Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 4: Ένα συνηθισμένο ταξίδι (Κεφάλαιο 6) - "Εξηγήσεις"



Καθώς πλησίαζαν στα όρια του εγγύς διαστήματος της Ραδόνια χωρίς απρόοπτα, η ένταση άρχισε να υποχωρεί. Στράφηκε στον πιλότο.
«Φέρε το σκάφος στο σημείο συνάντησης, αλλά διατήρησε την ισχύ στις μηχανές. Θέλω να μπορούμε να φύγουμε αμέσως». Μετά γύρισε στον πλοηγό. «Να έχεις ήδη περασμένη την πορεία για την Κίρα στο σύστημα». Απευθύνθηκε σε όλους. «Ακόμα κι αν δε δώσω εντολή, αν καταλάβετε ότι κάτι πάει να στραβώσει, μην περιμένετε! Φεύγουμε αμέσως!»
Έφυγε από τη γέφυρα και πήγε στην καμπίνα της Ναρήινα. 
«Φτάσαμε σχεδόν, ελπίζω το ραντεβού μας να μην αργήσει. Νομίζω πως είναι ώρα για κάποιες απαντήσεις» της είπε. 
«Θα τις έχεις. Βοήθησέ με να ελευθερώσω το κάτω κιβώτιο» του απάντησε. Μετακίνησαν με προσοχή το πάνω κιβώτιο και το έβαλαν στην άκρη. Η Ναρήινα γονάτισε, έσπασε τις σφραγίδες και ξεκλείδωσε το άλλο κιβώτιο. Άνοιξε με φόρα το καπάκι. Δεν πίστευε στα μάτια του. Μέσα ήταν όντως κουλουριασμένος ένας άνθρωπος. Στην αρχή νόμισε πως ήταν νεκρός, αλλά τον είδε να κινείται. Η Ναρήινα έσκυψε και του έβγαλε τον αναπνευστήρα που φορούσε. Στράφηκε προς το μέρος του. «Έλα να με βοηθήσεις να τον σηκώσουμε» είπε επιτακτικά. Ο άγνωστος δεν φαινόταν τραυματισμένος, αλλά ήταν φανερό πως πονούσε σε κάθε του κίνηση. Τα μάτια του γυάλιζαν και ήταν ταλαιπωρημένος. Η Ναρήινα του έδωσε νερό και κάποια χαπάκια. Άνοιξε το άλλο κιβώτιο και έβγαλε ιατρικά όργανα. Άρχισε να τον εξετάζει. «Ωραία, δεν έχεις πάθει κάποια ζημιά, λίγο νερό, φαγητό και κίνηση και θα είσαι εντάξει. Μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Είμαστε τυχεροί μέχρι στιγμής» είπε με φανερή ανακούφιση.
Ο καπετάνιος καθόταν σιωπηλός, καταλάβαινε πως δεν ήταν ώρα ακόμη για ερωτήσεις. Ο άγνωστος έβηξε και μίλησε με βραχνιασμένη φωνή. 
«Η Αλεξάνδρα;» ρώτησε. 
«Όχι ακόμη. Σε λίγο, ελπίζω...» του απάντησε η Ναρήινα. Ο άγνωστος έστρεψε το βλέμμα του σε αυτόν. «Ο πλοίαρχος του σκάφους που μας πήρε» του είπε ήρεμα η Ναρήινα. Ο άγνωστος έκανε να σηκωθεί, αλλά ήταν αδύναμος. Ένευσε και πήγε κοντά του. Με κόπο άπλωσε το χέρι του και του το έδωσε. 
«Σας ευχαριστώ. Σώζετε δυο ζωές. Θα σας χρωστάμε αιώνια ευγνωμοσύνη» είπε με κόπο. 
«Ξεκουράσου λίγο και μετά ξεκίνα να περπατάς και να τρως. Θέλουν λίγη ώρα τα φάρμακα να δράσουν» έδωσε τέλος στη συζήτηση η Ναρήινα. «Καπετάνιε, πάμε στην καμπίνα σας να κανονίσουμε τα περαιτέρω» είπε και βγήκαν μαζί αφήνοντας τον άγνωστο ξαπλωμένο.
«Σε ακούω λοιπόν» της είπε μόλις μπήκαν στην καμπίνα του. Η Ναρήινα τον κάρφωσε με τα χρυσά της μάτια. 
«Σου φάνηκε για εγκληματίας;» τον ρώτησε. 
«Κοίτα, δεν έχω όρεξη για παιχνίδια. Νομίζω δικαιούμαι κάποιες ξεκάθαρες απαντήσεις!» απάντησε ήρεμα αλλά αυστηρά. «Ποιος είναι αυτός ο άντρας και τι έχει κάνει;» ρώτησε. Η Ναρήινα ξεφύσηξε. 
«Ωραία λοιπόν. Είναι ο Δημήτριος Εμκέι, εξάδελφος και, μέχρι πριν λίγο καιρό, επιτελάρχης του κυβερνήτη της Ραδόνια» είπε με κάποια πίκρα στη φωνή.
«Και τι έγινε; Τσακώθηκαν για την εξουσία; Γι’ αυτό τον κυνηγάει; Αυτά τα παιχνίδια των μεγάλων, εμείς τα πληρώνουμε, να ξέρεις!» της είπε. Η Ναρήινα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. 
«Όχι, δεν ήταν αυτό. Απλά αγάπησε μια γυναίκα» είπε σιγανά. 
«Δηλαδή όλο αυτό το σκηνικό γίνεται για ένα καπρίτσιο; Άσε με να μαντέψω. Τη γυναίκα του ξαδέρφου του; Έτσι εξηγείται γιατί κρατάνε κρυφό το κυνηγητό. Κοίτα που μας μπλέξανε!» είπε με αγανάκτηση. Η Ναρήινα κουνούσε και πάλι αρνητικά το κεφάλι. 
«Είσαι τελείως λάθος! Ο κυβερνήτης δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε τον εαυτό του, όχι άλλο πλάσμα. Ο Δημήτριος αγάπησε μια αμαζόνα από τη Σιλβέρια και τον αγάπησε κι αυτή. Αυτό πληρώνουν και οι δυο τους, τελείως άδικα». Την κοίταξε με δυσπιστία. 
«Ξέρω ότι ήταν σε πόλεμο μέχρι πρόσφατα, αλλά δεν ακούγεται και τόσο τρομερό. Άλλωστε έχουν πια συνθήκη ειρήνης. Μήπως παίζει κάτι άλλο;»
«Η κοπέλα, η Αλεξάνδρα, είναι... ήταν μάλλον κι αυτή έμπιστη της βασίλισσας Ντιάνα, της Σιλβέρια. Η διπλωματία όπως ξέρεις έχει ιδιαιτερότητες, το θέμα είναι πως η βασίλισσα κι ο κυβερνήτης δεν ήθελαν αυτό τον έρωτα. Και όταν ο Δημήτριος και η Αλεξάνδρα αρνήθηκαν να υπακούσουν, οι άλλοι το είδαν σαν αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Ειδικά η βασίλισσα σκύλιασε. Όταν μάθαμε ότι κινδύνευε η ζωή της Αλεξάνδρας, κάποιοι φίλοι που δε χρειάζεται να τους ξέρεις αποφασίσαμε να τους βοηθήσουμε κόντρα σε τέτοια τυραννία. Κανονίσαμε λοιπόν τη διπλή απόδραση. Νομίζω τώρα ξέρεις όσα χρειάζεται».
«Δηλαδή το ραντεβού που έχουμε...».
 Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Ναι, θα πάρουμε την Αλεξάνδρα. Και ελπίζω να μην είναι πολύ αργά».
Κάτι πήγε να πει, αλλά τους διέκοψαν από τη γέφυρα. 
«Καπετάνιε, μας πλησιάζει μια μικρή άκατος με ταχύτητα!»
 Το πρόσωπο της Ναρήινα άστραψε. 
«Αυτή είναι!» 
«Στείλτε τους σήμα να πλησιάσουν και ετοιμαστείτε για σύνδεση. Ελπίζω μόνο να μην είναι παγίδα» γύρισε και είπε στη Ναρήινα. 
«Όχι, θα μας στείλουν συνθηματικό, μόλις πλησιάσουν. Πάμε στη γέφυρα!»
Η αγωνία ήταν φανερή στα πρόσωπα όλων ειδικά σε αυτό της Ναρήινα. Ξαφνικά στην οθόνη φάνηκε η απάντηση από την άκατο στο μήνυμά τους. Δυο λέξεις μόνο. «Ανοιχτό κλουβί». Η Ναρήινα αναστέναξε με ανακούφιση και χαμογέλασε. 
«Αυτοί είναι! Θα χρειαστώ δυο άτομα να με βοηθήσουν».
 Ξεκίνησε να πάει με τη Ναρήινα στη θύρα διασύνδεσης, αλλά τον σταμάτησε η Κλέισα. 
«Ήρθε πριν λίγο μήνυμα από την εποπτεία της Ραδόνια να παραμείνουμε στη θέση μας. Έχουν στείλει περιπολικό να μας συναντήσει».
«Πριν πόση ώρα; Έχουμε χρόνο;» τη ρώτησε με αγωνία. 
«Ναι έχουμε χρόνο, το ελέγξαμε. Όσο μένουμε ακίνητοι, νομίζουν ότι υπακούμε και θα τους αιφνιδιάσουμε αρκετά, πριν πλησιάσουν».
«Γιατί δε μου το είπατε;»
«Έχει σημασία; Θα άλλαζε κάτι;»
 Χαμογέλασε. Ένιωσε τυχερός που είχε τόσο πιστό πλήρωμα.


Τα επόμενα λεπτά κύλησαν με μεγάλη ταχύτητα. Ίσα που είχαν ανοίξει οι θύρες διασύνδεσης, πριν μπουν βιαστικά δυο αμαζόνες που κουβαλούσαν ένα σώμα τυλιγμένο σε ένα ύφασμα γεμάτο αίματα. Η Ναρήινα τις κοίταξε με αγωνία. 
«Ζει... Ακόμα» περιορίστηκε να πει η μία. Πέρασαν το σώμα βιαστικά στα χέρια των δικών του. 
«Καλή τύχη» είπε η άλλη. Το ίδιο βιαστικά έφυγαν. Η άκατος αποσυνδέθηκε πριν καλά καλά κάνουν δυο βήματα. Έτρεξε στη γέφυρα. Η Ναρήινα φώναξε πίσω του.
«Στείλε μου την Κλέισα!»


«Μέχρι να φτάσει στη γέφυρα, το σκάφος είχε αρχίσει να κινείται. Η Κλέισα δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για να φύγει. Καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα το σκάφος, η οθόνη επικοινωνιών κοκκίνισε από τα μηνύματα του περιπολικού. Δεν μπήκε στον κόπο ούτε να τα διαβάσει. Κοίταξε με αγωνία τον πιλότο του. 
«Μην ανησυχείς, καπετάνιε, μέχρι να έρθουν σε ακτίνα βολής θα έχουμε φύγει!» Κοίταξε τις ενδείξεις των μηχανών, οι δείκτες ήταν κολλημένοι στο 100%. Στράφηκε στον πλοηγό.
«Ξέρουν τον προορισμό μας, τι θα κάνουμε;» Αυτός γέλασε. 
«Δεν ξέρουν όμως από πού θα πάμε! Αν μας βρουν στο βαθύ διάστημα από τη διαδρομή που έφτιαξα, εγώ θα παραιτηθώ από πλοηγός!»
Κανένας δεν είπε βέβαια τι θα έκαναν, όταν έφταναν στην Κίρα. Όλοι καταλάβαιναν πως ήταν πια φυγάδες. Ένα βήμα τη φορά, σκέφτηκε. Το «Μ. Τύχη ΙΙ» μπήκε στο βαθύ διάστημα.


Μόλις ο πλοηγός τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις πως εντόπισαν την πορεία τους, άφησε τη γέφυρα και κατευθύνθηκε στην καμπίνα της Ναρήινα. Βρήκε τον Δημήτριο καθισμένο μπροστά από την πόρτα. Φαινόταν σαφώς καλύτερα, αλλά η αγωνία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του.  Όλο του το σώμα μαρτυρούσε την ένταση που έκρυβε μέσα του. Κοιτάχτηκαν, αλλά δεν είπαν κουβέντα. Περίμεναν αρκετή ώρα ακόμη. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και βγήκε η Κλέισα. Ο Δημήτριος έκανε να μπει στην καμπίνα, αλλά τον σταμάτησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. 
«Όχι ακόμη, θα σε φωνάξει. Θα ζήσει, αυτό μετράει» είπε και σωριάστηκε λιπόθυμη. Ήταν άσπρη σαν το πανί. Με τη βοήθεια του Δημήτριου τη μετέφερε στην καμπίνα του.  Η πόρτα έκλεισε και έμειναν μόνοι. Της έδωσε κάτι τονωτικά από το φαρμακείο του σκάφους. Σε λίγο το χρώμα της επανήλθε και άνοιξε τα μάτια. 
«Βάλε μου ένα ποτό» του είπε. Δεν ήταν η ώρα να εφαρμόσει τους κανόνες και το ήξερε. Δεν της είπε τίποτα, έβλεπε την ένταση στο σώμα της. Ξεκίνησε να του μιλάει. «Δεν μπορείς να φανταστείς σε τι κατάσταση ήταν η κοπέλα. Και μόνο ότι ζει είναι θαύμα. Αν τη σκότωναν, θα το δεχόμουν. Αλλά τέτοια βασανιστήρια... Σε κανέναν δεν αξίζει κάτι τέτοιο. Τόσο μίσος... Και για ποιο λόγο, ξέρεις;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Άκου, δεν ξέρω τι λένε οι νόμοι τους, αλλά είμαι σίγουρη ότι κάνουμε το σωστό. Αν είναι να βρεθώ φυλακή, αυτό αξίζει τον κόπο». Σηκώθηκε. «Πάω στο πόστο μου. Όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, θέλω να μιλήσουμε. Είναι πράγματα που κατάλαβα ότι πρέπει να σου πω».
«Κλέισα...» ξεκίνησε να λέει. 
«Όχι τώρα, δεν είναι ώρα» του είπε κι έφυγε.


Μιχάλης Κοτσαρίνης