;»
«Δεν ήταν ιδέα
της πριγκίπισσας να προχωρήσουμε ολοταχώς στη γη των Πετσενέγων, αλλά δική μου.
Η πριγκίπισσα απλώς πήρε τον έλεγχο των διαπραγματεύσεων, αλλά τότε είχαμε ήδη
φτάσει στην Πατζινάκια».
Ήξερε ότι έπαιζε
την ζωή του κορώνα γράμματα. Μα, δε θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει λιγότερο.
Ο Σβιατοπόλκ
ήταν κατάπληκτος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε ο έμπιστος σύμβουλός
του.
«Εσύ; Και γιατί
δεν μίλησες νωρίτερα;»
«Σφάλμα μου.
Έπρεπε να είχα ξεκαθαρίσει την κατάσταση εξ αρχής».
Μιλούσε σοβαρά.
Τι έπρεπε να κάνει λοιπόν ο Σβιατοπόλκ;
«Γιατί
αποφάσισες να συνεχίσεις τις επιθέσεις;»
«Έκρινα πως ήταν
η ορθότερη απόφαση προς όφελος του
κράτους. Εξάλλου, ποτέ δεν φαντάστηκα πως ο μεγαλειότατος θα διαφωνούσε με μια
ενέργεια που έχει στόχο την διασφάλιση των συνόρων και μιας μακρόχρονης
ειρήνης».
Τα λόγια του,
ήταν λόγια πατριώτη, ανθρώπου πιστού στο έθνος. Δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει
για τις πράξεις του, όταν ολόκληρη η πρωτεύουσα και τα περίχωρα τον άκουσαν να
διαδηλώνει πως τις ενέργειές του οδήγησε η ειλικρινής αγάπη για την πατρίδα. Αν
τον τιμωρούσε, ο Σβιατοπόλκ θα έμοιαζε με τέρας. Και δεν μπορούσε να
αντιμετωπίσει άλλα δυσμενή αισθήματα από τους πολίτες. Ήδη τον αποκαλούσαν
Καταραμένο, δεν μπορούσε να τους δώσει και άλλους λόγους να τον μισούν.
«Τι ακριβώς
ζητάς, Στεφάν Ραντοσλάβιτς;»
«Την
απελευθέρωση της πριγκίπισσας», είπε κατηγορηματικά.
Αυτό ο
Σβιατοπόλκ δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Εκείνος ο ίδιος είχε διατάξει να
μαστιγωθεί, πώς μπορούσε λοιπόν, τώρα να ανακαλέσει; Όμως, έτσι όπως είχαν
έρθει τα πράγματα, τι επιλογή του είχε απομείνει;
«Μόνο αν δείξει
μετάνοια και ζητήσει έλεος. Λύστε την».
Οι φρουροί την
έλυσαν τη Ναντέζντα και την έστρεψαν προς τον Μεγάλο Πρίγκιπα.
«Αναγνωρίζεις
ποιο είναι το λάθος σου Ναντέζντα;»
Το ένστικτό της
υπαγόρευε να τον φτύσει κατά πρόσωπο. Όμως ήξερε πως αν ήθελε να τον δει να
γκρεμίζεται από τον θρόνο του έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να δώσει την
παράσταση που ήθελε να δει ο Σβιατοπόλκ.
«Ναι, άρχοντά
μου. Δεν έπρεπε να διαπραγματευτώ με τον ξένο Πρίγκιπα, χωρίς να ξέρω αν αυτό
είναι μέσα στις επιθυμίες σας. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη», απολογήθηκε με ύφος
ηττημένο, και το κεφάλι σκυφτό. Μέσα της όμως, έβραζε από θυμό.
Ο Σβιατοπόλκ δεν
ήθελε με τίποτα να την αφήσει να γλιτώσει. Έβλεπε όμως, πως αν δεν της έδινε
χάρη, το πλήθος θα εξαγριωνόταν μαζί του. Άλλωστε, του είχε φανεί αρκετά
πειστική. Ίσως πράγματι, να είχε μεταμεληθεί.
«Καλώς. Μπορείς
να επιστρέψεις στο παλάτι, ελεύθερη».
Η Ναντέζντα όμως
δεν πρόλαβε, να απαντήσει˙ η καταπόνηση των τελευταίων ημερών κέρδισε τελικά τη
μάχη ενάντια στις αντοχές της. Σωριάστηκε στο σανίδωμα,
αναίσθητη.