Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 3: Η τέχνη των Κρυστάλλων (Κεφάλαιο 9)


            Η Εμμέλια πετάχτηκε από τον επίμονο βόμβο. Συνειδητοποίησε ότι την είχε πάρει ο ύπνος. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σηκώθηκε απρόθυμα και ρώτησε ποιος ήταν.
«Ευγενία, άνοιξε αμέσως, πρέπει να μιλήσουμε!»
Η φωνή του Στέφανου πρόδιδε την έντασή του. Άνοιξε την πόρτα. Ο Στέφανος μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάνοντας ένα νεύμα στον υπασπιστή του. Ξεκίνησε αμέσως να μιλάει. «Ευγενία, άκουσέ με προσεκτικά. Δεν έχουμε πολύ χρόνο και δεν έχουμε περιθώρια για άσκοπες διαφωνίες». Η Εμμέλια σφίχτηκε. Θα ήταν τελικά όπως το είχε προβλέψει.
«Άσε, Στέφανε, δε χρειάζεται, το έχω καταλάβει εδώ και ώρες. Ξέρω πολλά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με νόημα. Ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε για μια στιγμή στα χείλη του.
«Έχεις αντίληψη. Άρα να αφήσω την εισαγωγή;» ρώτησε. Η Εμμέλια κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Έχεις δύο επιλογές. Τη μία είμαι σίγουρος την έχεις σκεφτεί. Η άλλη είναι να φύγουμε μαζί από εδώ».
«Μα, Στέφανε» άρχισε να διαμαρτύρεται «θα με φυγαδεύσεις μέσα από τα χέρια των Αυτοκρατορικών, ρισκάροντας τα πάντα» πήγε να πει αλλά η πρότασή της έμεινε στη μέση, καθώς συνειδητοποίησε τι εννοούσε ο Στέφανος. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια κι έμεινε να τον κοιτά, αβέβαιη για το τι έπρεπε να πει.
«Πριν πάρεις την απόφασή σου, άκου με σε παρακαλώ. Ξέρω ότι δε με αγαπάς, δε με αγάπησες ποτέ. Ούτε εγώ σε αγάπησα. Και τις τελευταίες ώρες βλέπω συνέχεια το λάθος μου. Έβλεπα την Ευγενία, ενώ έπρεπε να ψάξω να βρω την Εμμέλια μέσα σου και να την αφήσω να λάμψει. Χρειάζομαι μια έξυπνη και δυναμική γυναίκα στο πλάι μου. Σε παρακαλώ, για το καλό σου μη με απορρίψεις. Μην ανησυχείς, δε θα σε γλιτώσω από τους Αυτοκρατορικούς για να σε σκλαβώσω εγώ. Θα βρούμε τρόπο, έχω σκεφτεί διάφορα. Μόνο δώσε μου μια ευκαιρία να σε προσεγγίσω, να βρω τον δρόμο για την καρδιά σου και θα δεις όλα θα πάνε καλά. Δεν είμαι κι εγώ μόνο ένα αξίωμα, ούτε όλη μου η ζωή η αυτοκρατορία μας». Όση ώρα μιλούσε την κρατούσε σφιχτά από τα χέρια. Το κατάλαβε και την άφησε. Έμεινε να την κοιτά στα μάτια σιωπηλός. Τη γεμάτη ένταση σιωπή έσπασε η Εμμέλια.
«Στέφανε, σ’ ευχαριστώ, αλλά μόνο από ανάγκη θα δεχτώ, το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι νιώθω κάτι για σένα, απλά να γλιτώσω τον εαυτό μου θέλω. Μπορείς να το δεχτείς αυτό;»
«Μου αρκεί, απλά θέλω να μου δώσεις την ευκαιρία να σε φλερτάρω, σαν να μην ήμασταν τίποτα, δυο άγνωστοι, δυο απλοί άνθρωποι. Θέλω την ευκαιρία που αρνηθήκαμε τότε ο ένας στον άλλον, εγκλωβισμένοι στους ρόλους μας». Η Εμμέλια δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
«Όλοι αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία, έτσι δεν είναι;»
Ο Στέφανος ένευσε καταφατικά χαμογελώντας.
«Πάμε, πρέπει να δούμε τον Αστράρχη».
Βγαίνοντας η Εμμέλια σταμάτησε απότομα.
«Η Μαριάννα;» ρώτησε.
«Ποια; Α, η κοπέλα που διέσωσες. Δεν ξέρω, δεν το έθιξα καν, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω όλη μου την πειθώ και το ειδικό βάρος του αξιώματός μου για να πάρω εσένα. Άλλωστε, αν κατάλαβα καλά, απλά την έσωσες, δεν είστε φίλες». Η Εμμέλια κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ζητήσει κάτι παραπάνω.
«Ναι, απλά αισθάνομαι λίγο υπεύθυνη γι’ αυτή με όσα έγιναν. Σε παρακαλώ, άσε με να τη χαιρετήσω τουλάχιστον».


Η Μαριάννα ξάπλωσε και προσπάθησε μάταια να συγκεντρωθεί αρκετά. Για μια ακόμα φορά νευρίασε με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς τους κρυστάλλους. Έπρεπε να κάνει υπομονή όμως, όση αγωνία και να είχε. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει επιμένοντας να της επιστραφούν τα υπάρχοντά της γρήγορα. Μπορεί έτσι να τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή σε αυτά. Τελικά παραιτήθηκε και όπως ήταν κουρασμένη, δεν άργησαν να κλείσουν τα μάτια της. Ένιωσε ότι ήταν εκεί, στον άυλο κόσμο των οραμάτων της Τέχνης, όμως δεν υπήρχε τίποτα, δεν έβλεπε τίποτα. Ένιωθε, αλλά σαν κάτι να την εμπόδιζε. Κάτι ήταν εκεί. Ήταν βέβαιη, κάτι, κάποιος την κοιτούσε. Χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν απειλητική αυτή η παρουσία. Ήθελε να τρέξει, να ξεφύγει, αλλά δεν μπορούσε. Ένα ουρλιαχτό περισσότερο από μηχανή παρά από ζωντανό πλάσμα ακούστηκε.
Πετάχτηκε ιδρωμένη από τον ύπνο. Καθώς επέστρεψε στην πραγματικότητα, αναγνώρισε το ουρλιαχτό σαν τον βόμβο της πόρτας. Κάποιος της χτυπούσε. Ένας ακόμα εφιάλτης, άρχισε να σκέφτεται, αλλά πριν ο ύπνος την εγκαταλείψει τελείως, άκουσε πάλι στο πίσω μέρος του μυαλού της.
«Δεν ακούς το Θηρίο που βρυχάται;»
 Σηκώθηκε και διαπίστωσε ότι ήταν η Εμμέλια που της χτυπούσε. Άνοιξε και την είδε αναστατωμένη. Διέκρινε πίσω της τον κόμη και τον υπασπιστή του να περιμένουν διακριτικά.
«Τι έγινε;» τη ρώτησε με αγωνία. «Είναι αυτό που φοβόσουν;»
«Ναι, Μαριάννα, λυπάμαι» είπε η Εμμέλια και την αγκάλιασε. «Συγγνώμη για όλα, δεν ξέρω πώς έγιναν έτσι τα πράγματα. Πρέπει να φύγω, θα με πάρει ο Στέφανος. Να είσαι γενναία και σου υπόσχομαι να μη σε ξεχάσω. Ό,τι μπορέσω, αν μπορέσω...»
Η Μαριάννα πάγωσε. Θα έμενε τελείως μόνη, αιχμάλωτη. Ήθελε να θυμώσει, να αφήσει την αγανάκτηση να την πνίξει, να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε. Η Εμμέλια της είχε σώσει τη ζωή όπως και να ’χε. Και ήταν κι αυτή η υποψία που την κατέτρωγε τις τελευταίες ώρες ότι η Τέχνη και οι εφιάλτες της και όλα όσα έγιναν σχετίζονταν. Είπε απλά:
«Δεν πειράζει, φύγε. Ευχαριστώ που με έσωσες». Την άφησε και χώρισαν. Ο κόμης τη χαιρέτισε με ένα αμήχανο νεύμα. Έκλεισε την πόρτα.
Ήταν μόνη. Άφησε δυο δάκρυα να κυλήσουν.


Μιχάλης Κοτσαρίνης