Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 11) - "Αντιμέτωπος με την αλήθεια"

Φτάνοντας στην πτέρυγα των απόρων, είδε τον δόκτωρα Φρανς να βγαίνει αλαφιασμένος από το δωμάτιο όπου ήταν το αφεντικό της και κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο δόκτωρ Φρανς μόλις την είδε την πρόλαβε με γρήγορα βήματα και βουτώντας την από το μπράτσο, την έβαλε κατευθείαν μέσα στο γραφείο νοσηλείας. Χωρίς να της πει κουβέντα, την οδήγησε στο δωμάτιο που άλλαζαν οι νοσοκόμες και κλείνοντας την πόρτα πίσω του, τη γύρισε προς το μέρος του.
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά θέλω να τον πάρεις από εδώ και τώρα αν γίνεται» απαίτησε και η Εύα τον κοίταξε υπομονετικά.
«Τι έκανε πάλι;» ρώτησε κουρασμένα.
«Τι έκανε πάλι;» αναφώνησε με συγκρατημένη φωνή για να μην ακουστεί έξω από το δωμάτιο. «Αν δεν τον πάρεις από εδώ, σου το λέω, θα μπούμε φυλακή» της δήλωσε. «Πες τους… Aπαίτησε να τον πάνε κάπου που θα μπορούν να τον φροντίσουν» συνέχισε χωρίς να δέχεται αντίρρηση γι’ αυτό.
«Και γιατί δεν το απαιτείς μόνος σου;» τον ρώτησε με άνεση ενώ σταύρωνε τα χέρια της στο στήθος.
«Είσαι τρελή;» αναφώνησε και πάλι κοιτώντας την τελείως απελπισμένος. «Θα με καταστρέψουν».
«Αυτό να το σκεφτόσουν πριν μπλέξεις μαζί τους, τώρα κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου γιατί αν μας μείνει στα χέρια τότε η φυλακή θα είναι όαση για μας» του είπε με υπονοούμενο και εκείνος πιάνοντας το κεφάλι του προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα.
«Μα δεν μπορώ να τον σώσω. Ο οργανισμός του είναι εξασθενημένος, η θεραπεία δεν τον πιάνει, τι άλλο να κάνω;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά εκείνη.
«Να πάρεις ίσως μια δεύτερη γνώμη;» του πρότεινε εκείνη και την κοίταξε για λίγο.
«Δεν είμαι ανίκανος…» της είπε θιγμένος.
«Ούτε ικανός φαίνεται να είσαι, αν κρίνω από την απελπισία σου. Αν δεν μπορείς να τον βοηθήσεις, τότε πες το ξεκάθαρα στους εργοδότες σου, ώστε να βρουν εκείνοι τη λύση για σένα» του είπε τελείως ψυχρά και ο δόκτωρ Φρανς άρχισε να ασθμαίνει.
«Θα μου πάρουν το δίπλωμα, θα με βγάλουν στα κανάλια, θα μου καταστρέψουν την οικογένειά μου…»
«Θα σε αφήσουν ήσυχο αν κάνεις ό,τι σου λένε» του αντέτεινε. «Αν δεν μπορείς μόνος, τότε βρες λύση από αλλού, πάρε δεύτερη γνώμη, μην είσαι ηλίθιος» του είπε πεισματικά η Εύα και για λίγο άφησε τον εγωισμό του στην άκρη.
«Θα τους το πεις;» τη ρώτησε ενώ την παρακαλούσε με το ύφος του να μην το κάνει.
«Δεν είμαι εδώ για να κρίνω πώς κάνεις τη δουλειά σου αλλά για να βεβαιωθώ ότι θα την κάνεις σωστά. Κάνε ό,τι νομίζεις αρκεί…»
«Να ζήσει» συμπλήρωσε τα λόγια της κουνώντας το κεφάλι του θετικά.
«Οι εξετάσεις βγήκαν;» προχώρησε η Εύα σε αυτό που την έκαιγε περισσότερο.
«Ναι, και δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές» της είπε χωρίς περιστροφές.
«Τότε βρες άμεσα λύση, δεν έχουμε χρόνο» του έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. «Και βρες μου έναν τρόπο να τον κρατάμε ήρεμο όσο θα πρέπει να λείπω» του ζήτησε πιο επιτακτικά.
«Αυτή βρες τη μόνη σου» της γύρισε εριστικά.
«Τι πάει να πει αυτό;» τον ρώτησε απειλητικά.
«Το άτομο είναι εξαρτημένο από ουσίες, Εύα… Αν καταφέρεις να τον κάνεις να ξεχάσει τη δόση του, καλή τύχη» της απάντησε εκείνος και η Εύα έμεινε σοκαρισμένη να τον κοιτά.
«Τι πράγμα;» ρώτησε χωρίς να είναι ικανή να πιστέψει ότι έλεγε την αλήθεια.
«Αυτό που άκουσες, δεν έχει σημάδια από βελόνες στο σώμα του, οπότε δεν πρέπει να έφτασε στην ηρωίνη αλλά σίγουρα έκανε γερή δόση κοκαΐνης, χαπιών και σίγουρα αλκοόλ…»
«Είσαι σίγουρος;» πραγματικά δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Είμαι δέκα χρόνια εδώ, λες να μην μπορώ να αναγνωρίσω τα σημάδια;» της επιβεβαίωσε εκείνος με έμφαση.
«Μα ήταν άστεγος» προσπάθησε να βρει μια λογική σε αυτό.
«Μπορεί να έχει το προφίλ ενός άστεγου αλλά από την κλινική του εικόνα το συμπέρασμα που βγάζω είναι ότι δεν έμεινε πολύ καιρό στους δρόμους» τη διαβεβαίωσε και όλες τις οι υποψίες άρχισαν να επιβεβαιώνονται.
«Από Έιτζ και τα λοιπά είναι οκ;» τον ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Είναι πεντακάθαρος και γερός. Αν εξαιρέσεις την εξάρτηση, τη μόλυνση που δεν υποχωρεί με τίποτα και την πνευμονία που παλεύεται αργά αλλά σταθερά, είναι πεντακάθαρος από όλα τα άλλα και δεν έχει ούτε κατάγματα ούτε σπασίματα πουθενά» της είπε με επαγγελματικό ύφος που δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και η Εύα πήρε μια ανάσα για να μπορέσει να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
«Δες τι μπορείς να κάνεις και για τα υπόλοιπα» του είπε πιο ήρεμα, σχεδόν παρακλητικά, και εκείνος πήρε μια ανάσα.
«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα» της είπε απολογητικά.
«Μην απολογείσαι σε μένα» του υπενθύμισε και εκείνος την κοίταξε με βλέμμα που ζητούσε την άμεση βοήθειά της. «Θα προσπαθήσω να τον κρατώ ήρεμο όσο είμαι εδώ αλλά δεν μπορώ να κάθομαι όλο το εικοσιτετράωρο· πρέπει να μου βρεις λύση» τον ικέτεψε και εκείνος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
«Μόνο αν του βρίσκουμε τη δόση του» της είπε και η Εύα έμεινε να τον κοιτά σοκαρισμένη.
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Από εδώ θα φύγει όχι μόνο ζωντανός αλλά και καθαρός. Δεν ακούω κουβέντα πάνω σε αυτό» ήταν κάθετη.
«Νόμιζα ότι είσαι μόνο μια υπάλληλος» της χτύπησε σκληρά.
«Νόμιζα ότι σε ενδιαφέρει το τομάρι σου» του γύρισε το σχόλιο και ο δόκτωρ Φρανς τα παράτησε.
«Ό,τι πεις… Εγώ ήμουν ξεκάθαρος».
«Και εγώ το ίδιο» του είπε κατηγορηματικά η Εύα υπονοώντας ότι δεν δεχόταν λάθη.

Όταν γύρισε στο δωμάτιο του αφεντικού της, εκείνος είχε φέρει τα πάνω κάτω. Τον είχαν δέσει και πάνω στην προσπάθειά του να λυθεί, τα σεντόνια του είχαν βρεθεί πια στο πάτωμα.
«Πώς πάει;» τον ρώτησε κοιτώντας τον απελπισμένη και εκείνος καθώς σταμάτησε να παλεύει, της ανταπέδωσε το βλέμμα με τέτοιο σπαραγμό που τη διέλυσε τελείως.
«Δώσε μου λίγο χρόνο να πάρω μια ανάσα και να φέρω τα απαραίτητα ώστε να σε αλλάξω και θα σε λύσω, αλλά σε ικετεύω, σταμάτα να καταστρέφεις τον εαυτό σου, δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν δεν θες πρώτα εσύ να βοηθηθείς» του είπε ικετευτικά ενώ του χάιδευε απαλά το μέτωπο και κλείνοντας τα μάτια του άρχισε πάλι να κλαίει σαν μικρό παιδί.
«Έλεος» Το ζήτησε από τον ίδιο; Από τον εαυτό της; Ακόμα και από τον Θεό; Δεν ήταν σίγουρη.
Μόλις κατάφερε να τον παρηγορήσει για λίγο, με μισή καρδιά τον άφησε μόνο για να πάει να φέρει τα απαραίτητα. Μέχρι να γυρίσει, εκείνος είχε κοιμηθεί.
«Τέλεια, τώρα που θέλω βοήθεια κοιμήθηκες;» τον ρώτησε και σκεπάζοντας τον για να μην κρυώνει, τον άφησε να ησυχάσει.
Μέχρι να ξυπνήσει, έκανε έναν έλεγχο στα υπόλοιπα δωμάτια για να δει αν χρειάζονταν την βοήθεια της και αφού οι νοσοκόμοι που είχαν βάρδια την διαβεβαίωσαν ότι όλα είναι καλά, γύρισε πίσω στο πραγματικό της πόστο.
«Κόρη;» άκουσε τον παππού από απέναντι να τη φωνάζει και καθώς σηκώθηκε πήγε κοντά του.
«Τι είναι παππού;» τον ρώτησε ήρεμα ενώ με μια βρεγμένη πετσέτα του καθάρισε το πρόσωπο για να τον δροσίσει.
«Θα μου φέρεις λίγο τσάι;» της είπε με νόημα και καθώς η Εύα χαμογέλασε του έκλεισε το μάτι.
«Θα πάω να το φτιάξω και θα σου το φέρω» του υποσχέθηκε χαϊδεύοντας τα κοντά του μαλλιά για να τον παρηγορήσει.
Μέχρι να γυρίσει, το αφεντικό της είχε ξυπνήσει αλλά εκείνη, καθώς είχε τα μάτια του ακόμα κλειστά, δεν το κατάλαβε όταν πήγε κοντά στον παππού.
«Έλα παππού, όλο δικό σου αλλά πρόσεχε δεν πρέπει να μας πάρουν μυρωδιά, έτσι;» του είπε πειραχτικά, ενώ του σήκωνε το πάνω μέρος του κρεβατιού για να τον βοηθήσει να ανασηκωθεί ώστε να μην πνιγεί.
Καθώς άκουσε τα μουγκρητά που έρχονταν από πίσω της, κατάλαβε ότι θα είχε να δώσει μάχη· έτσι, πριν γυρίσει κοντά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χάιδεψε απαλά το μπράτσο του παππού.
«Σιγά-σιγά, ναι;» του ζήτησε παρακλητικά και εκείνος κατένευσε γρήγορα θετικά.
«Εύα» μούγκρισε απαιτητικά το αφεντικό της και αγκομαχώντας πήγε κοντά του.
«Στις διαταγές σας, πασά μου. Τι μπορώ να κάνω για σας;» του είπε με θεατρικό τρόπο ενώ ετοίμαζε τα πράγματά του για να τον αλλάξει τώρα που είχε ξυπνήσει.
Ό,τι και να της είπε για απάντηση, εκείνη δεν κατάλαβε λέξη.
«Αν δεν αρχίσεις να τρως κανονικά από το στόμα με το σωληνάκι που έχεις στη μύτη για να σε ταΐζουμε, όσο περισσότερο μιλάς τόσο περισσότερο θα πονάει ο λαιμός σου» του είπε κουρασμένα.
«Πάω να βάλω νερό στις λεκάνες για να σε κάνω μπάνιο. Αν δεν μπορείς να περιμένεις, έμεινε η κουβέρτα που δεν είναι ακόμα στο πάτωμα, γιατί δεν παλεύεις λίγο μαζί της;» του είπε ειρωνικά και χωρίς να περιμένει απάντηση του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Όταν γύρισε κοντά του, ήταν πραγματικά κάποιος άλλος. Ήρεμος, υπομονετικός, χωρίς γκρίνια και άλλες ατασθαλίες που θα την έκαναν να μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που τον έλυσε.
«Είδες όταν είσαι συνεργάσιμος πόσο γρήγορα γίνονται όλα;» τον επιβράβευσε ενώ έσπρωχνε το τραπεζάκι πιο μακριά για να του βγάλει τα υποστρώματα και να βάλει τα καθαρά σεντόνια που είχε φέρει.
«Έλα να σε σηκώσω λίγο» Αυτό για κάποιον λόγο τον τάραξε.
«Νόμιζα ότι χτυπιόσουν γιατί ήθελες να σηκωθείς, τώρα τι σε τρόμαξε;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια και ζάρωσε το μέτωπό του τόσο πολύ που όλες οι καινούργιες του ρυτίδες έγιναν ακόμα πιο βαθιές.
«Σε πονάει ακόμα το κεφάλι;» μάντεψε και εκείνος κατένευσε.
«Τώρα εγώ φταίω να πετάξω την κακία μου;» τον ρώτησε ρητορικά και βάζοντας τις λεκάνες κάτω στο πάτωμα έφερε το τραπεζάκι μπροστά του.
«Μόλις σε σηκώσω, θα βάλεις τα χέρια σου πάνω στο τραπεζάκι και θα γύρεις μπροστά» τον συμβούλευσε και πηγαίνοντας στο πλάι τον βοήθησε να ανασηκωθεί.
«Σήκωσε τα χέρια σου και πιάσε το τραπεζάκι» σχεδόν τον διέταξε βογκώντας κάτω από το βάρος του και αφού το έκανε με τη βοήθειά της, έπιασε το μαξιλάρι, το έβαλε πάνω στα χέρια του και οδήγησε το κεφάλι του να ακουμπήσει επάνω του.
«Μείνε εκεί μέχρι να νιώσεις τη ναυτία να υποχωρεί» του είπε ενώ του χάιδευε ήρεμα την πλάτη για να τον χαλαρώσει.
«Κρυώνεις;» τον ρώτησε και καθώς ένευσε ελαφρά έφερε την κουβέρτα πίσω από την πλάτη του και τον σκέπασε.
«Πρέπει να αλλάξω τα σεντόνια, οπότε θα κάνεις λίγη υπομονή τώρα, εντάξει;» τον ρώτησε ξανά και εκείνος ένευσε απαλά και πάλι.
«Μπράβο αλλαγή, με εκπλήσσεις» του είπε χωρίς να μπορεί να κρατηθεί αλλά εκείνος δεν αντέδρασε.
Όταν άρχισε να ανασαίνει πιο ήρεμα και οι παλμοί του να γίνονται πιο φυσιολογικοί, τον άφησε για λίγο και στρώνοντας το σεντόνι μέχρι το σημείο που ήταν η μέση του, έβγαλε την κουβέρτα και τον βοήθησε να ξαπλώσει.
«Τώρα θα είναι λίγο άβολα αλλά θα το φτιάξω γρήγορα, σου το υπόσχομαι» συνέχισε και μόλις εκείνος έκανε μια γκριμάτσα πόνου, του χάιδεψε απαλά το κεφάλι.
«Δεν έχεις κανένα σπάσιμο, αυτό θα περάσει γρήγορα» του υποσχέθηκε και καθώς πήρε γρήγορα το τραπέζι από μπροστά του, ανάγκασε τα γόνατα του να λυγίσουν και έφερε τα πέλματά του, που πατούσαν πάνω στο στρώμα, να πάνε όσο πιο πίσω μπορούσαν.
«Τώρα πρέπει να βάλεις δύναμη να σηκώσεις τη λεκάνη σου, για να καταφέρω να κατεβάσω το σεντόνι πιο χαμηλά, ώστε να μην σε πονάει» του είπε και έμεινε να τον περιμένει.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό» του είπε απολογητικά. «Αν θες να σταματήσεις να πονάς, πρέπει να το κάνεις» του είπε και εκείνος έμεινε να την κοιτά ασθμαίνοντας.
Στο βλέμμα του έβλεπε ότι δεν τον είχε ξεγελάσει. Ήξερε ότι το έκανε επίτηδες για να δει αν έχει τη δύναμη να το κάνει ή όχι, ώστε να δει τις αντοχές του, αλλά εκείνος δεν έκανε τίποτα.
«Μπορεί να μας πάρει όλη νύχτα» συνέχισε εκείνη με το ίδιο πείσμα και εκείνος ξεφυσώντας έκανε μια προσπάθεια.
Μόλις έβαλε δύναμη, το δεξί πόδι κράτησε και ανασηκώθηκε λίγο αλλά το αριστερό σαν παράλυτο έγειρε απλά στο πλάι.
«Εντάξει» του είπε για να τον σταματήσει. «Το αριστερό δεν συνεργάζεται αλλά πρέπει να με βοηθήσεις έστω και με το δεξί. Είσαι πολύ βαρύς για να σε σηκώσω μόνη μου» του είπε ενώ έβαζε ξανά το αριστερό στη θέση που το είχε πριν.
«Βάλε δύναμη μόνο στο δεξί» του είπε και μόλις το έκανε, έβαλε το χέρι της κάτω από τους γλουτούς του. «Άσε το σώμα σου κάτω και ξεκουράσου. Όταν νιώσεις έτοιμος, κάνε μου σήμα για να το πάμε μαζί» του είπε ξανά και μόλις πήρε μερικές ανάσες, έκανε ακριβώς ό,τι του είχε ζητήσει.
Καθώς τον κράτησε στον αέρα, με τη βοήθειά του τράβηξε γρήγορα το σεντόνι, μέχρι που πέρασε κάτω από τους γλουτούς του και του έκανε σήμα να καθίσει ξανά.
«Οκ, τώρα μπορώ να το στρώσω. Ξεκουράσου» του είπε απαλά και μέχρι να στρώσει τελείως το σεντόνι δεν τον κοίταξε ξανά. Τα δικά του μάτια όμως ακολουθούσαν κάθε της κίνηση.
«Πάει και αυτό» είπε με ανακούφιση, ενώ έστρωνε το πανωσέντονο και την κουβέρτα.
«Τώρα έμεινε η πάνα αλλά θα σε αφήσω να ξεκουραστείς και να ζεσταθείς πρώτα, εντάξει;» τον ρώτησε αλλά εκείνος δεν της έδωσε καμία απάντηση. Κοιτώντας την πάντα μέσα στα μάτια, έμεινε αμίλητος και ακίνητος.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε με περιέργεια, ενώ κάθισε δίπλα του και έπιασε το βρεγμένο πανί, για να του δροσίσει λίγο το πρόσωπο.
Εκείνος κλείνοντας τα μάτια γύρισε το κεφάλι του απότομα προς τα δεξιά για να το αποφύγει και η Εύα έμεινε με το χέρι της μετέωρο πάνω από το μέτωπό του.
«Ει, τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ξανά ενώ αφήνοντας το πανί στην άκρη, του γύρισε το πρόσωπο για να του επιβάλλει να την κοιτάξει στα μάτια.
Εκείνος κλείνοντας τα μάτια κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και η Εύα ξεφύσηξε απηυδισμένη.
«Πώς θα καταλάβω τι θες αν δεν μου πεις;» τον ρώτησε και το παράπονο στη φωνή της έκανε τα μάτια του να ανοίξουν ξανά.
«Δεν θέλω» κατάφερε με μεγάλο κόπο να πει και η Εύα έμεινε να τον κοιτά παραξενεμένη, προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοεί.
«Τι δεν θες, τη ζωή σου;» μάντεψε εντελώς σοκαρισμένη και τα μάτια του, καθώς ήταν και πάλι καρφωμένα μέσα στα δικά της, άρχισαν να δακρύζουν.
Η Εύα τα έχασε τελείως. Πώς μπορείς να πείσεις κάποιον να ζήσει, όταν δεν θέλει να παλέψει για την ίδια του τη ζωή;
«Κοίτα…» προσπάθησε μαλακώνοντας τη φωνή της ενώ του χάιδευε απαλά το μέτωπο.
«Δεν ξέρω τι πέρασες εκεί έξω αλλά μπορώ να σου εγγυηθώ ότι όλα τελείωσαν…» Μόλις εκείνος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά, η Εύα το έπιασε και με τα δύο της χέρια για να το ακινητοποιήσει, ενώ τον κοίταζε επιβλητικά στα μάτια.
«Όσο υπάρχω εγώ, κανείς δεν πρόκειται να σε πλησιάσει, αν δεν το θες» του είπε κατηγορηματικά και ο λυγμός που ξέφυγε από τα χείλια του τη διέλυσε.
«Έχεις μια υπέροχη οικογένεια που σε αγαπά και θα κάνει τα πάντα να σε προστατέψει από ό,τι νομίζεις ότι σε απειλεί αυτή τη στιγμή. Βοήθησέ με να σε κάνω καλά και μόλις ο γιατρός το επιτρέψει,  θα σε γυρίσω πίσω στους δικούς σου» τον παρακάλεσε και έμεινε για λίγο να την κοιτά.
«Οικογ…» προσπάθησε να πει.
«Ναι, έχεις οικογένεια και σε αγαπάνε πάρα πολύ» τον διαβεβαίωσε.
«Πού…;» προσπάθησε πάλι και η Εύα έριξε μια γρήγορη ματιά στην πόρτα για να δει αν υπήρχε κανείς εκεί για να την ακούσει.
«Δεν ξέρουν ότι είσαι εδώ, γι’ αυτό δεν έχουν έρθει. Προσπαθώ να τους ειδοποιήσω αλλά δεν είναι εύκολο. Δώσε μου λίγο χρόνο και μόλις τα καταφέρω, θα έρθουν να σε πάρουν» Αυτό τον τάραξε και πάλι. Τη στιγμή που προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι του, εκείνη τον ακινητοποίησε πάλι και τον κοίταξε στα μάτια πιο επιβλητικά.
«Δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς που σε είχαν όλο αυτό τον καιρό…» προσπάθησε να τον μεταπείσει και εκείνος έσμιξε τα φρύδια του με απορία, σαν να ρωτούσε πού ήξερε ποιοι τον είχαν.
«Δεν ξέρω πού ήσουν ή ποιοι σε είχαν αλλά σε διαβεβαιώνω ότι δεν ήταν η οικογένειά σου. Έχεις μια καταπληκτική γυναίκα που σε αγαπά και θα σε φροντίσει πολύ καλύτερα από τον καθένα. Μόλις γυρίσεις κοντά της, κανείς δεν θα μπορεί να σε αγγίξει ξανά, σου το ορκίζομαι» του έδωσε τον λόγο της και έμεινε πάλι να την κοιτά χωρίς να ανταποκρίνεται.
Η Εύα πιάνοντας τον χαρτοφύλακά της, τον άνοιξε και βγάζοντας την εφημερίδα που φυλούσε για αυτή τη στιγμή, τη γύρισε ώστε να του δείξει το άρθρο που έγραφε για εκείνον.
«Αυτός είσαι εσύ» του ψιθύρισε ενώ άνοιγε την εφημερίδα για να δει το άρθρο ολόκληρο.
«Και αυτή η γυναίκα σου» συνέχισε δείχνοντας την κυρία Ελεονόρα με το χέρι της.
«Το βλέπεις αυτό;» τον ρώτησε ενώ χαμήλωνε το χέρι της προς την κοιλιά της.
«Περιμένει το παιδί σου. Δίνει ένα εκατομμύριο δολάρια σε όποιον σε βρει… Δεν σε εγκατέλειψε, σε ψάχνει όλον αυτόν τον καιρό» του είπε για να του δώσει κουράγιο. Ωστόσο, αντί αυτό να τον κάνει να νιώσει καλύτερα, εκείνος άρχισε να σπρώχνει την εφημερίδα μακριά του κλείνοντας τα μάτια για να μην τη βλέπει, ενώ μούγκριζε κάποια λόγια που η Εύα δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Σταμάτα να είσαι τόσο εγωιστής…» απαίτησε ενώ παρατώντας την εφημερίδα και τον χαρτοφύλακα στο πάτωμα, έπιανε και με τα δύο της χέρια το πρόσωπό του για να τον ακινητοποιήσει.
«Εκείνη έχει πεθάνει από την αγωνία της όλον αυτόν τον καιρό, το λιγότερο που έχεις να κάνεις για της το ξεπληρώσεις είναι να ζήσεις» του είπε αυστηρά και την κοίταξε με δακρυσμένα μάτια.
«Αν δεν το κάνεις και τώρα, τότε θα πάρω την αστυνομία για να την ειδοποιήσουν εκείνοι και να έρθει να σε μαζέψει» του είπε ακόμα πιο αυστηρά, χωρίς να του δίνει το περιθώριο να το διαπραγματευτεί.
«Γιατί…;» καταλαβαίνοντας τι προσπαθούσε να πει,  η Εύα ξεφύσηξε απηυδισμένη.
«Γιατί δεν θέλω να ξέρει κανείς ότι σε βρήκα, θέλω απλά να σε βοηθήσω να γυρίσεις σε εκείνη» του είπε εννοώντας το αλλά εκείνος δεν έδειχνε να καταλαβαίνει.
«Γιατί…;» επανέλαβε.
«Γιατί είμαι υπάλληλός σου που να σε πάρει, δεν είμαι νοσοκόμα… Έφτιαξα ψεύτικα χαρτιά για να μπορώ να σε βοηθήσω να βγεις από εδώ και αν με πιάσουν θα μπω φυλακή, το καταλαβαίνεις;» του είπε και ζάρωσε τα φρύδια του με μεγαλύτερη απορία.
«Γιατί…;» δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα.
«Γιατί είμαι ηλίθια, γι’ αυτό. Σε ικανοποιεί αυτή η απάντηση;» καθώς εκείνος συνέχισε να την κοιτάει με απορία, η Εύα τα παράτησε και είπε την αλήθεια, ή τουλάχιστον ένα μέρος της.
«Γιατί βρήκα έναν άστεγο, δηλαδή εσένα, αλλά δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ και ήθελα απλά να τον βοηθήσω να γίνει καλά. Όταν ανακάλυψα ότι ήσουν εσύ, ήταν αργά για να μπορέσω να τους πω έστω και ανώνυμα πού είσαι. Έδωσα το όνομά μου στο ασθενοφόρο που σε πήρε, το έδωσα ξανά εδώ στο νοσοκομείο όταν ήρθα να δω πώς ήσουν. Όταν μου είπαν ότι δεν έχεις ελπίδες να ζήσεις, έφτιαξα ψεύτικα χαρτιά για να μπορώ να είμαι κοντά σου και μετά σε έπλυνα… Ξέρεις τι σοκ ήταν για μένα να διαπιστώσω ποιος ήσουν; Αλλά τι να έκανα; Από τη μια δεν μπορούσα να τους αποκαλύψω την αλήθεια,  από την άλλη δεν μπορούσα να σε αφήσω να πεθάνεις· έτσι αποφάσισα να συνεχίσω να τους δουλεύω,  μέχρι να βρω τρόπο να σε πάρω από εδώ για να σε γυρίσω πίσω. Σου το ορκίζομαι, δεν θέλω τίποτα από σένα ή την οικογένειά σου αλλά μη μου πεθάνεις τώρα, γιατί την έχω πολύ άσχημα» του είπε ικετευτικά και ο κύριος Γουέρλες έμεινε να την κοιτά χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει.
«Όχι» είπε τελικά με ξεψυχισμένη φωνή ενώ κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά.
«Έλεος πια, γιατί πρέπει να είσαι τόσο αγύριστο κεφάλι» διαμαρτυρήθηκε η Εύα σκασμένη και εκείνος, ενώ παραξενεύτηκε από τα λόγια της στην αρχή, τελικά της έπιασε το χέρι για να τη σταματήσει.
«Όχι… γυναίκα» κατάφερε με δυσκολία να πει και η Εύα καθώς έσμιξε τα φρύδια της με απορία εκείνος ξανά προσπάθησε.
«Όχι… τηλέφωνο… γυναίκα μου» επανέλαβε και η Εύα άρχισε να ανασαίνει γρήγορα.
«Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς;» τον ρώτησε και εκείνος ξεφύσηξε απελπισμένος. Αποφεύγοντας τη ματιά της, προσπάθησε να σκεφτεί πώς να της εξηγήσει αυτό που ήθελε να της πει.
Πιάνοντας ξανά το χέρι της, το γύρισε από την άλλη ώστε η παλάμη της να είναι από πάνω και έκανε με το χέρι του σαν να έγραφε κάτι.
«Θες να γράψεις κάτι;» τον ρώτησε και καθώς εκείνος κατένευσε γρήγορα, ένευσε θετικά και εκείνη.
«Εντάξει, δώσε μου ένα λεπτό» τον παρακάλεσε και μόλις την άφησε, έπιασε τον χαρτοφύλακα από το πάτωμα μαζί με την εφημερίδα και αφού τη φύλαξε ξανά, πριν τη δει κανείς, έβγαλε ένα μπλοκ και ένα στυλό, τα άφησε πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθια.
Σηκώνοντας ξανά το πάνω μέρος του κρεβατιού για να μπορεί να είναι πιο όρθιος, έφερε το τραπέζι μπροστά του και κάθισε αντικριστά του, με το τραπέζι να τους χωρίζει, περιμένοντάς τον. Εκείνος πιάνοντας το στυλό με το δεξί, άρχισε να γράφει αλλά γρήγορα τα παράτησε και άλλαξε χέρι για να συνεχίσει.
«Να κάτι που δεν ήξερα» μουρμούρισε η Εύα και την κοίταξε παραξενεμένος.
«Δεν ήξερα ότι είσαι αριστερόχειρας» διευκρίνισε τι εννοούσε και εκείνος χωρίς να ξέρει πώς να απαντήσει σε αυτό, τελικά συνέχισε να γράφει. 
Με το χέρι του να τρέμει πάρα πολύ, έγραφε απελπιστικά αργά, ενώ από τις ανάσες του καταλάβαινε ότι κατέβαλε πολύ μεγάλο κόπο για να τα καταφέρει αλλά δεν τα παρατούσε. Παρόλο που τα γράμματά του έβγαιναν τρεμουλιαστά, όταν της γύρισε το μπλοκ για να διαβάσει αυτό που είχε γράψει, η Εύα κατάφερε να διακρίνει τι έλεγε.
“Μην πάρεις την γυναίκα μου τηλέφωνο, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω”.
Η Εύα τον κοίταξε για λίγο. 
«Γιατί;» τον ρώτησε ενώ του γύριζε ξανά το μπλοκ για να γράψει.
“Δεν τη θυμάμαι…” έγραψε.
«Αυτό το ξέρω ήδη…» του είπε με έμφαση. «Και δεν είναι λόγος να μη θες να γυρίσεις, αντίθετα όταν το κάνεις, εκείνη θα μπορεί να σε βοηθήσει να θυμηθείς ό,τι έχεις ξεχάσει» συνέχισε εκείνη ενώ του γύριζε ξανά το μπλοκ.
“Βοήθησέ με εσύ…” της έγραψε και η Εύα ξεφύσηξε απελπισμένα.
«Δεν μπορώ» του είπε κατηγορηματικά.
«Γιατί;» τη ρώτησε φωναχτά.
«Γιατί δεν ξέρω τίποτα για σένα» του είπε την αλήθεια και έμεινε να την κοιτά για λίγο πριν γράψει.
“Δεν το πιστεύω”.
«Αυτή είναι η αλήθεια» του είπε με ύφος που δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αλλά και πάλι εκείνος δεν πειθόταν.
“Μην πάρεις τη γυναίκα μου τηλέφωνο” κύκλωσε τα γράμματα που είχε ήδη γράψει για να μην τα γράψει ξανά, και αφού την άφησε να το διαβάσει, συμπλήρωσε: “Σε παρακαλώ”.
«Γιατί;» επέμενε η Εύα και ο κύριος Γουέρλες αφήνοντας την ανάσα του να βγει βαριά από μέσα του, γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και απομονώθηκε για λίγο, πριν πάρει την απόφαση να γράψει.
“Γιατί όποιος και να ήταν ο Ντίλαν Γουέρλες, δεν υπάρχει πια” της έγραψε και κοιτώντας τη βαθιά μέσα στα μάτια, περίμενε την αντίδρασή της. 

«Ξέρεις τι ξέρω εγώ;» τον ρώτησε και καθώς κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, εκείνη συνέχισε. «Ότι και με αμνησία και χωρίς, το ίδιο ξεροκέφαλος είσαι» του είπε και παρατώντας τον εκνευρισμένη, άρχισε να μαζεύει τα πράγματα που είχε πετάξει στο πάτωμα όλη αυτήν την ώρα που τον άλλαζε.


Χρυσάνθη Καλαφάτη