Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 21)

Το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου επικύρωσε την απόφαση της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία στις 25 Μαρτίου είχε κηρύξει έκπτωτη την δυναστεία των Γκλύξμπουργκ, και εγκαθίδρυσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την αβασίλευτη δημοκρατία. Πρωθυπουργός στο νέο πολίτευμα ορκίστηκε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, και Πρόεδρος της Δημοκρατίας λίγο αργότερα ο Παύλος Κουντουριώτης. Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν κι οι πρόσφυγες που εν πολλοίς ψήφισαν υπέρ της δημοκρατίας, όχι πάντοτε άνευ πιέσεων. Όπως και να ’χει, η εκλογή του νέου πολιτειακού καθεστώτος πλειοψήφησε συντριπτικά στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας, πράγμα που αμφισβητήθηκε από τους βασιλόφρονες οι οποίοι εξέφρασαν ανοιχτά υποψίες για νοθεία.


Τις απόψεις αυτές άκουγε η Κατίνα μέσα στο σπίτι των αφεντικών της να τις διατυπώνει η Ευανθία, καθώς ο σύζυγός της έλειπε την περισσότερη ώρα στις επιχειρήσεις του. Η περιφρόνησή της προς τη νεαρή κοπέλα έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Πολλές φορές την κοιτούσε με απερίγραπτο μίσος κι η Κατίνα ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί όταν μουρμούραγε: «Παλιοπρόσφυγες, εσείς φταίτε! Αν δε σας είχε φέρει ο κερατάς ο Βενιζέλος από απέναντι, μια χαρά θα ζούσαμε με τους βασιλιάδες μας! Ποιος ξέρει τι σκαρώνουν ετούτοι οι δημοκρατικοί… Τις προάλλες η αδερφή μου στο χωριό μου ’λεγε ότι πάνε να μας αλλάξουν τη θρησκεία, να υποτιμήσουν τη σταφίδα και μύρια όσα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!» Πελοποννήσια γαρ η Ευανθία και οι βασιλικές πεποιθήσεις κυλούσαν στο αίμα της. Η Κατίνα δεν είχε καμιά πολιτική πεποίθηση- πως θα μπορούσε άλλωστε;  Αν ψήφιζαν οι γυναίκες, θα έριχνε το ψηφοδέλτιο μαζί με τη Γιασεμή. Βασιλεία ή δημοκρατία, όμως, δεν μπορούσαν να βελτιώσουν στο ελάχιστο την καθημερινότητά της. Κόντευε να γίνει η σκιά του εαυτού της, μια που η κυρά της μαζί με το μισθό τής περιέκοπτε τώρα και το φαγητό. Όταν παρ’ ελπίδα έπαιρνε κάποια άδεια και κατέβαινε να επισκεφτεί τη Γιασεμή και τη Σμαρώ στο συνοικισμό, την κοιτούσαν ανήσυχες που κάθε φορά φαινόταν όλο και πιο αδύνατη. Η Σμαρώ αυθόρμητα έκανε να της δώσει λίγο παραπάνω απ’ το δικό της πιάτο, όμως εκείνη το αρνούνταν λέγοντάς της ότι το χρειάζεται περισσότερο. Έτσι λοιπόν με σφιγμένη καρδιά και μισοάδειο στομάχι συνέχιζε να εκτελεί τα καθήκοντά της, αναρωτώμενη πόσο θα βαστούσε ακόμα ο καταπονημένος οργανισμός της.

Οι Αναγνώστου είχαν ένα γιο, το Διονύση, τον οποίο ενώ η Κατίνα έβλεπε ελάχιστα είχε διαμορφώσει αρκετά σαφή εικόνα για την προσωπικότητά του. Ο Διονύσης ήταν ο κλασικός τύπος κακομαθημένου πλουσιόπαιδου: βολεψάκιας, κηφήνας, χρησιμοποιούσε το σπίτι ως ξενοδοχείο. Τις υπόλοιπες ώρες χανόταν και κανείς δεν ήξερε που ακριβώς πήγαινε. Υποτίθεται ότι πλάι στον πατέρα του μάθαινε τα μυστικά του επαγγέλματος ώστε να διοικήσει κάποτε τις επιχειρήσεις του, όμως γι’ αυτό δεν ήταν ούτε πρόθυμος ούτε ικανός ο νεαρός άντρας. Ήξερε μόνο να σπαταλά τα χρήματά του αλητεύοντας με παλιοπαρέες σ’ όλα σχεδόν τα καταγώγια της Αθήνας και του Πειραιά και να αυθαδιάζει στους γονείς του με τους οποίους τσακωνόταν σε καθημερινή βάση. Ο Χαράλαμπος απηυδισμένος παραιτούνταν τις περισσότερες φορές αφήνοντας την Ευανθία να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα. Ούτε εκείνη άντεχε τα καμώματα του γιου της, η Κατίνα την είχε ακούσει πολλές φορές να μονολογεί πικραμένη. Τον φοβόταν κι η ίδια τον νεαρό της κύριο, καθώς τον είχε πιάσει ενίοτε να την κοιτά με βλέμμα περίεργο, σχεδόν επικίνδυνο. Προσπαθούσε λοιπόν να τον αποφεύγει, ειδικά τα βράδια που έμπαινε στο σπίτι τύφλα στο μεθύσι παραπαίοντας. Συνήθως όμως έπεφτε στο κρεβάτι με τα ρούχα και ροχάλιζε σαν γουρούνι, μέχρι να τον ξυπνήσουν την επόμενη μέρα οι φωνές της Ευανθίας που τον αποκαλούσε “αχαΐρευτο σφουγγάρι” κι επικαλούνταν όλους τους αγίους της χριστιανοσύνης να συμμορφώσουν το παιδί της. Το αυτί του Διονύση ωστόσο δεν ίδρωνε καθόλου· συνέχιζε με πάθος την άσωτη ζωή, αδιαφορώντας πλήρως για την υπόληψή τους.

Ένα τέτοιο βράδυ ήταν κι εκείνο… Μέσα Ιουνίου πια κι η γλυκιά δροσούλα της άνοιξης έδινε τη θέση της στην ζέστη του καλοκαιριού. Οι κύριοί της έλειπαν καλεσμένοι σε μια χοροεσπερίδα, έτσι η Κατίνα ήταν μόνη της ουσιαστικά στο σπίτι αφού η κυρά Χαρίκλεια ξάπλωνε νωρίς. Η άπνοια κι η υγρασία της σημερινής νύχτας δεν θα την άφηναν να κοιμηθεί σύντομα. Κατέβηκε στην πίσω αυλίτσα όπου βρισκόταν το πλυσταριό, γέμισε μια σκάφη ως τη μέση με νερό κι έριχνε με το κανάτι στο σώμα της να δροσιστεί. Την ώρα που στέγνωνε το δέρμα της, ήχησαν από μακριά τα ασυνάρτητα λόγια του Διονύση ανακατεμένα με σφυρίγματα, σημάδι ότι γύριζε από άλλη μια κραιπάλη. Βεβαιώνοντας τον εαυτό της ότι θα παρέμενε στο σαλόνι ή έστω θα ανέβαινε όπως πάντα να ξεραθεί στον ύπνο, τύλιξε την πετσέτα γύρω απ’ το στήθος της και μπήκε στο δωμάτιό της. Πάγωσε όμως βλέποντάς τον να γεμίζει με το μπόι του το άνοιγμα της πόρτας- ήταν ψηλός ο Διονύσης, εμφανίσιμος, κι αν δεν συνήθιζε να πίνει θα ήταν σίγουρα ποθητός στις νέες της τάξης του. Αλλά το χτυποκάρδι που προκαλούσε τώρα στην Κατίνα δεν οφειλόταν διόλου σ’ αυτό το πράγμα.

«Πλενόσουν ε; Πλύσου… παστρικιά»  μίλησε εξακολουθώντας να ασθμαίνει υπό την επήρεια του ποτού. Η καρδιά της κοπέλας σπαρταρούσε σαν φυλακισμένο πουλί, οι παλάμες της ίδρωναν, τα γόνατά της έτρεμαν.

«Κύριε σας παρακαλώ, αφήστε με να ντυθώ»  άρθρωσε με όση ψυχραιμία της απέμενε.

«Γιατί να ντυθείς; Είσαι τόσο… καυτή έτσι!» απάντησε πλησιάζοντας επικίνδυνα προς το μέρος της. Η ανάσα του βρομούσε οινόπνευμα, τα μάτια του εξέπεμπαν μια διαβολική λάμψη.

«Απορώ πώς να ’ναι άραγε αυτό το σμυρναίικο δερματάκι…» είπε κι άπλωσε το δάχτυλο στη σάρκα της. Ανατρίχιασε η Κατίνα από αηδία.

«Κύριε, είστε μεθυσμένος» ψέλλισε. «Σας παρακαλώ, πηγαίνετε. Κι αν θέλετε κάτι, να-»

«Δε θα μου πεις εσύ τι να κάνω!» φώναξε ο Διονύσης και γράπωσε το λαιμό της σαν να ’θελε να την στραγγαλίσει.

«Μια δούλα είσαι» πρόσθεσε. «Τι νομίζεις, θα σ’ ακούσω; Ο, τι θέλω σε κάνω, μωρή! Κατάλαβες; Ό, τι θέλω!» Μ’ αυτά τα λόγια την έσπρωξε στο κρεβάτι, ενώ ο ίδιος έβγαλε το παντελόνι του και στάθηκε απειλητικός μπροστά της. Έσφιγγε την πετσέτα πάνω της, έσφιγγε μαζί τα πόδια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να γλιτώσει απ’ το νεαρό αφεντικό της που ’χε κορώσει. Μάταια όμως. Της έδεσε τα χέρια στα κάγκελα του κρεβατιού και τη γύμνωσε εντελώς, ξεσκεπάζοντας στανικά την ήβη της.

«Μη! Βοήθεια!» φώναξε αλλά το μόνο που εισέπραξε ήταν ένα δυνατό χαστούκι που μάτωσε τη μύτη και το στόμα της.

«Σκάσε μωρή πουτάνα! Αν ξανασκούξεις θα σε σκοτώσω!» γρύλισε ο Διονύσης κι έχωσε μέσα της το μόριό του, αγκομαχώντας με ζωώδη ηδονή. Δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της Κατίνας, πνιχτούς λυγμούς ανέπεμπε το λαρύγγι της και δάγκωνε τα χείλη για να μην ουρλιάξει, νιώθοντας τον κόλπο της να σκίζεται κι ένα ζεστό αιμάτινο ρυάκι να κυλά ήδη ανάμεσα απ’ τα σκέλια της.

Αυτή ήταν η πρώτη της φορά. Ούτε χάδι, ούτε φιλί, ούτε λόγια τρυφερά. Μόνο πόνος, πόνος, πόνος.

Δεν ήξερε πόση ώρα κράτησε η μιαρή τούτη ένωση. Κάποια στιγμή ο Διονύσης σηκώθηκε, πήρε τα ρούχα του από κάτω και τα φόρεσε κοιτώντας την θριαμβευτικά, ίδιος με αγρίμι που κατασπάραξε τη λεία του.

«Ξέρεις κάτι;» είπε πιάνοντας το πιγούνι της. «Καλά λένε ότι εσείς οι πρόσφηγκες είστε πόρνες… Έχω να πηδήξω έτσι απ’ την τελευταία φορά που πήγα σε μπουρδέλο!»

Ο βιαστής της βγήκε απ’ το δωμάτιο, μα το κάψιμο που ένιωθε η Κατίνα εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά. Ξεκινούσε απ’ την κοιλιά της, ανέβαινε στο στέρνο και πυρπολούσε το κεφάλι της. Ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια λυτά πια, πεσμένα άψυχα στο πλάι της, να μοιάζουν με σπασμένες φτερούγες και τις μαύρες ίριδες διεσταλμένες να ενώνονται με το σκοτάδι της νύχτας, προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι έπαθε. Είχε γλιτώσει παρά τρίχα απ’ τα χέρια των Τούρκων για να τη στιγματίσει με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος της φυλής της… Τι νόημα είχε που έμεινε τότε αγνή και ζωντανή; Ας πέθαινε ατιμασμένη στους δρόμους της Σμύρνης, τουλάχιστον θα έσβηνε μαζί της κι η ταπείνωση, ενώ τώρα ήταν αναγκασμένη να ζει για να την υποφέρει…

«Μπαμπά… Μπαμπά μ’ ακούς;» παραληρούσε. «Κι εσύ μαμά, εκεί ψηλά που είσαστε με βλέπετε; Δείτε πως με κατάντησαν! Το κοριτσάκι σου, μαμά… Το βίασαν! Το αίμα της, ο αδελφός της, το χάλασε! Που ’σαι, πατερούλη μου, να με πάρεις αγκαλιά κι ας είμαι είκοσι χρονών, να με πεις πως όλα πέρασαν, πως ήταν ένα όνειρο, σαν όταν ήμουνα μικρή κι έβλεπα εφιάλτες; Που είσαι πατερούλη μου, που είσαι…»

Ανακάθισε κλαίγοντας στο στρώμα με την όψη γερμένη στις παλάμες της. Τ’ απομεινάρια της οδυνηρής συνεύρεσης, νωπές κηλίδες κόκκινες κι υπόασπρες, είχαν λεκιάσει όλο το σεντόνι. Με ασταθείς κινήσεις, αβέβαιες, στερέωσε τα πέλματά της στο πάτωμα και το τράβηξε με μίσος κουρελιάζοντάς το. Ύστερα έβγαλε καθαρό από τη μικρή ντουλάπα, το έστρωσε κι άφησε το σώμα της να πέσει βαρύ επάνω του, καλυμμένο με τη λευκή νυχτικιά. Έπρεπε να προσποιηθεί ότι δε συνέβη τίποτα· όχι τόσο για να μην μπλέξει, αλλά κυρίως επειδή η ντροπή της ήταν αφόρητη.

«Θεέ μου, γιατί; Γιατί μου το ’κανες αυτό; Τι θα πω τώρα πια στο Μανώλη μου αν τύχει και γυρίσει; Πως θα τον αντικρίσω;» συλλογίστηκε πικραμένη πριν ένας ταραγμένος ύπνος της σφαλίσει τα βλέφαρα...

Μετά το βιασμό της η Κατίνα έγινε ακόμα πιο σιωπηλή και άβουλη. Σαν αυτόματο εκτελούσε ό, τι της έλεγε η κυρά της, κρατώντας χαμηλά το βλέμμα μην τύχει και προδοθεί το φοβερό μυστικό της. Μόνο τα βράδια που έγερνε στο γιατάκι της τα δάκρυα έβρισκαν δρόμο να ξεχυθούν βουβά, καθώς η ανάμνηση της τρομερής νύχτας επανερχόταν στο νου της. Όσο κι αν κλείδωνε την πόρτα για ασφάλεια, κοκάλωνε σε κάθε ήχο που συλλάμβαναν τ’ αυτιά της έξω απ’ το δωμάτιο. Έσμιγε τις γροθιές της και γούρλωνε τα μάτια σαν πτώμα μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν τριγυρνούσε εκεί έξω ο Διονύσης κι αυτή η αναμονή διαρκούσε ενίοτε μέχρι το πρώτο χάραμα…

«Τι έχεις κόρη μου; Δεν είσαι καλά;» τη ρώτησε όλο έγνοια η Χαρίκλεια κάποτε. «Σ’ έχω ακούσει καμιά βολά που σιγοκλαίς τη νύχτα. Τι σου ’καμαν παιδί μου; Ποιος σε πείραξε;»

«Κανείς, κυρά Χαρίκλεια, κανείς» προσποιούνταν η κοπέλα. «Απλά θυμούμαι τα παλιά… και ξεύρεις…»

Έγνεφε συγκαταβατικά η ηλικιωμένη γυναίκα, άλλωστε η δικαιολογία που πρόβαλε η Κατίνα ήταν άκρως πειστική στην περίπτωσή της. Ποτέ δεν τόλμησε να της εξομολογηθεί τι συνέβη, με ποιο βάναυσο τρόπο έχασε την αγνότητά της. Ούτε κατέβαινε έκτοτε διόλου στην Κοκκινιά, ντρεπόταν να συναντήσει το βλέμμα της Γιασεμής και της Σμαρώς. Ήλπιζε μοναχά κι αποζητούσε κρυφά να ’ρθει το αίμα της, να τη λυτρώσει απ’ το φόβο μήπως κουβαλούσε μέσα της το σπέρμα του Διονύση.

Διάβηκε έτσι ένας μήνας. Τα πρωινά του Ιουλίου μες στην κάψα τους της έφερναν κάποιες φορές μια αδυναμία, μια ελαφριά ζάλη την οποία αγνοούσε διότι έπρεπε να βρίσκεται από νωρίς στο πόδι. Τη μέρα εκείνη είχαν μπουγάδα. Σηκώθηκε αργά, βαρύθυμα, φόρεσε το μουντό γκρι φουστάνι της κι αφού τσίμπησε κάτι λίγο για πρωινό πήρε τα άπλυτα να πάει στο πλυσταριό. Βύθιζε μηχανικά τα ρούχα στο μίγμα του νερού και του σαπουνιού χωρίς να νοιάζεται για τις κάποτε λεπτεπίλεπτες αρχοντικές παλάμες της που είχαν τώρα αργαστεί με τις δουλειές, όταν κάποιο τολμηρό χέρι χούφτωσε τα οπίσθιά της.

«Βρε βρε… Να που ξαναβλεπόμαστε!» σύριξε πίσω της ο Διονύσης. Πριν προλάβει ν’ αντιδράσει την έστρεψε προς το μέρος του φυλακίζοντας τα μπράτσα της.

«Τι κάνεις εδώ; Φύγε!» του πέταξε, ενώ το καμίνι της οργής σιγόβραζε μέσα της.
«Απ’ το σπίτι μου να φύγω;» ειρωνεύτηκε εκείνος. «Για κάτσε καλά, τσουλάκι!»

«Φύγε, Διονύση. Τσακίσου! Αλλιώς θα πω στη μάνα σου ό, τι μου ’κανες! Τ’ ακούς;»

«Μπα; Και τι νομίζεις, πως θα σ’ ακούσει η μάνα μου; Εσύ έφταιγες ούτως ή άλλως που κούνησες τον κώλο σου. Κι είναι τόσο προκλητικός μα την αλήθεια…» απάντησε κι έκανε να τσιμπήσει το μερί της.

Δεν ήθελε πολύ η Κατίνα για να πάθει έκρηξη, τα λόγια του Διονύση ήταν η θρυαλλίδα. Το χαστούκι που του ’δωσε το χέρι της ήταν αυθόρμητο.

«Κτήνος! Μη μ’ αγγίζεις!» μούγκρισε. Ο Διονύσης μόρφασε προς στιγμήν κεραυνωμένος, ύστερα ο θυμός τον έπνιξε.

«Τι έκανες μωρή; Ποιόν χτύπησες; Εμένα, τον αφέντη σου; Τώρα θα δεις, σκρόφα!» είπε στον ίδιο τόνο κι άρπαξε απ’ τη μέση την κοπέλα για τη ρίξει κάτω. Μα εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να παραμείνει άπραγη όπως την πρώτη φορά. Δεν θ’ άντεχε να την ταπεινώσει ξανά, να εξευτελίσει την ύπαρξή της για να ικανοποιήσει τις ορμές του. Έβαλε όλη τη δύναμη του απισχνασμένου της κορμιού και κατάφερε να ρίξει η ίδια στο χώμα τον φαινομενικά ισχυρότερο αντίπαλό της.

«Κτήνος! Κάθαρμα!» ξεστόμιζε βρισιές χτυπώντας τον. «Με κατέστρεψες! Στην κόλαση να πας, στην κόλαση!»

Ο Διονύσης ανταπέδιδε τα χτυπήματα, μα η Κατίνα δεν πτοούνταν. Ώρα πολλή πάλευαν πεσμένοι στο τραχύ δάπεδο, το σώμα της είχε γεμίσει μώλωπες κι εκδορές. Εν τέλει υπερίσχυσε. Και βλέποντάς τον ν’ αγκομαχά τούτη τη φορά από πόνο, πήρε στα χέρια της τον κόπανο κι άρχισε να τον προσγειώνει με λύσσα επάνω του συνεχόμενα. Δεν σκεφτόταν πια, ο νους της είχε παραλύσει· θόλωσε κι αυτός απ’ τα δάκρυα που έτρεχαν ποταμηδόν στις παρειές της. Και θα συνέχιζε να τον χτυπά μέχρι να βγει η ψυχή του, αν δεν ήταν η Ευανθία η οποία όρμησε αλλόφρων στο πλυσταριό έχοντας δει τη σκηνή αυτή.

«ΔΙΟΝΥΣΗ!!!» κραύγασε γονατίζοντας πλάι στο γιο της που κείτονταν αιμόφυρτος. Το ξύλο έμεινε μετέωρο στα χέρια της Κατίνας, ενόσω παρακολουθούσε ξέπνοη, χωρίς κανένα συναίσθημα, την αγωνιώδη της προσπάθεια να ανιχνεύσει το σφυγμό του.
«Σκύλα!» βρυχήθηκε τελικά η Ευανθία. «Έχε χάρη που ζει ακόμα, αλλιώς θα σ’ έπνιγα στα χέρια μου... Αχάριστη! Τι σου ’κανε ο γιος μου, ε; Τι σου ’κανε και θες να τον σκοτώσεις; Το ξέρεις ότι τώρα μπορεί να τον σακάτεψες; Ε; Το ξέρεις;»

Τα ουρλιαχτά της κόντευαν να γκρεμίσουν το σπίτι, η Κατίνα όμως έμεινε ασυγκίνητη. Μόνο το τρέμουλο που απλώθηκε στα μέλη της δυνάμωνε.

«Φύγε» πρόσθεσε η κυρά της. «Φύγε, παλιοβρόμα! Χάσου απ’ τα μάτια μου! Τουρκόσπορε, γέννα του Σατανά!» Και πήρε να τη γρονθοκοπεί, χώνοντας μαζί κλωτσιές στο καλάμι της. Τσίριξε απ’ τον πόνο, μα κατάφερε να τρέξει μακριά της, να εγκαταλείψει μια για πάντα τον τόπο του μαρτυρίου της.

Δίχως να κοιτά δεξιά ή αριστερά της, ροβόλησε γρήγορα τους χωματόδρομους της Καστέλας. Κάνα δυο αμάξια κόντεψαν να την πατήσουν. Έτρεχε, έτρεχε πολλή ώρα μέσα στην πόλη, αδιαφορώντας για τα περίεργα βλέμματα που της έριχναν οι περαστικοί. Μόλις έφτασε στο συνοικισμό κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα κι έσυρε ευθύς τα πόδια της μέχρι το δικό τους κατάλυμα, ανοίγοντας την πόρτα.

«Κοριτσάκι μου! Που ήσουνα; Σε χάσαμε!» αναφώνησε η Γιασεμή βλέποντάς την κι άφησε το τσουκάλι για να πάει κοντά της. Η αλλοιωμένη όψη της την τρόμαξε.

«Κατίνα μου τι έπαθες; Είσαι καλά;» τη ρώτησε όλο έγνοια. Τα χείλη της δεν άνοιγαν, είχαν στεγνώσει. Συννεφιασμένη η Γιασεμή την έβαλε να καθίσει στο φτωχικό τους ντιβάνι και εκείνη χύθηκε στην ποδιά της ελευθερώνοντας τους χείμαρρους δακρύων που φούσκωναν πίσω απ’ τα βλέφαρά της.

«Γιασεμή… Γιασεμή μου» πρόφερε, ενώ η θετή μητέρα της προσπαθούσε με χάδια και φιλιά να τη μερώσει.

«Σώπασε τζιέρι μου… Τι σε κάμανε; Ποιος σε πλήγωσε;»

Δεν μπόρεσε να της απαντήσει, να ξεφορτωθεί το βάρος που της πλάκωνε την καρδιά. Αφότου κόπασε το κλάμα της, ξαπλώθηκε στο στρώμα ανήμπορη, χωρίς καμιά διάθεση. Δεν άγγιξε ούτε το πιάτο με το φαΐ που της έφερε η Γιασεμή. Κάποια στιγμή τα μάτια της έκλεισαν. Ονειρεύτηκε τη μέρα που ο Μανώλης την πήγε κρυφά στις Καμάρες και το νερό του ποταμού δρόσιζε το ανέγγιχτο τότε παρθενικό κορμί της, βρέχοντας το φουστάνι της…

Κάτι υγρό μούσκευε όντως τα ρούχα της το οποίο ανέβλυζε κατακόκκινο στην περιοχή της μήτρας της. Τρομοκρατήθηκε.

«Γιασεμή! Γιασεμή!» έκανε αδύναμα, όταν ένας οξύς πόνος ίδιο μαχαίρι διαπέρασε την κοιλιά της αφήνοντάς την λιπόθυμη...

Τα υπόλοιπα δεν ήξερε αν τα έζησε ή αν τα ονειρεύτηκε. Δύο θολές μορφές, της Γιασεμής και του γιατρού που την εξέταζε, συγχέονταν με τις σκιές του δειλινού στον τοίχο.

«Αποβολή, κυρία Σαράφογλου. Η κόρη σας ήτο έγκυος, στας αρχάς του δευτέρου μηνός» άκουσε τη διάγνωσή του.

Η Γιασεμή, τσακισμένη, με το που έφυγε εκείνος, ήρθε κοντά της και της έπιασε το χέρι. «Πως το ’παθες αυτό Κατίνα μου; Ποιανού ήταν το παιδί;» μίλησε βραχνά όλο πίκρα. Μπλέχτηκαν σφιχτά τα νεανικά της δάχτυλα με τα δικά της τα ήδη ροζιασμένα, οι οφθαλμοί της νότισαν. Έπρεπε τώρα πια να της το αποκαλύψει.

«Μ’ ατίμασαν, Γιασεμή…» ψέλλισε.

«Τι λες καρδιά μου; Ποιός;»

«Ο Διονύσης… Ο γιος του αφέντη μου!» ξεφώνισε. «Το κάθαρμα!»

Το στοργικό χέρι της Γιασεμής σκούπισε απαλά τα δάκρυα στα μάγουλά της. «Ανάθεμά τους… Το ’λεγα γω πως θα σε βρει κάνα κακό! Δεν είναι να τσι ’μπιστεύεσαι ετούτοι οι πλούσιοι Έλληνες» μονολόγησε.

«Τι θα κάμω Γιασεμή;» είπε καρφώνοντας μ’ αγωνία το βλέμμα της στο δικό της. «Με κατέστρεψε, που να μην είχε γεννηθεί ποτέ του! Τον μισώ, τον μισώ, τον μισώ…»

«Σώπα κόρη μου» την καθησύχασε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Μη τη μαυρίζεις άλλο την ψυχούλα σου, υπόφερε πολλά…»

Η Κατίνα κούρνιασε σαν βρέφος στην αγκαλιά της, πάνω στο απαλό της στήθος. «Η κυρά μου μ’ έδιωξε γιατί χτύπησα το γιο της… Προσπάθησε να μου κάνει τα ίδια σήμερα, Γιασεμή, το καταλαβαίνεις; Είναι κτήνος! Μακάρι να τον είχα σκοτώσει…»
«Σώπασε Κατινάκι μου» επανέλαβε η μεγαλύτερη γυναίκα. «Και που σ’ έδιωξε μη σε μέλει, σε καλό σου βγήκε. Μπορεί να πάθαινες χειρότερα… Μείνε εδώ σιμά μας και θα φροντίσω να μη σε ξαναπειράξει κανένας»

Το ’πε και το ’κανε η φιλεύσπλαχνη γυναίκα. Μόλις η Κατίνα έγινε καλά, την παρότρυνε να μπει μαζί της στο νέο εργοστάσιο ταπητουργίας που απασχολούσε ήδη αρκετούς πρόσφυγες της περιοχής τους. Δέχτηκε πρόθυμα τη δουλειά η κοπέλα κι ας μη γνώριζε καθόλου τον τρόπο της- δεν την απασχολούσε αυτό, θα τον κατακτούσε, το ευτύχημα ήταν ότι έβγαζε πλέον ένα μεροκάματο δίχως να υπομένει προσβολές κάθε είδους. Πράγματι, τα επιδέξια χεράκια της έμαθαν γρήγορα να χειρίζονται τους αργαλειούς, το στημόνι και το υφάδι, να συνταιριάζουν τις κλωστές και να δημιουργούν πολύχρωμα σχήματα. Σκυμμένη στον πάγκο της εργαζόταν με τις ώρες, επιμελής, αμίλητη, μ’ ένα πικρό μειδίαμα ραμμένο στα χείλη της. Κανείς δε μάντευε ότι αυτό το φτωχό κορίτσι στο πρόσωπο του οποίου ζωγραφίζονταν θαρρείς όλα τα βάσανα του κόσμου υπήρξε κάποτε μια ξένοιαστη αρχοντοπούλα με τη γλύκα του έρωτα να ζεσταίνει την ψυχή της…

Μια φθινοπωρινή μέρα επιστρέφοντας απ’ τη φάμπρικα, είδε στην ανοιχτή εξώθυρα τη Γιασεμή να αγκαλιάζει με θέρμη έναν ψηλό μελαχρινό άντρα με αστική αμφίεση και μια τραγιάσκα στο κεφάλι. Στήριξε το βάρος της αμήχανα στον έναν παραστάτη, απογοητευτικές εικασίες πλημμύρισαν το μυαλό της, ώσπου η ίδια αντιλήφθηκε την παρουσία της.

«Ήρτες κιόλας Κατινιώ μου; Έλα, πέρνα μέσα» της είπε συγκινημένη. Προχώρησε λίγο και στάθηκε μπρος στους δύο μεσήλικες, που είχαν χωριστεί τώρα απ’ την περίπτυξή τους.

«Ο αδερφός μου, ο Φώτης» σύστησε τον άντρα. «Φώτη μου, αυτή είναι η Κατίνα. Ορφανό κοράσι απ’ το Μπουτζά, την υιοθέτησα μαζί με την ξαδέρφη της τη Σμαρώ… Είναι παιδιά μου!»

«Για στάκα μπρε Γιασεμώ μου» υπέλαβε ο Φώτης. «Δυο χρόνια έχω να σε διω και γίνηκαν τόσα πολλά; Έχασες δυο γιους κι απόκτησες δυο κόρες;! Μπρε πως έρχουνται τα πράματα!»

Χαμογέλασε άθελά της η Κατίνα παρατηρώντας τον αδελφό Σαράφογλου. Το παράστημά του με τα μαύρα μαλλιά και το παχύ μουστάκι της θύμισε το Σίμο, τον πατέρα της, πρέπει να ’χαν πάνω- κάτω την ίδια ηλικία. Κι ο τρόπος που πρωτομίλησε, της έδειχνε άνθρωπο τόσο καλό, τόσο ευγενικό… «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει» συλλογίστηκε «αφού είναι αδελφός της Γιασεμής και γιος της κόνας Στασώς…»

«Πε με, Φώτη μου, πως σώθηκες; Σ’ είχα για χαμένο!» ζήτησε να μάθει όλο λαχτάρα η Γιασεμή.

«Μας πήραν οι Εγγλέζοι, εμένα και πολλούς άλλους τραυματίες» αποκρίθηκε ο Φώτης. «Από κει σαν έγινα καλά, γύρισα στην Ελλάδα, στη Σαλονίκη και σαν ορθοπόδησα λιγάκι το πρώτο που έκαμα ήταν να σας ψάξω. Δυο χρόνια ολάκερα, αδερφούλα, δυο χρόνια που δεν ήξευρα αν είστε ζωντανές εσύ κι η μάνα! Τα ντέρτια μου δεν λέγονται…»

«Ξέχνα τα πια, αδελφέ μου» τον παρηγόρησε η Γιασεμή. «Πάει, πέρασαν. Θα χτίσομε ξανά τη ζωή μας όλοι μαζί. Χρειάζουμαι έναν άντρα στο σπίτι, κι εγώ και τα κορίτσια μου»

Ο Φώτης κοίταξε ολόγυρα σαν κάτι να ’ψαχνε. «Η μάνα μας;»

Κόμπιασε η αδελφή του. «Φώτη μου… Δε ζει πια…»

«Αλήθεια λες;» πρόφερε συντετριμμένος ατενίζοντάς την κατάματα.

«Ναι, τζιέρι μου» έγνεψε βουρκωμένη. «Πέθανε πρόπερσι το χειμώνα, λίγους μήνες αφότου ήρχαμε. Ηκόλλησε τύφο και δεν εβάσταξε…»

Τα δύο αδέλφια έκλιναν τον αυχένα ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του άλλου κι απέμειναν έτσι αρκετή ώρα, θρηνώντας σιγανά τη μητέρα τους. Αμέσως ένιωσε κι η Κατίνα την ανάγκη να συμμετάσχει. Έγειρε στην πλάτη της Γιασεμής επιτρέποντας στα μάτια της να δακρύσουν, θυμούμενη την κόνα Στασώ όσο και τη βιολογική της γιαγιά, την κυρά Φωτεινή, που τόσο βίαια κι άδικα έχασε.

«Όμορφη κόρη σ’ έδωκε ο Θεός, Γιασεμή» αποτάθηκε στην αδελφή του ο Φώτης ύστερα εξετάζοντας οπτικά την Κατίνα. «Μα και πολύ θλιμμένη θαρρώ…»

«Είναι Φώτη μου, γιατί έχει βάσανα» εξήγησε η ψυχομάνα της.

«Κανείς δε θα ’χει βάσανα από δω και πέρα» είπε ο οιονεί θείος της. «Είναι ανιψιά μου πια κι αυτή κι η ξαδερφούλα της αφού τις υιοθέτησες και θα κάμω τα πάντα για να ’στε κι οι τρεις χαρούμενες, Γιασεμώ μου!»

Οι τέσσερίς τους έγιναν πλέον μια οικογένεια. Η Γιασεμή κι η Κατίνα δούλευαν στο εργοστάσιο, η Σμαρώ μάθαινε ραπτική δίπλα στην Φιλιώ την Αλατσατιανή τεχνίτρα μαζί με άλλα κορίτσια κι ο Φώτης δούλευε ευκαιριακά σε διάφορα μεροκάματα. Τα όνειρά του όμως ήταν άλλα. Αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, είχε βρει άλλους δυο τρεις Μικρασιάτες οργανοπαίχτες κι όλοι μαζί αποπειρώνταν να στήσουν έναν τεκέ στον Πειραιά. Τους έλειπε όμως μια γυναικεία φωνή. Κι αυτό που γύρευε το ανακάλυψε μια κρύα νύχτα του Γενάρη. Οι προσφυγίνες είχαν ανάψει φωτιά και μαζεμένες τριγύρω κάνανε τα ζυμαρικά τους, όπως στην πατρίδα. Τυλιγμένες στο σάλι τους η Κατίνα κι η Σμαρώ παρακολουθούσαν τη Γιασεμή να πλάθει και να κόβει το ζυμάρι, αποτύπωναν τις κινήσεις της και τις μιμούνταν. Συζητούσαν χαρούμενα οι γυναίκες, ανασταίνοντας τις μνήμες της πρωτινής ζωής τους.

«Πιάστε κορτσόπα κάνα τραγούδι, να γλυκαθεί το στόμα μας!» παρήγγειλε μια Πόντια. Κοιτάχτηκαν σαστισμένες.

«Άντε τι περιμένετε; Τραγούδι αρχινήσετε, για να καούν τα ντέρτια/ να γένουν στάχτη οι καημοί που μ’ έφαγαν τα τζιέρια» επηύξησε μ’ ένα αυτοσχέδιο στιχάκι η Φιλιώ κι άρχισε η καθεμιά να μουρμουρά σκοπούς του τόπου της.

«Αχ… Που να βρούμε ένα να χωρά ούλα τα πάθια μας;» αναρωτήθηκε μια Βιθυνιώτισσα[1] .

«Αυτό, κυράδες, που λέγαμε στα μέρη μας, θαρρώ πως ταιριάζει» παρενέβη ο Φώτης σηκώνοντας το μπουζούκι του. «Τση ξενιτιάς μαθές, μα τώρα θα γένει της προσφυγιάς» Και χάιδεψε τρυφερά το ηχείο του οργάνου. Ο πατέρας του, παλαιών αρχών, δεν ήθελε ο γιος του να γίνει “μουζικάντης”, έτσι ο Φώτης έπαιζε κρυφά για πολλά χρόνια. Κρυφά επίσης ερωτεύτηκε κάποτε μια όμορφη τραγουδίστρια, την Ελβίρα, που αν μπορούσε θα την έκανε γυναίκα του. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, εκείνη περίμενε παιδί. Και θυσιάστηκε μαζί του, για να μην πέσει στα βέβηλα χέρια τους…

«Στο ’πα και σ’ το ξαναλέω, στο γιαλό μην κατεβείς» τραγούδησε ο ίδιος τον πρώτο στίχο. Δειλά- δειλά οι γυναίκες που το γνώριζαν επανέλαβαν, παρασύροντας και τις υπόλοιπες.

«Κι ο γιαλός κάμει φουρτούνα και σε πάρει και διαβείς» συνέχισε ο Φώτης, στο κατόπι του η μικρή ετερόκλητη χορωδία.

«Όχου καλέ τι έμορφο!» αναφώνησε συγκινημένη εκείνη η Πόντια. Τα σωθικά της Κατίνας σκίρτησαν με λαχτάρα στο άκουσμά του. Η τελευταία φορά που προσπάθησε να τραγουδήσει ήταν το βράδυ στην Αγία Φωτεινή, πριν συλλάβουν το Χρυσόστομο. Έκτοτε το στόμα της άνοιγε μόνο για να φάει και να μιλήσει. Όμως τώρα, δεν ήξερε πως, μια ισχυρή δύναμη έσπρωχνε τον αέρα έξω απ’ τα πνευμόνια της, ζητούσε να γίνει μελωδία. Μόλις ο Φώτης μπήκε στη δεύτερη στροφή, τα χείλη της κινήθηκαν, σχηματίζοντας τις λέξεις:

«Κι αν με πάρει, που με πάει; Κάτω στα βαθιά νερά» Η φωνή της, ανέλπιστα καθαρή, κρυστάλλινη, μαγνήτισε τις προσφυγίνες απ’ το πρώτο ημιστίχιο. Έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη σαν αντιλήφθηκε το βλέμμα τους.

«Συνέχισε, γιαβρί μου, μη σταματάς» την ενθάρρυνε η Γιασεμή θωπεύοντας τα δάχτυλά της. Χαμογέλασε αχνά.

«Κάνω το κορμί μου βάρκα, τα χεράκια μου κουπιά/ το μαντίλι μου πανάκι, μπαινοβγαίνω στη στεριά…»

Πλέον δεν ακουγόταν ψίθυρος. Η Κατίνα, με την φωνή να πάλλεται γλυκά από συγκίνηση μαζί με τις χορδές του μπουζουκιού του Φώτη, έδινε το δικό της ρεσιτάλ μπροστά στο κοινό των συμπατριωτισσών της οι οποίες κρέμονταν στην κυριολεξία απ’ τα χείλη της.

Δυο κεχριμπάρια γέννησαν τα μάτια της, καθώς η θύμηση του Μανώλη την κατέλαβε. Τ’ άφησε ελεύθερα να στάξουν ολοκληρώνοντας το άσμα της.

«Στο ’πα και σ’ το ξαναλέω, μη μου γράφεις γράμματα/ γιατί γράμματα δεν ξεύρω και με πιάνουν κλάματα»

Ενός λεπτού σιγή. «Μπράβο ξαδέρφη!» χειροκρότησε πρώτη η Σμαρώ κι όπως το κύμα η αντίδρασή της μεταδόθηκε στις άλλες γυναίκες. Παραζαλισμένη απ’ την έξαψη δεχόταν τα φιλιά της Γιασεμής στο πυρωμένο της μάγουλο μη ξέροντας αν ήθελε να γελάσει ή να κλάψει.

«Μπράβο Κατίνα! Αηδονάκι σκέτο!» την επαίνεσε έκπληκτος ο Φώτης. «Δεν αφήνεις λέω γω τη φάμπρικα να πιάσεις το τραγούδι;»

«Ποιο τραγούδι;» απόρησε. Έγνεψε ότι θα της πει αργότερα, και μόλις διαλύθηκε η σύναξη την πήρε κατ’ ιδίαν.

«Άκουσε Κατινάκι. Η φωνούλα σου είναι ταμάμ γι’ αυτό που γύρευα»

«Τι γύρευες;»

«Μια κοπελιά να τραγουδάει όπως εσύ, με λυγμό και με μεράκι. Θα κάμεις θραύση εσύ, σ’ το λέγω!»

«Δεν έχω καταλάβει ακόμα για τι μιλάς, κυρ-Φώτη… Δεν είμαι καμιά περίφημη σαντέζα» αντέλεξε καχύποπτα.

«Δεν είσαι, αλλ’ ημπορείς να γένεις» εξήγησε εκείνος. «Φτιάχνω ένα μαγαζί στην Τρούμπα μαζί με κάτι άλλα καρντάσια. Έναν χαμοτεκέ, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά φιλοδοξώ να γένει σαν τα καφέ αμάν που ’χαμε στη Σμύρνη. Το καφέ αμάν του Φώτη!» καμάρωσε δείχνοντας μια φανταστική επιγραφή.

«Λοιπόν τι λες; Θες να τραγουδάς μαζί μας, να βγάζεις και λίγο χρήμα;» στράφηκε πάλι στην Κατίνα. Έσμιξε δίβουλη τα χείλη και τα φρύδια της.

«Μόνο… μόνο να τραγουδώ έτσι; Δε θα χρειαστεί να… ξέρεις»

«Χριστός κι απόστολος!» σταυροκοπήθηκε ο άνδρας γελώντας καλοσυνάτα. «Όχι, κορίτσι μου! Καφέ αμάν θα φτιάξομε, όχι μπορντέλο! Να με συμπαθάς κιόλας για τη λέξη» 

«Δεν πειράζει» απάντησε ήρεμα ( στην άκρη της γλώσσας το είχε να του πει «έχω περάσει εγώ χειρότερα»). «Δεν ξέρω, καλή ιδέα φαίνεται…»

«Το δέχεσαι λοιπόν;»

Αναμετρήθηκαν για λίγο με τα μάτια. «Ναι, εντάξει» αποφάνθηκε τέλος με σιγουριά. «Πότε θες να ξεκινήσω;»

«Απ’ αύριο κιόλας! Τέτοιο μέταλλο δεν κάμει να το χάσουμε!» αποκρίθηκε ο Φώτης εύθυμα.

Η Κατίνα μπορεί να δέχτηκε σχετικά εύκολα την πρότασή του, της Γιασεμής όμως δεν της καλάρεσε. «Αχ αυτός ο αδελφός μου, πάντοτε του κεφαλιού του ήκαμε» παραπονιόταν. «Και τώρα θέλει να το παίξει ρεμπέτης, απ’ αυτούς που εφτιάχνουνταν και τσι ήκουε ούλη η γειτονιά… Τι σ’ έταξε Κατίνα μου, γιατί δεν κάθεσαι στ’ αυγά σου, να κάμεις τίμια τη δουλίτσα σου στη φάμπρικα; Ηξεύρω γω τι τσογλάνια μπαινοβγαίνουν σε τέτοια μέρη! Φοβούμαι, κόρη μου, δε θέλω να κακοπάθεις πάλι»

«Μη μου φοβάσαι Γιασεμή» την καθησύχαζε. «Ποιος σου ’πε πως θα εγκαταλείψω τη φάμπρικα; Θα πηγαίνω το πρωί εκεί και το βράδυ θα τραγουδώ στου αδερφού σου, αυτό μονάχα»

«Θα ξεθεωθείς κοριτσάκι μου» επέμενε η Γιασεμή. «Για δεν τηράς το μέλλον σου; Τα είκοσι ένα κλείνεις πλιό! Είσαι εσύ για να γένεις σαντέζα; Είσαι καλή κοπέλα, μάτια μου, νοικοκυρούλα. Σε πρέπει να βρεις ένα καλό παιδί να παντρευτείς, να κάμεις παιδιά…» 

«Όχι, Γιασεμή» την έκοψε. «Πώς να παντρευτώ; Κανένας άντρας δε θα με θέλει εμένανε. Είμαι μια χαλασμένη, μια ατιμασμένη…»

«Μη λες τέτοια λόγια, τζιέρι μου, δεν το εξεύρει κανείς αυτό!»

«Δε με μέλει ο γάμος τώρα, Γιασεμή» κατέληξε η Κατίνα. «Θέλω να μείνω κοντά σας, να ’χει η Σμαρώ ένα στήριγμα κι εσύ ένα αποκούμπι. Αν δώσει ο Θεός, έχει καλώς. Ειδάλλως θα ’ναι η μοίρα μου…»



[1] Από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας


Λίνα Δώρου