Κίεβο, Νοέμβριος 1021
Ο Ντιμίτρι είχε
κάθε λόγο να είναι εκνευρισμένος. Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο σκοτεινό δάσος
του Κιέβου, προσπαθώντας να καλμάρει τα νεύρα του. Μάταιος κόπος. Γύρισε και
κοίταξε το φίλο του που, σε αντίθεση μ’ εκείνον, στεκόταν ακίνητος με το βλέμμα
καρφωμένο στην ξύλινη πόρτα, στο βορειοανατολικό πύργο του κάστρου και το βέλος
ήδη περασμένο στη χορδή του τόξου, σε ετοιμότητα.
«Μπορείς να μου
πεις, τι στον κόρακα κάνουμε εδώ;»
«Για πολλοστή
φορά, ήρθαμε για να σώσουμε τις πριγκίπισσες», αποκρίθηκε ο Στεφάν στωικά.
«Γιατί;» ρώτησε
ο Ντιμίτρι, που δεν είχε ικανοποιηθεί από την απάντησή του. «Γιατί να
ρισκάρουμε τις ζωές μας για χάρη τους; Τι μας νοιάζει, εμάς;»
«Απλά σκάσε, και
μείνε επιφυλακή. Όπου να ‘ναι θα φανούν».
Ήταν η ίδια
συζήτηση που έκαναν ξανά και ξανά από την στιγμή που ο Στεφάν δήλωσε στον
Ντιμίτρι ρητά και κατηγορηματικά πως θα επέστρεφαν στο Κίεβο, καθώς είχε
βάσιμες υποψίες για τη φυλάκιση της πριγκίπισσας Βλαντιμίροβα. Θα πήγαιναν
λοιπόν, να την ελευθερώσουν. Μάταια προσπάθησε ο Ντιμίτρι να τον συνετίσει,
θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις του στην οικογένειά του, το καθήκον του να
κλείσει τα μάτια του θείου του, τον κίνδυνο που συνόδευε το παράτολμο σχέδιο
του˙ ο Στεφάν δε θέλησε να ακούσει λέξη. Και όταν πια ο Ντιμίτρι κατάλαβε πως
δεν επρόκειτο να τον μεταπείσει βάλθηκε να μάθει την αιτία της ξαφνικής
μεταστροφής. Κι εκεί έπεσε σε τοίχο. «Πρέπει να πάω», επαναλάμβανε ο Στεφάν λες
και σ’ εκείνη τη φράση συνίστατο όλη η ουσία της ζωή του. Κι αυτό ο Ντιμίτρι δεν
το κατανοούσε.
Σαν έφτασαν στο
Κίεβο κι εγκαταστάθηκαν σ’ ένα πανδοχείο στα προάστια. Έπειτα έπρεπε να
αντιμετωπίσουν ένα πολύπλοκο πρόβλημα. Πώς την θα έσωζαν;
Πρώτα έπρεπε να
μάθουν αν πράγματι ήταν φυλακισμένη, και αν ναι, πού. Ακούγοντας τα κουτσομπολιά
στα καπηλειά και στην αγορά, έμαθε πως κανείς δεν είχε δει την πριγκίπισσα από
την επίσκεψή της στην εκκλησία την ημέρα του θανάτου του παλιού Μεγάλου
Πρίγκιπα. Όμως, κάποιοι στρατιώτες της φρουράς του Μιστισλάβ, πάνω στο μεθύσι,
ισχυρίστηκαν ότι την ίδια νύχτα είχε παρουσιαστεί μπροστά στον άρχοντά τους.
Είπαν ότι τον είχε αψηφήσει και τον είχε προσβάλει με τον χειρότερο τρόπο.
Φαντάσου, είχε αρνηθεί να υποκλιθεί μπροστά στην αδιαμφισβήτητη εξουσία του! Ο
Στεφάν δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί ότι αυτή η συμπεριφορά ακουγόταν ακριβώς σαν
τη Ναντέζντα.
Ο μεθυσμένος
στρατιώτης συνέχισε υποστηρίζοντας πως δικαιολογημένα ο ηγεμόνας τους τη
χτύπησε βίαια κι έπειτα την κλείδωσε στα μπουντρούμια του παλατιού. Ο Στεφάν
ένιωσε σαν να του είχαν δώσει μια γερή γροθιά στο στομάχι. Μα, δεν είχε χρόνο
για συναισθηματισμούς. Έπρεπε αμέσως να συλλάβει ένα σχέδιο διάσωσης.
Έτσι, αποφάσισε
να σταθούν έξω από το κάστρο και να το παρακολουθήσουν από μακριά. Έπρεπε να
μάθουν σε ποια σημεία υπήρχαν φρουροί, και τη συχνότητα με την οποία άλλαζαν οι
βάρδιές τους. Ανακάλυψαν με δυσαρέσκεια πως το κάστρο φρουρούταν πολύ καλά,
καλύτερα από την εποχή του Σβιατοπόλκ. Προφανώς, ο νέος Μεγάλος Πρίγκιπας δεν
αισθανόταν τόσο ασφαλής στο θρόνο του, όσο έδειχνε. Τελικά, βρήκαν ένα σημείο
στα θεμέλια του βορειοανατολικού πύργου, μια μικρή ξύλινη πόρτα η οποία δε
φρουρούταν, παρά μόνο με τους τοξότες οι οποίοι βρίσκονταν πάνω ψηλά, στις
πολεμίστρες. Θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους εξουδετερώσουν. Όμως, δεν
μπορούσαν να μπουν μέσα στο κάστρο. Ήταν βέβαιοι πως μέσα η φρουροί θα ήταν
διπλάσιοι. Είχαν άμεση ανάγκη από εσωτερική βοήθεια. Κάποιον να βγάλει τη
Ναντέζντα από το κελί της.
Σ’ αυτό το
σημείο η τύχη τους χαμογέλασε. Ένα πρωινό, καθώς παρακολουθούσαν την κεντρική
πύλη του κάστρου, είδαν μια κοπέλα να βγαίνει. Ήταν μια από τις υπηρέτριες της
κουζίνας. Είχε σταλεί σε εξωτερικές δουλειές, να αγοράσει τα χρειαζούμενα από
την αγορά. Ο Στεφάν την αναγνώρισε. Είχε λαμπερά γαλάζια μάτια και κατάξανθα
μαλλιά τα οποία την έκαναν να ξεχωρίζει. Το όνομά της δεν το θυμόταν, μα ήξερε
πως ήταν κόρη κάποιου φτωχού αγρότη ο οποίος κινδύνευε να εκτελεστεί με διαταγή
του Μεγάλου Πρίγκιπα, εξαιτίας της αδυναμίας του να πληρώσει τους φόρους. Ωστόσο,
χάρη στις παρεμβάσεις της Ναντέζντα δόθηκε στον πατέρα της μια δεύτερη
ευκαιρία. Ο Στεφάν εναπόθεσε όλες του τις ελπίδες στο φιλότιμο της κοπέλας και αποφάσισε
να το διακινδυνεύσει. Αφού απομακρύνθηκε από το κάστρο και μπήκε βαθιά στα
σοκάκια της πόλης, την πλησίασε. Η νέα τον αναγνώρισε αμέσως, και με γνήσιο
ενδιαφέρον τον ρώτησε τι ζητούσε από εκείνη.
«Θέλω να με
βοηθήσεις να ελευθερώσω την πριγκίπισσα Ναντέζντα. Ξέρω ότι είναι επικίνδυνο, μα
θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα».
Εκείνη τον
κοίταξε σοβαρά με τα μεγάλα μάτια της. «Χρωστώ τα πάντα στην πριγκίπισσα. Είμαι
στη διάθεσή σας. Με λένε Βάρια».
Η βοήθεια της
Βάρια αποδείχτηκε πολύτιμη κατά τη διάρκεια της οργάνωσης του σχεδίου. Το
σημαντικότερο, μπόρεσε να ενημερώσει τη Ναντέζντα σχετικά με την παρουσία του
Στεφάν και του Ντιμίτρι στο Κίεβο. Παράλληλα, κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με
τις άλλες Βλαντιμίροβα. Ο Στεφάν ήξερε ότι η Ναντέζντα δε θα έφευγε χωρίς την
Αναστασία, ούτε η Αναστασία χωρίς την Κάτια. Έτσι, έπρεπε να τις φυγαδεύσουν
και τις τρεις.
Αυτές οι σκέψεις
γυρνούσαν στο μυαλό του Στεφάν, όμως τώρα πια οι σχεδιασμοί είχαν πάρει τέλος.
«Ήρθε η ώρα!»
επιβεβαίωσε την σκέψη του ο Ντιμίτρι, ο οποίος παρά τις συνεχείς αντιρρήσεις
του, παρακολουθούσε την κίνηση στις πολεμίστρες σαν γεράκι. Άλλαξε η βάρδια για
τους τοξότες του κάστρου.
Οι δυο άντρες
κοιτάχτηκαν και συγχρονισμένα εξαπέλυσαν τα βέλη τους εναντίον των εχθρών. Τους
έριξαν τρεις φορές χωρίς να αστοχήσουν, και οι δυο φρουροί έπεσαν νεκροί.
Είχαν εκτελέσει
άψογα το δικό τους μέρος του σχεδίου. Τώρα ήταν στο χέρι της Ναντέζντα να σώσει
τον εαυτό της.
* * *
Η Ναντέζντα με
μεγάλη ευχαρίστηση θα βημάτιζε πέρα δώθε στο στενόχωρο κελί της, για να
εκτονώσει τη μεγάλη της νευρικότητα. Όμως, παρέμενε ξαπλωμένη στο αχυρένιο
στρώμα, για να μην κινήσει υποψίες.
Ακόμα δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι από λεπτό σε λεπτό το παρακινδυνευμένο σχέδιό τους θα
έμπαινε σε εφαρμογή, και ότι κατά πάσα πιθανότητα όταν θα ξημέρωνε η νέα μέρα,
θα ήταν ελεύθερη.
Ή νεκρή. Όμως,
αυτό επέλεγε να μην το σκέφτεται.
Περίμενε λοιπόν,
μέχρι να ακούσει τις συνομιλίες του μόνιμου δεσμοφύλακά της και της γυναίκας
που ήταν βαλτή για να τον ξελογιάσει, να τον απομακρύνει και φυσικά, να του
κλέψει τα κλειδιά. Κάποτε άκουσε τον ευλογημένο ήχο των βημάτων που
ξεμάκραιναν. Μπορούσε πλέον να ανασάνει και πάλι. Κι έπειτα άκουσε άλλα βήματα
να πλησιάζουν.
Η Βάρια άνοιξε
την καγκελόπορτα με το κλεμμένο κλειδί και μπήκε γρήγορα στο κελί. Έδωσε στη
Ναντέζντα ρούχα να φορέσει. Ένα τρίχινο μεσοφόρι, ένα κατάμαυρο φόρεμα, κι ένα
βαρύ πέπλο στο ίδιο πένθιμο χρώμα. Τα μαύρα ήταν απαραίτητα γιατί ήταν
δυσδιάκριτα στο σκοτάδι. Από την άλλη θα κάλυπτε όλο της πρόσωπο με το πέπλο,
για να μην την αναγνωρίσουν τυχόν φρουροί, πράγμα λογικό για μια γυναίκα σε
πένθος. Τέλος, της έδωσε μια φαρέτρα που περιείχε ένα τόξο και μια ντουζίνα
βέλη.
«Ο άρχοντας Ραντοσλάβιτς,
μου το έδωσε για σας», εξήγησε η υπηρέτρια. «Είπε ότι μπορεί να το χρειαστείτε».
Η Ναντέζντα
πράγματι αισθανόταν πολύ καλύτερα οπλισμένη. Μόλις ντύθηκε, και πέρασε τη
φαρέτρα στον ώμο της, η Βάρια της υπενθύμισε για άλλη μια φορά τι έπρεπε να
κάνει. Λογικά, οι άρχοντες θα είχαν σκοτώσει τους σκοπούς στη βορειοανατολική
πύλη. Είχε λοιπόν γύρω στα σαράντα λεπτά στη διάθεσή της για να πάει εκεί και
να τους συναντήσει. Προτού γίνει η καθιερωμένη, ωριαία, νυχτερινή περιπολία
γύρω από το κάστρο και ανακαλυφθούν τα πτώματα. Αν οι άντρες σήμαιναν
συναγερμό, το σχέδιο θα κατέρρεε κι η Ναντέζντα θα περνούσε το υπόλοιπο της
ζωής της σ’ ένα μπουντρούμι.
Η αρχόντισσα
ένευσε καταφατικά. Τα ήξερε πολύ καλά όλα αυτά. Έκρυψε λοιπόν, το μενταγιόν που
πάντοτε φορούσε κάτω από το μάλλινο φόρεμα, κι έσκυψε για να πάρει το στιλέτο
της. Το έχωσε στη δεξιά της μπότα και τότε, ένιωσε έτοιμη.
«Ειδοποίησες την
Αναστασία;»
«Θα σας
περιμένει με την αδερφή της στην είσοδο του βορειοανατολικού πύργου».
Η Ναντέζντα
ένευσε και πάλι. «Σ’ ευχαριστώ», είπε στην υπηρέτρια προτού φύγει. «Φρόντισε να
μην κινήσεις υποψίες, αν όλα πάνε καλά κι εγώ φύγω. Προστάτευσε τον εαυτό σου»,
την ορμήνευσε.
«Κι εσείς
πριγκίπισσα. Μείνετε ζωντανή για χάρη της Ρωσίας».
Η Ναντέζντα πολύ
θα ήθελε να μάθει τι εννοούσε η κοπέλα, μα έπρεπε να φύγει. Βγήκε επιτέλους από
το καταθλιπτικό κελί έξω στο διάδρομο, και ανέβηκε την στριφογυριστή σκάλα με
γοργά αλλά σταθερά βήματα.
Δεν πρόλαβε να
βγει από τις υπόγειες κατακόμβες κι
έπεσε πάνω σε μια περιπολία τριών ανδρών. Με γρήγορα αντανακλαστικά κρύφτηκε
πίσω από μια κολώνα και κράτησε την αναπνοή της μέχρι να απομακρυνθούν. Η
διαδρομή ως την ελευθερία, δε θα ήταν εύκολη.
* * *
Η Αναστασία
περίμενε το σήμα της Βάρια, για να κινηθεί.
Αυτό ήρθε
τελικά, νωρίτερα εκείνη την ημέρα μαζί με το δίσκο του τσαγιού. Στο μπολ με τα
παραδοσιακά κουλουράκια ήταν κρυμμένο ένα σημείωμα, με την ακριβή ώρα που
έπρεπε να βρίσκεται στο σημείο συνάντησης.
Περίμενε με
αγωνία να πέσει νύχτα, μετρώντας τις ώρες, τα λεπτά. Όταν έφτασε η ώρα,
σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι και φόρεσε το πιο ανθεκτικό της φόρεμα, σε
χρώμα σκούρο μπλε.
Όταν πια είχε
ετοιμαστεί, ξεκίνησε μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή των έρημων διαδρόμων, με
προορισμό το ψηλότερο πάτωμα του βορειότερου πύργο του κάστρου. Εκεί βρίσκονταν
τα διαμερίσματα των δύο πριγκίπων και των τριών πριγκιπισσών, παιδιών του
Μιστισλάβ και της Μιλοσλάβα, όπου φιλοξενούταν και η Κάτια. Ευτυχώς, σ’ εκείνες
οι στοές δεν βρίσκονταν υπό συνεχή φρούρηση. Ο Μιστισλάβ θεωρούσε απίθανο να
φτάσει κανείς τόσο βαθιά στο κάστρο.
Μόλις έφτασε,
μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο. Ήταν τόσο απόλυτη η σιωπή που άκουγε καθαρά κάθε
δυνατό χτύπο της καρδιάς της. Φοβόταν πολύ μήπως η μικρή φώναζε ή
διαμαρτυρόταν. Ο παραμικρός θόρυβος θα ξυπνούσε τα ανιψάκια τους και θα
κατέστρεφε τα πάντα.
Όμως η Κάτια
ήταν κι εκείνη Βλαντιμίροβα. Και στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών, γνώριζε
πολύ καλά ότι όταν η μεγάλη αδερφή σου έρχεται να σε ξυπνήσει και να σου πει να
ντυθείς πάραυτα, γιατί τάχα θα φύγετε μακριά πρέπει να κάνεις ακριβώς αυτό που
σου λένε, και να μη βγάλεις άχνα.
Με την αδερφή
της από το χέρι, η Αναστασία άρχισε να κατεβαίνει προς τα θεμέλια του πύργου.
Από εκεί θα χρειαζόταν μόνο μια μικρή αλλαγή διεύθυνσης, και θα συναντούσαν τη
Ναντέζντα. Όταν πια έφτασαν στην τελευταία σκάλα, που ήταν στενή, και
στριφογυριστή η Κάτια στραβοπάτησε, ξέφυγε από το χέρι της Αναστασίας και έπεσε
με δύναμη στα πέτρινα σκαλιά. Τα χέρια της ανέκοψαν τη φόρα της πτώσης, αλλά
χτύπησε τα γόνατά της κι έβγαλε μια αγωνιώδη κραυγή.
Η Αναστασία
έσπευσε να τη βοηθήσει, αλλά ανακάλυψε πως το κορίτσι δύσκολα στεκόταν στα
πόδια της. Είχε γδάρει και τα δυο της γόνατα, και άφθονο αίμα έτρεχε από τις
πληγές. Και τότε άκουσε. Άκουσε απειλητικά βήματα να κοντοζυγώνουν. «Ποιος
είναι εκεί;» βροντοφώναξε μια οικεία φωνή. Με τρόμο αναγνώρισε τη φωνή του
Αλεξάντερ Μπόροβιτς και μαρμάρωσε. Όμως, μόνο για μια στιγμή. Έφερε το δάχτυλο
μπροστά από το στόμα της κι έκανε νόημα στην αδερφή της να σωπάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, φόρεσε μια μάσκα απάθειας και
βρήκε το κουράγιο να κατέβει γρήγορα τα υπόλοιπα σκαλιά.
«Εγώ είμαι, άρχοντα Μπόροβτις. Η Αναστασία»,
ανακοίνωσε με απόλυτη φυσικότητα, μόλις τον πλησίασε.
«Τι κάνεις εδώ;»
ρώτησε απότομα κάνοντας μερικά ακόμα βήματα προς το μέρος της.
«Με ανακρίνετε,
κύριε; Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και θέλησα να κάνω μια επίσκεψη στην αδερφούλα
μου, μα το μετάνιωσα. Δεν βρήκα σωστό να την ξυπνήσω. Αποφάσισα έτσι να κάνω
μια βόλτα στον κήπο. Δε θεωρώ πως κάνω κάτι επιλήψιμο!» αποκρίθηκε ατάραχη. Η
ψυχή της ήξερε πόσο τρομαγμένη ήταν.
«Τις βόλτες σου
θα τις πηγαίνεις την ημέρα, συνοδεύοντας τη μεγαλειότητά της».
«Δεν καταλαβαίνω
το λόγο», συνέχισε απτόητη εκείνη.
«Δε χρειάζεται.
Ελάτε, υψηλοτάτη. Θα σας επιστρέψω στα διαμερίσματά σας».
Η Αναστασία
κατάλαβε πως αυτό ήταν το τέλος του δρόμου για εκείνη. Μα, δεν έπρεπε να είναι
και για τις αδερφές της.
«Ξέρετε είχα μελαγχολήσει»,
είπε δυνατά, ελπίζοντας πως η Ναντέζντα ήταν κάπου κοντά και μπορούσε να την
ακούσει. «Ήθελα πολύ να πω στην Κάτια ότι την αγαπώ πάρα πολύ! Θέλω να είναι
πάντοτε καλά, ασφαλής και χαρούμενη. Θα έδινα τα πάντα για να μην έχει μια
άσχημη μέρα στη ζωή της ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει σε μένα».
«Πολύ ωραία. Είμαι
βέβαιος πως η θα εκτιμήσει το πόσο τη νοιάζεσαι. Το πρωί. Όταν θα έχεις όλο το
χρόνο να της ανοίξεις την καρδιά σου».
«Θέλω να ξέρει
ότι την αγαπώ», επανέλαβε. Κι αυτήν τη φορά εννοούσε και τις δυο αδερφές της.
«Το πρωί,
πριγκίπισσα Αναστασία, θα της τα πείτε το πρωί!» απηύδησε ο Αλεξάντερ με τις
χρονοτριβές και την τράβηξε από το χέρι, να την οδηγήσει πίσω στα διαμερίσματά
της, στη φυλακή της.
Εκείνη δεν
πρόβαλε καμία αντίσταση. Ήταν μάταιο. Άλλωστε, δεν την ένοιαζε για την ίδια. Το
μόνο που ήθελε ήταν να γλιτώσουν η Κάτια και η Νάντια.
* * *
Η Ναντέζντα είχε
φτάσει εδώ και ώρα στο συμφωνημένο σημείο. Ευτυχώς, στο δρόμο μπόρεσε να
ξεφύγει από όλους τους στρατιώτες που συνάντησε. Όμως, ακόμα δεν ένιωθε καμιά
ανακούφιση. Η καρδιά της θα ξαναχτυπούσε φυσιολογικά, όταν θα βρισκόταν έξω από
εκείνον τον καταραμένο τόπο. Περίμενε κρυμμένη στην εσοχή ενός τοίχου, να
φανούν οι αδερφές της, όμως τα λεπτά περνούσαν και τίποτα. Η ανησυχία φώλιασε
στην καρδιά της θέλοντας και μη.
Σύμφωνα με το
πλάνο, έπρεπε να περιμένει εκεί, και αν δει ότι η Αναστασία αργούσε υπερβολικά
να συνεχίσει χωρίς εκείνες. Είχαν ήδη περάσει είκοσι πέντε λεπτά. Ο χρόνος της
είχε σωθεί, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Αυτό ήταν το λογικό, να συνεχίσει
μόνη.
Κάθε νεύρο του
κορμιού της επαναστάτησε σ’ αυτή την σκέψη. Ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο και κατά
πάσα πιθανότητα τελείως ανόητο και απερίσκεπτο, όμως δεν μπορούσε να φύγει
χωρίς εκείνες. Προσπάθησε να το κάνει όταν ο Μιστισλάβ πήρε το Κίεβο και δεν
είχε λήξει καλά. Όχι, η Αναστασία άξιζε κάθε ρίσκο.
Χωρίς δεύτερη
σκέψη, ακολούθησε την πορεία που πίστευε ότι θα ακολουθούσε η Αναστασία για να
‘ρθει σε κείνη. Γνωρίζοντας ότι τα
πριγκιπόπουλα στεγάζονταν στο βόρειο πύργο, σκέφτηκε πως έπρεπε να κατευθυνθεί
προς τα εκεί. Έφτασε στα θεμέλια, αλλά δεν είδε κανέναν. Δεν υπήρχε ψυχή.
Τότε ακούστηκε
ένας πνιχτός λυγμός. Ο ήχος ήταν τόσο ανεπαίσθητος που θα μπορούσε να το έχει
φανταστεί, κάτι μέσα της όμως, της έλεγε πως δεν ήταν της φαντασίας της. Αποφάσισε
να ανέβει τα σκαλιά, κι έτσι είδε την Κάτια, καθισμένη σ’ ένα πέτρινο
σκαλοπάτι, με τα μάτια κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα.
«Τι συνέβη; Πού
είναι η Αναστασία;» ρώτησε ψιθυριστά.
«Ο Αλεξάντερ την
πήγε στην κάμαρά της».
Η Ναντέζντα
αναστέναξε βαριά. Το δωμάτιο της Αναστασίας βρισκόταν στη δυτική πτέρυγα, πολύ
μακριά για να τρέξει πίσω της και να την προλάβει. Όχι, αν ήθελε να βγει
ζωντανή από κει μέσα, μαζί με το παιδί.
Την στιγμή που
συνειδητοποίησε το αναπόφευκτο ένιωσε ένα κομμάτι από την καρδιά της να
αποκολλάται. Λες και έφυγε για να ακολουθήσει την αδερφή της. Δεν μπορούσε
όμως, να βυθιστεί σ’ αυτό το συναίσθημα. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Αν μη τι άλλο,
είχε υποχρέωση στην Αναστασία να σώσει τη μικρή της αδερφή. Ήξερε πολύ καλά πως
μόνο αυτό είχε σημασία για την εκνευριστικά συμπονετική κόρη της Άννας.
Πρέπει να προχωρήσω μπροστά. Είναι μονόδρομος.
Πήρε το κορίτσι
από το χέρι και έπνιξε τον λυγμό που ανέβαινε στον λαιμό της. «Πάμε Κάτια,
πρέπει να βιαστούμε».
Κι έτσι έκαναν.
Κατέβηκαν την σκάλα, έφτασαν στο βορειοανατολικό πύργο, και εξακολούθησαν να περιδιαβαίνουν τους
διαδρόμους του. Κάποτε, έφτασαν σε μια
στοά στο τέρμα της οποίας βρισκόταν η πόρτα που θα τους οδηγούσε
στην ελευθερία. Σε μια απότομη στροφή της στοάς, ικανή να της παρέχει την
απαραίτητη κάλυψη κοντοστάθηκε. Άκουσε καθαρά δυο άντρες να συνομιλούν. Ήταν οι
στρατιώτες που φυλούσαν σκοπιά εκεί.
Κατέβασε με
προσοχή το κορίτσι στο πάτωμα. Τα μελί μάτια την κοίταξαν με προσοχή. «Κάνε
ησυχία. Μην κουνηθείς», είπε ψιθυριστά, με αυταρχικό τόνο.
Εκείνη ένευσε
καταφατικά, με απόλυτη σοβαρότητα. Η Ναντέζντα ευχαριστημένη, πήρε στα χέρια
της το τόξο και προχώρησε με ξαφνική αυτοπεποίθηση. Πέρασε την στροφή και πλέον
βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από τους φρουρούς.
Μόλις την είδαν,
ξεσπάθωσαν και την πλησίασαν γρήγορα. Εκείνη όμως ήταν πιο γρήγορη. Πέρασε δυο βέλη στη χορδή το ένα μετά το άλλο
και τους πέτυχε και τους δυο στο λαιμό. Δεν πρόλαβαν καν να ουρλιάξουν. Τα
σώματα τους έπεσαν στο πέτρινο πάτωμα και ξεψύχησαν γρήγορα εξαιτίας της
ακατάσχετης αιμορραγίας.
«Τους σκότωσες…»
Στο άκουσμα της
φωνής η Ναντέζντα στράφηκε και είδε το παιδί να στέκεται δίπλα της, έχοντας
παρακούσει τις συστάσεις της. Η φωνή της δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα, όμως ο
τρόμος και η αηδία είχαν χαραχτεί στο βλέμμα και την ψυχή της και δεν επρόκειτο
να φύγουν σύντομα.
«Ναι», απάντησε απερίφραστα. «Αν δεν το έκανα
θα σκότωναν εσένα κι εμένα. Αυτό ήθελες;»
Εκείνη κούνησε
το κεφάλι αριστερά δεξιά.
«Πρέπει να
φύγουμε», είπε και την πήρε πάλι
αγκαλιά. Μόλις βρέθηκαν δίπλα στα πτώματα, η Ναντέζντα την άφησε κάτω, για να
ψάξει στις τσέπες των αντρών για το κλειδί. Το βρήκε, το τοποθέτησε την
σκουριασμένη κλειδαριά, η οποία ξεκλείδωσε τρίζοντας. Τότε έτεινε το χέρι στην Κάτια, η οποία όμως, δεν
κουνήθηκε. «Χωρίς την Άσια». Δεν ήταν
ερώτηση.
«Χωρίς την Άσια»,
επανέλαβε η Ναντέζντα. «Έλα, όμως!»
«Όχι!»
«Κατερίνα
Βλαντιμίροβα! Θα έρθεις μαζί μου. Η Άσια δεν μπορεί να μας ακολουθήσει. Θέλεις
να μείνουμε εδώ και να πεθάνουμε;»
«Είναι λάθος».
«Μπορεί. Αλλά
είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε».
Τα κεχριμπαρένια
μάτια της Κάτιας έμοιαζαν κρυστάλλινα από τα δάκρυα. Μα, δεν έφερε άλλη
αντίρρηση. Ακολούθησε τη Ναντέζντα έξω στο δάσος.
Εκείνη χτένισε
με το βλέμμα όσα δέντρα απλώνονταν μπροστά της. Δεν μπόρεσε να διακρίνει κανέναν
και τίποτα και βούλιαξε στην απελπισία. Κάτι είχε συμβεί. Ο Στεφάν δεν ήταν
εκεί.
Και τότε άκουσε
τον ήχο βημάτων, των ήχο ανδρών που κινούνταν φορώντας πανοπλία. Κοιτώντας στα
αριστερά της, είδε έξι πάνοπλους άνδρες να έρχονται προς το μέρος της
κραδαίνοντας τα όπλα τους. Προτού την φτάσουν όμως, δυο από αυτούς έπεσαν
νεκροί, χτυπημένοι από βέλη. Το επόμενο λεπτό, ο Ντιμίτρι και ο Στεφάν
εμφανίστηκαν, με τα ξίφη τραβηγμένα, έτοιμη να πολεμήσουν τους στρατιώτες του
Μιστισλάβ.
Η αναλογία όμως,
δεν ήταν υπέρ τους. Η Ναντέζντα χωρίς δισταγμό κοντοζύγωσε, άρπαξε το σπαθί
ενός νεκρού και όρμησε στη μάχη με λύσσα. Ο αντίπαλός της ήταν ρωμαλέος, και
επιδέξιος, ενώ εκείνη εξαντλημένη και ταλαιπωρημένη. Προσπάθησε να τον
ξεγελάσει και να νικήσει χάρη στην ταχύτητά της, χωρίς αποτέλεσμα. Ο άντρας της
επιτέθηκε σφοδρότερα απ’ ότι περίμενε. στάθηκε αδύνατο να αποφύγει ένα χτύπημα
στο αριστερό της μπράτσο. Μπόρεσε όμως, να τον απασχολήσει αρκετά ώστε ο Στεφάν
και ο Ντιμίτρι να βγάλουν από τη μέση τους άλλους τρεις, και τότε ο Στεφάν, του
έκοψε το κεφάλι.
Είχε τελειώσει.
Οι εχθροί ήταν όλοι νεκροί, κι εκείνοι ακόμα ζωντανοί
Η Ναντέζντα κοίταξε
τον ψηλό μελαχρινό άντρα με το καταματωμένο σπαθί και το αγριεμένο βλέμμα και μεμιάς
ξέχασε τα πάντα. Δίχως σκέψη έπεσε στην αγκαλιά του. Τον ένιωσε να τη σφίγγει
πάνω του και φοβήθηκε πως θα σπάσει η καρδιά της.
Κάποια στιγμή ο
Στεφάν την απελευθέρωσε. Δεν μπόρεσε να μην ανατριχιάσει καθώς παρατήρησε την
εμφανή μεταβολή στα χαρακτηριστικά της. Ήταν ωχρή, σκελετωμένη και το πρόσωπό
της σημαδεμένο. Όμως, ήταν η ίδια. Ήταν η Νάντια. Την προσοχή του τράβηξαν τα
καυτά δάκρυα που ανέβλυζαν ακράτητα από τα μάτια που τόσο αγαπούσε. Ασυναίσθητα
τη χάιδεψε στο τραυματισμένο μάγουλο και σκούπισε τα δάκρυα.
«Ω Στεφάν…
Φοβήθηκα. Φοβήθηκα τόσο πολύ», παραδέχτηκε η Ναντέζντα, χωρίς ντροπή. «Φοβήθηκα
πως θα πεθάνω σ’ εκείνη την τρύπα της κόλασης, μακριά σου».
Σοφία Γκρέκα