Συνέχισα
να τρέχω, παρά την αίσθηση ότι περνούσα από το συγκεκριμένο σημείο παραπάνω από
δύο φορές. Τα ξερά δέντρα γύρω μου μετακινούνταν απειλητικά από δίπλα μου,
έτοιμα να με γραπώσουν στα άγρια κλαδιά τους και να με πετάξουν στην άλλη άκρη
του δάσους. Προσπάθησα να πηδήξω πάνω από ένα απειλητικό κλαδί που ερχόταν προς
το μέρος μου, αλλά το πόδι μου μπλέχτηκε και βρέθηκα στο έδαφος. Το σώμα μου
γέμισε χώμα και λάσπη. Tα
ξερά φύλλα που κάλυπταν τον δρόμο μου, μπλέχτηκαν στα βρώμικα μαλλιά μου.
Συγκέντρωσα τη δύναμή μου ώστε να σηκωθώ και γύρισα το πρόσωπό μου προς τον
ουρανό με απόγνωση. Ένα ακόμα κλαδί ερχόταν καταπάνω μου και γύρισα απότομα στο
πλάι αποφεύγοντας το θανατηφόρο χτύπημά του. Στάθηκα με κόπο στα πόδια μου.
Άρχισα να τρέχω και πάλι έντρομη. Ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου τόσο
δυνατούς και ανυπόφορους, που με έκαναν να επιβραδύνω το τρέξιμό μου,
καθιστώντας με ευάλωτη κι απροστάτευτη. Σχεδόν μπορούσα να νιώσω τη γεύση των
δακρύων μου, μπερδεμένα με ιδρώτα και απόγνωση. Διέκρινα κάτι περίεργο στον
ορίζοντα. Έβαλα όση περισσότερη δύναμη μου απέμενε κι έτρεξα προς το δυνατό φως
που κρυβόταν πίσω απ’ τη συστάδα των παγωμένων και δυσοίωνων δέντρων που με
κυνηγούσαν.
Τα
πόδια μου πάτησαν ήρεμη γη, ενώ τα μάτια μου προσπαθούσαν να εστιάσουν στο μέρος
που βρισκόμουν. Τα φοβισμένα μου βήματα αντικαταστάθηκαν από βήματα
αυτοπεποίθησης, καθώς προχωρούσα ανάμεσα από γυμνά δέντρα και ξεραμένους
θάμνους. Η απόλυτη ησυχία αντικαταστάθηκε από βήματα. Δεν μπορούσα να καταλάβω
από πού έρχονταν, αλλά μπορούσα να πω με σιγουριά ότι δεν ήταν βήματα ανθρώπου.
Γύρισα απότομα κι έμεινα να κοιτάζω ένα ελάφι που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Το
τρίχωμά του ήταν ανοιχτό καφέ και γυάλιζε παρά τη μουντή, σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Έκανε να τρέξει μακριά μου, αλλά πριν φύγει γύρισε και με κοίταξε επίμονα. Τα
μάτια του έμοιαζαν ανθρώπινα. Σχεδόν με παρακαλούσαν να το ακολουθήσω. Άρχισε
να τρέχει μακριά μου κι έπιασα τον εαυτό μου να το ακολουθεί ασυναίσθητα. Κάθε
λίγο γυρνούσε προς τα πίσω, για να βεβαιωθεί πως δεν είχα χαθεί, όμως ένιωθα
σαν ήξερα τον δρόμο. Κάτι με έσπρωχνε να συνεχίσω. Το ελάφι με κοίταξε
εξεταστικά σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις μου.
Βρεθήκαμε
σε ένα ξέφωτο. Έμοιαζε οικείο, αλλά ταυτόχρονα άγνωστο. Εννιά δέντρα
παραταγμένα κυκλικά και στη μέση σάπια φύλλα κι ένας κορμός. Οι ρίζες του ήταν
απλωμένες σε όλο τον χώρο, λες και συγκρατούσαν το έδαφος απ’ το να μη διαλυθεί. Πάνω στον κορμό βρισκόταν ένα ξεθωριασμένο,
χρυσό γραμμόφωνο. Πλησίασα, περίεργη, για να το παρατηρήσω και συνειδητοποίησα
ότι το ελάφι δεν ήταν μόνο του εκεί. Υπήρχαν κι άλλα ζώα που είχαν περικυκλώσει
τον κορμό και με κοίταζαν εξεταστικά. Περιεργάστηκα το πικάπ και τον φθαρμένο
δίσκο από βινύλιο. Αναρωτήθηκα τι γύρευε ένα τέτοιο μηχάνημα σε ένα ξεχασμένο
και απομακρυσμένο δάσος. Η μαύρη βελόνα τού πικάπ μετακινήθηκε απότομα. Ο
δίσκος άρχισε να γυρίζει, ξεκινώντας με ένα τρίξιμο που έκανε τα αυτιά μου να
βουίζουν. Ο ήχος άρχισε να γίνεται πιο υποφερτός στις επόμενες στροφές, μέχρι
που τα αυτιά μου έπιασαν τον ήχο μιας ανάσας. Προερχόταν από το γραμμόφωνο.
«Σκάψε»
ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή χαμηλή και μυστηριώδης. Κοίταξα το γραμμόφωνο
μπερδεμένη. Το βλέμμα μου έπεσε στα πόδια μου. Παρατήρησα ένα τσεκούρι στις
μύτες των παπουτσιών μου. Το πήρα στα χέρια μου και χτύπησα μερικές από τις
ρίζες με κόπο. Το πικάπ συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει εκείνη τη μία λέξη,
κάνοντάς με ανυπόμονη για το τι θα έβρισκα. Κουρασμένη, παράτησα το τσεκούρι,
πετώντας το πιο πέρα. Συνέχισα το σκάψιμο, χρησιμοποιώντας τα χέρια μου. Τα
νύχια μου γέμισαν χώμα, αλλά συνέχισα απτόητη. Το χέρι μου έπιασε κάτι που
έμοιαζε με δέρμα. Τράβηξα το αντικείμενο προς τα πάνω και συνειδητοποίησα ότι
ήταν μια τσάντα. Δε χρειαζόμουν το γραμμόφωνο για να μου πει να την ανοίξω,
καθώς τα δάχτυλά μου ήδη έπαιζαν με το κούμπωμα. Τράβηξα έξω από την τσάντα το
περιεχόμενό της.
Βρέθηκα
να κοιτάζω μια κούκλα. Το ένα της μάτι έλειπε, ενώ τα μαλλιά της ήταν μισά και
μπερδεμένα. Κόκκινες κηλίδες κάλυπταν το σκοροφαγωμένο φόρεμά της και
συνειδητοποίησα ότι ήταν αίμα. Την άφησα έντρομη να πέσει από τα χέρια μου και
κοίταξα γύρω μου με μανία. Εφτά ελάφια είχαν μαζευτεί μπροστά μου και με
κοιτούσαν στα μάτια.
«Τη
σκότωσες» ακούστηκε η φωνή από το γραμμόφωνο. Μία απότομη δύναμη με έστειλε
προς τα πίσω, χτυπώντας με στο έδαφος. Το χώμα και η λάσπη βρέθηκαν στα χείλη
μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ένα περίεργο φως να περικλείει τα ελάφια.
Έσβησε απότομα και κατάλαβα ότι είχαν αλλάξει όψη. Είχαν πάρει τη μορφή ενός
κοριτσιού.
«Με
σκότωσες» είπαν και τα εφτά κορίτσια μαζί, με βραχνή κι όμως αναγνωρίσιμη φωνή.
Τα μάτια τους ήταν καφέ, δακρυσμένα και ανατριχιαστικά. Τα ρούχα τους
κουρελιασμένα και ματωμένα. Άρχισαν να περπατάνε προς το μέρος μου απειλητικά,
ενώ με κόπο προσπαθούσα να μπουσουλήσω μακριά τους. Τα χέρια τους άρπαξαν τα
πόδια μου κι άρχισαν να με τραβάνε. Προσπάθησα να πιαστώ από οπουδήποτε, αλλά η
δύναμή τους ήταν ανυπέρβλητη. Ένιωσα το σώμα μου να χτυπάει κρύο έδαφος.
Κατάλαβα ότι ήμουν στον ίδιο λάκκο που είχα σκάψει. Τα εφτά σώματα της νεκρής
μου αδερφής στέκονταν περιφρονητικά από πάνω μου. Έκανα να τους μιλήσω, όταν
ένιωσα βαρύ χώμα να πέφτει πάνω μου. Με έθαβαν ζωντανή.
Άρχισα
να ουρλιάζω.
Σέρβου Θεοδώρα