M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 5ο) -ƶeeℜnebooch- (μέρος 1ο)

Ξυπνώ από τον πόνο. Μ' έναν πικρό μορφασμό ανακάθομαι, κρατώντας τα πλευρά μου που μοιάζουν πιο εύθραυστα από ποτέ, τα κόκκαλα μου τρίζουν λες και έχουν βγει από την θέση τους και το κεφάλι μου βουίζει σαν κυψέλη με μέλισσες.
Ο πόνος είναι ολοκληρωτικός. Τρομερά δυνατός, φρικιαστικά απαίσιος.
Ο πόνος είναι καλός, ένα ενθαρρυντικό σημάδι.
Πονάω.
Άρα είμαι ζωντανή.
Εντάξει, το λύσαμε αυτό. Ας κατατοπιστώ λίγο περισσότερο τώρα. Ας δω πού στην ευχή βρίσκομαι.
Ο χώρος που με περιβάλλει είναι ένα μακρόστενο, ψηλοτάβανο δωμάτιο με μια περίτεχνη τρουλωτή οροφή και κάμποσα επιβλητικά παράθυρα στους τοίχους του που εκτείνονται από το πάτωμα έως το ταβάνι, σαν παράθυρα εκκλησίας.
Κατά μήκος της σκοτεινής αίθουσας παρατάσσονται νοσοκομειακά ράντζα με λευκά παραβάν, κάποια εκ των οποίων είναι κατειλημμένα ενώ άλλα όχι. Προφανώς, πρόκειται για το αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις, ένα μέρος που για καλή μου τύχη δεν είχα επισκεφτεί ποτέ πριν.
Τώρα όμως, βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ένα από τα ράντζα του αναρρωτηρίου, δίχως να μπορώ να θυμηθώ το πώς ή το γιατί οδηγήθηκα εδώ.
Τι συνέβη;
Τι μου συνέβη;
Πώς στο καλό κατέληξα έτσι;
Με ανησυχεί το ότι δεν έχω καμία απάντηση να δώσω στον εαυτό μου.
Παλεύω να θυμηθώ, πασχίζω να πιαστώ από κάτι, οτιδήποτε, που θα πυροδοτήσει την μνήμη μου.
Θεέ μου, είναι τόσο δύσκολο!
Μα εκεί που είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω την προσπάθεια μου και να υποκύψω στον πόνο, την κούραση και την έντονη νύστα μου... Ξαφνικά είναι λες κι ένα αόρατο χέρι χώνεται αστραπιαία στον εγκέφαλό μου μόνο και μόνο για να με ταράξει, να πετάξει μια μεμονωμένη σκέψη και να την παρατήσει εκεί μέσα.
Η σκέψη μου αυτή είναι μονάχα μια μικρή λέξη, η αναλαμπή ενός ονόματος.
Γκρίφιν.
Είναι λες και μια αστραπή πέφτει πίσω απ' τα μάτια μου, φωτίζοντας τα πάντα.
Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ!
Και αίφνης θυμάμαι.
Θυμάμαι τι έπαθα.
Θυμάμαι τι έζησα προτού μεταφερθώ στο αναρρωτήριο του Ντέιβις.
Και πλέον δεν νιώθω αγαλλίαση γιατί επιβίωσα.
Δεν χαίρομαι που είμαι ζωντανή.
Εύχομαι να είχα πεθάνει.

Τα στρεβλά, πέτρινα σκαλιά χάνονταν στο σκοτάδι. Ο Γκρίφιν συνέχιζε να τα κατεβαίνει, αδιαφορώντας τελείως για τα απελπισμένα παρακαλετά και τις ατελείωτες ικεσίες μου.
«Γκρίφιν σε... σε παρακαλώ!», έσκουξα, έτσι αναποδογυρισμένη καθώς ήμουν απ' τον ώμο του.
Καμία ανταπόκριση.
«Σε θερμοπαρακαλώ, άσε... άσε με να γυρίσω πίσω, άσε με να φύγω, άσε με... άσε με... άσε με...», έκανα θρηνητικά.
Τίποτα ο Γκρίφιν.
«Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα, σου το υπόσχομαι. Στην ζωή μου, σου το υπόσχομαι!»
Τίποτα.
«Απλά μην το κάνεις χειρότερο, μην με πηγαίνεις εκεί κάτω».
Πάλι τίποτα.
«Όχι, όχι, όχι, σε παρακαλώ, σταμάτα! Όχι! Μην κατεβαίνεις άλλο! Γκρίφιν! Γκρίφιν!»
Απτόητος συνέχισε την πορεία του, με τέτοια ορμή κι βήμα σταθερό και αποφασιστικό που θα έλεγες ότι είχε σχεδιάσει από πολύ καιρό να το κάνει κι ότι τίποτα –ούτε τα δάκρυα, ούτε οι στριγκλιές, ούτε τα γρονθοκοπήματα μου- δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν το σχέδιο του.
Στην βάση της σκονισμένης σκάλας υπήρχε μια κλειστή, γκρίζα πόρτα με την χειρόγραφη πινακίδα «ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ Η ΕΊΣΟΔΟΣ» καρφωμένη επάνω της. Σαν «νομοταγής» τρόφιμος που ήταν, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ άνοιξε την πόρτα με μια δυνατή κλωτσιά, κι αγνοώντας επιμελώς την ένδειξη, εισέβαλε στο εσωτερικό του υπόγειου δωματίου.
Με πέταξε κάτω λες και ήμουν σακί με πατάτες κι εγώ μ' ένα πονεμένο βογκητό έπεσα άγαρμπα πάνω στο σκληρό πάτωμα. Το κεφάλι μου κλυδωνίστηκε με την σύγκρουση και το στήθος μου πονούσε λες και κάποιος είχε αδειάσει με μιας τους πνεύμονές μου. Πετάρισα τα βλέφαρά μου αργοκίνητη, νωθρή, με ολόκληρο το σώμα μου να υποφέρει. «Άκουσέ με...», δοκίμασα να πω. «Για μια φορά άκουσέ με, σε παρακαλώ...»
Έβηξα αδύναμα και πάσχισα να σηκωθώ παραπατώντας. «Ωχ». Μες στην σκοτεινιά, ολόκληρο το δωμάτιο στροβιλιζόταν γρήγορα μπροστά μου. Το ίδιο και ο Γκρίφιν με την εικόνα του να θολώνει και να πολλαπλασιάζεται.
Σκατά, πόσο είχα πιεί στ' αλήθεια;
Κι ως πότε θα ήμουν υπό την επήρεια του Χ;
«Γκρίφιν», ψέλλισα πάλι. «Μην βιάζεσαι να κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις».
Εκείνος ακούμπησε την πλάτη του επάνω στην κλειδωμένη πόρτα –μια ξεκάθαρη κίνηση κυριαρχίας μ' ένα μήνυμα σαφές και ξεκάθαρο: Δεν έχεις να πας πουθενά- κι απόμεινε να με κοιτάζει διασκεδάζοντας με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του και τα μάτια του αιχμηρά και πεινασμένα σαν της τίγρης.
«Ω», χαμογέλασε δείχνοντας υπερβολικά ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτάρεσκος. «Δεν βιάζομαι καθόλου, κάθε άλλο μάλιστα, σκοπεύω να αφιερώσω όσο χρόνο πρέπει σε αυτή την νύχτα για να μας μείνει αξέχαστη και θα εκτιμήσω δεόντως κάθε δευτερόλεπτο που θα περάσω μαζί σου. Αν βιάζεται κάποιος εδώ πέρα, λοιπόν, σίγουρα δεν είμαι εγώ. Μήπως είσαι εσύ, Αντριάννα;», με ρώτησε σμίγοντας τα μάτια του, θαρρείς για να με δει καλύτερα. Να με εξετάσει. «Για αυτό πας να μου βάλεις λόγια;», μάντεψε. «Για αυτό θέλεις να με κάνεις να προτρέξω; Χάνεις την υπομονή σου; Δεν θα έπρεπε, η υπομονή είναι σπουδαία αρετή. Πράγματι είναι».
Άφησε την σφραγισμένη πόρτα και έπιασε να έρχεται προς το μέρος μου, με δρασκελιές μεγάλες, μα αργές και βασανιστικές συνάμα.
Αγχώθηκα, φοβήθηκα και οπισθοχώρησα ασυναίσθητα.
Ο Γκρίφιν πρόσεξε την ανάγκη για φυγή που με διακατείχε.
Το χαμόγελό του έγινε πιο φαρδύ.
«Στάσου», τέντωσα τα χέρια μου σαν να ήθελα να τον κρατήσω σε απόσταση. «Όχι, περίμενε», είπα. «Περίμενε, περίμενε». Η φωνή μου έτρεμε σαν σβούρα που είχε χάσει την τροχιά της και στροβιλιζόταν στην άκρη του τραπεζιού. «Το έχεις πάρει λάθος. Όλο. Γκρίφιν, έχεις... έχεις παρεξηγήσει κάποια πράγματα, έχεις παρεξηγήσει εμένα! Δεν... δεν το θέλω αυτό, με φοβίζει να βρίσκομαι εδώ κάτω, με φοβίζεις εσύ κι ο τρόπος που με κοιτάζεις. Με έχεις εδώ πέρα χωρίς την συγκατάθεσή μου, με φυλακίζεις!», πια η φωνή μου είχε σκαρφαλώσει αρκετές οκτάβες και ηχούσε στριγκή, σχεδόν υστερική μες στον μικρό χώρο. «Και αυτό είναι εγκληματικό, είναι λάθος κι άδικο, δεν το αξίζω αυτό. Δεν έχω κάνει τίποτα για να το αξίζω αυτό! Οπότε σε παρακαλώ, σε ικετεύω να βάλεις ένα τέλος, πριν να είναι πολύ αργά... πριν κάνεις κάτι...», κόμπιασα, βρίσκοντάς το δύσκολο να ολοκληρώσω την πρότασή μου. «Μη αναστρέψιμο».
Περίμενα εναγωνίως να δω τον αντίκτυπο των λόγων μου επάνω του, αλλά...
Για τα επόμενα λεπτά δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, συνεχίσαμε απλά να στεκόμαστε αντικριστά ο ένας στον άλλο μέσα στο σιωπηλό, αδιακύμαντο σκοτάδι. Η μόνη κίνηση που μπορούσα να ανιχνεύσω προερχόταν από εμένα την ίδια, κι από τα προτεταμένα χέρια μου που έτρεμαν σαν να είχα Πάρκινσον.
Ο Γκρίφιν, από την άλλη, έστεκε ακίνητος σαν βράχος.
Πώς το κατάφερνε αυτό;
Ήμουν σίγουρη πως η σιωπή του είχε σκοπό να με τρομάξει ακόμη περισσότερο, και δεν τα πήγαινε και άσχημα έτσι όπως πυργωνόταν από πάνω μου με τους τόσους μυς και το απειλητικό βλέμμα του.
Επιτέλους, αντέδρασε. Μα η αντίδρασή του με έπιασε προ εκπλήξεως.
Σήκωσε τα χέρια του και μου βάρεσε παλαμάκια, μια σειρά από αργά, χλευαστικά κλαπ, κλαπ, κλαπ που αντήχησαν εκκωφαντικά δυνατά στο έρημο υπόγειο.
Τι κάνει;
«Βάλενταϊν!», μ' επεφήμησε. «Εξαιρετικός λόγος, μοναδικά δοσμένος! Και τι παθιασμένη ερμηνεία! Ικανή να λιώσει ακόμη και την πιο παγωμένη καρδιά. Ω, μη με φυλακίζεις! Είναι εγκληματικό, λάθος, άδικο!», άρχισε να με μιμείται κάνοντας την φωνή του γελοιωδώς τσιριχτή. «Δεν μου αξίζει! Τι ατάκα! Μα πώς την σκέφτηκες, ρε άτιμο; Τόσο πρωτότυπη, τόσο σπαραξικάρδια. Αν είχα συναισθήματα θα ανατρίχιαζα ακούγοντάς σε. Ήσουν σκέτη λάβρα! Φαντάσου, ότι σχεδόν με έπεισες να σε αφήσω. Σχεδόν. Δυστυχώς, όμως, και πίστεψέ με, με θλίβει βαθύτατα που στο λέω, δεν νομίζω ότι οι φίλοι μου πείστηκαν εξίσου».
Οι ποιοι;
«Παίδες;» Τα μακριά χέρια του Γκρίφιν άνοιξαν διάπλατα λες και ήθελε ν' αγκαλιάσει το δωμάτιο, και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο έως ότου στάθηκε σε κάτι πίσω μου.
Θεέ μου, έστειλα μια σιωπηλή δέηση. Κάνε να μην είναι αυτό που νομίζω!
Τα πόδια μου που έτρεμαν με κρατούσαν μόλις και μετά βίας όρθια κι η καρδιά μου φτερούγιζε ξέφρενα σαν κολιμπρί. Παρόλα αυτά πρόσταξα τον εαυτό μου να γυρίσει και να αντιμετωπίσει όποιους ελλόχευαν στις σκιές από πίσω μου.
Φέρσου γενναία, Άντρι. Φέρσου γενναία!
Πρώτα τους μύρισα κι έπειτα τους είδα. Aftershave. Σαπούνι. Λίγος ιδρώτας.
Η μυρωδιά των αγοριών.
Ο Μαρκ, ο Πιτ κι ο Άσερ, τα σκυλάκια του Γκρίφιν, ξεπρόβαλαν από τις μαύρες γωνίες του υπογείου κι άρχισαν να μας περικυκλώνουν σαν καρχαρίες πεινασμένοι για σάρκα και αίμα.
Ήταν τρομακτικό να τους κοιτάζω να σεργιανάνε στο δωμάτιο, μα ήταν ακόμη δυσκολότερο να τους αφήσω απ' τα μάτια μου. Δεν τολμούσα ν' αποστρέψω το βλέμμα μου, ούτε στιγμή.
Η αγωνία διέρρεε μέσα μου, καθώς τους παρακολουθούσα βουβή, μένοντας στήλη άλατος.
Δίχως να λέω κουβέντα.
Δίχως να παίρνω ανάσα.
Όχι, αυτή είναι η λάθος τακτική, Αντριάννα. Η λάθος τακτική, εκτός κι αν θέλεις να σωριαστείς λιπόθυμη στα πόδια τους. Αυτό θες;
Όχι!
Ε, τότε πάρα ανάσα, με μάλωσα. Πάρα ανάσα, γαμώτο!
Δεν... δεν μπορώ! Δεν έχει αέρα εδώ μέσα!
«Δεν ξέρω εάν αντέχεις την κριτική», ψιθύρισε ο Γκρίφιν στο αφτί μου. Με είχε πλησιάσει από πίσω χωρίς να τον αντιληφθώ. Αναπήδησα. «Αλλά πρέπει να σου το πω», συνέχισε ανέμελος. «Το να ακολουθείς έναν άγνωστο, γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, Βάλενταϊν, δεν με γνωρίζεις και τόσο πολύ καιρό, έναν άγνωστο λοιπόν, καυλωμένο έφηβο με ιστορικό σεξουαλικού παραβάτη μες στα σκοτάδια και την μαύρη νύχτα, ενώ είσαι φτιαγμένη με Έκστασι και τύφλα στο μεθύσι... είναι πολύ ανόητο». Τα χέρια του αγκάλιασαν τους ώμους και τον λαιμό μου και με έσφιξε επάνω του. «Δες που σε έφερε αυτή σου η αμυαλοσύνη: Σε μια σκοτεινή, υπόγεια τρύπα δίχως διαφυγή». Ο Γκρίφιν έσκυψε και εναπόθεσε ένα ζεστό, υγρό φιλί στο μάγουλό μου. «Με όχι έναν, όχι δύο, ούτε τρεις, αλλά τέσσερεις κατ' εξακολούθηση βιαστές». Γέλασε δυνατά κι αυτή την φορά το γέλιο του ήχησε τραχύ και σκληρό σαν μαχαίρια που τα ακονίζουν. Ζάρωσα επάνω του.

«Ω!», αναστέναξε κεφάτα. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, αγόρια, θα περάσουμε απίστευτα απόψε με την μικρή μας φίλη!»

Σβετλιν