Πενήντα εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, πενήντα εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, πενήντα εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα… Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναέβλεπα τη Σοφία. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια περίπου από την τελευταία φορά που την είδα εκείνη την κρύα μέρα του χειμώνα, ανήμερα στα γενέθλιά της.
«Εμείς τελειώσαμε» μου είπε σε μια καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, ενώ εγώ κοίταζα έξω από το παράθυρο τον αέρα να λυσσομανάει. Αν δεν μπορείς να κάνεις τον έρωτα να μείνει, είναι καλύτερα να σωπαίνεις, να μη μιλάς και αυτό έκανα. Η Σοφία συνέχισε να μιλάει, μάλλον στήριζε την απόφασή της με επιχειρήματα, αλλά εγώ έβλεπα απλά το στόμα της ν’ ανοιγοκλείνει, δεν άκουγα τίποτα.
Παρατηρούσα τα μακριά καστανά της μαλλιά, τα αμυγδαλωτά της μάτια, την ελίτσα πάνω από το δεξί της φρύδι, τα κόκκινα σαρκώδη χείλη και το λευκό της δέρμα, που παλλόταν από τον εκνευρισμό.
Έλεγα ότι δε θα ξαναδώ αυτό το προσωπάκι και θα μου λείψει ρε γαμώτο, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο· είχα κάνει πολλά λάθη σ’ αυτή τη σχέση και λυπόμουν πολύ, που ύστερα θα γύριζα σπίτι μόνος, θα αναζητούσα παρηγοριά στον Τζόνι και θα γινόμουν λιώμα, όπως έκανα πάντα, όταν τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχο. Είναι στιγμές, που το ένστικτο επιβίωσης πέφτει στο μηδέν, και αυτή ήταν η δική μου στιγμή, πριν από περίπου είκοσι χρόνια.
Σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναέβλεπα τη Σοφία, και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μετά το χωρισμό μας, η Σοφία πήγε σε κάποια χώρα της βόρειας Ευρώπης και εγώ συνέχισα τη ζωή μου, που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Η δουλειά μου στην εμπορική εταιρεία ήταν χαμηλόμισθη και γεμάτη προσβολές, οι φίλοι μου ήταν από εκείνους τους φίλους που κάνουν μόνο για ιστορικά μεθύσια και οι γυναίκες που μου έκαναν παρέα ήταν από εκείνες τις γυναίκες που κάνουν μόνο για παιδιά. Και μετά ήρθε η Κρίση. Οι φίλοι μου έπεσαν σε κατάθλιψη και τα μεθύσια δεν είχαν πια πλάκα. Όλοι άρχισαν να ασχολούνται με την πολιτική και να λένε περισσότερες βλακείες, απ’ όσες μπορεί κανείς ν’ αντέξει. Ο ήδη χαμηλός μισθός μου χαμήλωνε όλο και περισσότερο, μέχρι που ήρθε η απόλυση. Ο γενικός διευθυντής με κάλεσε στο γραφείο του λίγο πριν σχολάσω. Ήξερα τι με ήθελε, γιατί είχαν περάσει και άλλοι πριν από εμένα.
«Είσαι από τους καλύτερους υπαλλήλους» μου είπε. «Αλλά…» συνέχισε και εγώ ήξερα πως ό,τι ακούγεται πριν το αλλά είναι ψέματα, «…Καταλαβαίνεις ότι η εταιρεία έχει ανάγκη από καινούριο προσωπικό, πρέπει να ανανεωθεί».
«Θα μπορούσα να επιμορφωθώ, να μάθω καινούρια πράγματα» του είπα αδιάφορα, έτσι για να πω κάτι.
«Ξέρεις,» μου είπε χωρίς να με κοιτάζει, «εδώ δεν παίζει κανένα ρόλο η επιμόρφωση, δεν είμαστε και τίποτα επιστήμονες, τρόφιμα πουλάμε. Απλά θέλουμε να ανανεώσουμε το προσωπικό. Ξέρεις ότι αν πάρουμε νέους με κάρτα ανεργίας, μπορούμε να τους δίνουμε το ένα τρίτο του δικού σου μισθού;»
«Κάτι έχω ακούσει» του απάντησα.
Πήγε να μου δώσει το χέρι κι εγώ σκεφτόμουν ότι μάλλον δε θα ξαναβρώ δουλειά, είχα σαρανταρίσει και δε συνέφερε καμία εταιρεία να με προσλάβει. Έκανα να του ανταποδώσω τη χειραψία αλλά μετάνιωσα και γύρισα απότομα την πλάτη. Τράβηξα αμέσως για το λογιστήριο· είχε κλείσει, θα πήγαινα την επόμενη μέρα. Μετά την απόλυσή μου αποτραβήχτηκα, δεν ήθελα να δω κανένα και ζούσα αποφεύγοντας οποιονδήποτε και οτιδήποτε, σαν να ήμουν ο μόνος ζωντανός σε μια πόλη γεμάτη ζόμπι ή αντίστροφα. Αν είχα τη Σοφία, θα έβρισκα παρηγοριά. Αν είχα τη Σοφία, θα είχα περισσότερη χαρά.
Τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναέβλεπα τη Σοφία σ’ εκείνην την τράπεζα. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Όσο και αν τον πολεμάς με κρέμες και υγιεινή διατροφή, αφήνει σημάδια μη αναστρέψιμα πάνω σου, σού υπενθυμίζει συνέχεια ότι είσαι θνητός και επομένως αναλώσιμος. Το κοριτσάκι με το απαλό λευκό δέρμα είχε γίνει γυναίκα που κάλυπτε τις ρυτίδες με μπόλικο μακιγιάζ. Τα πλούσια καστανά της μαλλιά ήταν πλέον ξανθά και κοντά. Το μακιγιάζ δεν κατάφερνε να κρύψει τις σακούλες κάτω από τα αμυγδαλωτά της μάτια και είχε παχύνει λίγο αλλά της πήγαινε. Εκείνο που δεν της πήγαινε καθόλου όμως, ήταν τα χοντροπάπουτσά της· η Σοφία ποτέ δεν είχε γούστο στα παπούτσια.
«Σοφία, εσύ είσαι; Δεν το πιστεύω!»
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Πήγε κάτι να πει, αλλά από το στόμα της έβγαιναν μόνο φωνήεντα. Η Σοφία ήταν πάντα ετοιμόλογη αλλά το σαρανταπεντάρι περίστροφο που κρατούσα, ο ωρολογιακός εκρηκτικός μηχανισμός, που μετρούσε αντίστροφα, και το γεγονός ότι εγώ ήμουν αυτός που την είχε δέσει μαζί με τους άλλους πελάτες και υπαλλήλους της τράπεζας, προτού ενεργοποιήσει τη βόμβα, μάλλον την ξεπερνούσε. Όταν διαπιστώνεις ότι κάποιος που έχεις να δεις καιρό άλλαξε, τον αντιμετωπίζεις πλέον, σαν να ήταν κάποιος που γνωρίζεις για πρώτη φορά;
Είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. «Σοφία, με πετυχαίνεις σε περίεργη στιγμή» της είπα.
Ήταν περίεργο, αλλά δεν ένιωσα τίποτα, όταν την είδα. Τον τελευταίο καιρό δεν ένιωθα τίποτα, δεν είχα κανένα συναίσθημα, ήμουν στα πάντα απαθής, λες και κάποιος μου είχε κλέψει την ψυχή. Τη Σοφία όμως, τη σκεφτόμουν συχνά. Όταν πήγα στο Μενίδι για ν’ αγοράσω εκείνο το σαρανταπεντάρι, σκεφτόμουν τη Σοφία. Το ίδιο και όταν γνώρισα εκείνο τον Αφγανό που μου έμαθε πώς να φτιάξω τον εκρηκτικό μηχανισμό. Η Σοφία μού ήρθε στο μυαλό, όταν ο κλητήρας αυτής της τράπεζας πέρασε από το σπίτι μου και μού κοινοποίησε το κατασχετήριο, γιατί, λέει, ήμουν ασυνεπής στις πληρωμές προς το Δημόσιο.
Όχι ότι δεν ήμουν· προσπάθησα πολύ να είμαι αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί το ταμείο ανεργίας δεν έφτανε να χορτάσει μαζί το κορμί και το μυαλό μου. Έπρεπε να διαλέξω ή ψωμί και νερό για να πληρώνω τους φόρους ή να μην πληρώνω τους φόρους και να κάνω ό,τι θέλω μέχρι την τελευταία δεκάρα που μου έμενε.
Και να, βρέθηκα εκεί, στην τράπεζα που μου έπαιρνε το σπίτι, απειλώντας τους πάντες ότι, αν δεν αποσυρόταν η κατάσχεση σε μία ώρα, θα γινόμασταν όλοι μαζί παρελθόν. Λένε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου. Μπορεί το σύμπαν να σε βοηθήσει αν η μεγαλύτερη επιθυμία σου είναι να μην είχες γεννηθεί;
Δεκαεννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, δεκαεννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, δεκαεννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Μάλλον την είχα ξεπεράσει τη Σοφία, γι’ αυτό δεν ένιωσα τίποτα, όταν την είδα. Πάντα μού έλεγε ότι δεν είχα σχέδιο, ότι δεν κρατούσα τη ζωή στα χέρια μου και αντιμετώπιζα παθητικά τα πράγματα, ότι ο κόσμος δε με υπολόγιζε. Τώρα όμως, το σχέδιό μου να μπω στην τράπεζα και να ακινητοποιήσω υπαλλήλους και πελάτες, είχε πετύχει. Είχα το πάνω χέρι στη ζωή μου αλλά και στη ζωή τόσων ανθρώπων γύρω μου, οι οποίοι δε με κοιτούσαν καθόλου αδιάφορα. Το μόνο που δεν είχα υπολογίσει ήταν πώς θα έβγαινα, αλλά αυτό δε μείωνε καθόλου την επιτυχία του σχεδίου μου.
Γύρισα και την κοίταξα, με κοίταξε και αυτή μέσα στα μάτια. «Άσε με να φύγω, σε παρακαλώ, έχω παιδιά» μου είπε.
«Τι έγινε, βρήκες τον μίστερ Πέρφεκτ;» την ειρωνεύτηκα.
Έσκυψε το κεφάλι και μου είπε: «Μετά το χωρισμό μας πήγα στη Γερμανία, σε κάτι συγγενείς μου στο Μόναχο. Δεν είχα τίποτα να κάνω εδώ. Έπιασα δουλειά σε ελληνικό εστιατόριο και εκεί γνώρισα τον Πήτερ. Ο Πήτερ είναι τραπεζικός υπάλληλος, έχει πολλά λεφτά, παντρευτήκαμε και κάναμε δύο παιδιά. Το μικρότερο είναι δέκα χρονών και το μεγαλύτερο δεκαπέντε».
«Δεν φαίνεται να έζησες τη μεγάλη περιπέτεια που ζητούσες και δεν μπορούσα να σου προσφέρω εγώ» της είπα.
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, τα δάκρυα έτρεχαν βουβά από τα μάτια της. «Ποτέ δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ, δεν είχα κανένα σκοπό να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά έπρεπε να τακτοποιήσω κάτι κληρονομικά και να ‘μαι…» είπε.
Η Σοφία ήταν όλο λόγια, τελικά. Έκανε αυτά που κορόιδευε για να επιβιώσει και τώρα με παρακαλάει να μην την πάρω μαζί μου. Όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν την ελπίδα να επιβιώσουν, σου φαίνεται σωστό να την κρατάς εσύ, πιστεύοντας ότι είσαι καλύτερος από αυτούς;
Εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. «Σοφία, μ’ αγάπησες ποτέ;» τη ρώτησα.
«Πιστεύεις ότι είναι η κατάλληλη ώρα να το συζητήσουμε;» μου είπε εκνευρισμένη. Ο φόβος είχε φύγει όλος από τα μάτια της και είχε εκείνο το βλέμμα που έπαιρνε, όταν ήθελε να με τουμπάρει. «Απενεργοποίησε τη βόμβα και πάμε κάπου να το συζητήσουμε» μου είπε με τεχνητά τσαχπίνικο ύφος.
Κοίταξα τους ανθρώπους γύρω μου. Τα πρόσωπά τους είχαν φωτιστεί με ελπίδα ότι θα τη γλιτώσουν, τόσο από την σκηνή με τη Σοφία, όσο και από τους μπάτσους, που ετοιμάζονταν για έφοδο. Στους τοίχους, αφίσες με χαρούμενους οικογενειάρχες να σφίγγουν το χέρι του τραπεζικού που τους χορήγησε το πολυπόθητο δάνειο, για να ξεχρεώσουν το προηγούμενο δάνειο, το οποίο είχαν πάρει για να αγοράσουν σπίτι. Κοίταξα τη Σοφία μέσα στα μάτια. Προσπάθησα να νιώσω κάτι, αλλά μάταια. «Εμείς τελειώσαμε» της είπα.
Τρία, δύο, ένα.
Βαγγέλης Κατσιφός
«Εμείς τελειώσαμε» μου είπε σε μια καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, ενώ εγώ κοίταζα έξω από το παράθυρο τον αέρα να λυσσομανάει. Αν δεν μπορείς να κάνεις τον έρωτα να μείνει, είναι καλύτερα να σωπαίνεις, να μη μιλάς και αυτό έκανα. Η Σοφία συνέχισε να μιλάει, μάλλον στήριζε την απόφασή της με επιχειρήματα, αλλά εγώ έβλεπα απλά το στόμα της ν’ ανοιγοκλείνει, δεν άκουγα τίποτα.
Παρατηρούσα τα μακριά καστανά της μαλλιά, τα αμυγδαλωτά της μάτια, την ελίτσα πάνω από το δεξί της φρύδι, τα κόκκινα σαρκώδη χείλη και το λευκό της δέρμα, που παλλόταν από τον εκνευρισμό.
Έλεγα ότι δε θα ξαναδώ αυτό το προσωπάκι και θα μου λείψει ρε γαμώτο, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο· είχα κάνει πολλά λάθη σ’ αυτή τη σχέση και λυπόμουν πολύ, που ύστερα θα γύριζα σπίτι μόνος, θα αναζητούσα παρηγοριά στον Τζόνι και θα γινόμουν λιώμα, όπως έκανα πάντα, όταν τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχο. Είναι στιγμές, που το ένστικτο επιβίωσης πέφτει στο μηδέν, και αυτή ήταν η δική μου στιγμή, πριν από περίπου είκοσι χρόνια.
Σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, σαράντα εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναέβλεπα τη Σοφία, και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μετά το χωρισμό μας, η Σοφία πήγε σε κάποια χώρα της βόρειας Ευρώπης και εγώ συνέχισα τη ζωή μου, που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Η δουλειά μου στην εμπορική εταιρεία ήταν χαμηλόμισθη και γεμάτη προσβολές, οι φίλοι μου ήταν από εκείνους τους φίλους που κάνουν μόνο για ιστορικά μεθύσια και οι γυναίκες που μου έκαναν παρέα ήταν από εκείνες τις γυναίκες που κάνουν μόνο για παιδιά. Και μετά ήρθε η Κρίση. Οι φίλοι μου έπεσαν σε κατάθλιψη και τα μεθύσια δεν είχαν πια πλάκα. Όλοι άρχισαν να ασχολούνται με την πολιτική και να λένε περισσότερες βλακείες, απ’ όσες μπορεί κανείς ν’ αντέξει. Ο ήδη χαμηλός μισθός μου χαμήλωνε όλο και περισσότερο, μέχρι που ήρθε η απόλυση. Ο γενικός διευθυντής με κάλεσε στο γραφείο του λίγο πριν σχολάσω. Ήξερα τι με ήθελε, γιατί είχαν περάσει και άλλοι πριν από εμένα.
«Είσαι από τους καλύτερους υπαλλήλους» μου είπε. «Αλλά…» συνέχισε και εγώ ήξερα πως ό,τι ακούγεται πριν το αλλά είναι ψέματα, «…Καταλαβαίνεις ότι η εταιρεία έχει ανάγκη από καινούριο προσωπικό, πρέπει να ανανεωθεί».
«Θα μπορούσα να επιμορφωθώ, να μάθω καινούρια πράγματα» του είπα αδιάφορα, έτσι για να πω κάτι.
«Ξέρεις,» μου είπε χωρίς να με κοιτάζει, «εδώ δεν παίζει κανένα ρόλο η επιμόρφωση, δεν είμαστε και τίποτα επιστήμονες, τρόφιμα πουλάμε. Απλά θέλουμε να ανανεώσουμε το προσωπικό. Ξέρεις ότι αν πάρουμε νέους με κάρτα ανεργίας, μπορούμε να τους δίνουμε το ένα τρίτο του δικού σου μισθού;»
«Κάτι έχω ακούσει» του απάντησα.
Πήγε να μου δώσει το χέρι κι εγώ σκεφτόμουν ότι μάλλον δε θα ξαναβρώ δουλειά, είχα σαρανταρίσει και δε συνέφερε καμία εταιρεία να με προσλάβει. Έκανα να του ανταποδώσω τη χειραψία αλλά μετάνιωσα και γύρισα απότομα την πλάτη. Τράβηξα αμέσως για το λογιστήριο· είχε κλείσει, θα πήγαινα την επόμενη μέρα. Μετά την απόλυσή μου αποτραβήχτηκα, δεν ήθελα να δω κανένα και ζούσα αποφεύγοντας οποιονδήποτε και οτιδήποτε, σαν να ήμουν ο μόνος ζωντανός σε μια πόλη γεμάτη ζόμπι ή αντίστροφα. Αν είχα τη Σοφία, θα έβρισκα παρηγοριά. Αν είχα τη Σοφία, θα είχα περισσότερη χαρά.
Τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, τριάντα εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναέβλεπα τη Σοφία σ’ εκείνην την τράπεζα. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Όσο και αν τον πολεμάς με κρέμες και υγιεινή διατροφή, αφήνει σημάδια μη αναστρέψιμα πάνω σου, σού υπενθυμίζει συνέχεια ότι είσαι θνητός και επομένως αναλώσιμος. Το κοριτσάκι με το απαλό λευκό δέρμα είχε γίνει γυναίκα που κάλυπτε τις ρυτίδες με μπόλικο μακιγιάζ. Τα πλούσια καστανά της μαλλιά ήταν πλέον ξανθά και κοντά. Το μακιγιάζ δεν κατάφερνε να κρύψει τις σακούλες κάτω από τα αμυγδαλωτά της μάτια και είχε παχύνει λίγο αλλά της πήγαινε. Εκείνο που δεν της πήγαινε καθόλου όμως, ήταν τα χοντροπάπουτσά της· η Σοφία ποτέ δεν είχε γούστο στα παπούτσια.
«Σοφία, εσύ είσαι; Δεν το πιστεύω!»
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια της. Πήγε κάτι να πει, αλλά από το στόμα της έβγαιναν μόνο φωνήεντα. Η Σοφία ήταν πάντα ετοιμόλογη αλλά το σαρανταπεντάρι περίστροφο που κρατούσα, ο ωρολογιακός εκρηκτικός μηχανισμός, που μετρούσε αντίστροφα, και το γεγονός ότι εγώ ήμουν αυτός που την είχε δέσει μαζί με τους άλλους πελάτες και υπαλλήλους της τράπεζας, προτού ενεργοποιήσει τη βόμβα, μάλλον την ξεπερνούσε. Όταν διαπιστώνεις ότι κάποιος που έχεις να δεις καιρό άλλαξε, τον αντιμετωπίζεις πλέον, σαν να ήταν κάποιος που γνωρίζεις για πρώτη φορά;
Είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, είκοσι εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. «Σοφία, με πετυχαίνεις σε περίεργη στιγμή» της είπα.
Ήταν περίεργο, αλλά δεν ένιωσα τίποτα, όταν την είδα. Τον τελευταίο καιρό δεν ένιωθα τίποτα, δεν είχα κανένα συναίσθημα, ήμουν στα πάντα απαθής, λες και κάποιος μου είχε κλέψει την ψυχή. Τη Σοφία όμως, τη σκεφτόμουν συχνά. Όταν πήγα στο Μενίδι για ν’ αγοράσω εκείνο το σαρανταπεντάρι, σκεφτόμουν τη Σοφία. Το ίδιο και όταν γνώρισα εκείνο τον Αφγανό που μου έμαθε πώς να φτιάξω τον εκρηκτικό μηχανισμό. Η Σοφία μού ήρθε στο μυαλό, όταν ο κλητήρας αυτής της τράπεζας πέρασε από το σπίτι μου και μού κοινοποίησε το κατασχετήριο, γιατί, λέει, ήμουν ασυνεπής στις πληρωμές προς το Δημόσιο.
Όχι ότι δεν ήμουν· προσπάθησα πολύ να είμαι αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί το ταμείο ανεργίας δεν έφτανε να χορτάσει μαζί το κορμί και το μυαλό μου. Έπρεπε να διαλέξω ή ψωμί και νερό για να πληρώνω τους φόρους ή να μην πληρώνω τους φόρους και να κάνω ό,τι θέλω μέχρι την τελευταία δεκάρα που μου έμενε.
Και να, βρέθηκα εκεί, στην τράπεζα που μου έπαιρνε το σπίτι, απειλώντας τους πάντες ότι, αν δεν αποσυρόταν η κατάσχεση σε μία ώρα, θα γινόμασταν όλοι μαζί παρελθόν. Λένε πως όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου. Μπορεί το σύμπαν να σε βοηθήσει αν η μεγαλύτερη επιθυμία σου είναι να μην είχες γεννηθεί;
Δεκαεννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, δεκαεννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, δεκαεννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. Μάλλον την είχα ξεπεράσει τη Σοφία, γι’ αυτό δεν ένιωσα τίποτα, όταν την είδα. Πάντα μού έλεγε ότι δεν είχα σχέδιο, ότι δεν κρατούσα τη ζωή στα χέρια μου και αντιμετώπιζα παθητικά τα πράγματα, ότι ο κόσμος δε με υπολόγιζε. Τώρα όμως, το σχέδιό μου να μπω στην τράπεζα και να ακινητοποιήσω υπαλλήλους και πελάτες, είχε πετύχει. Είχα το πάνω χέρι στη ζωή μου αλλά και στη ζωή τόσων ανθρώπων γύρω μου, οι οποίοι δε με κοιτούσαν καθόλου αδιάφορα. Το μόνο που δεν είχα υπολογίσει ήταν πώς θα έβγαινα, αλλά αυτό δε μείωνε καθόλου την επιτυχία του σχεδίου μου.
Γύρισα και την κοίταξα, με κοίταξε και αυτή μέσα στα μάτια. «Άσε με να φύγω, σε παρακαλώ, έχω παιδιά» μου είπε.
«Τι έγινε, βρήκες τον μίστερ Πέρφεκτ;» την ειρωνεύτηκα.
Έσκυψε το κεφάλι και μου είπε: «Μετά το χωρισμό μας πήγα στη Γερμανία, σε κάτι συγγενείς μου στο Μόναχο. Δεν είχα τίποτα να κάνω εδώ. Έπιασα δουλειά σε ελληνικό εστιατόριο και εκεί γνώρισα τον Πήτερ. Ο Πήτερ είναι τραπεζικός υπάλληλος, έχει πολλά λεφτά, παντρευτήκαμε και κάναμε δύο παιδιά. Το μικρότερο είναι δέκα χρονών και το μεγαλύτερο δεκαπέντε».
«Δεν φαίνεται να έζησες τη μεγάλη περιπέτεια που ζητούσες και δεν μπορούσα να σου προσφέρω εγώ» της είπα.
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, τα δάκρυα έτρεχαν βουβά από τα μάτια της. «Ποτέ δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ, δεν είχα κανένα σκοπό να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά έπρεπε να τακτοποιήσω κάτι κληρονομικά και να ‘μαι…» είπε.
Η Σοφία ήταν όλο λόγια, τελικά. Έκανε αυτά που κορόιδευε για να επιβιώσει και τώρα με παρακαλάει να μην την πάρω μαζί μου. Όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν την ελπίδα να επιβιώσουν, σου φαίνεται σωστό να την κρατάς εσύ, πιστεύοντας ότι είσαι καλύτερος από αυτούς;
Εννέα λεπτά και πενήντα εννέα δευτερόλεπτα, εννέα λεπτά και πενήντα οκτώ δευτερόλεπτα, εννέα λεπτά και πενήντα επτά δευτερόλεπτα. «Σοφία, μ’ αγάπησες ποτέ;» τη ρώτησα.
«Πιστεύεις ότι είναι η κατάλληλη ώρα να το συζητήσουμε;» μου είπε εκνευρισμένη. Ο φόβος είχε φύγει όλος από τα μάτια της και είχε εκείνο το βλέμμα που έπαιρνε, όταν ήθελε να με τουμπάρει. «Απενεργοποίησε τη βόμβα και πάμε κάπου να το συζητήσουμε» μου είπε με τεχνητά τσαχπίνικο ύφος.
Κοίταξα τους ανθρώπους γύρω μου. Τα πρόσωπά τους είχαν φωτιστεί με ελπίδα ότι θα τη γλιτώσουν, τόσο από την σκηνή με τη Σοφία, όσο και από τους μπάτσους, που ετοιμάζονταν για έφοδο. Στους τοίχους, αφίσες με χαρούμενους οικογενειάρχες να σφίγγουν το χέρι του τραπεζικού που τους χορήγησε το πολυπόθητο δάνειο, για να ξεχρεώσουν το προηγούμενο δάνειο, το οποίο είχαν πάρει για να αγοράσουν σπίτι. Κοίταξα τη Σοφία μέσα στα μάτια. Προσπάθησα να νιώσω κάτι, αλλά μάταια. «Εμείς τελειώσαμε» της είπα.
Τρία, δύο, ένα.
Βαγγέλης Κατσιφός