Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 25)

Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, μα το κρύο στην ψυχή του Μανώλη παρέμενε βαρύ. Από τη μέρα εκείνη που ο υπάλληλος στις αναζητήσεις τού άφησε εμμέσως πλην σαφώς το υπονοούμενο ότι η Κατίνα μπορεί να μη ζούσε, ο ουρανός της καρδιάς του γέμισε μαύρα σύννεφα. Δεν πήγε ποτέ ξανά να ρωτήσει το όνομά της, τι νόημα θα ’χε άλλωστε μετά το φοβερό που άκουσε; Η προσπάθειά του όμως να απομακρύνει την απαίσια υποψία τον τρέλαινε κι έπαιζε άσχημα παιχνίδια στο μυαλό του. Περπατούσε στο δρόμο κι όποια μελαχρινή κοπέλα έβλεπε, του θύμιζε αυτόματα εκείνη, κάνοντάς τον να παραληρεί: «Κατίνα μου… Κατίνα…» Μια φορά μάλιστα έπεσε το βλέμμα του σε μια λυγερή νέα με μακριά σγουρά μαλλιά και τόσο πολύ θόλωσε, που ανεξέλεγκτα τη σταμάτησε πιάνοντάς την απ’ το μπράτσο για να τη δει κατά πρόσωπο. Γελάστηκε όμως. Δεν είχε τα όμορφα μαύρα μάτια της καλής του, ούτε τη γλύκα που εξέπεμπαν...


«Σας παρακαλώ, κύριε» τον επέπληξε. «Τι κάνετε; Αφήστε με ήσυχη!»

Τράβηξε το χέρι της χολωμένη, λίγο έλειπε να του δώσει καμιά με την τσάντα της. Ψέλλισε σιωπηλά «συγγνώμη» ο Μανώλης και ντροπιασμένος απομακρύνθηκε. Το ίδιο βράδυ είδε έναν εφιάλτη: την Κατίνα έντρομη να κινδυνεύει να πνιγεί στα σκοτεινά νερά της θάλασσας και να τον εκλιπαρεί τείνοντας του το χέρι απεγνωσμένα να τη σώσει, κι εκείνος να απλώνει το δικό του και να μη τη φτάνει. Κι ύστερα, το εξαντλημένο της κορμί να παραδίδεται μεμιάς στον υγρό του τάφο, ενώ τα ουρλιαχτά του αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι του… Ξύπνησε κάθιδρος, σχεδόν κλαίγοντας.

«Κατινιώ μου… Τι ήταν αυτό που είδα; Κάμε Θε μου να μην είναι αληθινό!» προσευχήθηκε. Ένωσε τα δάχτυλα κι έκανε το σταυρό του, φιλώντας ευλαβικά την εικόνα της Παναγιάς με το μικρό Χριστό πάνω απ’ το κρεβάτι του.

«Βοήθησέ την, Παναγιά μου, κάμε να ’ναι ζωντανή… Θέλω να την παντρευτώ, να ζήσουμε μαζί, να κάνουμε παιδιά… Την αγαπώ, Χριστέ μου, την αγαπώ πιο πάνω απ’ τη ζωή μου! Μη μου τη στερήσεις…»

«Κυνηγάς χίμαιρες» τον κορόιδεψε μια διαβολική φωνούλα μέσα του. «Η Κατίνα σου πέθανε πια, πάει! Κι αν ζει, που ξέρεις αν είναι ακόμα ελεύθερη; Άντε λοιπόν, ξέχνα την! Τόσες γυναίκες υπάρχουν στον κόσμο!»
«Πάψε!» τη μάλωσε. «Πάψε, μη μιλάς άλλο!» Κι εκεί που έπιανε ζαλισμένος τα μηνίγγια του, ήρθε η ήρεμη φωνή του αγγέλου να τον δυναμώσει:

«Έχε θάρρος, Μανώλη. Μην ακούς τι σου λέει ο πονηρός. Η κόρη που αγαπάς ζει και σε περιμένει. Κάνε κουράγιο, κράτα γερά τη θύμησή της στην καρδιά σου και θα τη βρεις σύντομα»

Ήθελε πάρα πολύ να πιστέψει ότι του έλεγε την αλήθεια. Αλλά ήταν άραγε εφικτό μ’ αυτά που βίωσαν οι δυο τους; Μπορεί κι η ίδια η κοπέλα να τον νόμιζε πλέον για νεκρό, τόσοι και τόσοι δεν γύρισαν ποτέ απ’ την βάσανο της αιχμαλωσίας… Κι αν είχε δίκιο ο διαβολάκος; Αν συνάντησε την οικογένειά της στην Ελλάδα κι εκείνοι, αγνοώντας το δεσμό και τον όρκο τους, την έπεισαν να παντρευτεί κάποιον άλλο; Ίσως τελικά έπρεπε να μείνει στη Χίο με τη Μαριάνθη, ή να δεχτεί ένα απ’ τα προξενιά που ήδη προσπαθούσαν να του κάνουν οι γειτόνισσες, απλά και μόνο για να μη νιώθει μοναξιά. Άντρας ήταν, κάποια στιγμή θα χρειαζόταν μια γυναίκα δίπλα του κι ας μην ήταν αυτή ο μεγάλος του έρωτας. Στην περίπτωσή του μόνο συναισθηματισμοί δε χωρούσαν.

Ζεστό καλοκαιράκι πια, Ιούλιος του 1925. Η Αθήνα ολοένα άδειαζε. Όσοι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα, εγκατέλειπαν ήδη το καμίνι του κλεινού άστεως και κατέφευγαν στα χωριά τους, ορεινά ή παραθαλάσσια. Όσοι πάλι δεν μπορούσαν ακόμα να αφήσουν τις δουλειές τους και περίμεναν τον Αύγουστο, κατέβαιναν τα Σαββατοκύριακα με το τραμ, οι πιο εύποροι και με αυτοκίνητο, στον Πειραιά, στο Φάληρο, τη Γλυφάδα, τη Βουλιαγμένη, για να απολαύσουν το μπάνιο τους στις πλαζ της Αττικής. Ακόμα κι οι πρόσφυγες τώρα πια συναθροίζονταν με τους ντόπιους σ’ αυτές τις δραστηριότητες. Η ζωή, αργά αλλά σταθερά, είχε βρει το ρυθμό της. Στην γειτονιά των Ποδαράδων, κάθε βράδυ οι γυναίκες έβγαζαν έξω στις μικροσκοπικές αυλές τις ψάθινες καρέκλες τους και συζητούσαν όλες μαζί τα νέα της ημέρας: αν τους πέτυχε το φαΐ, πως πήγαινε η δουλειά στη φάμπρικα, ο γιος της μιας έφυγε στην Αμερική, η κόρη αλληνής θα αρραβωνιαζόταν σύντομα… Οι άντρες συμμέτοχοι κι αυτοί έπιναν το ρακί τους, χωράτευαν, γκρίνιαζαν για τα δάνεια της στέγασης, σχολίαζαν την πολιτική επικαιρότητα κι όσοι ήξεραν έβγαζαν το μπουζούκι ή το λαούτο τους να ρίξουν καμιά πενιά για τη θυμηδία. Εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, το φως της γκαζόλαμπας και τον αέρα που μοσχοβολούσε γεράνι, βασιλικό και γιασεμί, ερχόταν η μελαγχολία να τυλιχτεί αόρατη στις ψυχές των ξεριζωμένων. Αναστενάζανε τα σπλάγχνα τους, τα χείλη τρέμοντας σχημάτιζαν σκοπούς και τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του καθενός, τα μάτια βούρκωναν. Και οι θύμησες της παλιάς ζωής μαζί με τα βάσανα της προσφυγιάς ζωντάνευαν ξανά, γίνονταν λέξεις τρυφερές ή σκληρές, βλέμματα απαστράπτοντα ή απλανή, σφυγμός που πετάριζε από χαρά ή σφυροκοπούσε από αγωνία. Στιγμές ολόκληρες, ιστορίες ανθρώπινες, οι οποίες μπορεί να μην καταγράφηκαν ποτέ σε χαρτί, χαράχτηκαν ωστόσο βαθιά στα τεφτέρια της καρδιάς και του μυαλού των πρωταγωνιστών τους που τις μετέφεραν ύστερα ατόφιες στα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Εντούτοις η δουλειά στο λιμάνι συνεχιζόταν απρόσκοπτη. Κάθε μέρα εκτός των Κυριακών ο Μανώλης, είτε με δροσιά είτε με καύσωνα, ξεκινούσε αχάραγα απ’ το σπίτι του κι έφτανε στον Πειραιά, όπου εργαζόταν σκληρά σαν το σκυλί πάνω από δώδεκα ώρες. Ύστερα πάλι επέστρεφε στη Νέα Ιωνία για να φάει και να χαρεί λιγοστές ώρες ύπνου, και φτου κι απ’ την αρχή. Παρ’ όλα αυτά δεν γόγγυζε ποτέ, όσο κατάκοπος κι αν ένιωθε. Ήταν χρήσιμος στην οικογένειά του κι αυτό τον γέμιζε, του έδινε κίνητρο να κάνει περισσότερα. Απάλυνε μαζί τον πόνο του για την Κατίνα όντας αφοσιωμένος στη δουλειά του, ερχόταν όμως κρυφά η πίκρα να τον δαγκώσει μόλις χαλάρωνε λίγο, σαν να τον εκδικούνταν. Τις Κυριακές και τις γιορτές, μέσα στην ξύλινη εκκλησιά που είχε χτίσει ο παπα-Ιωακείμ για το ποίμνιό του, άναβε ένα κερί στο μανουάλι προσευχόμενος θερμά να καταφέρει να τη βρει, κι αν πάλι ο Θεός την είχε πάρει κοντά του, ευχόταν να τον έβλεπε η ψυχή της από κει ψηλά και να τον καρτερούσε στην αιώνια βασιλεία του Δημιουργού.

Είχαν μεσημεριανό διάλειμμα εκείνη τη μέρα στη δουλειά, όπως πάντα. Αποσταμένα τα παλικάρια κάθισαν σε μια γωνιά να τσιμπήσουν το πρόχειρο γεύμα τους και να κάνουν ένα τσιγάρο. Μόλις είχε φτάσει το πρωί ένα τεράστιο φορτίο από την Αίγυπτο, έτσι εδώ και ώρες ξεφόρτωναν ασταμάτητα. Το ασθενές βοριαδάκι που έπνεε απ’ τη μεριά της θάλασσας στέγνωνε τον ιδρώτα στο στήθος του Μανώλη, εισχωρώντας κάτω απ’ την μουντή γκρι εργατική του μπλούζα κι εκείνος ατένιζε πέρα τα κύματα να σκάνε στην προκυμαία, ενώ οι υπόλοιποι μιλούσαν δυνατά και χωράτευαν.

«Καρντάση θες τσιγάρο;» του πρότεινε ένας νεαρός συνάδελφός του που ετοιμαζόταν ήδη να ανάψει το δικό του.

«Όχι Γρηγόρη, σ’ ευχαριστώ. Δεν καπνίζω»

«Και πως τα πολεμάς μπρε Μανώλη τα ντέρτια; Εγώ, από τότες που ήρτα στην Ελλάδα, δεν το ’χω κόψει στιγμή το ρημάδι!» είπε ο Γρηγόρης παίρνοντας μια τζούρα. Ήταν κι ο ίδιος, βλέπεις, Μικρασιάτης πρόσφυγας.

«Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να τα πολεμήσεις, καρντάση» του αποκρίθηκε ήρεμα. «Γιατί να χαλώ τα πλεμόνια μου με τον καπνό;»

«Τι να σε πω… Εσύ δείχνεις ξύπνιος άνθρωπος, το ’χεις φιλοσοφήσει το πράμα φαίνεται. Εγώ δεν ημπορώ» κούνησε τους ώμους ο συμπατριώτης του αφήνοντας το σύννεφο του καπνού να εξέλθει από μέσα του.

«Μάγκες!» πέταξε ύστερα. «Δεν πάμε απόψε μετά τη δουλειά στον τεκέ του Φώτη του Σαράφογλου στην Τρούμπα; Άντε γιατί μπαΐλντισα δω πέρα σήμερις!»

Συμφώνησαν αμέσως κι οι άλλοι. «Να ’σαι καλά μπρε Γρηγόρη που το πρότεινες! Παίζει ένα μπουζούκι ο κυρ- Φώτης, λένε, μερακλίδικο που σου λαβώνει την καρδιά… Αμάν μανούλα μου, κι αποθύμησα τον τόπο μου!» επηύξησε με λαχτάρα ο έτερος Μικρασιάτης της παρέας, ο Νικόλας.

«Άιντι μπρε πιδιά, θα ’ρθου κι ιγώ μαζί σας κι ας μην είμι απ’ τα μέρη σας. Μια βολά που άκουσα τραγούδια δικά σας, λιγώθ’κα. Πω πωι μάνα μ’! Που τον βρήκατι τόσου νταλκά, να χτυπάν οι χουρδές και να σου σηκώνιτι η τρίχα; Άλλους κόσμους μαθές!» υπέλαβε ο Θύμιος ο Ρουμελιώτης.

«Ε μωρέ Θύμιο, που να τον εύρεις τον νταλκά όταν βόσκεις πρόβατα στη Γκιώνα!» τον πείραξε ο Γρηγόρης και γέλασαν.

«Μανωλιό εσύ δεν θα ’ρθεις;» τον σκούντηξε ο Νικόλας.

«Που να ’ρθω Νικολή;»

«Στον τεκέ του Φώτη γιαβρούμ! Δεν γροικάς τόσην ώρα τι λέγουμε;»

«Γροίκησα, Νικολή. Μα δεν ηξεύρω, δεν θέλω να ανησυχήσουν οι γονιοί μου…»

«Έλα βρε τζιέρι μου, μην κάμεις σαν μωρό παιδί! Εικοσιπέντε χρονώ άντρας είσαι, δεν πρέπει να ζήσεις λίγο; Άλλωστε δε θα ξημερωθούμε…»

«Κι αν παραβραδιαστούμε, Νικολό, θα πάμε σε κάνα “σπίτι” εκεί να την περάσουμε τη νύχτα!» έκανε πονηρά ο τολμηρός Γρηγόρης.

«Έλα, μη το σκέφτεσαι» επανέλαβε ο Νικόλας. «Το κέφι μας θα κάμουμε, θαρρώ το χρειαζόμαστε ούλοι»
«Ταμάμ μπρε Νικολιό. Μ’ έπεισες» συμφώνησε ο Μανώλης. «Το βράδυ στου κυρ- Φώτη… Έχεις δίκιο, το ’χουμε ανάγκη να ξεχαστούμε λίγο»

«Έτσι μπράβο, καρντάση μ’!» τον επαίνεσε ο Νικόλας χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Την ίδια στιγμή η φωνή του επιστάτη σήμανε τη λήξη του διαλείμματος και ξεφυσώντας τάχατες δυσαρεστημένοι οι νέοι άνδρες επέστρεψαν στα καθήκοντά τους.

Η Κατίνα φορώντας το άλικο ταφταδένιο φόρεμά της, με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σ’ έναν πλούσιο χυτό κότσο και δύο μικρά στρογγυλά σκουλαρίκια να λάμπουν στους λοβούς των αυτιών της, κοιτάχτηκε στο θολό καθρεφτάκι για να ελέγξει αν άπλωσε καλά το κοκκινάδι στα μάγουλα και το ομόχρωμο κραγιόν στα χείλη της. Άλλη μια εργάσιμη βραδιά ξεκινούσε απόψε κι έπρεπε σε λίγα λεπτά να ’ναι έτοιμη. Χαμογέλασε μελαγχολικά στο είδωλό της, μουρμουρώντας δυο τρεις χαμηλές νότες για να ζεστάνει τη φωνή της. Έξι μήνες τώρα, τραγουδούσε σχεδόν κάθε βράδυ στον τεκέ του αδελφού της θετής μητέρας της, που είχε αρχίσει να αποκτά φήμη σ’ όλο τον Πειραιά και την Αθήνα. Κάθε βδομάδα όλο και περισσότεροι άντρες κάθε ηλικίας, ντόπιοι και Μικρασιάτες, τον επισκέπτονταν έχοντας μάθει για το εξαιρετικό παίξιμο του κυρ-Φώτη και το γλυκό κελάιδισμα της νεαρής κοπέλας, κι έφευγαν αποζημιωμένοι, αφού μερακλώνονταν με τσίπουρα και ούζα, κάποιες φορές φουμάροντας επίσης παράνομο τσιγαριλίκι κι έκαναν καλό σεφτέ στο μαγαζί. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, οι πιο μπεκρήδες κι επιρρεπείς στις ηδονές της σάρκας, συνέχιζαν το “γλέντι” στους οίκους ανοχής της Τρούμπας, τις σκοτεινές τρώγλες με τα κόκκινα φανάρια…

Ανατρίχιασε σκεπτόμενη από ποια τύχη γλίτωσε. Αν δεν ήταν η κυρά Στασώ κι η Γιασεμή με την καλή τους την καρδιά, τώρα μπορεί να βρισκόταν η ίδια κλεισμένη σ’ αυτά τα καταγώγια ικανοποιώντας τις ορμές των πιωμένων ανδρών… «Μα τι λέω;» συλλογίστηκε. «Σάμπως δεν υπήρξα κι εγώ στη θέση τους; Αυτός ο καταραμένος ο Διονύσης μ’ έκανε να νιώσω σαν κοινή πόρνη, ίσως και χειρότερα…»

Δεν είχε ακόμη ξεπεράσει εντελώς το βιασμό της, όσο κι αν πέρασε πάνω από ένας χρόνος. Τα ψυχολογικά της τραύματα κάπου-κάπου επανέρχονταν και τη γέμιζαν απαισιοδοξία· τα ’βλεπε όλα μαύρα, έλεγε πως η ζωή της γυναίκας τελείωσε για κείνη πριν καν αρχίσει, πως θα ’μενε για πάντα μία ρεμπέτισσα μπακούρα. Η Γιασεμή, που είχε εν τέλει αποδεχτεί το νέο επάγγελμα της ψυχοκόρης της, την παρηγορούσε λέγοντάς της πως σαν έρθει η ώρα θα βρεθεί το τυχερό της. «Ποιο τυχερό μου;» αναρωτήθηκε με πίκρα. «Εμένα η τύχη μου πάει, πέταξε μακριά, σαν τα πουλιά που φεύγουν το χειμώνα… Τρία χρόνια πέρασαν κι ο Μανώλης μου δεν ήρθε… Πώς να πιστέψω πια ότι δεν είναι νεκρός; Μου υποσχέθηκε να με κάνει γυναίκα του και τώρα, όλα χάθηκαν… Αχ καλέ μου, ούτε ο Θεός δεν το ’θελε να σμίξουμε οι δυο μας!»

Δυο δάκρυα ανέβηκαν στις κόγχες των ματιών της και κύλησαν αργά στις παρειές της. Δεν τα σκούπισε. Παρακολούθησε με τους αισθητήρες του δέρματός της τη ροή τους, μέχρι που το απομεινάρι τους έσταξε στο μπούστο της κι ενώθηκε με τις λευκές πέρλες του κολιέ που στόλιζε το λαιμό της.

«Κατινάκι, είσαι έτοιμη; Σε δυο λεφτά βγαίνεις» τη ρώτησε ο Φώτης παραμερίζοντας την κουρτίνα του καμαρινιού της. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρα για να μη φανεί ότι δάκρυσε κι έγνεψε καταφατικά. Έπειτα αφού τσέκαρε για άλλη μια φορά την εμφάνισή της σηκώθηκε απ’ το κοντό σκαμπό σιάζοντας το φουστάνι της και κατευθύνθηκε στο πάλκο.

Με το που σχολάσανε, η μικρή συντροφιά των τεσσάρων νέων πήρε το δρόμο για την Τρούμπα. Γελούσανε χαρούμενοι διασχίζοντας τους κακοτράχαλους στενούς δρόμους της υποβαθμισμένης φτωχογειτονιάς, πείραζαν ο ένας τον άλλο κι έτσι ούτε που κατάλαβαν για πότε έφτασαν στο στέκι του κυρ- Φώτη. Μπήκαν ένας- ένας απ’ τη χαμηλή πορτούλα, κατέβηκαν τα δυο τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο χώρο κι έμειναν να κοιτάζουν γύρω τους γοητευμένοι, ειδικά οι τρεις Μικρασιάτες της παρέας. Οι ιδιοκτήτες είχαν καταφέρει να μεταφέρουν άρτια την ατμόσφαιρα της πατρίδας τους σ’ αυτό το ημιυπόγειο. Στα ξύλινα στρογγυλά τραπεζάκια μερικοί θαμώνες έπαιζαν με τα κομπολόγια τους ακούγοντας προσεκτικά τους τρεις οργανοπαίχτες να αντηχούν με καημό τα σμυρναίικα ρεμπέτικα τα οποία συνόδευαν με τη βαριά χαρακτηριστική φωνή τους, κι όταν μερακλώνονταν πολύ παράγγελναν στον κεραστή να τους γεμίσει το ποτήρι, ρουφώντας βαθιά και εκπνέοντας τον καπνό του ναργιλέ ή του σέρτικου στριφτού τσιγάρου τους.

«Καλώς τα παιδιά!» τους προσφώνησε εκείνος ισορροπώντας στο δεξί του χέρι το μικρό δίσκο με τις καράφες το ρακί και το ούζο. «Κοπιάστε! Πάνω στην ώρα ήρθατε!»

Βρήκαν ένα άδειο τραπέζι στ’ αριστερά τους και βολεύτηκαν, ακουμπώντας τις κουρασμένες πλάτες τους στη ράχη της καρέκλας και τις τραγιάσκες τους στην απόληξη των πλαϊνών στηριγμάτων της. «Τι θα πιείτε μπρε καρντάσια; Απ’ όλα έχομε, πάρτε ότι τραβά η ψυχή σας» τους πλησίασε ο σερβιτόρος.

«Φέρε μπρε μάστορα κρασί για όλους μας» απάντησε ο Γρηγόρης για λογαριασμό τους. «Απ’ το καλύτερο που έχεις, να μεθύσομε έμορφα!»

«Έφτασεεε!» έκανε εύθυμα ο άλλος και σε λίγο γύρισε με μια γεμάτη κανάτα και τέσσερα γυάλινα κρασοπότηρα. Ο Νικόλας μοίρασε σε όλους μέχρι να γεμίσουν κι ύστερα τσούγκρισαν αναμεταξύ τους.

«Εβίβα! Να πάνε κάτου τα φαρμάκια!» είπε ξανά ο Γρηγόρης. Ήπιαν μια γουλιά πλαταγίζοντας με ευχαρίστηση τη γλώσσα τους.

«Αααχ! Γιατρικό μιγάλου!» αναφώνησε με τη σειρά του ο Θύμιος.

«Ο κυρ- Φώτης ποιος είναι;» ρώτησε ο Μανώλης.

«Αυτός εκεί στη μέση, με το μπουζούκι» του έδειξε ο Γρηγόρης που είχε ξαναρθεί στο στέκι. Οι νότες του προηγούμενου τραγουδιού έσβησαν και πριν αρχίσει το επόμενο, μια νέα γυναίκα, όμορφη, καλοντυμένη, έκανε την εμφάνισή της στο πάλκο κι ο Φώτης έγνεψε στους θεατές του να την χειροκροτήσουν. Η κοπέλα χαμογέλασε συνεσταλμένα και έκατσε κοντά του, αρχίζοντας να τραγουδάει ένα άσμα το οποίο έμελλε να γράψει ιστορία, με νέα λόγια πάνω σε γνωστή μελωδία:

«Τι σε μέλει εσένανε από πού είμαι εγώ
απ’ το Καρατάσι φως μου για το Κορδελιό
Απ’ τον τόπο που είμαι εγώ ξεύρουν ν’ αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν, ξεύρουν να γλεντούν
Τι σε μέλει εσένανε κι όλο με ρωτάς
αφού δε με λυπάσαι φως μου και με τυραγνάς
Απ’ τη Σμύρνη έρχουμαι να βρω παρηγοριά
να βρω μες στην Αθήνα μας αγάπη κι αγκαλιά
Τι σε μέλει εσένανε κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ αφού δεν μ’ αγαπάς»

«Αχ! Τι ωραίο τραγούδι, κι ας μη το ξεύρω διόλου!» αναστέναξε βαθιά ο Νικόλας. «Να ’σαι καλά, κυρ- Φώτη, μας θύμισες τον τόπο μας!»

«Πρόσφυγες είστε, παλικάρια;» τους ρώτησε ο διπλανός τους έχοντας ακούσει το σχόλιό του που το εξέφερε δυνατά.

«Ναι, πρόσφυγες είμαστε» επανέλαβε ο νέος. «Εγώ απ’ τ’ Αϊβαλί, ο Γρηγόρης απ’ τα Θείρα κι ο Μανωλιός απ’ το Βουτζά. Ο Θύμιος είναι από δω, απ’ τη Ρούμελη» πρόσθεσε δείχνοντας τους συντρόφους του.

«Κι εγώ Μικρασιάτης είμαι, τζιέρια μου, Σμυρνιός… Αχ Σμύρνη μ’ φτωχομάνα, ασίκισσα, πλανεύτρα! Όμορφα χρόνια!» απάντησε χαμηλόφωνα ο μεγαλύτερος άντρας όλο μελαγχολία. «Πήγαινα κι εγώ σε τέτοια μέρη, μην τηράτε που γερνάω… Να ’ναι καλά ο πατριώτης μας ο κυρ- Φώτης που μας πρόσφερε την ευκαιρία να το κάμουμε κι εδώ πέρα!» 

Ο Μανώλης δεν πρόσεξε καθόλου όσα διαμείβονταν. Τα μάτια και τα αυτιά του είχαν προσηλωθεί στην νεαρή αοιδό, η οποία απ’ τη στιγμή που φάνηκε μπροστά τους συγκλόνισε όλο του το είναι. Έμεινε εμβρόντητος να τηρά επίμονα τη θωριά της, ενώ παράλληλα άκουγε την καρδιά του να χτυπάει άτακτα. Αυτό το πρόσωπο, αυτό το βλέμμα και η μαγευτική λαλιά που έβγαινε απ’ το στόμα της, τον έκαναν να πιστέψει ακράδαντα πως έβλεπε μπροστά του την Κατίνα... Μα εκείνος θυμόταν μια άβγαλτη κοπελίτσα που με δάκρυα στα μάτια ικέτευε τους Τούρκους να τον αφήσουν ελεύθερο, ενώ αυτή εδώ ήταν μια γυναίκα όλο αυτοπεποίθηση, ή έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Ήταν ποτέ δυνατόν ν’ αποτελούν το ίδιο πρόσωπο;

«Τι κοιτάς ρε εκεί πέρα σαν αμπτάλης[1]; Σου γυάλισε η σαντέζα;» τον σκούντηξε ο Γρηγόρης.

Μιλιά δεν έβγαλε ο Μανώλης. Τα σωθικά του καίγονταν κι η φωτιά αυτή κατάπινε όλες του τις λέξεις. «Η Κατινιώ μας» είπε τώρα ο Φώτης επιδεικνύοντάς την με καμάρι κι ενώ οι υπόλοιποι χειροκροτούσαν, τα δικά του χέρια παρέλυσαν κι έτρεμαν. Κοίταζε μόνο συνεχώς προς το μέρος της, μην μπορώντας να χωνέψει το θέαμα που αντίκριζαν τα μάτια του, ενώ η κοπέλα τραγουδούσε τη “Μπουρνοβαλιά”.

«Ώπα ώπα, ώπα ώπα, σου το λέγω και σου το ’πα/ το κορμάκι το φιδίσιο, μη το γέρνεις μπρος και πίσω/ το κορμάκι το φιδίσιο, κράτα το και λίγο ίσιο»

«Πάει, χάζεψε αυτός» σχολίασε ο Γρηγόρης. «Ή που γουστάρει πολύ το πώς τραγουδά η κοπελιά, ή που την καψουρεύτηκε»

Δεν τον ένοιαζαν καθόλου ούτε οι σπόντες του συντρόφου του ούτε τίποτα άλλο. Ο μόνος ήχος που έφτανε στα αυτιά του ήταν το κελάρυσμα του λαρυγγιού της, γλυκό και τρυφερό σαν βάλσαμο, φουσκώνοντας το στήθος του με λόγια αγάπης θάλασσες, έτοιμα να ξεχυθούν και να τον προδώσουν.

«Κατίνα μου» άρθρωσε πνιχτά. «Αγάπη μου…»

«Χόρεψε Μπουρνοβαλιά μου, να σου στείλω τα φιλιά μου/ χόρεψε χανούμισσα, μου ’μοιασες και σου ’μοιασα/ Χόρεψε Μπουρνοβαλιά μου, να θυμάμαι τα παλιά μου/ χόρεψε αγαπούλα μου, παραμύθι πούλα μου»

Αμέριμνη η Κατίνα τραγούδησε το ρεφραίν όλο ένταση και πάθος. Λίκνιζε μαζί τα χέρια και τον κορμό της στο ρυθμό του τσιφτετελιού κροταλώντας με τα μακριά λεπτά της δάχτυλα τις μεταλλικές καστανιέτες όσο τα όργανα έπαιζαν για λίγο μόνα τους, κι οι θαυμαστές της σφύριζαν επιδοκιμαστικά. Χαμογέλασε αχνά γεμίζοντας τα πνευμόνια της αέρα για να προχωρήσει παρακάτω:

«Ώπα ώπα, ώπα ώπα, κοίτα γύρω σου και σώπα/ μάτια σε τρυπάνε χίλια, μέσα στης καρδιάς τη γρίλια/ μάτια σε τρυπάνε χίλια, με χαμόγελο και ζήλια»

Τι το ’θελε εκείνη την ώρα να στρέψει το βλέμμα της προς τα κει που κάθονταν οι τέσσερεις νέοι άνδρες, σαν να μίλησε για την ίδια ο στίχος… Είδε τον ένα απ’ αυτούς να την κοιτά επίμονα και τα γαλανά του μάτια της λάβωσαν την καρδιά. «Μανώλη μου… Θεέ μου, ίδιος είναι!» σκίρτησε μέσα της.  Όχι, όχι, δεν έπρεπε να δίνει φρούδες ελπίδες στον εαυτό της, ο καλός της σίγουρα είχε πεθάνει και τα κόκαλά του ξάσπριζαν κάπου στα βάθη της Τουρκίας… Ετούτος όμως του έμοιαζε τόσο μα τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να μην ταράζεται...

«Χόρεψε Μπουρνοβαλιά μου, να θυμάμαι τα παλιά μου/ χόρεψε αγαπούλα μου, παραμύθι πούλα μου/ Χόρεψε Μπουρνοβαλιά μου, να σου στείλω τα φιλιά μου/ χόρεψε χανούμισσα, μου ’μοιασες και σου ’μοιασα»

Ολοκλήρωσε με κόπο το τραγούδι της, καθώς ένας λυγμός που στάθηκε στα στήθη της την πλάκωνε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο. Υποκλίθηκε στο κοινό της και βιάστηκε να αποσυρθεί από την πίστα, αδιαφορώντας παντελώς για τα ενοχλημένα μουρμουρητά των αιφνιδιασμένων πελατών. Παραξενεμένος ο Φώτης με τη συμπεριφορά της ένευσε στους άλλους να συνεχίσουν, κι ο ίδιος σηκώθηκε κι ήρθε στο καμαρίνι της. Την βρήκε ακουμπισμένη στο κομό της να έχει χώσει την όψη στις παλάμες της κι οι ώμοι της τραντάζονταν ανεπαίσθητα.

«Κατινιώ… Τι έχεις τζιέρι μου και κλαίγεις;» τη ρώτησε μαλακά.

«Δεν κλαίω» προσποιήθηκε. «Απλά να… Δεν ξεύρω, ένιωσα λίγο άσχημα…»

«Να φωνάξω γιατρό;»

«Όχι, δεν είναι τόσο σοβαρό, μπορεί να φταίει η κούραση. Το πρωί στη φάμπρικα, το βράδυ εδώ… Σε παρακαλώ, κυρ- Φώτη, άσε με να φύγω πιο νωρίς σήμερα. Δεν ημπορώ να τραγουδήσω άλλο, συμπάθα με»

«Ό, τι θες κορίτσι μου. Εσύ να ’σαι καλά» συμφώνησε με πατρική στοργή ο Φώτης.

«Ευχαριστώ» ψέλλισε η Κατίνα. Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, η αναστάτωσή της ξέσπασε. Τράβηξε το κολιέ απ’ το λαιμό της και το πέταξε κάτω διαλύοντάς το, πνίγοντας ταυτόχρονα μια κραυγή απελπισίας. Έπειτα όρμησε έξω απ’ την πίσω πόρτα του μαγαζιού κι αφού κατέφυγε στον κοντινότερο τοίχο έβαλε βουβά τα κλάματα. Τι είχε πάθει απόψε; Τόση φουρτούνα για έναν γαλανομάτη ξένο; Η  καρδιά της φώναζε αχαλίνωτη ότι ήταν εκείνος, μα το μυαλό την αντέκρουε πεισμωμένο. Ποιο να πιστέψει άραγε;

Με το που είδε την κοπέλα να φεύγει, η θέση του Μανώλη απέκτησε θαρρείς καρφιά. Στριφογυρνούσε ανήσυχος κι όλο κοιτούσε προς την έξοδο, κάτι τον έσπρωχνε να την ακολουθήσει.

«Τι κάμεις έτσι ρε Μανωλιό; Νέφτι σε βάνανε;» τον επιτίμησε πάλι ο Γρηγόρης.

«Συμπαθάτε με, καρντάσια, θέλω να βγω λίγο όξω να αναπνεύσω. Φλόμωσα με τους καπνούς εδώ μέσα» δικαιολογήθηκε.

«Ναι καλά… Η σαντέζα σε φλόμωσε με σκέρτσα και θες να την ξεμοναχιάσεις!» έσκωψε ο ίδιος προκαλώντας τα γέλια της παρέας.

Τον αγνόησε και μόλις οι άλλοι τρεις έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους, περνώντας ανάμεσα απ’ τα τραπέζια των υπόλοιπων θαμώνων που εξακολουθούσαν να ποτίζουν τα σπλάχνα τους οινόπνευμα βγήκε στο δρόμο. Στο ισχνό φως ενός φαναριού διέκρινε τη φιγούρα της, λεπτή σαν αερικό, να ακουμπά στο διπλανό ντουβάρι. Έκανε να την πλησιάσει, αλλά εκείνη μόλις τον αντιλήφθηκε το έβαλε στα πόδια. Την πήρε στο κατόπι χωρίς δεύτερη σκέψη, αν ήταν όντως η Κατίνα, που το είχε πλέον ενστερνιστεί ότι ήταν, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να τη χάσει.

Έτρεχε συνέχεια. Έτρεχε κι έκλαιγε. Εκείνος από πίσω της να την κυνηγάει στις σκιές, και μόλις την έφτανε πάλι να ξεγλιστράει. Το αλλόκοτο κρυφτό τον έφερε σε μια απόμερη ακτή γεμάτη βράχους. Η μισοφαγωμένη σελήνη κρεμασμένη στον ουράνιο θόλο πασπάλιζε με ακριβό γυαλιστερό ασήμι το σκοτεινό γκρι της πέτρας και την ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας. Πάνω στα βότσαλα, εκεί που έσκαγε το κύμα, καθισμένη η νεαρή κοπέλα έμοιαζε με γοργόνα που την εγκατέλειψαν οι αδελφές της. Εκστατικός, τρέμοντας από συγκίνηση και λαχτάρα, προχώρησε λίγα βήματα και την προσφώνησε δειλά μα σταθερά:

«Κατίνα…»

Άκουσε να τη φωνάζουν με το όνομά της και πέτρωσε. Δεν μπορεί, σκέφτηκε. Με γελούν τ’ αυτιά μου; Ετούτη δω… είναι η μιλιά του Μανώλη! Πάει, τρελάθηκα τελείως!

«Κατίνα!» επανέλαβε πιο έντονα ο Μανώλης. Μισογύρισε δεξιά το κεφάλι της, ύστερα σηκώθηκε αργά και τόλμησε να ατενίσει κατάματα τον άνθρωπο που της μίλαγε. Μία στιγμή, μία ματιά που χώρεσε ολάκερο τον κόσμο…

«Κατίνα» πρόφερε ξανά το παλικάρι κάνοντας δυο βήματα προς το μέρος της. «Εσύ είσαι φως μου… Δεν έκαμα λάθος!»

Τα γόνατά της σπαρταρούσαν στη θέα του ίδια με φύλλα που ο φθινοπωρινός άνεμος τα σπρώχνει να πέσουν απ’ το δέντρο κι η μιλιά της κόπηκε ολότελα, ένα άηχο ξεφωνητό μονάχα δραπέτευσε απ’ τα χείλη της. Την επόμενη στιγμή κατέρρεε μπροστά του. Πριν προλάβει να τραυματίσει το σώμα της πέφτοντας πάνω στα σκληρά βότσαλα, με δυο δρασκελιές ο Μανώλης βρέθηκε κοντά της και την άδραξε στα χέρια του.
Αποδυναμωμένος κι αυτός από την έκπληξη γονάτισε στο έδαφος κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του.

«Κατίνα! Κατίνα μίλα μου!» την πρόσταξε με αγωνία ταρακουνώντας την.

Θες από το δυνατό κράτημα των χεριών του, θες από το τράνταγμα, η κοπέλα συνήλθε αμέσως. Εξέπνευσε ο νέος με φοβερή ανακούφιση. Ύστερα, όλο λαχτάρα, έφερε αργά την παλάμη του στο χλομό της μάγουλο.

«Κατινιώ μου… Εγώ είμαι αγάπη μου, μη φοβάσαι! Να, κοίτα με!»

«Μανώλη;..» ψέλλισε εκείνη και τα δάχτυλά της άγγιξαν τώρα με δισταγμό το δικό του μάγουλο.

«Ναι, ψυχή μου… Μην αμφιβάλλεις» της απάντησε κλείνοντάς τα στη χούφτα του καθώς οι πόροι των ματιών του ήδη ζητούσαν διέξοδο. «Ήρθα, είμαι εδώ, κοντά σου!»

«Μανωλιό μου… Φίλησέ με, αγάπη μου, να δω πως δεν είναι όνειρο!» ψιθύρισε βουρκωμένη.

Δυο βλέμματα θολά και λαμπερά μαζί, το ένα θαλασσί το άλλο εβένινο, έσμιξαν αχόρταγα σβήνοντας το χρόνο. Κι έπειτα, δυο στόματα στεγνά, που τρία χρόνια γεύτηκαν περισσή την πίκρα του χωρισμού, ήρθαν κοντά και παραδόθηκαν σε έναν τρυφερό χορό που τα πότισε το πιο γλυκό παραδείσιο νέκταρ. Ένα φιλί μαγικό, ατέλειωτο, που ’κλεψε την ανάσα του κι έγινε αυτό πνοή τους…

«Τώρα το βλέπεις;» τη ρώτησε σιγανά, τρεμουλιαστά απ’ τη συγκίνηση. Αντί να του δώσει απάντηση με τα λόγια, κούρνιασε αμίλητη στον κόρφο του. Κι αυτό ήταν το πιο σίγουρο «ναι» που άκουσε ποτέ του.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, θερμά, κρατώντας σφαλιστά τα βλέφαρα μην τύχει κι ήταν όντως όνειρο όλη αυτή η ανείπωτη ευτυχία, μήπως αν τα άνοιγαν πετούσε μακριά. Τα δάκρυα, όμβροι μαγιάτικοι, άρδευαν απλόχερα την διψασμένη γη της καρδιάς τους, δρόσιζαν μαζί τη φλογισμένη σάρκα τους. Σαν να θέλησε η παιχνιδιάρα η μοίρα να μοιάζει η απελπισμένη τους περίπτυξη πριν τον βίαιο αποχωρισμό τους, δίπλα στα νερά της Σμύρνης, μ’ ετούτη εδώ της επανένωσής τους, πλάι σ’ αυτά του Πειραιά…

«Μανώλη μου» κατόρθωσε να μετατρέψει πρώτη το άναρθρο μισάνοιγμα του στόματός της σε λέξεις η Κατίνα καθώς χάιδευαν ο ένας τις πρησμένες από το λυτρωτικό κλάμα παρειές του άλλου, έχοντας βγει πλέον απ’ την μεθυστική περιδίνηση της αγκαλιάς τους. «Πόσος καιρός…»

«Τρία χρόνια, Κατινάκι… Τρία χρόνια, από κείνο τον καταραμένο Αύγουστο, που δεν είδα τα μάτια σου, δε γεύτηκα τα χείλη σου, δε σε πήρα στην αγκαλιά μου να σε πω πως σ’ αγαπώ… Κι όμως, η αγάπη σου με κράτησε εκεί που με πήγανε»

«Σε νόμιζα νεκρό… Πως σώθηκες;»

«Με φιλοξένησε στη Χίο η Μαριάνθη του Αραμπατζή, η κόρη που αγαπούσε ο Δαμιανός μα δεν ημπόρεσε να την παντρευτεί… και μ’ ανάστησε»

«Σοβαρά;»

«Ναι. Της χρωστάω πολλά αυτής της κοπέλας»

«Να ’σαι καλά, Θεέ μου, που την έφερες στο δρόμο του!» έστρεψε το βλέμμα της στον Ύψιστο η Κατίνα. Ο Μανώλης ένιωσε ξάφνου μια τρομερή ενοχή με τον απρόσμενο τρόπο που το αθώο αυτό κι ανήξερο κορίτσι αντιμετώπισε το γεγονός της φιλοξενίας του απ’ τη Μαριάνθη. Θα της είχε άραγε την ίδια εκτίμηση αν μάθαινε τι συνέβη μεταξύ τους; Και πως θα φερότανε στον ίδιο;

«Πως… είναι; Είναι καλά;» ρώτησε ωστόσο διστακτικά αγνοώντας τις μύχιες σκέψεις του.

«Μια χαρά, δόξα τω Θεώ» μειδίασε ελαφρά εκείνος. «Χήρεψε δυστυχώς, τον άντρα της τον έσφαξαν οι Τούρκοι μαζί με τα πεθερικά της. Όσο καιρό ήμεινα εκεί με τα ’πε ούλα…»

«Δηλαδή, ποια ούλα;»

«Να… Ότι σ’ είχε μιλήσει και της είχες πει για μας… Ότι ήξευρες για το γιο της, πως ήταν παιδί του Δαμιανού»

«Ναι, το ήξευρα» έσκυψε τον αυχένα της η Κατίνα. «Μ’ είχε ορκίσει όμως να μην το ειπώ πουθενά, ειδικά σ’ εσένα»

«Δεν πειράζει, καρδιά μου. Έτσι κι αλλιώς μου το αποκάλυψε μόνη της, όταν της είπα πως ο Δημητράκης της έμοιαζε στο φίλο μου»

Ανέβλεψε προς το μέρος του η κοπέλα μελαγχολική. «Κρίμα δεν είναι πάντως που δεν κατάφερε να ευτυχήσει κι εκείνη; Πολύ τη λυπήθηκα…»

Συνέχαιρε διαρκώς τον εαυτό του ο Μανώλης που δεν του ξέφυγε τίποτα σχετικά με το παραστράτημά τους, γιατί το αγκάθι των τύψεων τον ψιλοτσίμπησε. Έδιωξε όμως τώρα κάθε σκέψη η οποία το αφορούσε και απευθύνθηκε τρυφερά στην αγαπημένη του:

«Μη λυπάσαι για τίποτα τώρα πια, καλή μου. Τούτη την ώρα μονάχα εσύ κι εγώ υπάρχουμε στον κόσμο, κανένας άλλος…»

Ένας νέος χείμαρρος φιλιών ξεχύθηκε κι απλώθηκε σε όλα τα σημεία του προσώπου τους. Ο Μανώλης έλυσε τελείως τον ήδη διαλυμένο κότσο της Κατίνας και χάιδεψε με λαχτάρα και πάθος τα φιδωτά ρυάκια των μαλλιών της, φέρνοντας τολμηρά τα χείλη του στο λαιμό και το θώρακά της, λίγο πιο πάνω απ’ τους μαστούς. Άθελά της στέναξε, ξαναμμένη όπως ήταν η γυναικεία φύση της απ’ το άγγιγμα του λατρεμένου άντρα.

«Κάνε μου έρωτα, Μανώλη… Δε μας θωρεί κανείς» του ζήτησε. Διέκοψε απότομα την κίνησή του, έπειτα πήρε τα χέρια της στα δικά του για να τη στήσει όρθια μαζί του κοιτώντας την κατάματα.

«Όχι εδώ αγάπη μου. Τώρα που σε βρήκα, όλα θα γένουν όπως πρέπει…»

«Τι εννοείς;»

«Σ’ ορκίστηκα κάτι πριν χωριστούμε, και δεν πατώ τον όρκο μου… Κατίνα» έκανε κι έκλινε τα γόνατα μπροστά της χωρίς να αφήνει καθόλου τις χούφτες της. «Θα γίνεις γυναίκα μου;»

Δευτερόλεπτα ή αιώνες, δεν έχει σημασία για πόσο μαρμάρωσε εκστατική ακούγοντας τα λόγια του. «Ναι, Μανώλη, ναι, χίλιες βολές ναι!» διακήρυξε ύστερα κι οι ουρανοί σχιστήκανε θαρρείς στα δύο, άγγελοι κατεβήκανε κι έψαλλαν με τις ηδονικές φωνές τους ύμνο εξαίσιο της αγάπης. Τη στριφογύρισε στον αέρα όπως τότε στις Καμάρες και ζαλισμένοι αμφότεροι έπεσαν κάτω αγκαλιασμένοι και κυλίστηκαν στα βότσαλα. Τον κράτησε γερά πάνω στο στήθος της ώστε να νιώθει την καρδιά της, εκείνος ακούμπησε στον μοσχομυρισμένο κόρφο της κι έμειναν έτσι  ώρα πολλή με τα βλέφαρα κλεισμένα, σαν να κοιμόντουσαν αποκαμωμένοι μετά την εκτέλεση των προσταγών του φτερωτού παιδιού της Αφροδίτης.

«Θεέ μου!» αλαφιάστηκε η Κατίνα μόλις τα άνοιξε και είδε τον ουρανό. «Ξεχαστήκαμε! Πάει να δύσει το φεγγάρι!»

«Δεν πειράζει καθόλου, ηρέμησε. Θα σε πάω εγώ σπίτι σου» μίλησε ψύχραιμα ο Μανώλης. «Που μένεις; Εδώ στον Πειραιά;»
«Ναι, στην Κοκκινιά»

«Μόνη σου;»

«Όχι. Με τον ίδιο τον κυρ- Φώτη, την αδερφή του τη Γιασεμή και την ξαδερφούλα μου τη Σμαρώ. Ήταν η μόνη που βρήκα απ’ τους δικούς μου στην Ελλάδα…»

«Κι ο Συμεών εφέντης; Ο… ο πατέρας σου;»

«Δεν ήρθε μαζί μας» κόμπιασε η Κατίνα. «Ήρωας φάνηκε ο μπαμπάς, Μανώλη. Έμεινε πίσω με τη θέλησή του, δεν νοιάστηκε μήπως τον σκοτώσουν οι Τούρκοι… Ούτε τα δικά μου παρακάλια δε τον έκαμψαν… Ελπίζω αποκεί ψηλά μαζί με τη μανούλα μου να χαίρουνται τώρα δα για την κόρη τους»

«Λυπάμαι Κατινιώ μου» μπόρεσε μονάχα να πει ο Μανώλης. «Ήταν τόσο καλός άνθρωπος ο κύρης σου…»

«Ήταν» συμφώνησε, μαζεύοντας ένα δάκρυ. «Και είμαι σίγουρη, καλέ μου, πως θα χαιρόταν πάρα πολύ τώρα πια να σε κάμει γαμπρό του…»

«Έχω την ευχή του δηλαδή;»

«Απόλυτα! Το θέμα είναι να θέλει κι ο κυρ- Φώτης…»

«Κι αν δε θέλει, θα σε κλέψω! Δε σ’ αφήνω εγώ, μωρό μου, δεν πα’ να μη θέλει ούλος ο ντουνιάς!»

Γέλασε λίγο η Κατίνα, γάργαρα, γλυκά, αβίαστα. Ο πιο ωραίος ήχος που αντήχησε ποτέ στα αυτιά του...

«Θα ’ρθω να σε γυρέψω αύριο κιόλας μετά τη δουλειά. Δουλεύω στο λιμάνι, βλέπεις. Θα ’μαι λερός βέβαια, μα δεν πειράζει»

«Και τώρα να με παντρευτείς πάλι το ίδιο θα ’ναι» του αποκρίθηκε με ζέση. «Μόνο οι δυο μας, εσύ κι εγώ μπροστά στο Θεό»

«Δεν πρέπει έτσι» την αντέκρουσε ο Μανώλης. «Θέλω τη χαρά μας να τη μάθουν όλοι… Και σαν παντρευτούμε, θα μείνομε με τους γονιούς μου στη γειτονιά μας στα βόρεια της Αθήνας, στους Ποδαράδες. Θέλουν πολύ μια κόρη, κι εσύ είσαι η καλύτερη που θα μπορούσαν να βρουν»

«Μανώλη μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη! Θα τους αγαπήσω κι εγώ σαν δικούς μου γονείς, το υπόσχομαι! Μα…»

«Τι καρδιά μου;»

«Θα με δεχτούν αν μάθουνε ποια είμαι; Εννοώ, στον Μπουτζά ήμουν η κόρη του άρχοντα και δεν θα ’πρεπε να μ’ είχες πλησιάσει ποτέ»

«Τώρα είμαστε όλοι ίσα κι όμοια, Κατίνα. Μη στεναχωριέσαι για τέτοια πράματα. Θα τους κάμω εγώ να σε δεχτούν. Άλλωστε τι σε λείπει; Ο, τι καλό είχες, το έχεις και τώρα που πλιο δεν είσαι πλούσια… Ο πλούτος είναι στην ψυχή, καλή μου, κι εγώ για αυτό σ’ αγάπησα»

Φιλήθηκαν πάλι απαλά στο στόμα κι αφού περιέβαλε κατόπιν τη μέση της με το μπράτσο του κι εκείνη τη δική του, πήραν τη στράτα πετώντας σχεδόν απ’ τη χαρά που ένιωθαν. Σαν βγήκαν στον κεντρικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, σταμάτησαν έναν ξενυχτισμένο ταξιτζή που οδηγούσε μια μαύρη αμερικάνικη κούρσα.

«Στην Κοκκινιά, καλέ μου άνθρωπε» παρήγγειλε ο Μανώλης αφού βολεύτηκαν στο πίσω κάθισμα. Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλησαν στιγμή, έσφιγγαν μόνο τρυφερά τη λαβή τους ανταλλάσσοντας συνέχεια φλογερά βλέμματα. Ο ταξιτζής, έχοντας συλλάβει την ατμόσφαιρα, έριχνε που και που διακριτικά τη ματιά του στο ερωτευμένο ζευγάρι χαμογελώντας με νοσταλγία.

«Αχ τα νιάτα! Χαρείτε τα, παιδιά μου, χαρείτε τα όσο μπορείτε!» έκανε κάποτε με νόημα. Κοκκίνισε ελαφρά η Κατίνα κι ο Μανώλης ανταπέδωσε το χαμόγελο στον μεγαλύτερο άντρα.

«Είμαστε αρραβωνιασμένοι. Σε λίγο θα βάνουμε στεφάνι» είπε με καμάρι.

«Έλα! Καλά στέφανα λοιπόν παλικάρι μου, και καλούς απογόνους! Να την προσέχεις και να την αγαπάς την κοπελιά σου, είναι κειμήλιο!» κολάκευσε εκείνος την Κατίνα κλείνοντας το μάτι κι ερυθρίασε ξανά πιο έντονα.

Το ταξί τους άφησε στο τέλος του αμαξιτού δρόμου. Ο Μανώλης βλέποντας ότι δεν έχει αρκετά λεφτά παζάρεψε λίγο την τιμή της ταρίφας και εν τέλει κατάφερε τον οδηγό να του πάρει τα μισά απ’ όσα έπρεπε. Τον ευχαρίστησε θερμά κι αφού πήρε την Κατίνα απ’ το χέρι ανηφόρισαν μέχρι ενός σημείου τον σκοτεινό χωματόδρομο. Μόνο δυο τρία σκόρπια λαδοφάναρα στις πόρτες των προσφυγικών σπιτιών ενίσχυαν κάπως το αμυδρό φεγγαρόφως.

«Καλύτερα να σταματήσουμε εδώ» πρότεινε η κοπέλα. «Εδώ πιο πάνω είν’ το τσαρδί μας, θα προχωρήσω μόνη μου»
Συγκατέβη σιωπηλά ο Μανώλης, κατόπιν έπλεξε τα δάχτυλά τους θωρώντας την με λατρεία.

«Να μην έρθω τώρα δα να σε γυρέψω; Είναι πολλές οι ώρες μέχρι αύριο…»

«Δεν είσαι καλά!» τον κατσάδιασε. «Θα της έρθει νταμπλάς της Γιασεμής άμα σε δει τέτοιαν ώρα μπροστά της!»

«Πλάκα σε κάμω μάτια μου… Ήταν δυνατόν να ’ρθω μες στα σκοτάδια;»

«Το ξεύρω τζιέρι μου. Εγώ θα σε περιμένω. Κι αν ξεχαστείς και δεν έρχεις, το κρίμα στο λαιμό σου»

«Τι λες αγάπη μου; Ποτέ! Και μακάρι να γένει γλήγορα ο γάμος μας. Άλλωστε, εμείς οι δυο έχουμε λογοδοθεί, κι ας μη σου πέρασα αρραβώνα…»

Σιγή φορτισμένη τους κάλυψε για μερικές στιγμές. «Θα γένει Μανώλη μου» είπε ύστερα η Κατίνα. «Κι εγώ το θέλω να παντρευτούμε ογλήγορα… Είσαι ο άντρας μου πια απ’ τη στιγμή που μ’ έδωκες τον όρκο σου και μόνο δική σου θέλω να ’μαι, κανενός άλλου!»

«Παντοτινά δική μου θα ’σαι Κατινιώ μου! Αυτούς που ένωσε ο Θεός, ανθρώποι δε χωρίζουν!»

Με ένα στερνό μακρόσυρτο φιλί καληνυχτίστηκαν, για να βαστάξουν μέσα τους όλη τη γλύκα του αναστημένου έρωτά τους και να γλυκάνουν συνάμα την αναμονή του αύριο. Δίχως να πατάει στη γη προχώρησε η Κατίνα τα λίγα μέτρα που την χώριζαν απ’ το σπίτι της. Έκρουσε μαλακά την εξώθυρα κι ευθύς η Γιασεμή της άνοιξε.

«Γιασεμή! Τι κάμεις όρθια τέτοια ώρα;»

«Ήκαμα νυχτέρι, κόρη μου, δεν με κολλούσε ύπνος. Έλα, μπες μέσα» αποκρίθηκε η γυναίκα. Ξαπλωμένη πιο μέσα η Σμαρώ, κοπελίτσα σωστή πια, κοιμόταν ήσυχα. «Πως μεγάλωσε τούτο το μικρό… Στα χρόνια της αγάπησα το Μανώλη… Δεκαπέντε χρονών ήμουν κι εγώ, αγνή και τρυφερή σαν τα κρινάκια του αγρού την άνοιξη» στοχάστηκε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο κι ύστερα όπως καθόταν δίπλα της στην άκρη του κρεβατιού, το βλέμμα της ταξίδεψε στα αστέρια που έλαμπαν έξω απ’ το μικρό παράθυρο.
 
«Πως κι ήρχες πιο νωρίς;» απόρησε η Γιασεμή. Η Κατίνα δεν μίλησε. Στα χείλη της άνθιζε ένα πλατύ, ονειροπόλο χαμόγελο.

«Α Κατινάκι μου, για να ’σαι εσύ έτσι, κάτι έμορφο σου συνέβηκε» μάντεψε η ψυχομάνα της. Είχε ξαφνιαστεί ευχάριστα που την έβλεπε χαρούμενη, συνήθως το πρόσωπό της παραήταν μελαγχολικό.

«Ναι Γιασεμή μου» είπε αφηρημένα. «Πανέμορφο…»  





[1] Χαζός, ανόητος


Λίνα Δώρου