Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 11)

Με του χάρτες ανά χείρας, ο Σωτήρης κατευθυνότανε ολοταχώς προς το βιβλιοπωλείο. Τον είχε συνεπάρει το όλο θέμα και βιαζότανε να λύσουνε τον γρίφο. Μέσα του βαθιά βέβαια, δεν πίστευε ότι στα αλήθεια μια εικόνα θα μπορούσε να είναι θαυματουργή, μα όλος αυτός ο κόπος να κρατηθεί μυστική η ύπαρξή της, μαρτυρούσε, κατ’ αυτόν τη μεγάλη της αξία. Ας έπαιρνε ο Άγγελος τα υποτιθέμενα θαυματουργά της δάκρυα και εκείνος θα έπαιρνε την εικόνα. Δεν είχε σκεφτεί ακόμα τον τρόπο πως, μα αυτή θα ήταν η μεγάλη του ευκαιρία, να πιάσει επιτέλους την καλή και ξελασπώσει μια για πάντα. Έτσι όλοι, θα ήταν ευχαριστημένοι.

Τον βρήκε σκυμμένο, να διαβάζει με μεγάλη προσοχή ένα χοντρό ταλαιπωρημένο βιβλίο. Μόλις τον είδε, του χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο και του ένευσε με το χέρι να πάει κοντά του.
─Νομίζω ότι το βρήκα. Να εδώ δες. Υπάρχει μια αναφορά για μια εκκλησιά, η μοναδική που βρήκα, της Παναγίας της Δακρυρροούσας. Μιλάει για έναν νεαρό αντάρτη αξιωματικό, που βρήκε καταφύγιο εκεί κατά τον εμφύλιο, λαβωμένος την ημέρα της Παναγιάς. Ο ιερέας εκεί, φρόντισε τα τραύματά του, και ενώ ήταν ετοιμοθάνατος, σώθηκε με τη χάρη της Παναγίας. Ο νεαρός καταγότανε από το χωριό εκεί κοντά τη Λυκόβρυση. Το βλέπεις; Υπάρχει και άλλη μαρτυρία που επιβεβαιώνει την ιστορία.
Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν και οι δύο. Ο Σωτήρης άπλωσε τους χάρτες πάνω πάγκο και άρχισαν να ψάχνουν μαζί. Δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσουν την περιοχή.
─Το χωριό δεν υπάρχει πια, καταστράφηκε κατά τον εμφύλιο.
Του έδειξε ένα σημείο πάνω στον χάρτη.
─Αν ακολουθήσουμε το ποτάμι ανατολικά, συναντάμε το ύψωμα του Αϊ Γιώργη.
─Και αυτό που δείχνει εκεί πάνω, τι είναι;
─Το σύμβολο της εκκλησίας. Το θέμα είναι ότι οι νεώτεροι χάρτες, δεν δείχνουν ούτε το χωριό, ούτε την εκκλησία, είναι σαν να μην υπάρχουν.
─Αλλά ο παπά Φώτης ανακάλυψε το αντίθετο.
─Και όχι μόνο ο παπά Φώτης.
─Τι εννοείς;
─Κοίταξε Άγγελε. Οι άνθρωποι που μπήκανε στο σπίτι του, δείχνουν άτομα ικανά για όλα. Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτούμε;
─Είμαι διατεθειμένος να το διακινδυνέψω, είπε και τα λόγια του έδειχναν μια πρωτοφανή γενναιότητα. Το καταλαβαίνεις και εσύ, πως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά.
─Οκ, εγώ έπρεπε να σου το πω.
Ο Άγγελος έβαλε τα χέρια στη μέση του και ξεφύσησε αποφασιστικά.
─Ωραία, συνέχισε ο Σωτήρης. Τώρα μένει να δούμε το πώς θα πάμε εκεί.
─Περίμενε, τον διέκοψε. Σ’ ευχαριστώ για όλα, αναγνωρίζω πως αν δεν ήσουν εσύ δεν θα είχα καταφέρει τίποτα, αλλά μέχρι εδώ. Είναι κάτι που πρέπει να κάνω μόνος μου.
Τον κοίταξε σαστισμένος. Θύμωσε.
─Εντάξει, είπε φανερά εκνευρισμένος. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, πως σκοπεύεις να πας;
─Κάτι θα σκεφτώ.
Έμεινε να τον κοιτάει καθώς ο Άγγελος έστριβε νευρικά μια τούφα από τα σγουρά μαλλιά του.
─Λοιπόν;
─Δεν ξέρω…
─Παραδέξου το. Έχεις να διανύσεις γύρω στα εξακόσια χιλιόμετρα για να πας σε ένα μέρος που μπορείς να πας μονάχα οδικά. Και αφού φτάσεις, πρέπει να διασχίσεις γύρω στα πενήντα χιλιόμετρα εγκαταλελειμμένο χωματόδρομο .Και όλα αυτά αύριο αφού σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η εικόνα δακρύζει μόνο μια φορά τον χρόνο και αυτό θα συμβεί μεθαύριο!
Ο Άγγελος έμεινε να τον κοιτάει άναυδος και στα μάτια του Σωτήρη φάνηκε το βλέμμα του νικητή.
─Λοιπόν;
Ο Άγγελος έμεινε για λίγο σκεφτικός. Είχε δίκιο, μόνος του δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα.
─Ωραία, ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο. Τι κάνουμε;

─Άστο πάνω μου. Εσύ φρόντισε να είσαι γύρω στις εννιά το πρωί έτοιμος και τα άλλα άστα πάνω μου.

Ηλίας Στεργίου