Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 11)

10 Μαΐου, πέντε μέρες μετά.

               Η Αρετή είχε ειδοποιηθεί από τον πατέρα του Αλέξανδρου, αφού η μητέρα του δεν ήταν σε θέση να το κάνει. Στην ουσία ούτε που την ενδιέφερε, έτσι κι αλλιώς την είχε αντιπαθήσει από την πρώτη κιόλας στιγμή που της την είχε γνωρίσει ο γιος της.
               «Πού τον έχουν;» έκανε η κοπέλα κοντανασαίνοντας.
               Ο Αντώνης την έπιασε από τους ώμους. «Χειρουργείται κορίτσι μου, χειρουργείται. Δεν έχουμε ακόμη καμία ενημέρωση!»
               Ο χειρουργός έκανε νόημα να του σκουπίσουν τον ιδρώτα από το μέτωπο. Δεν αισθανόταν πλέον σίγουρος για τίποτα. Οι παλμοί ήταν οριακοί και η επέμβαση εξελισσόταν σε πολύ χρονοβόρα. Το ρίσκο ήταν μεγάλο μα έπρεπε να παρθεί «Ή όλα ή τίποτα...» μουρμούρισε πιάνοντας το νυστέρι.
               «Ανόητο ανθρωπάκι, έχεις κι εσύ το "σύνδρομο του Θεού", ε;» φώναξε χαιρέκακα η σκοτεινή σκιά καθώς έγλυφε ηδονικά το σβέρκο του γιατρού με τη διχαλωτή της γλώσσα.
               Η λευκή σκιά προσπαθούσε εναγωνίως να ανατρέψει την κατάσταση, αφού το θανατικό βρισκόταν προ των πυλών. Κάποια στιγμή κατάφερε να ακινητοποιήσει τη μαύρη σκιά, η οποία άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε σαν δαιμονισμένη. Και εκεί που νόμιζε πως όλα έβαιναν καλώς, η απεσταλμένη του Χάροντα της ξέφυγε.
Αιωρούμενη πάνω από τον Αλέξανδρο τίναζε προκλητικά τις μέχρι πρότινος αθέατες φτερούγες της. Το μήκος τους έδινε την αίσθηση ότι μπορούσαν να κλείσουν ολάκερη την πλάση μες τη θανατηφόρα αγκαλιά τους.
               «Οξυγόνο, οξυγόνο... τον χάνουμε...» ο χειρουργός είχε πανικοβληθεί. Η έλλειψη ψυχραιμίας έγινε αντιληπτή σε όλους.
               «Λοιπόν, διάλεξε ή το παιδί ή τον Αλέξανδρο».
               «Όχιιιιι το παιδί μου!!! Άρηηηηη μουυυυυ!»
               Στο διπλανό δωμάτιο ο πεντάχρονος Άρης υπέκυπτε στα βαριά τραύματα του. Η μητέρα του κατέρρεε μπροστά στις νοσοκόμες. Ο χειρουργός χαμογελούσε... Επέμβαση επιτυχής... Πού να ‘ξερε τι παζάρι είχε παιχτεί ανάμεσα σε ζωή και θάνατο!
               Έξω στον διάδρομο, οι γονείς ήταν καθισμένοι στα πλαστικά καθίσματα, σκυμμένοι και πιασμένοι χέρι - χέρι, ενώ η Αρετή βημάτιζε πάνω κάτω μιλώντας στο τηλέφωνο και χειρονομώντας νευρικά. Η ασθενική κράση της Φαίης δοκιμάζονταν καθώς επαναλάμβανε από μέσα της συνέχεια προσευχές. Ο Αντώνης, αυτός ο γηραιός συνταξιούχος καθηγητής, διατηρούσε όσο μπορούσε την ψυχραιμία του. Ήξερε πως ο γιος του ήταν αγωνιστής, πως δε θα τα παρατούσε και πως στο τέλος θα έβγαινε νικητής.
               Η  πόρτα του χειρουργείου άνοιξε και φάνηκε ο γιατρός. Αμέσως οι γονείς πετάχτηκαν και σχεδόν τον άρπαξαν από τη λευκή του φόρμα.
               «Το παιδί μου γιατρέ!» σπάραξε η μάνα του «Πως είναι το παιδί μου;»
               «Ησυχάστε, τους καθησύχασε. Η εγχείρηση πέτυχε και τώρα είναι σε καταστολή. Το πρώτο εικοσιτετράωρο είναι κρίσιμο, μα πιστεύω πως ξεφύγαμε τον κίνδυνο».
               Η Φαίη έπεσε στην αγκαλιά του Αντώνη κλαίγοντας από χαρά ενώ η Αρετή ήρθε και αυτή δίπλα τους. Διατηρούσε την πνευματική της ετοιμότητα και έλεγχε τις αντιδράσεις της. Ήξερε πως εν μέρει η κατάσταση του οφείλονταν σε εκείνη, μα δεν ένιωθε τύψεις. Είχε μάθει στη ζωή της, πως όλα είναι ψυχροί υπολογισμοί, ήταν κάτι σαν συναισθηματική αναπηρία. Περισσότερο λοιπόν από υποχρέωση, παρά από κάποια κρίση συνείδησης, πλησίασε τον χειρούργο και του είπε «Ότι χρειαστεί γιατρέ, μην διστάσετε».
               «Πότε θα μπορούσαμε να τον δούμε;» είπε ο Αντώνης.
               «Καλύτερα αύριο. Σήμερα ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί».
               Η Φαίη θέλησε να του φιλήσει τα χέρια. Μουρμούριζε από μέσα της «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ». Η Αρετή, αφού δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω, τους χαιρέτησε τυπικά και αποχώρησε.
               «Πάμε και εμείς γλυκιά μου» είπε ο Αντώνης στην γυναίκα του μα εκείνη ήταν κάθετη.
               «Πήγαινε εσύ, εγώ θα μείνω εδώ».
               Και ήταν τέτοιος ο τόνος στη φωνή της που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Σαν έφυγαν λοιπόν όλοι και έμεινε μόνη, κατέβηκε στον κάτω όροφο, στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και με δακρυσμένα μάτια την ευχαρίστησε για τον γιο της. Γονάτισε εκεί μπροστά της, έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να προσεύχεται σιωπηλή. Δίπλα της, γονατιστή και εκείνη, μια νεαρή γυναίκα, με ένα μαντίλι για να κρύβει το γυμνό της κεφάλι, προσεύχονταν και αυτή στην Χάρη της.


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου