Ο Αλέξανδρος έφτασε στο σπίτι της Σιμόν. Είχε
πάρει την απόφαση να μείνει εκεί πια· το παλιό του διαμέρισμα θα το ξενοίκιαζε.
Τούτο το σπίτι τον βόλευε. Ήταν μεγαλύτερο, άνετο, πιο κοντά στη δουλειά του
και στην περιοχή των προαστίων, πράγμα που σήμαινε περισσότερη ησυχία και
ασφάλεια.
Ακούμπησε τον σάκο με τα πράγματά του στην
κρεβατοκάμαρα που είχαν σαν δωμάτιο ξένων. Έκανε έναν γύρο το σπίτι, φανερά
ικανοποιημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων και άρχισε να σκέφτεται πως θα
μπορούσε να ξεκινήσει την – και καλά – ανακαίνιση αυτού του παλιού σπιτιού. Δε
χώραγε καθυστέρηση· από το σχολείο είχε πάρει μια γερή αναρρωτική άδεια· θα
ξεκινούσε αυτή τη στιγμή κιόλας.
Έβαλε τα χέρια στη μέση προσπαθώντας να αποφασίσει
από πού θα ξεκινούσε πρώτα. Το βλέμμα του στάθηκε στη σκιερή γωνία, σε αυτό το
κακόγουστο μικρό έπιπλο που αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε. Πλησίασε
να το εξετάσει καλύτερα, μήπως και καταλάβει τον λόγο που του γεννούσε αυτή την
αντιπάθεια. Ίσως με ένα καλό τρίψιμο, ένα βάψιμο κι ένα λούστρο κατόρθωνε να το
σουλουπώσει. Μια και δεν ήταν ογκώδες, εκτίμησε ότι θα κατάφερνε να το σύρει
στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ο παππούς Αλέξης είχε μια αποθήκη με τα
εργαλεία του και τη χρησιμοποιούσε σαν εφεδρικό εργαστήριο για τις μικροδιορθώσεις
του.
Έπιασε το έπιπλο από κάποιες εσοχές στην πρόσοψή
του και τράβηξε με όση δύναμη του επέτρεπε η κατάσταση του. Το σημείο από όπου
το είχε πιάσει ξαφνικά υποχώρησε και βρέθηκε ξαπλωμένος στο πάτωμα. Έβγαλε μια
κραυγή πόνου. Μάζεψε ό,τι δυνάμεις είχε, έκανε μια προσπάθεια και ανασηκώθηκε
βαρυγκωμώντας.
Παρατήρησε πως το κομμάτι που είχε φύγει ήταν στην
πραγματικότητα ένα συρτάρι, πιθανόν φρακαρισμένο. Το ενδιαφέρον όμως σημείο
ήταν το περιεχόμενό του. Γεμάτος περιέργεια, πλησίασε και μάζεψε ένα μεταλλικό
κουτί. Ήταν βαρύ, με μια μπρούτζινη απόχρωση και ανάγλυφα περίτεχνα σχέδια.
Προσπάθησε να το ανοίξει μα ήταν κλειδωμένο. Τότε
ξαφνικά θυμήθηκε. Έψαξε στις τσέπες του για το κλειδί εκείνο που είχε βρει στην
πολυθρόνα της και ίσως να προοριζόταν για αυτό το κουτί. Όντως, το χρυσό κλειδί
γλίστρησε απαλά μέσα στην τρύπα και γύρισε χωρίς κόπο. Το εσωτερικό του ήταν
επενδυμένο με κόκκινο βελούδο και στον πάτο ακουμπισμένο ένα χαρτί με το
νούμερο 1005977 γραμμένο με τον γνωστό καλλιγραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς του.
Έξυσε το κεφάλι του παραξενεμένος. Άλλο πάλι και
τούτο. Η Σιμόν όπως ανακάλυπτε, είχε πολλά μυστικά που περίμεναν να φανερωθούν.
Πριν προλάβει όμως να το σκεφτεί καλά - καλά, ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.
Ακούμπησε το κουτί και το χαρτί πάνω στο έπιπλο και άνοιξε. Μπροστά στα
έκπληκτα μάτια του, στεκόταν η Χαρά.
«Καλημέρα!» του είπε με το γνωστό χαμογελαστό της
πρόσωπο.
Διέκρινε το αμήχανο και έκπληκτο βλέμμα του και
αποφάσισε να δικαιολογηθεί «Μου είπε η μητέρα σας πως θα σε έβρισκα εδώ. Ήμουν
στη γειτονιά και είπα να περάσω να ρωτήσω τι κάνεις. Μήπως ενοχλώ;»
«Όχι, όχι!» είπε ο Αλέξανδρος «Πέρνα μέσα».
Την οδήγησε στο σαλόνι.
«Συγχώρα με για την ακαταστασία, μα μόλις σήμερα
μετακόμισα εδώ. Βλέπεις, το σπίτι αυτό το κληρονόμησα από τη γιαγιά μου».
«Όμορφο είναι».
«Ναι, όντως. Θα φτιάξω καφέ, θέλεις;»
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ο Αλέξανδρος
γύρισε με δυο κούπες αχνιστού καφέ. Της έδωσε τη μια και κάθισε απέναντί της.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε «Πως είσαι;»
«Πονάω, αλλά θα ζήσω».
Δάγκωσε τη γλώσσα του μόλις το ξεστόμισε. Για
κάποιο λόγο αυτό που είπε του φάνηκε εντελώς ανάρμοστο για την περίσταση.
«Λυπάμαι» είπε μασώντας τα λόγια του « Ήθελα να
πω…»
Του χαμογέλασε «Μην απολογείσαι. Έχω συμβιβαστεί
με την ιδέα πια. Δε λυπάμαι. Ίσα - ίσα που τώρα έχω κάθε λόγο να χαίρομαι κάθε
μέρα της ζωής μου ξεχωριστά».
Την κοίταξε παραξενεμένος «Θέλει πολύ κουράγιο για
να το κάνεις αυτό».
Η Χαρά δεν απάντησε. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ
της.
«Και οι γιατροί τι λένε;»
Ανασήκωσε τους ώμους της «Εννοείς πόσος χρόνος μου
μένει;»
Ο Αλέξανδρος ξεροκατάπιε. Αυτό εννοούσε, μα τώρα
που την άκουσε να το λέει, του φάνηκε πολύ άγαρμπο.
«Δε θέλω να ξέρω» του είπε «Δε θέλω να μετράω
αντίστροφα τις μέρες μου. Θέλω να τις ζω ελεύθερη κι όχι δέσμια της σκέψης πως
θα πεθάνω. Η ζωή είναι πολύ μικρή για τέτοιους περιορισμούς».
Σηκώθηκε και έκανε ένα γύρο στο σαλόνι. Έμεινε μπροστά
στο παράθυρο να κοιτά έξω «Ο πατέρας μου...» είπε με απλανές βλέμμα «...πέθανε
κι αυτός από καρκίνο, και το γεγονός με συνέτριψε. Ήμουν τόσο χάλια ψυχολογικά
που σκεφτόμουν ακόμα και την αυτοκτονία».
Γύρισε και τον κοίταξε. Του χάρισε ένα χαμόγελο «Συμβιβάστηκα
με την ιδέα του θανάτου. Όταν μου ανακοίνωσαν ότι έχω καρκίνο, απλά αποδέχτηκα
τη μοίρα μου στωικά».
«Δεν ξέρω τι να πω» είπε σιγά ο Αλέξανδρος.
«Αρκετά με μένα» έκανε με εύθυμο τόνο η Χαρά «Υποτίθεται
ότι ήρθα για να μάθω τα δικά σου νέα, όχι να σου κλαυτώ».
Χαμογέλασαν και οι δύο. Πριν προλάβει να ανοίξει
το στόμα του, ακούστηκαν ξανά χτυπήματα στην πόρτα.
«Συγγνώμη» της είπε και σηκώθηκε να ανοίξει.
Αυτή τη φορά δοκίμασε ακόμα πιο μεγάλη έκπληξη.
Ήταν η Αρετή.
«Μπορούμε να μιλήσουμε;» του είπε ψυχρά «Έχω μια
φωτογράφιση στις δώδεκα, οπότε έχω μια ώρα κενό».
«Δεν σε πιστεύω πως έχεις το θράσος να έρχεσαι ‘δώ».
«Αλέξανδρε να χαρείς, ενήλικες είμαστε, μπορούμε
να συζητήσουμε πολιτισμένα».
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Εξάλλου δεν είμαι
μόνος αυτή τη στιγμή».
Το πρόσωπο της Αρετής συννέφιασε «Τι εννοείς;»
είπε και ο τόνος της φωνής της φανέρωνε συγκρατημένη αγανάκτηση, ενώ ταυτόχρονα
προσπαθούσε να δει πάνω από τον ώμο του στο εσωτερικό του σπιτιού.
«Αυτό που κατάλαβες! Εμείς δεν έχουμε τίποτα να
πούμε».
Της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα αφήνοντας την
εμβρόντητη.
Η Xαρά ένιωσε κάπως αμήχανα.
«Η κοπέλα σου ήταν αυτή; Είναι
πράγματι εκθαμβωτική!»
«Δεν θέλω να μιλήσω γι' αυτήν.
Πες μου λοιπόν, τι δουλειά κάνεις;»
«Έκανα εννοείς... δεν είμαι πλέον σε θέση να
το κάνω. Ήμουν ταμίας σε ένα πολυκατάστημα με ικανοποιητικό μισθό. Μετά την
εκδήλωση της ασθένειας βρήκα όμως αλλού... καταφύγιο. Γράφω ποιήματα και
μυθιστορήματα. Μη φανταστείς ότι μπορώ να πλησιάσω τον Παπαδιαμάντη αλλά νομίζω
πως είμαι καλούτσικη. Να τώρα για παράδειγμα έχω ξεκινήσει "Τα μονοπάτια
της ντροπής". Μακάρι να προλάβω να το τελειώσω...»
Με κόπο συγκράτησε το χονδρό
δάκρυ που εμφανίστηκε στην κόγχη του αριστερού ματιού της. Ο άνδρας την πήρε
αγκαλιά χαρίζοντάς της ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.
«Μαζί θα τα καταφέρουμε δροσοσταλίδα
της άνομβρης ψυχής μου, μαζί...»
Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου