Το τίμημα της ομορφιάς (Μετά το Happy End) της Αγγελίνας Παπαδημητρίου

    Ζαλιζόταν. Το στομάχι της πονούσε από το πρωί και δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της σε καμία δραστηριότητα. Υπέθεσε πως κάπως αδιαθέτησε. Εξάλλου κυκλοφορούσαν πολλές αρρώστιες εκείνη την εποχή στο βασίλειο. Αναρωτιόταν αν είχε κολλήσει τίποτα σοβαρό από τη χωριατοπούλα που τους επισκέφθηκε στο κάστρο την προηγούμενη νύχτα, για να ζητήσει τη βοήθειά τους.
Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και πλησίασε το ειδικό κερί στον φάκελο. Έσταξε λίγο ενώνοντας τις άκρες του και πάτησε τη σφραγίδα του συζύγου της, μαρκάροντάς το. Το έδωσε στον πρώτο φρουρό που συνάντησε στους διαδρόμους, με την εντολή να φτάσει το συντομότερο δυνατό στους παραλήπτες του, και επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο.
Και μόνο από αυτήν τη μικρή κίνηση ένιωσε εξαντλημένη. Αποφάσισε να ακούσει τις απαιτήσεις του σώματός της και να ξαπλώσει. Δεν είχε και πολλές υποχρεώσεις εξάλλου. Θα περίμενε τον Φλόριαν, τον άντρα της, να επιστρέψει από την πρωινή εξόρμηση και θα περνούσαν μαζί το απόγευμά τους.
Είχαν περάσει λίγοι μήνες από την ημέρα του γάμου τους, όμως ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει τις αλλαγές στη ζωή της. Τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξαν και τα πιο φυσιολογικά. Ανέκαθεν ήταν θετικός άνθρωπος, δεν της άρεσε να είναι απαισιόδοξη και γενικώς πάντα έβρισκε κάτι καλό, ακόμα και όταν όλα ήταν μαύρα, όμως αντικειμενικά η ζωή τής είχε φερθεί πολύ σκάρτα τον τελευταίο καιρό.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της όλα άλλαξαν και συνέβαινε το ένα κακό μετά το άλλο. Για όλα έφταιγε εκείνη… Η γυναίκα, που με τη ματαιοδοξία της αποφάσισε να καταστρέψει τη ζωή της, αποφάσισε μέχρι και να τη σκοτώσει. Δεν μπορούσε να τη συγχωρήσει, όσο και αν προσπαθούσε. Έλεγε στον εαυτό της πως θα έπρεπε να βάλει μία τελεία σε αυτές τις άσχημες σκέψεις του παρελθόντος, όμως κάτι δεν την άφηνε να το κάνει. Φοβόταν. Φοβόταν ακόμα και τώρα που εκείνη ήταν νεκρή, που δεν μπορούσε να την πειράξει, όσο και να ήθελε. Πολλές φορές φοβόταν να κοιμηθεί, γιατί ήταν συχνός επισκέπτης στα όνειρά της. Μια αφελής σκέψη της ήταν ότι μπορούσε να της κάνει κακό ακόμα και από εκεί. Κάθε φορά ξυπνούσε τρομαγμένη και έλεγχε το δωμάτιό της στον πύργο, μην τυχόν και είχε επιστρέψει.
Ήταν δική της απόφαση να μείνουν στο δικό της κάστρο μετά τον γάμο. Εκεί είχε όλες τις αναμνήσεις του πατέρα της, του τελευταίου ανθρώπου που τη λάτρεψε τόσο, πριν από τον Φλόριαν. Και εκεί βρισκόταν και σε σχετικά κοντινή απόσταση με τους φίλους της, με τους ανθρώπους που τη βοήθησαν στην περίοδο που είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη. Που τη φιλοξένησαν, όταν δεν είχε πού αλλού να πάει, και έμειναν δίπλα της ακόμη και στον θάνατο…
Και τώρα τους χρειαζόταν για άλλη μια φορά. Το βασίλειό τους είχε μεγάλη ανάγκη από χρυσό και εκείνοι, όντας από τους καλύτερους αδαμαντωρύχους της επικράτειας, θα μπορούσαν να βοηθήσουν την κατάσταση. Μια συνεργασία ήταν αυτό που τους χρειαζόταν. Ήταν σίγουρη για τη βοήθειά τους, μπορούσε να τους εμπιστευτεί και την ίδια της τη ζωή.

«Αγάπη μου» ο Φλόριαν φαινόταν ανήσυχος καθώς την κοιτούσε. «Όσο περίεργο και αν σου ακούγεται, μου φαίνεσαι ακόμη πιο χλωμή!»
Εκείνη χαμογέλασε με το πείραγμα για το χρώμα του δέρματός της και τον καθησύχασε:
«Δεν έχω κάτι σοβαρό. Μια αδιαθεσία είναι από το πρωί. Αύριο θα είμαι καλύτερα. Πώς πήγε η σύσκεψη;»
Ξεφύσησε απογοητευμένος.
«Δεν είναι καλά τα πράγματα γενικότερα. Είμαστε σίγουροι πως θα δεχτούμε επίθεση αρκετά σύντομα. Τα ξεσπάσματα που έχουμε σε πανώλη μάς καθιστούν ευάλωτους στα εχθρικά βασίλεια. Αν δε συμφωνήσουν οι δικοί σου να μας βοηθήσουν, δε βλέπω να έχουμε κάποια ελπίδα. Χρειαζόμαστε ενισχύσεις στον στρατό και τα τάγματα των μισθοφόρων είναι το τελευταίο μας χαρτί».
Ο Φλόριαν ήταν εξαιρετικός ηγέτης και η γυναίκα του στεναχωριόταν που είχε βρεθεί σε τόσο δύσκολη κατάσταση, όντας μόνο λίγο καιρό στην εξουσία. Ένιωθε πως ήθελε να τον βοηθήσει, όμως δεν είχε και πολλά πράγματα να κάνει. Ό,τι μπορούσε, το είχε εφαρμόσει.
«Λες να είμαι έγκυος;» εξέφρασε τη σκέψη της δυνατά μετά από λίγο.
Ο Φλόριαν σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο και την κοίταξε με λαχτάρα.
«Θέλω να πω…» συνέχισε εκείνη «παρόλο που ζαλίζομαι, πεινάω συνέχεια. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω φάει σήμερα».
Εκείνος πήγε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
«Φως μου, αυτό είναι υπέροχο! Σε λατρεύω, το ξέρεις;»
«Φυσικά και το ξέρω» τον φίλησε απαλά στο μάγουλο και έμεινε να τον αγκαλιάζει για λίγο.
Ένιωθε τόσο ερωτευμένη με αυτόν τον άνδρα. Αν εξαιρούσε το γεγονός ότι την έσωσε από τον θάνατο, ήταν πανέμορφος και πανέξυπνος. Τι άλλο να ζητούσε; Ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, γιατί οι σκέψεις της δεν την άφηναν σε ησυχία. Η μάγισσα μητριά της δεν την άφηνε σε ησυχία…

Τα βράδια ήταν τα περισσότερο μαρτυρικά. Δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο: οι εφιάλτες που έβλεπε όταν κοιμόταν ή οι φωνές που άκουγε όταν ήταν ξύπνια. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για αυτό. Όπως και για τον χρόνο που είχε περάσει μέσα σε αυτό το φέρετρο, για το τι είχε νιώσει, τι είχε βιώσει…
Το μόνο πράγμα που την καθησύχαζε κάπως τα βράδια ήταν να ελέγχει τον καθρέφτη της μητριάς της. Δε βαριόταν τη διαδικασία, το να διανύει σχεδόν όλο τον όροφο του πύργου για να φτάσει στην ανατολική πλευρά του, σιγανά για να μην την πάρει κανείς είδηση να κυκλοφορεί σαν την τρελή στους διαδρόμους. Αυτό που έκανε τα πόδια της να τρέμουν ήταν η σκέψη πως κάποια ημέρα θα μπει στο δωμάτιο και θα βρει τον καθρέφτη ζωντανό.
Όμως ποτέ δεν ήταν εκεί και μόνο έτσι ηρεμούσε και κατάφερνε να ξεκουραστεί τη νύχτα που απέμενε.
Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε ξανά τρομαγμένη. Η αίσθηση του εφιάλτη ήταν διάχυτη σε κάθε εκατοστό του κορμιού της. Το ανατριχιασμένο δέρμα της δε δεχόταν κανένα άγγιγμα κι έτσι πέταξε αμέσως τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στον σύζυγό της, με την οποία βεβαιώθηκε πως εκείνος τουλάχιστον κοιμόταν γαλήνια, κίνησε για τη μισητή καθημερινή επίσκεψή της.
Η αδιαθεσία δεν είχε παρέλθει, ίσα ίσα τα συμπτώματα είχαν ενταθεί. Ίσως ήταν και αυτό απόρροια του εφιάλτη και να ένιωθε καλύτερα σε λίγο. Ζαλιζόταν τόσο που σχεδόν παραπατούσε και αισθανόταν αδύναμη, έτοιμη να λιποθυμήσει. Η μυϊκή δύναμη απουσίαζε από το σώμα της. Παρόλα αυτά συνέχιζε να περπατά, στηριζόμενη στους τοίχους του διαδρόμου όταν ήταν απαραίτητο.
Έφτασε στο δωμάτιο της μητριάς και άνοιξε σιγανά την πόρτα. Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο έσπασε τη σιωπή του χώρου και η κοπέλα έλεγξε τον διάδρομο, μην τυχόν είχε κινήσει την προσοχή κανενός φρουρού. Όλα ήταν ήσυχα. Δειλά γύρισε το κεφάλι της προς το μεγάλο δωμάτιο και μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Ο χώρος ήταν όπως ακριβώς τον είχε αφήσει η μητριά της την ημέρα που έφυγε αποφασισμένη να τη σκοτώσει. Είχε διατάξει τους πάντες να μην πειράξουν τίποτα. Το μεγαλοπρεπές κρεβάτι ήταν αυτό που τραβούσε όλη την προσοχή, όμως και τα υπόλοιπα ακριβά βαριά έπιπλα έκαναν τον χώρο να αποπνέει ένταση. Δεν ήταν ένα δωμάτιο που μπορούσες να χαλαρώσεις, αλλά ένα δωμάτιο που κραύγαζε πως ο ένοικός του ήθελε να εντυπωσιάζει τους πάντες. Το μόνο παράταιρο στο σκηνικό ήταν ένας καλυμμένος με σεντόνι καθρέφτης στην άκρη του δωματίου.
Η κοπέλα τον πλησίασε με άτολμα βήματα. Θα έλεγε κανείς πως, κάνοντας το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ, θα γινόταν ευκολότερο. Όμως όχι. Κάθε φορά ένιωθε σαν να αντίκρυζε τον ίδιο τον θάνατο. Όμως έπρεπε να φανεί δυνατή. Σήκωσε το χέρι της και παραμέρισε το άσπρο ύφασμα, αποκαλύπτοντας έναν απλό καθρέφτη. Το μόνο που φαινόταν σε αυτόν ήταν το είδωλό της, κατάχλωμο και ταλαιπωρημένο.
Τρόμαξε από την εικόνα της. Πλησίασε το πρόσωπό της προς το μέρος του και ψηλάφησε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, οι οποίοι ήταν τόσο έντονοι που τα έκαναν να μοιάζουν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Τα άλλοτε κατακόκκινα χείλη της είχα καλυφθεί από μια απόκοσμη μπεζ απόχρωση και τα μαύρα μαλλιά της έκαναν ακόμα πιο έντονη την αντίθεση με το δέρμα της.
Άφησε απότομα το πανί να επιστρέψει στη θέση του, αποστρέφοντας το βλέμμα της από το αποτρόπαιο θέαμα που είχε γίνει η ίδια μέσα σε λίγες ώρες. Ένας πόνος στο στομάχι της της υπενθύμισε πως από το προηγούμενο βράδυ πεινούσε σαν τρελή, βγάζοντάς την από τις ανησυχητικές σκέψεις που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται σχετικά με την κατάσταση της υγείας της. Την επόμενη ημέρα θα καλούσε οπωσδήποτε τον γιατρό.
Βγήκε στον διάδρομο ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον σκεπασμένο καθρέφτη και κίνησε προς την κουζίνα. Ήλπιζε πως θα είχε μείνει τίποτα από το βραδινό που να μην είχαν πετάξει οι υπηρέτες. Για κακή της τύχη το μαγειρείο ήταν πεντακάθαρο, ο μεγάλος μακρόστενος πάγκος ήταν τακτοποιημένος και σκουπισμένος και όλα βρίσκονταν στη θέση τους. Το μοναδικό πράγμα που αναμόχλευσε δίπλα από τη γούρνα ήταν ένα τυλιγμένο σε πανί κομμάτι ψωμί, το οποίο άρχισε να μασουλάει συνεχίζοντας την έρευνά της. Στη γωνία που σχημάτιζαν οι άλλοι πάγκοι βρήκε ένα καλάθι με λίγα φρούτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε να τα τρώει, όμως η πείνα που ένιωθε δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Εφόσον ο τελευταίος έλεγχος του χώρου δεν απέδωσε καρπούς –κυριολεκτικά– αποχώρησε ηττημένη.
Είχε πάψει για λίγο να αναλογίζεται τους φόβους της όσο έτρωγε, όμως μόλις έφυγε από το μαγειρείο όλες οι κακές σκέψεις επανήλθαν. Πολλές φορές είχε σκεφτεί να ξεφορτωθεί τον καθρέφτη, όμως κάτι μέσα της της έλεγε πως, αν κάπως μπορούσε να την πειράξει η μητριά της ή να επανέλθει στη ζωή, ήταν μέσω αυτού του καθρέφτη. Με το να τον έχει από κοντά και να τον ελέγχει καθημερινά με τα ίδια της τα μάτια ένιωθε πιο ασφαλής.

Το επόμενο πρωί όλα ήταν καλύτερα. Ο Φλόριαν είχε ήδη φύγει από δίπλα της και το σημείωμα στο κομοδίνο της την ενημέρωνε πως πήγαινε να βρει τον Ντοκ, τον άτυπο αρχηγό της οικογένειας των νάνων φίλων της. Η βραδινή αδιαθεσία είχε περάσει κάπως και η κοπέλα άδραξε την ευκαιρία να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τη στιγμή που κοίταξε τα σκεπάσματά της όμως, μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα της. Πηχτό αίμα κάλυπτε τη μεγαλύτερη επιφάνεια του μαξιλαριού της. Αμέσως άγγιξε το πρόσωπό της και δεν ένιωσε κάτι άλλο από αίμα, αλλού ξεραμένο και αλλού φρέσκο. Η επιβεβαίωση ήρθε όταν είδε τα βαμμένα κόκκινα δάχτυλά της.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Σίγουρα δεν ήθελε να δει κανείς αυτό που της συνέβαινε, έτσι, αφού έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια της, άρχισε να μαζεύει γρήγορα τα λερωμένα σεντόνια και τις κουβέρτες. Τα έδεσε σφιχτά όλα μέσα σε ένα μεγάλο σεντόνι, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη φαίνεται τίποτα, και διέταξε έναν υπηρέτη να τα ξεφορτωθεί. Είχε μολυνθεί από την πανώλη.
Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πόσο θα στεναχωριόταν ο Φλόριαν, αν μάθαινε για την κατάστασή της. Εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαξε που θα πέθαινε, το είχε ξαναζήσει εν μέρει. Όμως εκείνον θα τον καταρράκωνε. Ήταν επικίνδυνο να του μεταφέρει τον ιό επίσης και να βάλει σε κίνδυνο όλο το βασίλειο. Όχι. Αυτό δεν μπορούσε να το αφήσει να συμβεί. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Μάζεψε λίγα πράγματα σε μια βαλίτσα χειρός και, περνώντας από την κουζίνα, ζήτησε από τη μαγείρισσα να της ετοιμάσει ό,τι βρισκόταν εύκαιρο. Της είπε πως θα πάει μια βόλτα στο δάσος να πάρει καθαρό αέρα και η μεσήλικη γυναίκα τής ετοίμασε ένα καλάθι με φρούτα, ψωμί, ψητό κρέας και φρεσκοκομμένα λαχανικά. Η κοπέλα την ευχαρίστησε και έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο.
Της είχε πει ψέματα όμως. Δεν υπήρχε μέρος στο βασίλειο, το οποίο θα μπορούσε εκείνη να προσεγγίσει με τα πόδια και να μην την έβρισκε η φρουρά του Φλόριαν, που σίγουρα θα έβγαινε προς αναζήτησή της. Είχε ήδη σκεφτεί την κρυψώνα της· τα μπουντρούμια του κάστρου. Απάτητα για αμέτρητα χρόνια, από τότε που οι άρχοντες πρόγονοί της συνήθιζαν να κρατούν φυλακισμένους εκεί. Θα παρέμενε σε μια κρυφή γωνία, περιμένοντας στωικά τον θάνατο. Δε θα αργούσε εξάλλου. Οι φορές που έφτυνε αίμα από το στόμα της είχαν αυξηθεί με ραγδαίο ρυθμό μέσα σε λίγες ώρες.
Φρόντισε να μην την δει κανείς και τρύπωσε σαν αίλουρος στη σκάλα που οδηγούσε στα υπόγεια. Τα τελευταία λεπτά το κύριο μέλημά της είχε αλλάξει. Δεν την ένοιαζε τόσο να κρυφτεί όσο να γευτεί το μοσχομυριστό χοιρινό που είχε στο καλάθι της. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στον στόχο της, όμως οι σιελογόνοι αδένες της γέμιζαν το στόμα της από την προσμονή. Δεν άντεχε να κατέβει ολόκληρη τη στριφογυριστή σκάλα, οπότε παραδόθηκε στις επιθυμίες της. Ήξερε πως έπρεπε να είναι φειδωλή με τα γεύματά της, όμως και μόνο που η γλώσσα της γεύτηκε το καλοψημένο κρέας, δεν υπήρχε γυρισμός. Αφού το έφαγε ολόκληρο, έγλυψε τα χέρια της και συνέχισε τη διαδρομή της.
Τα μπουντρούμια ήταν ένας τεράστιος χώρος, χωρισμένος σε διάφορα δωμάτια και κελιά, αμπάρια, οπλοστάσια και πολλά άλλα. Συνήθιζε να έρχεται εδώ, όταν ήταν μικρή, σκαρφίζοντας διάφορα παιχνίδια με τη φαντασία της. Θυμόταν κάπως τη διάταξη, οπότε κινήθηκε αρκετά ευέλικτα στον σκοτεινό χώρο. Απομακρύνθηκε όσο περισσότερο μπορούσε από τη σκάλα, τη μόνη είσοδο. Έβγαλε από τη βαλίτσα ένα από τα κεριά που είχε πάρει και το άναψε.
Το πυκνό σκοτάδι αραίωσε αμέσως και μπόρεσε να δει αρκετά καθαρά τον χώρο. Βρισκόταν μέσα σε ένα από τα κελιά για τους κρατούμενους. Υπήρχε ένα αχυρένιο κρεβάτι, ένας κουβάς και ένας πάγκος. Ακούμπησε τα πράγματά της στο κρεβάτι και άρχισε να αδειάζει τη βαλίτσα. Είχε φροντίσει να προμηθευτεί με αρκετά βιβλία, για να τη συντροφεύουν στις τελευταίες της ώρες, κεριά, μία κουβέρτα, νερό…
Σταμάτησε για λίγο και αναλογίστηκε την τροπή των τελευταίων ημερών. Η ατυχία της δεν είχε τέλος. Ήταν σίγουρη πως κάποιος την είχε καταραστεί να μην ευτυχίσει ποτέ. Ούτε εκείνη ούτε οι άνθρωποι που αγαπούσε. Κάθισε στο κρεβάτι και έσκυψε πάνω στα γόνατά της, κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες της. Τα δάκρυα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Έκλαψε για ώρα· για την κακή της τύχη, για τον πόνο που ένιωθε, για τους ανθρώπους που δε θα ξαναέβλεπε ποτέ, για τον Φλόριαν που θα την έψαχνε σαν τρελός για μέρες…
Πονούσε παντού και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Σίγουρα το κλάμα επιδείνωνε την κατάστασή της. Έβηξε και για άλλη μια φορά λέρωσε τα χέρια της με αίμα. Σκουπίστηκε στη φούστα της και συνέχισε να τακτοποιεί τον χώρο. Βρήκε στη βαλίτσα της τον πάκο από λευκά χαρτιά που είχε πάρει μαζί της και την πένα. Είχε σκοπό να γράψει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα,  σε περίπτωση που την έβρισκαν κάποια στιγμή. Ήθελε να πει στον άντρα της ζωής της πόσο τον αγαπούσε και πόση ευγνωμοσύνη ένιωθε για τους ευτυχισμένους λίγους μήνες που της είχε χαρίσει ως τότε. Να του ζητήσει συγγνώμη που εξαφανίστηκε και πως ήταν για το καλό του.
Τον ειρμό της διέκοψε το γουργούρισμα στο στομάχι της. Είχε συνειδητοποιήσει πως όσο χειρότερα γινόταν τόσο πιο πολύ πεινούσε. Με ένα ανασήκωμα στους ώμους της, άνοιξε το καλάθι και πολύ γρήγορα άδειασε όλο το περιεχόμενό του. Άρχισε να τρώει και δε σταμάτησε μέχρι να τελειώσει όλες της τις προμήθειες. Δεν ήταν σοφό αυτό που έκανε, ωστόσο το ανθρώπινο σώμα άντεχε πολύ περισσότερο χωρίς φαγητό από όσο της απέμενε να ζήσει. Τουλάχιστον τώρα δε θα είχε το μυαλό της εκεί.

Εκείνο το βράδυ δεν είδε εφιάλτη. Η μητριά της ηρέμησε τώρα που κέρδισε το παιχνίδι. Η Χιονάτη από μέρα σε μέρα, ώρα σε ώρα, θα πέθαινε. Μόνη, μακριά από όλους, στεναχωρημένη, έχοντας ζήσει αυτούς τους λίγους μήνες ως μισότρελη, βασανισμένη από τις σκέψεις της…
Ξύπνησε από μια μυρωδιά που της έσπασε τη μύτη. Ήταν κάτι πολύ λαχταριστό και βρισκόταν πολύ κοντά της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς μύριζε, το μόνο που ήξερε ήταν πως το ήθελε απεγνωσμένα. Στομάχι και σιελογόνοι αδένες μπήκαν αμέσως σε λειτουργία και εκείνη σηκώθηκε ακολουθώντας πειθήνια τις υποταγές τους. Άναψε το κερί, περιμένοντας να αντικρίσει κάτι φαγώσιμο, όμως δεν υπήρχε τίποτα στον χώρο.
Βγήκε στον διάδρομο και εκεί η μυρωδιά έγινε πιο έντονη. Την ακολούθησε, ρίχνοντας το φως σε κάθε γωνιά του μέρους. Δεν μπορεί να υπήρχε φαγητό, της υπενθύμιζε το υποσυνείδητό της, όμως εκείνη το αγνοούσε επιδεικτικά. Αφού οι οσφρητικοί υποδοχείς της της έλεγαν διαφορετικά. Δεν της πήρε πολύ να συνειδητοποιήσει πως το φαγητό της… μετακινούνταν.
Περπατούσε σχεδόν τρέχοντας στον μεγάλο διάδρομο, μέχρι που έφτασε στην άκρη του. Εκεί κατάφερε να αντικρίσει την πηγή της λαχταριστής μυρωδιάς: ήταν ένας αρουραίος στο μέγεθος μεγάλης γάτας.
Σοκαρίστηκε. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι της συνέβαινε, όμως ήταν σίγουρη πως η μυρωδιά ερχόταν από το τρωκτικό. Σκέφτηκε πως ίσως είχε λερωθεί με ζουμιά από κάποιο κρέας στην προσπάθειά του να τραφεί, οπότε αποφάσισε να το πιάσει για να ανακαλύψει τι συμβαίνει. Δεν ήταν δύσκολο, το είχε ήδη στριμώξει στη γωνία. Με μια απότομη κίνηση το έπιασε από την ουρά την ώρα που εκείνο όδευε προς την ελευθερία του και το σήκωσε ψηλά. Εκείνο πάσχιζε να ξεφύγει και στην προσπάθειά του να το κάνει τη δάγκωσε. Δεν την πείραξε, δε θα πάθαινε κάτι εξάλλου. Έπιασε με το χέρι της το κεφάλι του και κλειδώνοντας το ζωντανό ανάμεσα στις παλάμες της, έστριψε τον λαιμό του και το σκότωσε ακαριαία. Ύστερα πλησίασε τη μύτη της στο νεκρό του σώμα και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που μύριζε τόσο λαχταριστά.
Της πήρε μόνο λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει πως δεν είχε κάτι περίεργο πάνω του και άλλα λίγα επιπλέον για να αρχίσει να το ξεσκίζει με τα δόντια της. Το στομάχι της την επιβράβευε και οι γευστικοί της κάλυκες επικροτούσαν. Οι τύψεις και οι απορίες έσβησαν στο πίσω μέρος του μυαλού της, όντας πλέον μια φωνούλα που κανείς δεν της έδινε σημασία.

*

Δεν υπήρχε κανείς άλλος στον πύργο να διατάξει ή να ξεσπάσει τα τεντωμένα του νεύρα πάνω του. Ο βασιλιάς ήταν πλήρως εκνευρισμένος από τις άκαρπες προσπάθειες της φρουράς του να βρει τη γυναίκα του. Από όσα του έλεγαν, είχαν χτενίσει την περιοχή, αλλά δεν είχαν βρει σημάδι της. Η ανησυχία του είχε μετατραπεί πλέον σε καθαρό τρόμο. Φοβόταν για την τύχη της αγαπημένης του. Γιατί να εξαφανίστηκε τόσο απροειδοποίητα; Σίγουρα της είχε συμβεί κάτι, τις τελευταίες ημέρες ήταν και αδιάθετη…
Οι σκέψεις κόντευαν να τον τρελάνουν και βημάτιζε βαριά στο υπνοδωμάτιό του. Το χτύπημα στην πόρτα τον ξάφνιασε περισσότερο από όσο θα έπρεπε.
«Μεγαλειότατε, συγχωρήστε την παρέμβασή μου» δήλωσε ταπεινά ο νεαρός άντρας και ο βασιλιάς του τον προέτρεψε με ένα νεύμα να συνεχίσει. «Η σύζυγός σας επέστρεψε μόλις. Είναι καλά».
Ο Φλόριαν βγήκε τόσο γρήγορα από το δωμάτιο που παραλίγο να ρίξει κάτω τον νεαρό υπηρέτη από τη φούρια του. Στο ισόγειο του πύργου τον περίμενε η γυναίκα του, πανέμορφη όπως πάντα, λαμπερή και αβλαβής. Έτρεξε και την αγκάλιασε.
«Πού ήσουν τόσες ημέρες; Ανησύχησα. Τι συνέβη; Κανείς δεν μπορούσε να σε βρει. Μη μου το ξανακάνεις αυτό» έλεγε ξανά και ξανά και τη φιλούσε και την αγκάλιαζε και χανόταν στα μάτια της.
Εκείνη τον καθησύχασε με τη μελιστάλακτη φωνή της και του εξήγησε πως είχε μείνει στο δάσος γιατί δεν ένιωθε καλά. Είχε συνέλθει από την αρρώστια της πλέον και δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Ο άντρας δε ρώτησε περισσότερες λεπτομέρειες· του αρκούσε που την είχε ξανά κοντά του.
Δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά στο γεγονός και οι μέρες περνούσαν με φυσιολογικούς ρυθμούς. Η γυναίκα του γινόταν όλο και καλύτερα και όλο και πιο όμορφη μέρα με τη μέρα. Ήταν πιο μαγευτική από ποτέ. Όμως εκείνος καταλάβαινε την αλλαγή στη συμπεριφορά της… Ήταν πιο απόμακρη, πιο κλειστή στον εαυτό της, το βλέμμα της ήταν πιο σκοτεινό. Έβλεπε στα μάτια της πως δεν ήταν όλα έτσι όπως του τα έλεγε.
Άρχισε να ανησυχεί ξανά, ώσπου ένα απόγευμα που χαλάρωναν στο δωμάτιό τους πήρε την απόφαση να τη ρωτήσει τι την προβλημάτιζε. Εκείνη ήταν σκυθρωπή, φαινόταν να βάζει τις λέξεις στη σειρά για να εκφράσει τη σκέψη της.
«Δε σου έχω πει όλη την αλήθεια, φως μου» αποκρίθηκε δειλά.
«Ποια αλήθεια;»
«Για όσο καιρό βρισκόμουν υπό το ξόρκι της Γκριμχίλντε» πρόσθεσε.
Ο νεαρός βασιλιάς αναστατώθηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι αναφερόταν η αγαπημένη του. Περίμενε με προσμονή, κρεμάμενος από τα χείλη της για τη συνέχεια.
«Αγάπη μου, όλο τον καιρό που βρισκόμουν στον ύπνο θανάτου, τον ένα περίπου χρόνο μέχρι να με σώσεις, είχα πλήρη επίγνωση του τι γινόταν. Είχα συνείδηση, η οποία ήταν ξύπνια καθ’ όλη τη διάρκεια».
Σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο έως ότου κατανοήσει ο νεαρός το μέγεθος της αποκάλυψης.
«Γιατί μου το κράτησες μυστικό;» ήταν η πρώτη ερώτηση που ήρθε στον νου του.
«Φοβόμουν να σου το πω. Θα με περνούσες για τρελή. Εγώ σίγουρα με έχω για τρελή» απάντησε διστακτικά.
Ο άντρας πλησίασε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
«Αγαπημένη μου, τίποτα δεν είναι ικανό να αλλάξει αυτά που νιώθω για εσένα. Ακόμα και αυτό. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι σε αγάπησα λίγο περισσότερο, που είσαι αυτή που είσαι ενώ έχεις περάσει κάτι τέτοιο».
Τα λόγια του ακούγονταν λογικά και στοργικά, όμως μία σκιά πέρασε από το πρόσωπο της κοπέλας. Σαν κάτι να μην της άρεσε. Κανείς δεν έδωσε περισσότερη συνέχεια όμως και η συζήτηση έμεινε εκεί.
Είχε έρθει η ώρα να ξαπλώσουν και να αφήσουν τον ύπνο να πάρει μακριά όλη την κούραση της ημέρας. Ο Φλόριαν διαπίστωσε με χαρά πως τις τελευταίες ημέρες η αγαπημένη του δε σηκωνόταν ανήσυχη τα βράδια. Πάντα το καταλάβαινε ότι έφευγε, όμως δεν της έλεγε κάτι για να μην την κάνει να νιώσει άσχημα. Τελικά η σύζυγός του είχε βρει τη γαλήνη της.
Η σιωπή της νύχτας διακόπηκε από μια αλλόκοσμη κραυγή. Ήταν κραυγή πόνου και ερχόταν από τον διάδρομο του δευτέρου ορόφου. Ο Φλόριαν έσπευσε να δει τι συνέβαινε, παίρνοντας μόνο το σπαθί του από το θηκάρι που το άφηνε δίπλα στην πόρτα. Η βραδινή ενδυμασία του όμως δεν τον έκανε να νιώθει πολύ ασφαλής απέναντι στην ενδεχόμενη απειλή.
Όταν έφτασε στην πηγή του ήχου, βρήκε πεσμένο έναν από τους φρουρούς του, να σφαδάζει από τους πόνους και να κρατάει το πρόσωπό του καλυμμένο. Βήματα ακούγονταν να απομακρύνονται στο βάθος του διαδρόμου, όμως αποφάσισε να βοηθήσει τον άνθρωπο που βρισκόταν κοντά του, αντί να κυνηγήσει τον πιθανό υπαίτιο.
Ο άντρας φώναζε και έκλαιγε και ο βασιλιάς δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα ανάμεσα από τα αναφιλητά του. Αφού προσπάθησε αποτυχημένα να τον πείσει να του δείξει πού πονούσε, του τράβηξε απότομα τα χέρια αποκαλύπτοντας ένα αποτρόπαιο θέαμα. Το μισό πρόσωπο του φρουρού, ο λαιμός και ο ώμος του ήταν δαγκωμένοι και φαγωμένοι και το αίμα του ανάβλυζε καυτό, κοκκινίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Άθελά του ο βασιλιάς τραβήχτηκε προς τα πίσω, όμως αμέσως μετά ο άντρας έπεσε στο πάτωμα αναίσθητος.

Το επόμενο πρωί η φρουρά βρισκόταν διασκορπισμένη σε όλο το βασίλειο, ψάχνοντας να βρει τον υπαίτιο. Ο Φλόριαν μιλούσε διαρκώς με τους υποτελείς του, δίνοντας διαταγές να βρεθεί το τέρας που ήταν υπεύθυνο για αυτή την αποτρόπαια πράξη. Ο φρουρός επέζησε των τραυμάτων του, όμως είχε σημαδευτεί για μία ζωή. Το άλλοτε ανθρώπινο πρόσωπό του είχε αντικατασταθεί από βαθιές πληγές.
Όταν τον ρώτησαν τι είχε δει, δεν τους έδωσε και κάποια σημαντική πληροφορία. Μόνο ανέφερε πως εμφανίστηκε από τα σκοτάδια, αθόρυβο σαν γάτα, σαν από το πουθενά και όρμησε καταπάνω του με τέτοια λύσσα που δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει. Μόλις ακούστηκαν τα βήματα του βασιλιά, έφυγε σαν κυνηγημένο. Προς ντροπή του φρουρού δεν ήταν μεγαλόσωμο, όμως είχε πολλή δύναμη.
«Ξέρω τι είναι, αφέντη» είπε δειλά μια στιγμή που είχαν μείνει οι δυο τους στο δωμάτιο που ανάρρωνε.
Εκείνος τον κοίταξε με περιέργεια.
«Είναι λυκάνθρωπος. Ναι. Έχω ακούσει ιστορίες στα καπηλειά. Οι κυνηγοί έχουν συναντήσει στα ταξίδια τους. Και οι έμποροι».
«Αυτά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια, ανόητε. Ένας τρελός ήταν» τον καθησύχασε χτυπώντας τον στην πλάτη απαλά.
Ένα νέο όμως ήρθε να δώσει περισσότερο φως στην υπόθεση. Οι έρευνες της φρουράς είχαν αποκαλύψει πως ο τάφος της Γκριμχίλντε ήταν παραβιασμένος και άδειος. Ο υπαίτιος είχε βρεθεί. Η κακιά βασίλισσα είχε επιστρέψει για να πάρει την εκδίκησή της και εκείνος έπρεπε να προστατεύσει πάση θυσία τη δική του βασίλισσα.
Με τη συγκατάθεσή της την έκλεισε στο πιο ψηλό δωμάτιο του πύργου, το οποίο είχε πρόσβαση μόνο από μία στριφογυριστή σκάλα και τοποθέτησε φρουρά ακριβώς απ’ έξω και στη βάση της σκάλας. Ήθελε να είναι σίγουρος ότι η μάγισσα δε θα φτάσει σε εκείνη. Η νεαρή γυναίκα ακολούθησε πειθήνια τις διαταγές του άντρα της, με μόνη παράκληση να φέρουν στο δωμάτιο και τον καθρέφτη της μητριάς της, για να τον ελέγχει. Εκείνος ξεκίνησε μαζί με άλλους άντρες της φρουράς να την ψάχνει σε όλο τον πύργο. Ήταν σίγουρος πως κάπου εκεί θα κρυβόταν, διαφορετικά δε θα μπορούσε να επιτεθεί το περασμένο βράδυ.
Έφτασαν στο υπόγειο. Δε χρειάστηκε να ψάξουν για πολύ, καθώς η μυρωδιά της αποσύνθεσης τους οδήγησε στο κελί που έπρεπε. Δεν ήταν εκεί. Μόνο μερικά πράγματα διασκορπισμένα στον χώρο, λερωμένα με αίμα ρούχα και κουβέρτες, ένας κουβάς γεμάτος ξεραμένο αίμα και ματωμένα βιβλία. Κομμάτια σάρκας ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί, ανθρώπινης και μη. Παρατηρούσε με αηδία τον χώρο, προσπαθώντας να μην αναπνέει τη μυρωδιά του θανάτου, όταν το συνειδητοποίησε. Όλα τα πράγματα που βρίσκονταν στο δωμάτιο ανήκαν στη σύζυγό του.

*

Οι φωνές στη βάση της σκάλας τής έδωσαν να καταλάβει πως η μάχη είχε φτάσει σε εκείνη. Αναρωτιόταν πόσο θα αντέξουν οι φρουροί και αν είναι ικανή να τους υπερνικήσει όλους τους. Ήλπιζε πως θα ήταν.
Όταν άνοιξε με πάταγο η πόρτα, εκείνη είχε στραμμένη την πλάτη της προς αυτήν. Κοιτούσε τον καθρέφτη. Μυρωδιά σάπιου κρέατος πλημμύρισε τον χώρο. Έκανε έναν μορφασμό και γύρισε προς την απειλή.

Η νεαρή κοπέλα κοντοστάθηκε μόλις άνοιξε την πόρτα. Είχε μπροστά της τον μεγαλύτερο από τους φόβους της. Η κακιά βασίλισσα δέσποζε αγέρωχη, πιο λαμπερή από ποτέ, πανέμορφη και πανίσχυρη. Κλείδωσαν τα βλέμματά τους, αποφασισμένες και οι δύο να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό.
«Δε χρειάζεται πια να προσποιούμαι ότι είμαι εσύ» είπε η γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη. «Κοίτα πώς κατάντησες».
Πέρασε το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της και αποκάλυψε την αληθινή της μορφή. Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν η Χιονάτη. Αρχοντική, αυστηρή, μοχθηρή… Εκείνη, σε πλήρη αντίθεση, ήταν σαν νεκροζώντανη, σάπιζε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, όμως δε θα το έβαζε κάτω. Θα την έπαιρνε μαζί της στον θάνατο, που τόσες φορές είχε γευτεί, και θα έσωζε τον αγαπημένο της και το βασίλειο από τη μοχθηρία της.
Με μια απότομη κίνηση έτρεξε προς το μέρος της, όμως η κακιά βασίλισσα την απώθησε εύκολα. Απέκρουε κάθε επίθεσή της με τέτοια ευκολία, που της επέτρεπε να της μιλά ταυτόχρονα.
«Θα το έχεις καταλάβει πια πως δεν υποφέρεις από πανώλη. Εγώ ευθύνομαι για την αποτρόπαια εμφάνισή σου» είπε με μια δόση περηφάνειας στη φωνή της, σταματώντας το χέρι της Χιονάτης που κατευθυνόταν προς το πρόσωπό της με τα δάχτυλα τεντωμένα.
Της το γύρισε απότομα και η κοπέλα ένιωσε τα κόκκαλά της να σπάνε. Ακολούθησε το στρίψιμο του χεριού για να αποφύγει λίγο τον πόνο και κατέληξε να γονατίσει μπροστά στη Γκριμχίλντε. Ένιωσε τα νύχια της να μπήγονται μέσα στη σαπισμένη σάρκα της, η οποία υποχώρησε πανεύκολα, και καταλάβαινε πως ξεκολλούσε από το κόκκαλό της. Το ελεύθερο χέρι της μάγισσας έπιασε τον ώμο της και αφαίρεσε μία χούφτα κρέας. Το αίμα της πλέον είχε μαύρο αντί για κόκκινο χρώμα. Έφερε τη σάρκα κοντά στη μύτη της και πήρε έναν μορφασμό αηδίας. Το πέταξε προς τα πίσω και ξανάρχισε να μιλά.
«Δεν έχεις άλλη ζωή για εμένα. Το ξόρκι μου έκανε τη δουλειά του. Περίμενα πως θα άντεχες λιγότερο, όμως μου έδωσες τόση δύναμη, που νιώθω ότι πανεύκολα θα κατακτήσω τον κόσμο».
Γέλασε δυνατά. Η νίκη της ήταν δεδομένη.
«Ο άντρας σου ξέρει όλη την αλήθεια. Ξέρει πως είσαι πλέον τρελή, μετά από τον ύπνο θανάτου».
Τα λόγια της πέτυχαν τον στόχο τους. Η νεαρή κοπέλα ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια. Ο βασιλιάς της, ο αγαπημένος της, ήξερε το μεγαλύτερο μυστικό της. Και δεν του το είχε πει καν η ίδια.
Απομακρύνθηκε, αφήνοντάς την αποδυναμωμένη, σχεδόν αναίσθητη, στο πάτωμα του δωματίου, και πήγε μπροστά στον καθρέφτη.
«Όλα οφείλονται σε εσένα, παλιέ μου φίλε. Σε ευχαριστώ» πέρασε απαλά το χέρι της πάνω στην κρύα σκαλισμένη επιφάνεια του κάδρου του και ακούμπησε το κεφάλι της στο παγωμένο τζάμι.
Έκλεισε τα μάτια της, για να απομυζήσει κάθε ψήγμα από τα απομεινάρια της ενέργειας της Χιονάτης μέσα από τη μαγεία του καθρέφτη, όμως δεν πρόλαβε. Ένιωσε το κεφάλι της να χτυπά με δύναμη πάνω στο τζάμι, το οποίο έσπασε σε μεγάλα κομμάτια και άρχισε να πέφτει στο πάτωμα. Έχασε την όρασή της για μερικά δευτερόλεπτα, τα οποία ήταν αρκετά για τη σχεδόν νεκρή κοπέλα, ώστε να πιάσει ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί και να το καρφώσει στον λαιμό της κακιάς βασίλισσας. Ήταν μια πράξη απελπισίας, πλέον παραπατούσε ανάμεσα στη συνείδηση και στην άβυσσο, όμως αν ήταν να πεθάνει, θα την έπαιρνε μαζί της.
Εκείνη, σοκαρισμένη, έπιασε με τα χέρια της το κομμάτι και το τράβηξε, όμως αυτό μόνο χειρότερα έκανε τα πράγματα. Το αίμα έτρεχε, σχηματίζοντας μεγάλα ρυάκια, και η γυναίκα γονάτισε πάνω στα σπασμένα κομμάτια του καθρέφτη. Η νεαρή κοπέλα παρατήρησε πως το αίμα δε χυνόταν στο πάτωμα, αλλά απορροφούνταν από τα κομμάτια του καθρέφτη και πως λεπτό με το λεπτό ένιωθε καλύτερα.

Στάθηκε πάνω από το στραγγισμένο σώμα της Γκριμχίλντε, ζωντανή και δυνατή. Δεν ένιωθε πλέον την ανάγκη να τραφεί με σάρκα για να δυναμώσει, όμως ήξερε πως ποτέ ξανά δε θα ήταν όπως πριν. Πήρε στα χέρια της ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια του καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό της. Το χρώμα της είχε επανέλθει σε φυσιολογική απόχρωση, ήταν καλυμμένη με ξεραμένα και φρέσκα αίματα παντού, όμως διέκρινε τις μικρές ουλές από εκεί που είχε φύγει η σάρκα της να έχουν δημιουργήσει σημάδια στο άλλοτε πανέμορφο πρόσωπό της. Δε θα έφευγαν ποτέ αυτά τα σημάδια, όμως δεν την πείραζε. Θα ήταν εκεί, ως μια δυνατή υπενθύμιση πως οι εφιάλτες της τελείωσαν και πως η κακιά βασίλισσα δε θα την ξαναενοχλούσε, αφού δεν ήταν πλέον η ομορφότερη σε όλο το βασίλειο.


Τέλος

Angelina S.