14 Αυγούστου
Ο Άγγελος δεν είχε ησυχασμό. Τριγυρνούσε σαν το ανήμερο θηρίο, μέσα στο μικρό διαμέρισμα. Αυτός ο αγώνας, αυτή η άνιση πάλη μέσα του, μεταξύ της αγάπης του για τον Θεό και την μητέρα του που αργόσβηνε, τον έλιωνε. Ένιωθε να φλέγεται ολόκληρος. Γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι και προσευχήθηκε με όση θέρμη μπορούσε. Τον παρακάλεσε να του δώσει τη δύναμη και τη φώτιση να πράξει το σωστό, να του δείξει τον δρόμο, μα απάντηση δεν έπαιρνε. Ήταν σε σύγχυση, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Έξω, ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει χαρίζοντας στο τοπίο, μια πανέμορφη πορτοκαλί απόχρωση. Πλάι του, ακουμπισμένα πάνω στην εταζέρα, τα ράσα του παπά Φώτη. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Τα άρπαξε και πήγε κατευθείαν στο σπίτι της Αγνής. Δικαιολογούσε τον εαυτό του, ότι έπρεπε να τα επιστρέψει γιατί ήταν δικά της και θα μπορούσε να τα πουλήσει κάπου αλλού. Μα βαθιά μέσα του ήξερε, και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί, πως τον υποκινούσε μια βαθύτερη παρόρμηση, η ανάγκη να δει ένα οικείο πρόσωπο, να αλλάξει μια όμορφη κουβέντα. Έπειτα από αυτό το ταξίδι, δεν είχε ιδέα το τι θα μπορούσε να επακολουθήσει, ήθελε να μπορέσει τουλάχιστον να την αποχαιρετήσει.
Στάθηκε απ’ έξω διστάζοντας να χτυπήσει. Έσφιγγε τα άμφια στα χέρια μαζί και τα χείλη του που δεν είχε το θάρρος να διαβεί την πόρτα της. Έσκυψε το κεφάλι του, μετανοιωμένος πλέον που τα βήματα του, τον έφεραν στο σπίτι της. Ένα αίσθημα μεταμέλειας που ξεχείλισε μέσα του, πού υπέκυψε σε αυτήν την ακατανίκητη επιθυμία της σάρκας.
Γύρισε να φύγει, μα η πόρτα ξαφνικά άνοιξε και εμφανίστηκε η Αγνή. Έμειναν ξαφνιασμένοι και οι δυο τους, κοιτώντας ο ένας τον άλλον χωρίς να αρθρώνουν λέξη. Έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη μα ο Άγγελος πρόλαβε να δει τις νέες μελανιές σε όλα τα εμφανή σημεία του σώματός της.
─Τι είναι όλα αυτά; τη ρώτησε οργισμένος.
Εκείνη έσκυψε ακόμα πιο πολύ αρνούμενη να του απαντήσει, μα εκείνος την ανάγκασε να τον κοιτάξει πιάνοντας της το κεφάλι.
─Εκείνος σου τα έκανε όλα αυτά; ρώτησε και η φωνή του θυμωμένη, αγανακτισμένη.
Αντί να μιλήσει, ξέσπασε σε κλάματα και έπεσε στην αγκαλιά του.
─Δεν αντέχω άλλο Άγγελε! Θέλω να πεθάνω! Δεν έχω λόγο να ζω πια!
Τα μαλλιά της ανέδιδαν μια ιδέα από άρωμα βιολέτας. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, κόντευε να σπάσει. Ένα σωρό πρωτόγνωρα συναισθήματα αναδύθηκαν μέσα του, χωρίς να ξέρει πώς να τα διαχειριστεί.
Τον κοίταξε στα μάτια.
─Η κατάσταση έχει ξεφύγει πια, θα με σκοτώσει, έλεγε μέσα στα αναφιλητά της. Σώσε με!
Έκανε να ανοίξει την πόρτα μέσα στη σύγχυσή του, μα η Αγνή τον εμπόδισε τρομοκρατημένη κουνώντας το κεφάλι της.
─Μη σε παρακαλώ! Θα σου κάνει κακό!
Έτρεμε ολόκληρος από οργή και αγανάκτηση. Όλη η πραότητα και η καλοσύνη που τον χαρακτήριζαν εξαφανίστηκαν μεμιάς. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν, η όψη του έγινε φοβερή καθώς έσφιγγε τις γροθιές του.
─Σε παρακαλώ, του ψιθύρισε.
Γύρισε και την κοίταξε και μόνο τότε ήταν που συνειδητοποίησε τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Κοίταξε τα χέρια του και δεν αναγνώρισε τον εαυτό του. Είδε τα κλαμένα της μάτια που τον κοιτούσαν παρακλητικά. Δίχως δεύτερη σκέψη, την άρπαξε από το χέρι και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Δεν ήξερε τι θα έκανε, μα το σίγουρο ήταν πως δεν θα την άφηνε στα χέρια αυτού του κτήνους.
Την πήγε στο σπίτι του. Μόλις την είδε η κυρά Δέσποινα, άρχισε να σταυροκοπιέται.
─Χριστέ και κύριε! αναφώνησε. Ποιος σου το έκανε αυτό κόρη μου;
Η Αγνή έστεκε σαν χαμένη, κουρνιασμένη σε μια γωνία προσπαθώντας να κρυφτεί στην σκιά. Ένιωθε τόσο άσχημα, ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Ο Άγγελος τη χάιδεψε τρυφερά στον ώμο και την προσπάθησε να την κοιτάξει μέσα στα μάτια.
─Μη φοβάσαι, της είπε σιγά. Είσαι ασφαλής εδώ.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Πουθενά δεν είμαι ασφαλής. Θα με βρει και μετά…
Ένας λυγμός στάθηκε στον λαιμό της. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε με δύναμη.
─Μη μ’ αφήνεις, του είπε χαμηλόφωνα στο αυτί. Σε παρακαλώ, μη μ’ αφήνεις…
Έκλεισε τα μάτια του και αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει. Προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να γαληνεύσει, να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματά του.
─Ηρέμησε, της είπε. Όλα θα πάνε καλά.
Έκανε νόημα στην κυρά Δέσποινα να την περιποιηθεί και αυτός πήγε κοντά στη μάνα του. Γονάτισε δίπλα της στο κρεβάτι και της έπιασε το χέρι. Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε στα κρυφά την Αγνή να δέχεται τις περιποιήσεις. Έπειτα γύρισε προς τη μητέρα του η οποία τον κοίταζε γαλήνια με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Της έπιασε τα χέρια και της τα φίλησε.
─Άγγελε; Εσύ είσαι;
Κούνησε το κεφάλι του καταβάλλοντας μεγάλο κόπο να μην βάλει τα κλάματα. Του χάιδεψε το πρόσωπο.
─Δεν χρειάζεται να κλαις, του είπε. Είμαι καλά.
─Το ξέρω, της είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει..
Κοιταχτήκανε για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάνε.
─Θα χρειαστεί να λείψω για δυο μέρες, της είπε. Ότι χρειαστείς θα έχεις την κυρά Δέσποινα, θα σε φροντίσει. Εντάξει;
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, βούρκωσε.
─Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις.
─Δεν θέλω αγόρι μου να πας, του είπε.
Τραβήχτηκε κοιτώντας την με απορία.
─Τι εννοείς;
─Πρέπει να σου μιλήσω, είναι ανάγκη να μάθεις κάποια πράγματα.
─Σώπασε, της είπε, είσαι κουρασμένη. Κάνε λίγη υπομονή και σε λίγες μέρες, όλα θα είναι όπως πρώτα.
─Δεν θα προλάβω γιε μου…
─Σταμάτα να χαρείς, της είπε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάγουλά του. Μην μιλάς έτσι!
─Γιε μου…
Δεν την άφησε να συνεχίσει.
─Ηρέμησε, θα τα πούμε όταν επιστρέψω.
Τη φίλησε το μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο. Ακούμπησε τον ώμο του στον τοίχο κλείνοντας το στόμα του και ξέσπασε σε βουβό θρήνο. Απέναντί του, η Αγνή τον κοιτούσε σιωπηλή, με θλιμμένο βλέμμα. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του.
─Πρέπει να ετοιμαστώ, πρέπει να φύγω, της είπε.
─Και εγώ; έκανε με παράπονο. Τι θα απογίνω;
Κοίταξε τριγύρω του. Αν έμενε εκεί, θα ήταν τρεις γυναίκες μόνες και απροστάτευτες, έρμαια στα κτηνώδη ένστικτα του Αρτέμη αν την ανακάλυπτε. Δεν είχε πολλές επιλογές.
─Θα έρθεις μαζί μου, της είπε στο τέλος. Θα περάσουν να μας πάρουν σε λίγο.
Ηλίας Στεργίου
Ο Άγγελος δεν είχε ησυχασμό. Τριγυρνούσε σαν το ανήμερο θηρίο, μέσα στο μικρό διαμέρισμα. Αυτός ο αγώνας, αυτή η άνιση πάλη μέσα του, μεταξύ της αγάπης του για τον Θεό και την μητέρα του που αργόσβηνε, τον έλιωνε. Ένιωθε να φλέγεται ολόκληρος. Γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι και προσευχήθηκε με όση θέρμη μπορούσε. Τον παρακάλεσε να του δώσει τη δύναμη και τη φώτιση να πράξει το σωστό, να του δείξει τον δρόμο, μα απάντηση δεν έπαιρνε. Ήταν σε σύγχυση, δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Έξω, ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει χαρίζοντας στο τοπίο, μια πανέμορφη πορτοκαλί απόχρωση. Πλάι του, ακουμπισμένα πάνω στην εταζέρα, τα ράσα του παπά Φώτη. Δεν το σκέφτηκε πολύ. Τα άρπαξε και πήγε κατευθείαν στο σπίτι της Αγνής. Δικαιολογούσε τον εαυτό του, ότι έπρεπε να τα επιστρέψει γιατί ήταν δικά της και θα μπορούσε να τα πουλήσει κάπου αλλού. Μα βαθιά μέσα του ήξερε, και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί, πως τον υποκινούσε μια βαθύτερη παρόρμηση, η ανάγκη να δει ένα οικείο πρόσωπο, να αλλάξει μια όμορφη κουβέντα. Έπειτα από αυτό το ταξίδι, δεν είχε ιδέα το τι θα μπορούσε να επακολουθήσει, ήθελε να μπορέσει τουλάχιστον να την αποχαιρετήσει.
Στάθηκε απ’ έξω διστάζοντας να χτυπήσει. Έσφιγγε τα άμφια στα χέρια μαζί και τα χείλη του που δεν είχε το θάρρος να διαβεί την πόρτα της. Έσκυψε το κεφάλι του, μετανοιωμένος πλέον που τα βήματα του, τον έφεραν στο σπίτι της. Ένα αίσθημα μεταμέλειας που ξεχείλισε μέσα του, πού υπέκυψε σε αυτήν την ακατανίκητη επιθυμία της σάρκας.
Γύρισε να φύγει, μα η πόρτα ξαφνικά άνοιξε και εμφανίστηκε η Αγνή. Έμειναν ξαφνιασμένοι και οι δυο τους, κοιτώντας ο ένας τον άλλον χωρίς να αρθρώνουν λέξη. Έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη μα ο Άγγελος πρόλαβε να δει τις νέες μελανιές σε όλα τα εμφανή σημεία του σώματός της.
─Τι είναι όλα αυτά; τη ρώτησε οργισμένος.
Εκείνη έσκυψε ακόμα πιο πολύ αρνούμενη να του απαντήσει, μα εκείνος την ανάγκασε να τον κοιτάξει πιάνοντας της το κεφάλι.
─Εκείνος σου τα έκανε όλα αυτά; ρώτησε και η φωνή του θυμωμένη, αγανακτισμένη.
Αντί να μιλήσει, ξέσπασε σε κλάματα και έπεσε στην αγκαλιά του.
─Δεν αντέχω άλλο Άγγελε! Θέλω να πεθάνω! Δεν έχω λόγο να ζω πια!
Τα μαλλιά της ανέδιδαν μια ιδέα από άρωμα βιολέτας. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, κόντευε να σπάσει. Ένα σωρό πρωτόγνωρα συναισθήματα αναδύθηκαν μέσα του, χωρίς να ξέρει πώς να τα διαχειριστεί.
Τον κοίταξε στα μάτια.
─Η κατάσταση έχει ξεφύγει πια, θα με σκοτώσει, έλεγε μέσα στα αναφιλητά της. Σώσε με!
Έκανε να ανοίξει την πόρτα μέσα στη σύγχυσή του, μα η Αγνή τον εμπόδισε τρομοκρατημένη κουνώντας το κεφάλι της.
─Μη σε παρακαλώ! Θα σου κάνει κακό!
Έτρεμε ολόκληρος από οργή και αγανάκτηση. Όλη η πραότητα και η καλοσύνη που τον χαρακτήριζαν εξαφανίστηκαν μεμιάς. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν, η όψη του έγινε φοβερή καθώς έσφιγγε τις γροθιές του.
─Σε παρακαλώ, του ψιθύρισε.
Γύρισε και την κοίταξε και μόνο τότε ήταν που συνειδητοποίησε τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Κοίταξε τα χέρια του και δεν αναγνώρισε τον εαυτό του. Είδε τα κλαμένα της μάτια που τον κοιτούσαν παρακλητικά. Δίχως δεύτερη σκέψη, την άρπαξε από το χέρι και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Δεν ήξερε τι θα έκανε, μα το σίγουρο ήταν πως δεν θα την άφηνε στα χέρια αυτού του κτήνους.
Την πήγε στο σπίτι του. Μόλις την είδε η κυρά Δέσποινα, άρχισε να σταυροκοπιέται.
─Χριστέ και κύριε! αναφώνησε. Ποιος σου το έκανε αυτό κόρη μου;
Η Αγνή έστεκε σαν χαμένη, κουρνιασμένη σε μια γωνία προσπαθώντας να κρυφτεί στην σκιά. Ένιωθε τόσο άσχημα, ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Ο Άγγελος τη χάιδεψε τρυφερά στον ώμο και την προσπάθησε να την κοιτάξει μέσα στα μάτια.
─Μη φοβάσαι, της είπε σιγά. Είσαι ασφαλής εδώ.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Πουθενά δεν είμαι ασφαλής. Θα με βρει και μετά…
Ένας λυγμός στάθηκε στον λαιμό της. Τον αγκάλιασε και τον έσφιξε με δύναμη.
─Μη μ’ αφήνεις, του είπε χαμηλόφωνα στο αυτί. Σε παρακαλώ, μη μ’ αφήνεις…
Έκλεισε τα μάτια του και αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει. Προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να γαληνεύσει, να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματά του.
─Ηρέμησε, της είπε. Όλα θα πάνε καλά.
Έκανε νόημα στην κυρά Δέσποινα να την περιποιηθεί και αυτός πήγε κοντά στη μάνα του. Γονάτισε δίπλα της στο κρεβάτι και της έπιασε το χέρι. Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε στα κρυφά την Αγνή να δέχεται τις περιποιήσεις. Έπειτα γύρισε προς τη μητέρα του η οποία τον κοίταζε γαλήνια με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Της έπιασε τα χέρια και της τα φίλησε.
─Άγγελε; Εσύ είσαι;
Κούνησε το κεφάλι του καταβάλλοντας μεγάλο κόπο να μην βάλει τα κλάματα. Του χάιδεψε το πρόσωπο.
─Δεν χρειάζεται να κλαις, του είπε. Είμαι καλά.
─Το ξέρω, της είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει..
Κοιταχτήκανε για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάνε.
─Θα χρειαστεί να λείψω για δυο μέρες, της είπε. Ότι χρειαστείς θα έχεις την κυρά Δέσποινα, θα σε φροντίσει. Εντάξει;
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, βούρκωσε.
─Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις.
─Δεν θέλω αγόρι μου να πας, του είπε.
Τραβήχτηκε κοιτώντας την με απορία.
─Τι εννοείς;
─Πρέπει να σου μιλήσω, είναι ανάγκη να μάθεις κάποια πράγματα.
─Σώπασε, της είπε, είσαι κουρασμένη. Κάνε λίγη υπομονή και σε λίγες μέρες, όλα θα είναι όπως πρώτα.
─Δεν θα προλάβω γιε μου…
─Σταμάτα να χαρείς, της είπε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάγουλά του. Μην μιλάς έτσι!
─Γιε μου…
Δεν την άφησε να συνεχίσει.
─Ηρέμησε, θα τα πούμε όταν επιστρέψω.
Τη φίλησε το μέτωπο και βγήκε από το δωμάτιο. Ακούμπησε τον ώμο του στον τοίχο κλείνοντας το στόμα του και ξέσπασε σε βουβό θρήνο. Απέναντί του, η Αγνή τον κοιτούσε σιωπηλή, με θλιμμένο βλέμμα. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του.
─Πρέπει να ετοιμαστώ, πρέπει να φύγω, της είπε.
─Και εγώ; έκανε με παράπονο. Τι θα απογίνω;
Κοίταξε τριγύρω του. Αν έμενε εκεί, θα ήταν τρεις γυναίκες μόνες και απροστάτευτες, έρμαια στα κτηνώδη ένστικτα του Αρτέμη αν την ανακάλυπτε. Δεν είχε πολλές επιλογές.
─Θα έρθεις μαζί μου, της είπε στο τέλος. Θα περάσουν να μας πάρουν σε λίγο.
Ηλίας Στεργίου