Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 12)

Είχε μόλις αρχίσει να νυχτώνει όταν το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Χιλιάδες Ναζί έκαναν επιδρομή στις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία απ’ άκρη σ’ άκρη της Γερμανίας. Φοιτητές με κάρα και φορτηγά κουβάλησαν χιλιάδες βιβλία, μεταξύ αυτών και έργα επιφανών Γερμανών συγγραφέων, ποιητών και φιλοσόφων. Οι ίδιοι φοιτητές που είχαν καθαρίσει από καιρό τις δημόσιες βιβλιοθήκες από έργα με εχθρική προς το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ιδεολογία.
               Η ενέργεια πραγματοποιήθηκε ως τελετουργία. Άναψαν φωτιές και τα βιβλία έφθασαν με αμαξίδια υπό τους ήχους των ταμπούρλων. Εξέχοντες άντρες του ναζιστικού καθεστώτος, πάνω σε εξέδρες, παραληρηματικά σχεδόν, πρόφεραν ιδιαίτερα λόγια και μεγαλόσχημες φράσεις μπροστά από την πυρά.
               Μπροστά σε εβδομήντα χιλιάδες ανθρώπους που είχαν μαζευτεί στην πλατεία της Όπερας του Βερολίνου, πραγματοποίησαν βραδινές πορείες κρατώντας πυρσούς και τραγουδώντας ύμνους πέταξαν τα βιβλία σε μεγάλες πυρές. Μπορούσες να δεις ανάμεσά τους ειρηνιστές, σοσιαλιστές και Εβραίους συγγραφείς που όμως ήταν ανίκανοι να αντιδράσουν, φοβούμενοι. Οι εργαζόμενοι στις βιβλιοθήκες, οι καθηγητές αλλά και ο φοιτητικός κόσμος δεν αντέδρασαν, ακόμη κι αν δεν συμμετείχαν ενεργά.
               Στην πλατεία αυτή, μπροστά στο κτίριο του Πανεπιστημίου Χάμπολντ, είκοσι χιλιάδες  βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά. Όλο το βράδυ, βιβλία των Σίγκμουντ Φρόιντ, Χάινριχ Μαν, Κουρτ Τουχόλσκι, Καρλ Κάουτσκι, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Εριχ Κέστνερ, Καρλ φον Οσιέτσκι, Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, Φραντς Βέρφελ, Αρνολντ Τσβάιχ και Στέφαν Τσβάιχ γινόταν στάχτη.
               Στο βάθρο τώρα είχε ανέβει ο ναζιστής φοιτητής Χέρμπερτ Γκούτγιαρ, μόλις 23 χρονών, κι έβγαζε μια σύντομη ομιλία γεμάτη μίσος.
               «Παραδίδω στην πυρά ότι είναι αντιγερμανικό!» είπε, με το πλήθος να τον επιδοκιμάζει και να τον χειροκροτεί.
               Κάτω από την εξέδρα και σε εμφανή θέση, ο Τόμας και ο Μαξ, μαζί με τον Καρλ και τη Σιμόν, παρακολουθούσαν ευχαριστημένοι και γεμάτοι περηφάνια αυτό που συντελούνταν μπροστά τους. Η Σιμόν κοιτούσε με απέχθεια το έγκλημα που διαπράττονταν μπροστά στα μάτια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το μίσος είχε τυφλώσει τους ανθρώπους ώστε να φτάσουν σε αυτό το σημείο και καταλάβαινε πως αυτό θα ήταν μόνο η αρχή μιας σειράς θλιβερών, ίσως και τρομακτικών γεγονότων. Δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί τον καημένο της τον Αντόν. Έριξε μια ματιά γεμάτη αηδία στον Καρλ που καθόταν δίπλα της, φορώντας τη στρατιωτική του στολή, με ύφος αλαζονικό μα και επιβλητικό ταυτόχρονα. Τον μισούσε για όλα αυτά που πρέσβευε, μα περισσότερο γιατί θα ήταν η αιτία που θα χώριζε για πάντα από τον έρωτα της ζωής της.
               Εκείνος πάλι, έκρυβε πολύ καλά κάτω από το υπεροπτικό του βλέμμα μυστικές σκέψεις που του βάραιναν τη ψυχή. Ο πατέρας του του είχε ανακοινώσει τα σχέδια που είχε για τον επικείμενο αρραβώνα στον οποίο ο ίδιος ήταν εντελώς αντίθετος, μα δεν τόλμησε να το παραδεχτεί. Μέσα του γιγαντώνονταν μια πάλη καθώς δεν μπορούσε, όσο κι αν ήθελε, να αρνηθεί την κρυφή του φύση. Το ναζιστικό ιδεώδες και ο τρόμος που του ενέπνεε η φιγούρα του πατέρα του, τον είχαν μεταμορφώσει σε ένα ψυχρό, μισαλλόδοξο και επικίνδυνο πλάσμα.
               Γύρισε και κοίταξε τη Σιμόν. Διέκρινε τη θλίψη στο βλέμμα της και την οργή στα σφιγμένα της χείλη. Άπλωσε να της πιάσει το χέρι μα εκείνη δίχως να γυρίσει, το τράβηξε προκαλώντας του μένος. Έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί «Πάρ’ το απόφαση! Είτε με το καλό, είτε με το άγριο, θα γίνεις δική μου!»
               Του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια. Τα μάτια του ήταν γεμάτα κακία, το ύφος του είχε κάτι που της προκαλούσε φρίκη.
               «Προτιμώ να πεθάνω» του είπε άγρια.
               Ο Καρλ γύρισε προς τα εμπρός και είπε με μία ζοφερή ψυχραιμία, κάτι που της προκάλεσε ανατριχίλα «Το ένα, δεν αποκλείει το άλλο...»
               Την έπιασε πανικός. Δίχως να πει σε κανέναν τίποτα σηκώθηκε και έφυγε, παρά τις φωνές του πατέρα της να γυρίσει πίσω. Πέρασε με δυσκολία ανάμεσα στο φρενιασμένο πλήθος και όταν έφτασε σε μια ανοιχτωσιά στάθηκε να πάρει αέρα. Ένιωθε πως πνιγόταν και δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή. Κάθισε σε ένα πεζούλι και βάζοντας το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της, έβαλε τα κλάματα.


Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου