Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 10) Εις το επανιδείν

«Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα… Κατάλαβες, Θεόφιλε;» έμπλεξε τα δάχτυλα ο Χριστόφορος επάνω στα γόνατά του και κοίταξε τον αδερφό του.
Ο Θεόφιλος φάνηκε να ζυγιάζει τα νέα στο μυαλό του. Χάιδεψε τα γένια του μηχανικά και ύστερα κοίταξε και αυτός τον φίλο του.
Είχαν περάσει τα εννιάμερα του μακαρίτη μοναχού και μια βδομάδα ακόμα. Η ψυχολογία των δύο νεαρών και ειδικότερα του Χριστόφορου ήταν η χειρότερη δυνατή, αλλά τις τελευταίες μέρες η ψυχή τους είχε αρχίσει να αλαφρώνει κάπως και τα πιτσιρίκια με τα καμώματά τους έφερναν ξανά χαμόγελα σιγά σιγά στο μοναστήρι.
Μετά από τόσες μέρες, ο Χριστόφορος βρήκε επιτέλους κουράγιο και διάθεση να μιλήσει στο Θεόφιλο για την τελευταία του συζήτηση με τον γέροντα που τους είχε μεγαλώσει. Όλα αυτά που τον είχαν συνταράξει και αυτόν συθέμελα.
«Κατάλαβα. Ώστε είσαι γιος αρχόντου λοιπόν; Έπιασες την καλή, Χριστόφορε. Άμα θες φεύγεις ανά πάσα στιγμή και πας στην ασφάλεια του αρχοντικού σου…» απάντησε τελικά ο Θεόφιλος και έσκυψε το κεφάλι.
Ο Χριστόφορος δυσανασχέτησε ξεφυσώντας.
«Μη λες ανοησίες. Εγώ δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτόν τον άρχοντα που μού λες, που με παράτησε. Βέβαια, ίσως πρέπει να τον ευχαριστώ που με άφησε εδώ πέρα. Δεν θα είχα τον παππούλη, ούτε τα παιδιά, ούτε… ούτε και εσένα. Εσύ είσαι ένας αδερφός αναντικατάστατος, αξιότερος από όλα τα αρχοντικά του κόσμου» του είπε και τον έπιασε σφιχτά από τον ώμο.
Ο Θεόφιλος έσφιξε τα χείλη και έπιασε το χέρι του φίλου του, δίχως να τον κοιτάξει.
«Εσύ από μικρός ήθελες να φύγεις… Τώρα έχεις την καλύτερη ευκαιρία να το κάνεις. Το θες ακόμα;» τον ρώτησε σφιγμένα.
Ο ξανθός νεαρός έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια του νευρικά, μουγκρίζοντας θυμωμένα.
«Δεν… Δεν ξέρω τι θέλω. Ψέματα δεν σου λέω, αλλά δεν ξέρω. Ούτως ή άλλως το όνομα Κυριαζή δεν είναι η ευκαιρία μου. Είναι απλά ένα κομμάτι που έλειπε και συμπληρώθηκε. Δεν μού λέει τίποτε άλλο. Εγώ βάρος δεν γίνομαι σ’ αυτούς που δεν με θέλουν» απάντησε τελικά ήσυχα, κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια του.
«Δεν ξέρεις τι ακριβώς έγινε. Μ’ αυτά που λες ακούγεσαι απλά πικραμένος και όχι λογικός» απάντησε σε ίδιο τόνο ο Θεόφιλος.
Το κελί τους έμοιαζε σκοτεινό και ακόμα πιο λιτό, με τα τρία αχυρένια στρώματα, τα χιλιομπαλωμένα σκεπάσματα και ένα και μοναδικό σκαμνάκι, δίπλα από το στρώμα του Στέφανου. Τα παραθυρόφυλλα ήταν τραβηγμένα για να κόβουν τη χλωμή αντηλιά του μεσημεριού. Οι σκιές έκαναν τα πρόσωπα να μοιάζουν με αγιογραφίες.
«Δεν θέλω να συζητήσω άλλο για αυτό το θέμα, Θεόφιλε. Δεν έχει άλλωστε καμία σημασία αυτή τη στιγμή» τέντωσε το χέρι κουρασμένα ο Χριστόφορος.
«Έχει σημασία αν είναι να φύγεις!» ανέβασε τον τόνο ο Θεόφιλος και πετάχτηκε όρθιος.
«Δεν θα φύγω!» φώναξε και ο Χριστόφορος, κοιτώντας τον φίλο του με γουρλωμένα τα μάτια, ανάμεικτος θυμός και λύπη να τα χρωματίζουν.
Ο Θεόφιλος μαρμάρωσε στη θέση του και έστρεψε το βλέμμα στον ταραγμένο αδερφό του. Κάπου μετανιωμένος, κάπου καθησυχασμένος από την απάντηση του Χριστόφορου, άλλαξε έκφραση αμέσως.
«Συγγνώμη. Δεν ήθελα να μιλήσω έτσι» είπε και άνοιξε τα χέρια του, καλώντας σε έναν αδερφικό εναγκαλισμό τον ξανθό νεαρό.
Ο Χριστόφορος, δίχως να απαντήσει τίποτα, τον έσφιξε αντρίκια στα χέρια του. Το πρόσωπό του θλιμμένο και τα μάτια του βουρκωμένα· ήταν τα μόνα που πρόδιδαν την ψυχική του ταραχή. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν τα έβλεπε κανείς.


--


Οι τσάπες έπεφταν η μία πίσω από την άλλη στο νωπό χωράφι. Μια σειρά ρίζες μαρουλιών είχαν ήδη φυτευτεί και τώρα σειρά έπαιρναν τα λάχανα και τα κρεμμύδια.
Ο Χριστόφορος έσφιξε την κουκούλα του πανωφοριού του στο κεφάλι και το λαιμό του, ακουμπώντας την τσάπα του δίπλα από το πόδι του. Ο αέρας που φύσαγε πάγωνε τον ιδρώτα του και τον ανατρίχιαζε.
Τα μάτια του πλανήθηκαν στη γη πέρα από τα σύνορα της μονής. Στο γνωστό του λόφο, εκεί που τώρα ξεκουραζόταν ο γέροντας για πάντα, στο ρυάκι στα γύρω βουνά και βράχια. Ήταν το μέρος που ήξερε καλύτερα και από την παλάμη του χεριού του. Το μέρος που τον είχε θρέψει και ακόμα τον έθρεφε.
Σκέφτηκε να το αφήνει πίσω του και πόνεσε. Όχι μόνο για το γνώριμο μέρος αλλά- κυρίως- για τους αγαπημένους ανθρώπους.
Έσκυψε να ξαναπάρει το εργαλείο στο χέρι του, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να σταθεί πάλι. Δυσανασχέτησε με τον εαυτό του και ξανακοίταξε πέρα. Η εικόνα του εαυτού του, σαν ήταν παιδί, σκαρφαλωμένο σε εκείνο το δέντρο, που του επέτρεπε να βλέπει θραύσματα του έξω κόσμου, ήρθε στο νου του και τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα στον ουρανό. Ένα σμήνος πουλιά πετούσε κατά το νότο, όπως ήταν αναμενόμενο.
Το παράπονο τον γέμισε και τον έκανε να σφίξει τα δόντια. Πόσο τον έτρωγε η ανάγκη να ανοίξει και εκείνος τα φτερά του! Να δει άλλα μέρη και άλλους ανθρώπους!
Μυαλό δεν βάζεις, είπε νοερά στον εαυτό του και έσφιξε την τσάπα στα χέρια του.
Κι όμως. Ο παππούλης τού το είχε πει: αν το θελήσει να φύγει. Γιατί λοιπόν να μην το αποτολμούσε;
Αν έμενε όλη του τη ζωή με την απορία, θα υπέφερε. Γιατί ότι θα του έμενε η απορία, θα του έμενε. Δεν θα ξεχνούσε, ούτε και θα άλλαζε ποτέ όνειρα. Τα μεγάλα όνειρα άλλωστε δεν πεθαίνουν, παρά μόνο μετατρέπονται σε ικανοποίηση αμέσως μόλις πραγματοποιηθούν.
Το στήθος του ανεβοκατέβηκε γρηγορότερα στη σκέψη να περνάει τις πύλες της μονής με ένα σάκο μονάχα στον ώμο και ελεύθερος να κάνει ό, τι θέλει, να πάει όπου τον φέρουν τα βήματά του.
«Ε! Χριστόφορε! Πού χάζεψες;» ακούστηκε η φωνή του Στέφανου.
Ξαφνιασμένος, ο νεαρός γύρισε πίσω του και είδε τον φίλο του να του κάνει νόημα να πλησιάσει.
«Καλά, δεν με ακούς τόση ώρα;» ρώτησε ξανά ο Στέφανος, σαν τον πλησίασε ο Χριστόφορος.
«Όπως θα κατάλαβες, όχι» ανασήκωσε τους ώμους ο Χριστόφορος και κατέβασε την κουκούλα του. «Τι συμβαίνει;»
«Ο Γεώργιος θέλει να σού μιλήσει. Θα έχουμε νομίζω μεγάλες εξελίξεις, Χριστόφορε»
Ανασήκωσε το ένα φρύδι ο Χριστόφορος και έξυσε το πηγούνι του ανάμεσα από τα γένια του.
«Τι σόι εξελίξεις ρε Στέφανε; Αρκετές είχαμε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα...»
«Έχει να κάνει με εσένα, όλοι αυτό ψιθυρίζουν στη βιβλιοθήκη επάνω. Δεν ξεύρω τι και πώς, αλλά σαν πας, θα μας λύσεις την απορία»
Ο Στέφανος πήρε τη θέση του Χριστόφορου στο σκάψιμο, αφήνοντας έτσι περιθώριο στον ξανθούλη να ανέβει στο δωμάτιο του ηγουμένου, όπου τώρα πια ήταν έδρα του Γεώργιου.
Ο Χριστόφορος δεν είχε όρεξη ούτε καν να κάνει υποθέσεις. Τίναξε τα χέρια και το ράσο του από τα χώματα και χτύπησε την πόρτα.
«Εμπρός!»
Άνοιξε διστακτικά και μπήκε μέσα ακόμα πιο διστακτικά. Ήταν κουρασμένη η ψυχή του και δεν είχε κουράγιο για κουβέντες.
Ο νέος ηγούμενος, ο Γεώργιος, αυτός με τον οποίο έσκαγαν στα γέλια με τις ατυχίες του σαν ήταν μικροί, καθόταν στην καρέκλα του γραφείου του και διάβαζε με τη βοήθεια ενός κεριού ένα έγγραφο. Σήκωσε τα μάτια στο νεαρό και άφησε την περγαμηνή μπροστά του.
«Κάθισε, Χριστόφορε» είπε και του έδειξε ένα άδειο κάθισμα απέναντί του.
«Είναι ανάγκη; Αυτή η επισημότητα με φέρνει σε αμηχανία…» μουρμούρισε ο νεαρός και έμπλεξε τα δάχτυλα.
Ο Γεώργιος γέλασε αχνά.
«Όχι, όχι. Δεν έχει σημασία, παιδί μου. Θα μπω κατευθείαν στο θέμα γιατί αισθάνομαι ότι είσαι βαρύς και δεν θέλω να σε κουράζω πιότερο. Ξέρω ότι- όπως πολλοί από εμάς- δεν είσαι καλά τον τελευταίο καιρό. Και είναι λογικό»
Ο Χριστόφορος τον κοίταξε με προσμονή. Ήθελε υπενθύμιση ότι περίμενε να του πει, κάτι;
«Ξέρεις πολύ καλά την αδυναμία που σου είχε ο αείμνηστος ηγούμενός μας. Κι εγώ ξέρω πολύ καλά ότι ήταν αμοιβαία αυτή η αδυναμία. Αυτός ο άνθρωπος σού στάθηκε σαν πατέρας και εσύ του στάθηκες επάξιος γιος…»
Ένιωσε τα μάτια του να τον κόβουν. Επίτηδες του τα έλεγε όλα αυτά; Για να τον βασανίσει;
«Συγγνώμη, ηγούμενε, αλλά θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε τα ήδη γνωστά; Δε νιώθω καλά μήτε να τα ακούω μήτε να τα σκέφτομαι…» είπε, στρέφοντας το βλέμμα αλλού για να κρύψει τη συγκίνησή του.
«Συγχώρα με, Χριστόφορε. Δεν θέλω να σε πικραίνω. Θέλω απλά να καταλήξω ότι- χάρη στη σχέση σου με τον μακαρίτη- γνωρίζεις πολλά πράγματα για το μοναστήρι και τις τυπικές του υποχρεώσεις και ανάγκες. Και με αυτή τη λογική, ήθελα να σου προτείνω κάτι. Όπως καταλαβαίνεις, τώρα που εγώ βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, χρειάζομαι κάποιον να με βοηθάει και να επιβλέπει τα πράγματα. Κι εγώ δεν είμαι κανένα παλληκαράκι σαν και του λόγου σου, παιδί μου. Αν φυσικά δεν θες, είναι κατανοητό. Είσαι νέος ακόμα και οι ευθύνες πολλές για τις πλάτες σου…» ολοκλήρωσε ο νέος ηγούμενος και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του.
«Δεν… Δεν περίμενα τέτοια πρόταση και τόσο σύντομα, για να πω την αλήθεια…» ξεφύσησε, περνώντας το τρεμάμενο χέρι του από το μπουκλωτό του κεφάλι.
«Δεν χρειάζεται να μού απαντήσεις αυτή τη στιγμή, Χριστόφορε. Σκέψου το και έλα να μου πεις, όποτε θα είναι αυτό τέλος πάντων» είπε και επέστρεψε στο έγγραφό του, σηματοδοτώντας το τέλος της συζήτησης.
--


Μερικές σταγόνες άρχισαν να βρέχουν το μέτωπο του Χριστόφορου. Ο ήχος της απαλής βροχής επάνω στα φύλλα δεν τον βίαζε να σηκωθεί και να τρέξει πίσω στο μοναστήρι, αλλά- αντίθετα- τον έκανε να ακουμπήσει πιο αναπαυτικά πίσω, στον κορμό του αγαπημένου του δέντρου. Έφερε απλά κοντά του τα πόδια του, για να τα αγκαλιάσει τελικά, προφυλάσσοντάς τα κάτω από το φύλλωμα του δέντρου.
Είχε μιλήσει με τους φίλους του τις τελευταίες μέρες για την προοπτική που του πρόσφερε ο Γεώργιος. Εκείνοι είχαν ενθουσιαστεί και τον πίεζαν να δεχτεί.
Ήξερε ότι το έλεγαν για το καλό του και το εκτιμούσε που δεν τον αποθάρρυναν καθόλου. Βέβαια, καταλάβαινε ότι ο Θεόφιλος, για παράδειγμα, είχε κι άλλον λόγο να τον ενθαρρύνει υπέρ της πρότασης· ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα τον κρατήσει στη μονή.
Στην πραγματικότητα, δεν είχε γενικά και πολύ σημασία αν θα δεχόταν τώρα ή όχι. Αν δεν δεχόταν τώρα, θα έπαιρνε αυτή τη θέση αργότερα, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα· ήταν ο μόνος που γνώριζε τόσο καλά αυτού του τύπου τις εργασίες μετά τον καινούριο ηγούμενο.
Για τον ίδιο, όμως, είχε σημασία. Αν δεχόταν τώρα, οι πόρτες του μοναστηριού θα έκλειναν για πάντα. Πώς να άφηνε αυτή τη θέση για να το σκάσει; Θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αμαρτία.
Αναστέναξε και έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του δυνατά.
Κοίταξε το ξύλινο σταυρό στην άκρη του λόφου που σηματοδοτούσε το μνήμα του γέροντα. Οι λαξευμένοι λίθοι που είχαν παραγγείλει δεν είχαν φτιαχτεί ακόμα.
«Τι να κάνω;» μουρμούρισε και ξεφύσησε.
Η βροχή δυνάμωσε και ένα μπουμπουνητό ακούστηκε από κάπου πέρα. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον έκανε να σηκωθεί.
Σίγουρα το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να γίνει ψητός από κανέναν κεραυνό.
Προς μεγάλη του ανακούφιση, το κελί τους ήταν άδειο.
Σωριάστηκε στο στρώμα του και πέταξε το βρεγμένο πανωφόρι του πέρα. Τράβηξε την κουκούλα του ράσου του στο κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, κουρνιάζοντας στο υποτυπώδες προσκεφάλι του.
Κάτι σκληρό τον ενόχλησε από κάτω στο αυτί του και έχωσε το χέρι του κατευθείαν στην τραχιά μαξιλαροθήκη του. Τράβηξε αργά ένα οικείο, μαύρο, μακρόστενο δεματάκι.
Η ανάσα του κόπηκε όπως κάθε φορά. Ξετύλιξε με νευρικές κινήσεις το κομψό εγχειρίδιο και το ζύγιασε στο χέρι του. Τα μάτια του το καμάρωναν και η φαντασία του έπλεκε την αντανάκλασή του με στολή στρατιωτική και τούτο δω το εγχειρίδιο περασμένο στο ζωνάρι του. Γονάτιζε, λέει, μπρος στο νέο Δεσπότη και εκείνος τον έχριζε έμπιστό του και του ανέθετε με κάθε επισημότητα την ανώτερη στρατιωτική θέση του Δεσποτάτου…
Ένιωσε την καρδιά του να τον πονά. Το μυαλό του πάντα, πάντα, έτρεχε, έφτιαχνε ιστορίες και του φούσκωνε τη δύστυχη τη φιλοδοξία του μάταια. Λες και είχε λίγες έγνοιες στο κεφάλι του για να βάλει και τέτοιες τώρα...
Ήταν μία δύσκολη στιγμή αυτή για το Χριστόφορο. Μία έσφιγγε το εγχειρίδιο στο χέρι του και μία τον μοναχικό σταυρό που φορούσε στο στήθος από παιδί. Η σύγχυση στο κεφάλι του ήταν όμοια με την αντάρα της ψυχής του και για λίγο νόμιζε ότι θα τρελαθεί.
Σαν σε όνειρο, ακούστηκε στο μυαλό του, από κάποιο βάθος της μνήμης του, η βραχνή φωνή του γέροντα.
«…Εγώ δεν θέλω να μείνεις στο μοναστήρι, αν υπάρχει κάτι άλλο που θα σε κάνει πιο ευτυχισμένο. Γιατί θέλω από εκεί πάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο, γιε μου…»
Έστρεψε τα μάτια βουρκωμένα στο ταβάνι.
Προσπάθησε να φανταστεί τη συνέχεια της ζωής του στο μοναστήρι. Σίγουρα δεν θα ήταν δυσάρεστη: ασφαλής, περιστοιχισμένος από αγαπημένα πρόσωπα, με εργασίες καθημερινές και απαραίτητους σχεδιασμούς που θα κρατούσαν το νου του πάντα σε εγρήγορση.
Όμως. Όμως…
Ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε; Ασφάλεια και καθημερινότητα;
Εκείνος ήθελε να δει πράγματα και ανθρώπους, ήθελε να ζήσει περιπέτειες, ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα πονέσει και θα φάει τα μούτρα του…
Έτσι και μόνο θα ήταν ευτυχισμένος.
Ανασηκώθηκε απότομα και τα μάτια του γυάλιζαν από επιθυμία και μερικά τελευταία δάκρυα.
Ανάσαινε βαριά και λίγο τρεμουλιαστά, αλλά, μα τω Θεώ, ήταν πια σίγουρος.
Είχε πάρει την απόφασή του.


--


Με την τελευταία μπουκιά ψωμί ανά χείρας, ο Χριστόφορος μπήκε στο κελί με τους δυο φίλους του. Είχαν φάει βιαστικά το βραδινό τους, μιας και μια μπόρα τούς ανάγκασε να βγουν έξω και να μαζέψουν τα εργαλεία που είχαν παρατήσει από την απογευματινή εργασία.
«Δόξα σοι ο Θεός, φάγαμε και σήμερον» έκανε το σταυρό του ο Στέφανος και ξαπλώθηκε επιδεικτικά στο στρώμα του.
«Με την ψυχή στο στόμα, αλλά φάγαμε!» γέλασε ο Θεόφιλος και κάθισε στο δικό του στρώμα, προσπαθώντας να λύσει τα σανδάλια του. «Πάνε τούτα, κόπηκαν. Πρέπει να φτιάξω άλλα την άνοιξη…» μουρμούρισε, τρίβοντας τα πονεμένα του πόδια.
Ο Χριστόφορος έμοιαζε αφηρημένος, μασουλώντας το ψωμί του και κοιτώντας το κενό, δίπλα ακριβώς από το Θεόφιλο.
«Να πλέξεις με σκοινί τον πάτο και να βάλεις δέρμα και λίγο ύφασμα από πάνω. Δεν θα πληγιάσουν τα ποδάρια σου έτσι» μουρμούρισε τελικά αναπάντεχα και έσκυψε το κεφάλι.
«Ευχαριστώ για τη συμβουλή, αλλά μέχρι τότε θα σου έχει έρθει καμιά άλλη ιδέα, οπότε δεν τη σημειώνω ακόμα τη… συνταγή εδώ πέρα…» χαμογέλασε ο Θεόφιλος και έδειξε με το δάχτυλό του το κεφάλι του.
Ο ξανθός νεαρός δεν απάντησε και ξαπλώθηκε γρήγορα στο στρώμα του. Γύρισε, μάλιστα, πλευρό στους άλλους δύο και έμεινε να κοιτά τον τοίχο.
«Τι θα κάμεις αύριο, Χριστόφορε; Εγώ έχω να τελειώσω εκείνο το σκαμνί για τη βιβλιοθήκη» ρώτησε ο Στέφανος και χασμουρήθηκε.
«Δεν ξέρω…» απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής ο Χριστόφορος, δίχως να κουνηθεί από τη θέση του.
Ο Θεόφιλος κάγχασε με έκπληξη.
«Εσύ και να μην έχεις κάμει ήδη πρόγραμμα για όλη την εβδομάδα; Δεν είμαστε καλά!» έβαλε τα γέλια και ξάπλωσε και αυτός στο στρώμα του. «Στον ηγούμενο απάντησες;»
«Θα του απαντήσω αύριο» είπε βιαστικά ο Χριστόφορος, σφαλίζοντας τα μάτια με νευρικότητα.
«Τι θα του απαντήσεις;» ρώτησε με αγωνία ο Θεόφιλος, ανασηκώνοντας το κεφάλι του προς το μέρος του φίλου του.
«Θα μάθεις αύριο, Θεόφιλε, μη με σκας…» απάντησε σχεδόν ψιθυριστά ο Χριστόφορος και κουλουριάστηκε πιότερο στο στρώμα του.
«Όλα θα πάνε όπως θέλει ο Θεός. Μην σκέφτεστε τίποτε» χασμουρήθηκε ο Στέφανος για άλλη μία φορά και γύρισε πλευρό κατά το Θεόφιλο. «Καληνύχτα!» αναφώνησε χαρούμενα και έσβησε το κερί που έκαιγε πλάι του.
«Καληνύχτα» απάντησαν εν χορώ οι άλλοι δύο.
«Πάντως… Σας ευχαριστώ που νοιάζεστε για μένα… Είστε οι πιο αγαπητοί και άξιοι αδερφοί που μπορούσα να έχω…» ακούστηκε για άλλη μία φορά διστακτικά η φωνή του Χριστόφορου.
«Ισχύει το ίδιο, αδερφέ μου. Είσαι ο πιο άξιος εδώ μέσα» μουρμούρισε νυσταγμένα ο Στέφανος.
«Οι αδερφοί δεν χρειάζεται καν να τα λένε αυτά. Κι αν δεν μας γέννησε η ίδια μάνα, ρε Χριστόφορε, δεν έχει καμία σημασία… Είμαστε πιο πολύ αδέρφια και από τούτο» ακούστηκε και η φωνή του Θεόφιλου, ζεστή και σίγουρη.
Συγκινημένος ο Χριστόφορος, δεν μπόρεσε να απαντήσει. Κράτησε στην ψυχή του τα λόγια των φίλων του σαν φυλαχτό και ορκίστηκε νοερά να μην τους εγκαταλείψει για πάντα. Μια μέρα θα τους ξαναέβλεπε και θα τους αφηγούνταν όλες τις περιπέτειές του.
Έπεσε σιωπή, μα η ανησυχία του Χριστόφορου δεν τον άφησε να κλείσει ούτε για δέκα λεπτά τα μάτια του. Στριφογύριζε αθόρυβα στο στρώμα του και προσπαθούσε να καταπιεί τους χτύπους της καρδιάς του που του ανέβαιναν μέχρι το στόμα.
Δεν ήξερε αν το σώμα του μούδιαζε από ενθουσιασμό, ανυπομονησία ή φόβο. Πάντως βρισκόταν σε τέτοια υπερένταση που θα μπορούσε να σηκωθεί και να οργώσει όλο το χωράφι μόνος του.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, πάντως το ροχαλητό του Στέφανου είχε αρχίσει να ακούγεται εδώ και κάμποσο και η ανάσα του Θεόφιλου έβγαινε αργά και βαριά: είχαν αποκοιμηθεί σχεδόν αμέσως από τον κάματο ολάκερης της μέρας.
Κρατώντας την αναπνοή του, ανασηκώθηκε. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή στα στήθια του.
Ήταν ώρα.
Με αργές, αλλά σίγουρες κινήσεις, σηκώθηκε από το στρώμα του και κατευθύνθηκε με σιγουριά προς το παραθύρι, του οποίου τα φύλλα μισάνοιξε. Το φως του φεγγαριού, που ήταν σχεδόν γεμάτο, έπεσε χλωμό στο δωμάτιο, δίνοντάς του, όμως, την ευχέρεια να κινηθεί χωρίς να σκοντάψει πάνω στους φίλους του ή στα πράγματά του. Πήρε το εγχειρίδιο που του είχε χαρίσει ο Ελλαδίτης και το κερί του Στέφανου και βγήκε από το δωμάτιο, πατώντας στις μύτες των ποδιών του.
Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά ο αέρας στα παράθυρα του παραπάνω πατώματος.
Όλοι πρέπει να είχαν αποκοιμηθεί.
Άναψε το κερί του από το μοναδικό δαδί που έκαιγε στην άκρη του διαδρόμου και κατέβηκε στο μαγειρείο. Ψαχουλεύοντας τους πάγκους και τα ντουλάπια, βρήκε μόνο τρεις φέτες ψωμί, ένα κομματάκι τυρί, ένα κρεμμύδι και μερικά ξερά σύκα. Τα υπόλοιπα τα είχαν γυρίσει στην αποθήκη.
Με την πίστη ότι ο Θεός και η φύση θα του δώσουν ό, τι άλλο χρειαστεί, αρκέστηκε σε αυτά. Έβγαλε μέσα από τον κόρφο του ένα διπλωμένο, σκληρό ύφασμα: πριν το δείπνο είχε κάνει μια μικρή, γρήγορη προετοιμασία. Ξεδίπλωσε και άνοιξε το δισάκι που είχε ράψει με τα ίδια του τα χέρια και έβαλε μέσα, όσο πιο τακτικά μπορούσε το φαΐ του.
Ύστερα, γνώριμος με το μαγειρείο, έψαξε στο ράφι σιμά στο παραθύρι. Βρήκε σύντομα το μικρό ασκί που έψαχνε. Το έριξε και αυτό στο δισάκι του και έκανε το σταυρό του, ζητώντας συγγνώμη που οικειοποιούνταν κάτι που ήταν όλων των αδελφών. Υποσχέθηκε, όμως, να τους το ξεπληρώσει.
Με το φόβο ότι το κερί σύντομα θα τελειώσει, οι κινήσεις του νεαρού έγιναν πιο βιαστικές. Πήρε το δισάκι στο ένα χέρι και το κερί στο άλλο και ανέβηκε ξανά στο πάτωμα των κελιών.
Οι αισθήσεις του τεταμένες, αφουγκραζόταν συνέχεια τη σιωπή για τον παραμικρό ήχο. Το μοναστήρι, όμως, κοιμόταν βαθιά.
Κατευθύνθηκε σε εκείνο το δωμάτιο που είχε υπάρξει η ζεστή παρηγοριά του, τότε που οι σκοτεινοί διάδρομοι της μονής φάνταζαν πελώριοι και τρομακτικοί. Το κελί του γέροντα δεν είχε δοθεί ακόμα σε κανέναν άλλον. Το φυλάγανε για τον ίδιο, του είχε ψιθυρίσει κάποια φορά ο Σωτήριος.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του, ξεφυσώντας με ανακούφιση. Εδώ θα έπαιρνε την τελική του μορφή το σχέδιό του.
Άφησε το κερί στο σκαμνί και αναστέναξε, βάζοντας τα χέρια στη μέση. Προσπάθησε να ηρεμήσει το μυαλό του, αλλά η απόλυτη ησυχία λες και δυναμίτιζε περισσότερο την ανήσυχη καρδιά του. Τον βοηθούσε, ίσως, να την ακούει να βροντοχτυπά και τον τάραζε περισσότερο.
«Είναι καιρός να φανείς πραγματικός άντρας, Χριστόφορε» σκέφτηκε και έσφιξε τις γροθιές του. «Τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να υποστηρίξεις αυτό που διάλεξες!»
Πήρε μια πιο ήρεμη αναπνοή και έλυσε το σκοινί που κράταγε το ράσο του σφιγμένο στη μέση του. Με μία αποφασιστική κίνηση το έβγαλε και το πέταξε στο στρώμα του γέροντα.
Κοίταξε το σώμα του, το σκληραγωγημένο από το κάποτε παιχνίδι και τώρα εργασία στην ύπαιθρο και ευχήθηκε να μην τον εγκαταλείψει στις προκλήσεις του έξω κόσμου. Ήταν γερός και ικανός και δύσκολα θα το έβαζε κάτω, έπρεπε να το πιστέψει.
Κάθισε στο στρώμα του γέροντα και ψαχούλεψε κάτω από το προσκεφάλι. Είχε αφήσει μία λάμα εκεί το απόγευμα.
Χρειάστηκε μία ακόμα βαθιά αναπνοή για να κόψει την πρώτη τούφα από τα μαλλιά του. Το πάτωμα πίσω του γέμισε σιγά- σιγά με το βάρος των ξανθών του μαλλιών, από το οποίο είχε πια απαλλαγεί, ενώ δεν άργησε να πάρει σειρά και η γενειάδα του.
Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε γυρισμός πια και αυτό τον τρόμαξε.
Αλλά ήταν ένα δεύτερο μονάχα και πέρασε.
Αναρωτήθηκε για μια στιγμή πόσο χάλια πρέπει να ήταν, νιώθοντας ότι έχει κουρευτεί χειρότερα και από τα κατσίκια στο μαντρί του ισογείου. Αν είχε, όμως, ένα κάτοπτρο θα έβλεπε ένα κεφάλι στεφανωμένο με σγουρά, ξανθά μαλλιά, που ίσα που χάιδευαν το σβέρκο πίσω και έπεφταν μέχρι τα φρύδια μπροστά και ένα πρόσωπο καθαρό και όμορφο, που φώναζε πια τα 19 μονάχα χρόνια που κουβαλούσε.
Στο δωματιάκι του γέροντα τον περίμενε και η περισκελίδα και η πουκαμίσα, που είχε βρει επίσης το απόγευμα ανάμεσα στα πλυμένα. Η περισκελίδα ήταν λίγο ξηλωμένη και η πουκαμίσα τρύπια σε ένα- δυο σημεία, πράγμα που εξηγούσε γιατί μάλλον κάποιος από τους στρατιώτες τις είχε παρατήσει στο μοναστήρι, αλλά το Χριστόφορο δεν τον ένοιαζε διόλου.
Έδεσε την περισκελίδα του με το ίδιο σκοινί που έδενε και το ράσο του και φόρεσε την πουκαμίσα, νιώθοντας ότι φοράει βασιλικό ένδυμα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έβγαζε το σχήμα για να βάλει κάτι άλλο.
Σαν ολοκλήρωσε τη φορεσιά του με τα δικά του σανδάλια, σηκώθηκε και πέρασε το εγχειρίδιο στο σακούλι που είχε φτιάξει για να κρέμεται από το φτωχό ζωνάρι του.
Τα χέρια του έτρεμαν λιγότερο και ένιωθε ήδη αλλιώτικα.
Τα βήματά του τον οδήγησαν στο σημείο εκείνο που έστεκε ακόμα το καρφί που έβαζαν το λυχνάρι του παλιά. Τα δάχτυλά του ψηλάφισαν με αγωνία τον τοίχο, μέχρι που βρήκαν το κουνημένο τούβλο. Το τράβηξε με δυσκολία και έχωσε αμέσως μέσα το χέρι του.
Προς ανακούφισή του, το πουγκί ήταν εκεί, όπως ακριβώς είχε πει ο γέροντας. Το έβγαλε έξω και το ζύγιασε στο χέρι του: τα χρήματα ήταν πολλά, πάρα πολλά. Άνοιξε το πουγκί και έβγαλε λίγα νομίσματα. Μερικά τα έχωσε στο σακούλι της ζώνης του, μερικά τα πέταξε όπως- όπως στο δισάκι του.
Μόλις πήγε να το ξανακλείσει, ψηλάφισε κάτι διαφορετικό μέσα. Ψαχούλεψε κι άλλο και τράβηξε τελικά έξω έναν μικρό σταυρό ασημένιο, με πράσινες πετρούλες να τον διατρέχουν από άκρη σε άκρη. Στο φως του κεριού, που τον περιεργάστηκε, είδε χαραγμένα τα αρχικά «Ε.Κ.».
Σκέφτηκε για λίγο συνοφρυωμένος. Ευγενία δεν έλεγαν τη μάνα του; Τα αρχικά μάλλον σήμαιναν Ευγενία Κυριαζή.
Ταραγμένος, ίσως και λίγο θυμωμένος, πέρασε το σταυρό στο λαιμό του και τον έχωσε μέσα από το ρούχο του. Ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε από τη μάνα του.
Φορτώθηκε το δισάκι του στην πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο του γέροντα με μάτια δακρυσμένα, αφού του έριξε μία τελευταία ματιά, προσπαθώντας να κλείσει μέσα της όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσε, να μην το λησμονήσει ποτέ.
Επέστρεψε στο δωμάτιό του με βήματα βαριά και αργά. Οι φίλοι του κοιμόντουσαν ακόμα του καλού καιρού.
Άφησε το διπλωμένο ράσο του στο στρώμα του και έβγαλε τον μοναχικό σταυρό για πρώτη φορά στη ζωή του από το λαιμό του, ακουμπώντας τον επάνω στο ράσο.
Στράφηκε ύστερα στους αδερφούς του και τα μάτια του πάλι βούρκωσαν. Πλησίασε το Στέφανο και τον κοίταξε καλά στο πρόσωπο. Πώς φοβόταν μην ξεχάσει την όψη του, το μεταδοτικό γέλιο του, τα έξυπνα αστεία και το χαρακτηριστικό τρέξιμό του!
Σαν να τον αισθάνθηκε, ο Στέφανος σταμάτησε να ροχαλίζει και γύρισε ανάσκελα. Ήταν σαν προειδοποίηση στο Χριστόφορο να κάνει γρήγορα.
Με βαριά καρδιά, ο Χριστόφορος έφτασε το Θεόφιλο. Άφησε δίπλα στο προσκεφάλι του το πουγκί με όλα τα υπόλοιπα χρήματα και ένα φύλλο συκιάς ξερό, πάνω στο οποίο είχε γράψει με κάρβουνο «Εις το επανιδείν αδερφέ».
Ο λυγμός τού έκαιγε το στήθος· δεν μπορούσε όμως να κλάψει. Ίσα που ακούμπησε απλά για μια στιγμή το κεφάλι του στον ώμο του αδερφού του και άφησε τα δάκρυά του, σιωπηλά, να κυλήσουν. Άφηνε πίσω του ένα κομμάτι του εαυτού του με το Θεόφιλο, με τον οποίο είχε μοιραστεί όλη του την παιδική και εφηβική ηλικία, όλα τα παιχνίδια, τα γέλια, τις αγωνίες, τις σκέψεις και τις θλίψεις. Για τον Χριστόφορο δεν υπήρχε στον κόσμο άλλο άτομο σαν τον Θεόφιλο.
Ευτυχώς ήταν σίγουρο: τον αδερφό του δεν θα τον ξέχναγε ποτέ.


Βγήκε έξω με το στήθος του να τον πονά από τη θλίψη. Όμως αν πάρεις κάτι πραγματικά απόφαση, δεν υπάρχει επιστροφή.
Ήξερε ότι θα πονέσει. Και ήταν αποφασισμένος να το αντέξει.
Καθησύχασε τα σκυλιά που κλαψούρισαν και τους έδωσε λίγο από το χυλό που είχαν φάει το μεσημέρι, για να μην του γαβγίσουν σαν ανοίξει την πόρτα.
Ύστερα, έκανε το σταυρό του και είπε μία γρήγορη προσευχή μπροστά από το καθολικό της μονής. Ζήτησε συγχώρεση από το Θεό και ύστερα από τον γέροντα, από τη μάνα του και τον αδερφό του τον ομογενή για όλες του τις ανοησίες και- κυρίως- αν τώρα έπραττε λάθος. Παρακάλεσε να έχει την προστασία τους και το ζεστό τους βλέμμα να τον παρακολουθεί με αγάπη και φροντίδα όπου και αν βρίσκεται.
Τέλος, γέμισε το ασκί του από το πηγάδι και το ξαναέριξε στο δισάκι του. Ντύθηκε το πανωφόρι του και έριξε το δισάκι στην πλάτη του.
Ήταν έτοιμος. Έτοιμος να γνωρίσει έναν νέο κόσμο και μία νέα ζωή.
Έβγαλε το μάνταλο από τη δίφυλλη πόρτα της μονής και την άνοιξε αργά, φοβούμενος μην τρίξει.
Βγήκε έξω με ένα μεγάλο, σίγουρο βήμα και πήρε μια βαθιά ανάσα, ο κρύος βραδινός αέρας να του γεμίσει τα πνευμόνια και να τον ηρεμήσει.
Πρώτη φορά στη ζωή του ήταν ελεύθερος να κάνει ό, τι θέλει. Να πάει όπου του έρθει.
Γύρισε και κούνησε το χέρι σε έναν αόριστο χαιρετισμό στη μονή και στο λόφο, όπου είχε περάσει όλη του την παιδική ηλικία και τώρα κοιμόταν πια ο παπούλης του.
Τώρα δρόμο, σκέφτηκε και σχεδόν άρχισε να τρέχει στον κατήφορο.
Στο Μυστρά δεν μπορούσε να πάει. Εκεί βρισκόταν μεν ο Δεσπότης, αλλά εκεί βρισκόταν και ο πατέρας του, αν ζούσε.


Προορισμός, λοιπόν, Μονεμβασιά.






Vittoria Mantenga