Στο μικρό, ροζ, ακατάστατο –σαν βομβαρδισμένο-
σαλόνι μας μπαίνει ένας ψηλός άντρας, ξανθός με μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους,
πιασμένα όμως, χαμηλά σε μια κομψή κοτσίδα. Είναι κόντρα ξυρισμένος, με λεπτά,
όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και μάτια σχεδόν διαφανή, στο μπλε του πάγου.
Δεν μοιάζει πολύ μεγάλος σε ηλικία και είναι ντυμένος σαν δικηγόρος ή
επιχειρηματίας: ακριβό αρμάνι κοστούμι στο χρώμα του γραφίτι, κόκκινη μεταξένια
γραβάτι και μαντήλι, χρυσό Ρόλεξ ρολόι και ακριβό δερμάτινο παπούτσι. Στο δεξί
του χέρι φορά βέρα και ένα άλλο χοντροκομμένο χρυσό δαχτυλίδι από αυτά που
βλέπουμε να φοράνε οι μεγιστάνες των εταιρειών στις κολομβιανές σειρές. Μπλιαχ!
«Καλησπέρα δεσποινίς» με χαιρετά με μια ελαφριά, ιπποτική
υπόκλιση και ένα μικρό χαμόγελο. «Εσύ πρέπει να είσαι η Μπόνι» λέει και μου
παρατείνει το χέρι του προς χειραψία.
Γοητευμένη από την υπόκλισή του και τη γενικότερη,
παλαιού στυλ, αριστοκρατική συμπεριφορά του, γνέφω καταφατικά και του δίνω
αβίαστα το χέρι μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη όμως, ο κύριος αυτός αντί να
πραγματοποιήσει μια απλή, τυπική χειραψία μεταξύ δυο αγνώστων, τελικά με
χαιρετά με χειροφίλημα.
«Είστε της παλαιάς σχολής κύριε...» λέω,
προσπαθώντας να ξεπεράσω το πρώτο σοκ της γνωριμίας μου με αυτόν τον ιδιαίτερα
γοητευτικό άντρα αλλά και να μάθω με ποιον έχω να κάνω.
«Ντι Κάρλο. Ίβο Ντι Κάρλο» μου συστήνεται χωρίς να αφήσει το χέρι μου να
ξεφύγει από τα δικά του και το δεύτερο σοκ με χτυπάει κατακούτελα. Είναι ο
πατέρας του Ματ Ντι Κάρλο! Μα ναι, νομίζω πως τώρα βλέπω την ομοιότητα: Ξανθό,
φωτεινό μαλλί, εντυπωσιακό μάτι σε παρόμοιες αποχρώσεις του μπλε και
ακαταμάχητη γοητεία. «Και ναι, θέλω κι εγώ να πιστεύω πως ανήκω σε μια άλλη
εποχή, πιο εκλεπτισμένη και αριστοκρατική από αυτή που ζούμε σήμερα. Μια εποχή
όπου οι άντρες συμπεριφέρονταν στις γυναίκες με περισσότερο σεβασμό και
ευγένεια» συμπληρώνει την απάντηση του στο σχόλιό μου, αφήνοντας τελικά το χέρι
μου να πέσει απαλά στον μηρό μου, ελευθερώνοντάς με από τη σαγηνευτική λαβή
του.
«Χ-χαίρω π-πολύ» λέω με ένα ντροπιαστικό τραύλισμα
που δεν μου έχει ξανατύχει ποτέ σε γνωριμία με μπαμπάδες συμμαθητών μου. Ούτε
καν όταν γνώρισα τον Πήτερ Χάλιγουελ, που είναι και ο πατέρας του έρωτα της
ζωής μου. Για κάποιο λόγο όμως ο μπαμπάς του Ματ με κάνει να τα χάνω. Να φταίει
άραγε το γεγονός ότι, παρά την ηλικία του, είναι τόσο σέξυ και
γοητευτικός; Και αυτή η αίσθηση που
κάνει τις τρίχες στο μπράτσο μου να σηκώνονται κάγκελο, είναι άραγε εξαιτίας
του παρουσιαστικού του;
Η αλήθεια είναι βέβαια, ότι ποτέ στη ζωή μου δεν με
τράβηξαν οι μεγαλύτεροι άντρες. Ούτε μια φορά. Σε κάθε σχολείο που πήγαινα
άκουγα πάντα κάποια συμμαθήτριά μου να μιλάει για το τρελό κόλλημα που είχε με
τον τάδε σέξυ καθηγητή της. Εγώ πάντα έβρισκα τους μεγαλύτερους άντρες
απίστευτα βαρετούς και δεν ασχολήθηκα ποτέ με την ‘ώριμη’ γοητεία κανενός
γκριζομάλλη. Οπότε όχι, δεν παίζει κάτι τέτοιο με τον κύριο Ντι Κάρλο, δεν το
βρίσκω πιθανό. Κάτι άλλο συμβαίνει μεταξύ μας. Μια παράξενη αίσθηση, μια
αλλόκοτη γεύση έχει ποτίσει τη γνωριμία μας. Μια ανεξήγητα πικρή γεύση.
«Με τον Ίβο συνεργαζόμαστε μέσω της εταιρείας του
για την αγορά κάποιων ακινήτων» λέει η
αδερφή μου και η οικειότητα με την οποία αναφέρεται στον ίδιο με το μικρό του
όνομα κάνει την ‘αραχνοαίσθησή’ μου να βαράει σαν τρελή μέσα στο κεφάλι μου. Η
Νόρα πάντα είχε την τάση να μπλέκεται με άντρες που δεν είχαν να της προσφέρουν
τίποτα καλό. Ο κίνδυνος που μυρίζομαι λοιπόν, με ξεμπλοκάρει λίγο από την όλη
εντύπωση που μου έχει κάνει η γνωριμία μου με τον κύριο Ντι Κάρλο.
«Α, μάλιστα. Και χωρίς να θέλω να φανώ αγενής κύριε Ντι Κάρλο, τι κάνετε τέτοια ώρα
στο σπίτι μας;» ρωτάω όσο πιο ευγενικά μπορώ, τονίζοντας φυσικά με ιδιαίτερο
τόνο την λέξη ‘κύριε’, για να πιάσει το νόημα και η Νόρα.
«Όπως είπα και νωρίτερα, δεν έβρισκα την αδερφή σου
πουθενά αυτές τις μέρες και ανησύχησα» επαναλαμβάνει, χωρίς να φαίνεται
ενοχλημένος από την ερώτησή μου. «Επιπλέον, εκκρεμεί και η συμφωνία με το
ακίνητό των Μπλακ που είναι να έρθει υπό την κατοχή μας και δεν είχα νέα ούτε
από σένα ούτε από την Τζέιν».
Α, εντάξει, αυτός μιλάει στον ενικό με όλες τις
συνεργάτιδές του. Άρα να μην ανησυχώ.
«Ναι, έχεις δίκιο Ίβο» λέει η Νόρα με ιδιαίτερη έμφαση στο όνομα, για να μου δώσει να
καταλάβω πόσο πολύ αγνοεί τα πιστεύω μου. Λες και δεν το είχαμε καταλάβει. «Εγώ
φταίω γι’ αυτό. Έχω αναλάβει εξ ολοκλήρου την περίπτωσή σου και δεν έχω
ενημερώσει καθόλου την Τζέιν για τις εξελίξεις» λέει η Νόρα ψιλοαγχωμένη για
την εξέλιξη της συμφωνίας. Εγώ προσωπικά δεν βλέπω τον λόγο να αγχώνεται από τη
στιγμή που έχει αποφασίσει να φύγει και να τα τινάξει όλα στον αέρα, αλλά τι
ξέρω εγώ; Στο κάτω κάτω είμαι ανήλικο, σωστά;
«Μην το σκέφτεσαι δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα ήθελα
όμως να μιλήσουμε, αν έχεις χρόνο να μου διαθέσεις φυσικά» λέει με μια μελωδικότητα
στη φωνή του και κοιτώντας παράλληλα τριγύρω, για να δείξει στην αδερφή μου πως
θα το καταλάβει αν δεν μπορεί να του αφιερώσει τώρα αυτόν τον χρόνο.
«Αν δεν σε πειράζει να καθήσουμε μέσα σε αυτό το
χαός» του απαντά η Νόρα έχοντας κοκκινίσει ελαφρώς «και επιπλέον, θα ήθελα και
ένα δεκάλεπτο να κάνω ένα ντουζ και να
αλλάξω, δείχνω χάλια, το ξέρω».
«Ω, μα και βέβαια όχι. Ακόμα και ένα τσουβάλι να
φορούσες αγαπητή μου Νόρα, θα ήσουν υπέροχη. Η εσωτερική σου λάμψη θα βρίσκει
πάντα τον τρόπο να βγαίνει προς τα έξω και να μας εντυπωσιάζει». Και εδώ, σε
αυτό το σημείο, με πιάνει μια κάποια αναγούλα με το φλερτ του παντρεμένου προς
την αδερφή μου.
Ντιν νταν, ντιν νταν!
Το κουδούνι και πάλι. Εύχομαι μόνο αυτή τη φορά να
είναι όντως το φαγητό μας.
«Αυτό πρέπει να είναι το φαγητό που παρήγγειλα
νωρίτερα» λέει η Νόρα και κατευθύνεται και πάλι προς την πόρτα για να ανοίξει,
όμως ο Ντι Κάρλο βάζει το χέρι του μπροστά και την εμποδίζει να περάσει στο
χωλ. Αν ήξερε πόσο πεινάω, δε θα ριψοκινδύνευε να χάσει το χέρι του.
«Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου. Θα αναλάβω εγώ το
βραδινό μας. Εσύ πήγαινε να ετοιμαστείς για να ξεκινήσουμε τη δουλειά μας». Ο
τόνος στη φωνή του είναι ναι μεν γλυκός, αλλά δεν αφήνει περιθώρια στην αδερφή
μου για διαπραγματεύσεις.
«Μ-Μάλιστα, πάω. Σε ευχαριστώ πολύ Ίβο».
«Χαρά μου» λέει αυτός χαμογελαστός και στις δυο μας
και βάζοντας το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του για να φτάσει το
πορτοφόλι του, προχωρά προς την πόρτα.
«Μην βγάλεις άχνα, δεν έχω καμία όρεξη, ειλικρινά»,
μου λέει απότομα και μουρμουριστά η Νόρα, ξεκόβοντάς μου κάθε διάθεση για
πείραγμα ή κήρυγμα. «Θα πάω να ετοιμαστώ και θα κατέβω αμέσως. Φρόντισε σε
παρακαλώ να είσαι ευγενική με τον Ίβο και φτιάξε λίγο και τον καναπέ για να
κάτσουμε».
«Όλοι μαζί θα κάτσουμε;» ρωτάω ειρωνικά.
«Όχι βέβαια! Θα φας και θα εξαφανιστείς μικρή!» μου
απαντά αυστηρά.
«Αυτές είναι οι οδηγίες από τον κηδεμόνα μου;»
«Μπόνι, σε παρακαλώ» μου απαντά με βλέμμα πληγωμένο.
Φαίνεται μετανιωμένη για τον τρόπο που μου μίλησε νωρίτερα. Δεν θέλω να τη
βλέπω έτσι ρε γαμώτο... Της έχω αδυναμία.
«Εντάξει, μην ανησυχείς» τη λέω και της κλείνω
συνομωτικά το μάτι. Προς το παρόν, θα αφήσω στην άκρη ό,τι προηγήθηκε και θα
βοηθήσω όσο μπορώ. «Πήγαινε να αλλάξεις και όταν γυρίσεις, φρόντισε να τον
εκστασιάσεις».
Με ευχαριστεί σιωπηλά με ένα γλυκό χαμόγελο και
χάνεται γρήγορα στις σκάλες, ανεβαίνοντας επάνω.
«Αυτό είναι πολύ φαγητό για δύο μόνο άτομα» λέει ο
κύριος Ντι Κάρλο επιστρέφοντας από την είσοδο κρατώντας πέντε σακούλες με τζανγκ
φουντ. «Μήπως περιμένετε παρέα;» ρωτάει και με κάνει να ντρέπομαι που θα
παραδεχτώ ότι αυτό είναι στην πραγματικότητα μόνο για εμάς τις δυο.
«Όχι, δεν περιμένουμε κανέναν» του απαντώ και
πλησιάζω για να πάρω τις σακούλες από τα χέρια του, αλλά ο κύριος Ντι Κάρλο δεν
με αφήνει. Κάνει ένα βήμα πίσω και με ρωτάει:
«Αλλά;»
«Αλλά μας αρέσει να έχουμε επιλογές» απαντώ και
πάλι, σκύβοντας να αρπάξω τις σακούλες με το πολυπόθητο περιεχόμενο τους αλλά
και γι’ ακόμα μία φορά, κάνει ένα βήμα πίσω και δεν με αφήνει να τις πιάσω. Αααα,
αυτό δεν θα βελτιώσει καθόλου την πρώτη εντύπωση που έχω για
τη γνωριμία μας.»Συγγνώμη, τι νομίζετε ότι κάνετε;», λέω τελικά τσαντισμένη.
«Δεν σε αφήνω να κουραστείς, νεαρή μου. Είναι βαριές
σακούλες. Πες μου μόνο που είναι η κουζίνα και θα τα αφήσω εγώ εκεί» μου απαντά
με φυσικότητα.
Μάλιστα. Ποιος είπε ότι δεν υπάρχουν πια ιππότες
στις μέρες μας;
Οδηγώ τον κύριο Ντι Κάρλο στην επίσης
‘βομβαρδισμένη’ κουζίνα μας και αφού του κάνω χώρο στο τραπέζι, μου αφήνει τις
σακούλες και επιστρέφει στο σαλόνι για να με περιμένει. Κανονικά, από ευγένεια,
δεν θα έπρεπε να τον αφήσω μόνο του, αλλά πρέπει να ετοιμάσω και το φαγητό.
Foni Nats
Foni Nats