Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 16) Μαντάτα

Ο αέρας φύσαγε παγωμένος ανάμεσα από τα γυμνά δέντρα, παρασύροντας ξερά φύλλα στο διάβα του. Όμοιος με ουρλιαχτό, κατέβαινε από τα βουνά και έφερνε μαζί του πυκνή χιονόπτωση, την πρώτη για εκείνον τον χειμώνα, τους τελευταίους μήνες του 1445. Μακριά από το κάστρο, εκεί που το δάσος ήταν πυκνό, σχεδόν σκοτεινό, το χιόνι έμοιασε να σταματά το χρόνο.
Στο μεγάλο ξέφωτο είχε αρχίσει ήδη να το στρώνει και τα πουλιά είχαν σταματήσει προ πολλού να κελαηδούν. Ένας λαγός έτρεξε, αφήνοντας τις πατημασιές του πάνω στο φρέσκο χιόνι, και χώθηκε στο λαγούμι του, που βρισκόταν κοντά στη ρίζα μιας καστανιάς, η οποία οριοθετούσε το ξέφωτο.
Ακούστηκε ένα ανθρώπινο επιφώνημα δυσαρέσκειας που έσπασε την απόλυτη ησυχία.
«Ατυχία… Αυτός ο λαγός ήταν δικός μου!» γκρίνιαξε ψιθυριστά ο Μηνάς, που έκλεισε αμέσως το στόμα του μετά την αγκωνιά που έφαγε από το Χριστόφορο δίπλα του.
«Θα καταστρέψεις τα πάντα… Κλείσ’ το!» του ψιθύρισε έντονα εκείνος και γύρισε απότομα το βλέμμα του στο ξέφωτο.
Τα μάτια του ήταν τα μόνα που φαίνονταν από το κουκουλωμένο του κεφάλι: το τσουχτερό κρύο έκανε την κουκούλα και το κάλυμμα στο λαιμό και στο πρόσωπο απαραίτητα. Ξαπλωμένοι και οι δύο στο έδαφος, χωμένοι ανάμεσα στα δέντρα, φορούσαν και οι δύο ανοιχτόχρωμα ρούχα και με δυσκολία ξεχώριζαν από το χιονισμένο τοπίο.
«Έχουν αρχίσει να μουδιάζουν τα χέρια μου!» γκρίνιαξε ο Μηνάς και σάλεψε με δυσκολία.
«Υπομονή…» απάντησε βιαστικά, σχεδόν κόβοντας την ίδια του τη λέξη ο Χριστόφορος και αφουγκράστηκε προσεκτικά.
Ποδοβολητά έκαναν το έδαφος να τρέμει και ο καλπασμός ενός αλόγου ακουγόταν όλο και πιο κοντά, μαζί με το χαρακτηριστικό γρύλλισμα του αγριογούρουνου. Το σώμα του νεαρού αμέσως ξύπνησε και έσφιξε το τόξο στο χέρι του. Οι αισθήσεις του σε υπερδιέγερση, ζέσταναν αμέσως το κορμί του σε συνδυασμό με την έξαψη του κυνηγιού. Έπιασε βιαστικά ένα βέλος από την φαρέτρα του και έβγαλε το χειρόκτιό του με τα δόντια του για να τοποθετήσει το βέλος σωστά στο όπλο του.
«Είμαστε μακριά… Δεν θα πετύχει…» μουρμούρισε ο Μηνάς και έβγαλε το εγχειρίδιό του από το θηκάρι του, κρατώντας το κοντά του για να νιώσει ασφάλεια.
«Αμφισβητείς το σημάδι μου;» ψιθύρισε ο Χριστόφορος, δίχως να απομακρύνει το βλέμμα του από το ξέφωτο.
«Όχι, αλλά… Δεν ξέρω! Τα αγριογούρουνα είναι ύπουλα, επικίνδυνα!»
Ο Χριστόφορος έφερε το δάχτυλο στα χείλη του απότομα και ο Μηνάς σταμάτησε να μιλάει. Στο ξέφωτο εμφανίστηκε ένα αλαφιασμένο θηλυκό αγριογούρουνο, το οποίο σκόνταψε σε έναν κορμό μιας οξιάς που είχε σωριαστεί εκεί το περασμένο φθινόπωρο. Ο ξανθός νέος τέντωσε τη χορδή απότομα και σημάδεψε με προσοχή. Τα μάτια του είχαν μάθει πια να υπολογίζουν εύκολα τις αποστάσεις και τους στόχους και το τόξο «υπάκουε» σε όλες τις εντολές των χεριών του αμέσως.
Ενώ ήταν έτοιμος να απελευθερώσει το βέλος, ο Λουκάς Τζανέτος εμφανίστηκε επίσης στο ξέφωτο, επάνω στο άλογό του. Το σχέδιο ήταν να οδηγήσει το ζωντανό από τη φωλιά του στο συγκεκριμένο ξέφωτο, αφού θα το είχε εξαντλήσει πρώτα, εκεί όπου θα το περίμεναν ο Χριστόφορος με τον Μηνά.
Λες και δεν περίμενε ότι το ζώο θα σκόνταφτε κάποια στιγμή, ο Λουκάς ξαφνιάστηκε που το είδε ζαλισμένο και πεσμένο στη μέση του ξέφωτου και τράβηξε απότομα τα χαλινάρια του αλόγου του, σταματώντας απότομα την πορεία του. Το φαρί υπάκουσε αμέσως, μα το χιόνι δεν το βοήθησε να σταματήσει και γλίστρησε, κάνοντας τον Λουκά να χάσει τη ισορροπία του και να σωριαστεί στο έδαφος. Η ανάσα και των δύο νεαρών κόπηκε απότομα.
«Ρίξε, ρίξε, Δημήτριε!» φώναξε ο Μηνάς και πετάχτηκε όρθιος, σφίγγοντας το μαχαίρι του στη χούφτα του.
Το ζώο σηκώθηκε αργά επάνω και στράφηκε κατευθείαν προς τον πεσμένο άντρα, χτυπώντας απειλητικά τις οπλές στο έδαφος. Ο Τζανέτος έμεινε πεσμένος στα τέσσερα, με το κεφάλι σκυμμένο, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα το ζωντανό. To άλογό του πηγαινοερχόταν ανήσυχο πίσω του, ξεφυσώντας ζεστά σύννεφα τα χνώτα του.
Ο Μηνάς έκανε να τρέξει προς το μέρος του συναδέλφου του, αλλά το αγριογούρουνο έστρεψε το κεφάλι του απότομα κατά τη μεριά του και τα σουβλερά του δόντια άστραψαν απειλητικά. Πάγωσε στη θέση του και δεν κούνησε βήμα παραπέρα.
Ο Χριστόφορος ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Έπρεπε να πάρει την κατάσταση εκείνος υπό έλεγχο, γιατί αλλιώς το κυνήγι τους θα κατέληγε σε τραγωδία. Ο Μηνάς είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τα αγριογούρουνα είναι επικίνδυνα. Και όταν επρόκειτο για την επιβίωσή τους, όπως όλα τα ζώα, γίνονταν διπλά επικίνδυνα.
Με μια βαθιά ανάσα τράβηξε ξανά σταθερά τη χορδή στο τόξο του και έκλεισε το μάτι του για να σημαδέψει, στοχεύοντας το λαιμό του ζώου. Αν ήταν καλός τοξότης μόνο σε συνθήκες εκπαίδευσης, τότε δεν θα άξιζε τίποτα στο στρατό.
Ο Μηνάς τον κοίταξε απεγνωσμένα, μα ο Χριστόφορος δεν τον πρόσεξε. Τα δευτερόλεπτα φάνηκαν να κρατούν για ώρες, μέχρι να απελευθερώσει το βέλος από τα δάχτυλά του. Την τελευταία στιγμή το αγριογούρουνο πετάχτηκε μπροστά, κατά τον Τζανέτο, με αποτέλεσμα να λαβωθεί τελικά στην ωμοπλάτη και όχι στο λαιμό και να μουγκρίσει πονεμένα.
«Τώρα, Μηνά!» πετάχτηκε όρθιος και ο ξανθός νεαρός, τραβώντας το και το δικό του μαχαίρι από το ζωνάρι του.
Ο Μηνάς ξύπνησε από το λήθαργό του και έτρεξε θαρρετά προς το λαβωμένο θηρίο, ενώ ο Τζανέτος σηκώθηκε βιαστικά και πήδηξε κατευθείαν στο άλογό του, σε απόσταση ασφαλείας πια από τον κίνδυνο. Το μαχαίρι του Μηνά αποτελείωσε το θήραμά τους, ενώ ο Χριστόφορος ακούμπησε λαχανιασμένος στον κορμό της καστανιάς.
«Δόξα Σοι, Κύριε….» μουρμούρισε και έκανε αλαφιασμένα το σταυρό του. «Λουκά! Είσαι καλά;» φώναξε κατά τον καβαλάρη.
«Μια χαρά, μικρέ. Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω πώς θα ήμουνα!» απάντησε ανάλαφρα ο Τζανέτος και χτύπησε τη δεξιά γροθιά του στο σημείο της καρδιάς, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

«Μηνά, πώς και μουγκάθηκες;» γέλασε ο Χριστόφορος και πλησίασε το φίλο του, που βαριανάσαινε ταλαιπωρημένα.
«Άκου ερώτηση! Κοψοχολιάστηκα, άνθρωπέ μου!» γύρισε απότομα ο Μηνάς, κουνώντας τα χέρια νευρικά. «Στα καλά του καθουμένου να μας στείλει ένα γουρούνι!»
«Με τον Δημήτριο στο τόξο, δεν έχεις να φοβάσαι πια κατά πώς φαίνεται, Μηνά!» γέλασε ο Λουκάς και ξεπέζεψε. «Αν και του λόγου σου, καλός ήσουνα, κρύο αίμα είχες και έδρασες σωστά…» τον σκούντησε πειραχτικά με τον αγκώνα του.
«Εμ, τι, τόση ώρα στα χιόνια, κρύο αίμα δεν θα είχα;» γκρίνιαξε πάλι ο Μηνάς, κάνοντας τους άλλους δύο να ξεκαρδιστούν στα γέλια.


--


Ο Χριστόφορος ένιωθε πάντα υπερήφανος όταν ήταν καβάλα στο άλογό του. Ήταν μεν δανεικό από τον Φραγκιά, αλλά δεν έπαυε να του δίνει κύρος και περηφάνια σαν κυκλοφορούσε στο χωριό και ακόμα περισσότερο μέσα στην πολιτεία του κάστρου.
Τώρα ειδικά, που επέστρεφαν φορτωμένοι με το ακριβό τους κυνήγι, τα βλέμματα θαυμασμού ήταν ακόμα περισσότερα και οι χαιρετισμοί συνοδευόμενοι με κολακείες δεν σταματούσαν από όποιον συναντούσαν. Ο Χριστόφορος κατέβασε την κουκούλα του και ανέπνευσε τον καθαρό αέρα του βουνού με ευχαρίστηση.
Ήταν ήδη ενάμιση χρόνο με τους Φραγκιάδες και αισθανόταν ότι η ζωή του είχε μπει σε μια σειρά. Παραδεχόταν στον εαυτό του ότι ήταν πιο ευτυχισμένος από ό, τι είχε υπάρξει ποτέ στο μοναστήρι, η ζωή εκεί και τα πρόσωπα να μοιάζουν πλέον κάπως θολά, απόμακρα, σαν όνειρο. Η δουλειά, η συναναστροφή με λογής λογής κόσμο, οι πρώτες επαφές με το στρατό, τον είχαν αλλάξει και τον είχαν ωριμάσει. Πλέον ήξερε καλά την δύναμη που είχε η εμφάνισή του αν χρειαζόταν, ήξερε τις κοινωνικές συμβάσεις, είχε μυριστεί τις πονηριές και τις κακίες, αν και ακόμα δεν τις καταλάβαινε πλήρως, είχε μάθει μερικά από τα αντριλίκια του Μηνά και όλα αυτά προσπαθούσε να τα αφομοιώσει και να τα προσαρμόσει στον δικό του, ξεχωριστό χαρακτήρα. Δεν ήταν εύκολο, αλλά του άρεσαν όλα αυτά που μάθαινε και για αυτό ήταν πρόθυμος να προσαρμοστεί ακόμα καλύτερα.
«Δεν θα σταματήσει να χιονίζει σήμερα» πίεσε το άλογό του να προχωρήσει γρηγορότερα ο Μηνάς και πέρασε μπροστά από τους άλλους δύο.
«Ευτυχώς προλάβαμε να σκεπάσουμε τα ξύλα εχθές το βράδυ γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε να ανάψουμε την εστία σήμερα» κούνησε το κεφάλι ο Χριστόφορος, κοιτώντας τον φαιό ουρανό, που δεν σταμάταγε να ρίχνει παχιές χιονονιφάδες. «Λουκά, ξέρεις να τεμαχίσεις το ζώο; Εγώ παραδέχομαι δεν έχω ιδέα»
«Ξέρω, αλλά θα ξέρει και ο Φραγκιάς να μας βοηθήσει. Ήταν καλό κυνήγι για τα Χριστούγεννα, θα χορτάσουμε όλοι!» απάντησε ο Τζανέτος, που είχε φορτωμένο το θήραμά τους στα καπούλια του αλόγου του.
«Και η κυρά σου μαγειρεύει καλά, Τζανέτο, μήπως θα πρέπει να έρθουμε να το φάμε από τα χέρια της το κυνήγι, ε;» κορδώθηκε ο Μηνάς και γύρισε να κλείσει το μάτι στο Χριστόφορο.
«Πάντα είστε ευπρόσδεκτοι στο σπίτι μου, Μηνά. Αλλά την κυρά μου άστηνε ήσυχη» κούνησε το δάχτυλο απειλητικά ο Λουκάς και ο Χριστόφορος έβαλε τα γέλια.
«Άτακτος είσαι Μηνά, να δω πότε θα βάλεις μυαλό!» του είπε και σπιρούνιασε το άλογό του για να τον προσπεράσει.
Πλησίαζαν στο κάστρο και τα πρώτα, οικεία σπίτια είχαν φανεί. Μπροστά από το σπίτι της Καλλιόπης, ο Χριστόφορος ασυναίσθητα γύρισε να κοιτάξει. Τυλιγμένη σε ένα μάλλινο σάλι, η γυναίκα προσπαθούσε να φτυαρίσει την είσοδο του σπιτιού της. Σήκωσε το βλέμμα της στο άκουσμα των καλπασμών και τα μάτια της έμειναν στο Χριστόφορο, που της χαμογέλασε ζεστά. Του ανταπέδωσε και εκείνη το χαμόγελο και σήκωσε το χέρι να τον χαιρετήσει.
«Καλή σου μέρα, Καλλιόπη!» φώναξε ο Χριστόφορος και έγνεψε σε ένθερμο χαιρετισμό.
«Καλημέρα ξανθούλη, Μηνά! Και σε εσένα αυθέντη Τζανέτο» συμπλήρωσε κάπως πιο μαζεμένα η Καλλιόπη, καταπίνοντας τον ενθουσιασμό της μπροστά στον Λουκά. «Για κυνήγι είχατε βγει; Πω πω, κρέας που θα βγάλετε από τούτο!» αναφώνησε και τους πλησίασε όλο περιέργεια.
«Να ‘ναι καλά το σημάδι του ξανθούλη, που λες, Καλλιόπη…» γέλασε ο Μηνάς και σταμάτησε το άλογό του μπροστά από τη γυναίκα.
«Ξέρεις τις υπερβολές του Μηνά, Καλλιόπη. Ομαδική δουλειά ήταν» κούνησε το κεφάλι αργά ο Χριστόφορος, χαμογελώντας αμυδρά.
«Ξέρω, ξέρω... Εμπρός, προχωράτε να πάτε σπίτια σας με τούτον τον καιρό. Θα ξεπαγιάσετε εδώ έξω!»
«Έχει δίκιο η γυναίκα» μίλησε τελικά ο Τζανέτος. «Προχωράμε να πάμε στη φωτιά. Ώρα σου καλή, γυναίκα» της είπε, δίχως να την κοιτάξει και προχώρησε, ενώ ο Μηνάς τον μιμήθηκε, αφού όμως έκλεισε το μάτι στην Καλλιόπη.
Ο Χριστόφορος τούς κοίταξε που απομακρύνονταν και χαμογέλασε. Ο αέρας είχε κόψει και οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν αργά, νωχελικά, πάνω στο άλογό του, στα ρούχα του, στα σκούρα μαλλιά της Καλλιόπης. Έστρεψε το βλέμμα του σε εκείνη.
«Αυτός ο Μηνάς να δω πότε θα σταματήσει να μεγαλοπιάνεται» ανασήκωσε τους ώμους του, δίχως να χάσει το χαμόγελό του.
«Μάλλον όταν ανατείλει ο ήλιος από τη Δύση» ανασήκωσε και η γυναίκα τους ώμους της και γέλασε. «Όνειρα έχει και αυτός ο κακομοίρης, όπως κι εσύ…»
«Δεν έχεις και άδικο» σχολίασε κάπως πιο συγκρατημένα ο Χριστόφορος και έσκυψε το κεφάλι.
«Τι γίνεται με το στρατό; Μίλησε ο Τζανέτος για εσένα; Για να σε πάρουν;»
«Όχι ακόμα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είμαι έτοιμος. Αν δεν είμαι αρκετά καλός ακόμα;» αναρωτήθηκε φωναχτά και την κοίταξε στα μάτια.
Εκείνη του χαμογέλασε τρυφερά, κουνώντας το κεφάλι με δυσπιστία. Ο Χριστόφορος ξεπέζεψε και την πλησίασε.
«Είμαι σίγουρη ότι είσαι καλός. Και ότι θα καταφέρεις να γίνεις ο καλύτερος» του χάιδεψε το αξύριστο μάγουλό του.
«Δεν το νομίζω» της απάντησε με μια νότα θλίψης, δίχως να κατεβάσει το βλέμμα του.
«Αυτή είναι η διαφορά σου με τον Μηνά: εκείνος νομίζει ότι είναι ήδη ο καλύτερος και δεν προσπαθεί περισσότερο. Εσύ πάντα νομίζεις ότι δεν είσαι αρκετά καλός και όλο και παιδεύεσαι και όλο και προσπαθείς. Για αυτό πιστεύω ότι θα γίνεις ο καλύτερος από όλους αυτούς εκεί πέρα στο τέλος» του ψιθύρισε και έσφιξε περισσότερο το ρούχο της επάνω της.
«Σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου, Καλλιόπη. Ελπίζω να έχεις δίκιο… Θες να σε βοηθήσω με το φτυάρισμα;» της χαμογέλασε πλατιά.
«Όχι, όχι, ξανθούλη, σε παρακαλώ. Πήγαινε σπίτι σου να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου!»
«Έλα τώρα, Καλλιόπη, για να παγώσεις εσύ;»
Η Καλλιόπη αναστέναξε και κοίταξε κατά το σπίτι του Φραγκιά. Όλη η οικογένεια είχε βγει έξω για να περιεργαστεί το κυνήγι, ενώ ο Μηνάς ήδη έκανε παραστατικές περιγραφές των περιπετειών τους, γεμάτος επιφωνήματα και θεατρικές κινήσεις, ενώ ο Τζανέτος κούναγε το κεφάλι του, γελώντας με δυσπιστία. Μόνο η νεαρή Αγάθη δεν παρακολουθούσε τις ιστορίες του ξαδέρφου της και είχε στυλωμένα τα μάτια προς το μέρος του Χριστόφορου και εκείνης.
Η γυναίκα ένιωσε άσχημα.
«Όχι, είπα, ξανθούλη» του είπε κάπως πιο κοφτά και έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν χρειάζεται. Πήγαινε στους δικούς σου, σε περιμένουν για να τακτοποιήσετε το κυνήγι σας»
«Όπως θες» ανασήκωσε τους ώμους ο Χριστόφορος, παραξενεμένος από την αντίδρασή της. «Θα τα πούμε και καμιά άλλη στιγμή, εντάξει; Και άμα χρειαστείς κάτι με αυτόν τον καιρό, βάλε μια φωνή, μην ντραπείς» την χτύπησε φιλικά στον ώμο και έφυγε, τραβώντας το άλογό του ξωπίσω.
«Ευχαριστώ…» ψιθύρισε η Καλλιόπη και έμεινε να τον κοιτά για λίγα δευτερόλεπτα, προτού τρέξει σχεδόν πίσω στο σπίτι της.


Ο Χριστόφορος πλησίασε τους Φραγκιάδες, για να δεχτεί επευφημίες από όλη την οικογένεια, λες και ήταν κανένας ήρωας. Έβαλε τα γέλια, αμήχανος για το πώς να αντιδράσει.
«Τι σας είπε πάλι;» στριφογύρισε τα μάτια του, δείχνοντας τον Μηνά.
«Την αλήθεια!» πετάχτηκε ο Τζανέτος και οι επευφημίες ξανάρχισαν.
«Καλά, καλά, καθίστε τώρα να τακτοποιήσουμε το κυνήγι και συνεχίζετε μετά τους πανηγυρισμούς» κούνησε τα χέρια του για να τους ηρεμήσει και γύρισε στο Μηνά, ενώ οι γυναίκες έσπευσαν να φέρουν τα σύνεργα του τεμαχισμού και ο Φραγκιάς τα δοχεία που θα το έβαζαν για να το παστώσουν. «Να δω πότε θα σταματήσεις τις υπερβολές σου!» τον σκούντησε με τον αγκώνα του.
«Ώχου, αδερφέ μου, πολύ μετριόφρων είσαι πια!» γκρίνιαξε ο Μηνάς και ο Λουκάς γέλασε.
«Πώς και μιλάς με αυτήν τη γυναίκα, Δημήτριε; Έχεις πάρε δώσε μαζί της;» ρώτησε από το πουθενά ο Τζανέτος, προκαλώντας αμηχανία στην παρέα τους.
«Γιατί να μην της μιλάω δηλαδή; Είναι καλή γυναίκα» απάντησε ο Χριστόφορος πειραγμένα και συνοφρυώθηκε.
«Καλή, ξε- καλή, μια κοινή είναι» σχολίασε πικρόχολα ο στρατιωτικός και τους γύρισε την πλάτη για να μιλήσει στον Φραγκιά.
Ο Χριστόφορος ξεφύσησε ενοχλημένα και ο Μηνάς τον χτύπησε στην πλάτη καθησυχαστικά.
«Μη του δίνεις σημασία. Σκληρός σε όλα του είναι ο Λουκάς, τώρα θα τον μάθουμε;» είπε και -προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα- κοίταξε τριγύρω του για να βρει κάτι άλλο να σχολιάσει. «Ωχ» σκούντησε τον φίλο του. «Σου ‘ρχεται το δεύτερο χτύπημα» του είπε και του έδειξε την Αγάθη που τους πλησίαζε.
Η κοπέλα στάθηκε δίπλα στον Χριστόφορο και εκείνος διακριτικά της έσφιξε το χέρι. Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν σιωπηλοί, αλλά- λες και ήταν συνεννοημένοι- έστρεψαν τα κεφάλια σε μια στιγμή και κοιτάχτηκαν.
«Θέλω να σε φιλήσω» έσκυψε λίγο και της ψιθύρισε στο αυτί.
«Τι έκανες με αυτήν;» πήρε σαν απάντηση από την Αγάθη σε κανονική ένταση και ξαφνιάστηκε.
Ο Μηνάς άρχισε να γελάει και ο Χριστόφορος τον αγριοκοίταξε.
«Μίλαγα! Όπως πάντα!» της απάντησε θιγμένα.
«Πολύ δεν της μιλάς;» του αντιγύρισε εκείνη εκνευρισμένα και αμέσως μούτρωσε.
«Έλα τώρα, βρε ξαδέρφη, λες και δεν τον ξέρεις πια τον Δημήτριο κι εσύ! Αφού είναι κινούμενο φιλανθρωπικό ίδρυμα, άγγελος επί γης!» έσπευσε να παρέμβει ο Μηνάς, μισο- αστεία, μισο- σοβαρά. «Σε όλους μιλάει και όλους του βοηθάει»
«Ουφ, κλείσ’ το πια, μωρέ Μηνά!» γκρίνιαξε έντονα ο Χριστόφορος, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του. «Μόνο άγγελος δεν είμαι…» μουρμούρισε και απομακρύνθηκε απότομα από κοντά τους.
Ο Μηνάς κοίταξε την Αγάθη, που ακόμα είχε σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος θυμωμένα.
«Ο πατέρας σου είπε ότι θα σε παντρέψει οπωσδήποτε μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, το ξέρεις;» τη ρώτησε, σταυρώνοντας κι αυτός τα χέρια.
Η κοπέλα χλώμιασε και έσκυψε το κεφάλι.
«Και πολύ άργησε να το πει, υποθέτω…» μουρμούρισε.
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ απλά ένιωσα ότι έπρεπε να σε προειδοποιήσω» της είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους.


--


Η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία τελείωσε και οι άνδρες προπορεύθηκαν για να βγουν έξω από την εκκλησία ανά ομάδες, ενώ οι γυναίκες έμειναν πίσω, κρυμμένες στα μαντήλια τους, για να μιλήσουν με τον ιερέα. Όλοι τους κρυφά βιάζονταν να επιστρέψουν σπίτια τους για να βάλουν μπρος τις ετοιμασίες για το γιορτινό γεύμα. Το περίσσευμά τους θα το έφερναν πίσω στην εκκλησία του κάστρου για να χορτάσουν και οι φτωχοί και ανήμποροι της πολιτείας.
Όλοι φορούσαν τα καλά τους και εύχονταν ο ένας στον άλλον, σφίγγοντας τα χέρια με εγκαρδιότητα. Ο Μηνάς κορδωνόταν όλο περηφάνια και αποζητούσε με το βλέμμα του τις γυναίκες για να βεβαιωθεί ότι τον κοίταζαν, έτσι περιποιημένος και καλοντυμένος όπως ήταν. Και ο Χριστόφορος ακόμα, που δεν το συνήθιζε, ένιωθε καλύτερα με τον εαυτό του από ό, τι συνήθως και ικανοποιούνταν με τα βλέμματα που λάμβανε. Είχε φρεσκοξυριστεί και είχε φορέσει τα καλύτερα ρούχα που είχε: ήταν ημέρα χαράς και ήθελε για πρώτη φορά να τη ζήσει ως τέτοια, δίχως συστολή και μεγάλη εγκράτεια.
«Με το καλό και στρατιώτης, παιδί μου!» του χαμογέλασε ο Φραγκιάς και τον τράβηξε σε μια σφιχτή, πατρική αγκαλιά.
«Αμήν… Από το στόμα σου και στου Θεού τα’ αυτί, Ιάκωβε» του απάντησε ο νεαρός και τον χτύπησε στην πλάτη ενθαρρυντικά.
«Πού είναι ο Τζανέτος;» αναρωτήθηκε ο Μηνάς. «Θέλω να τον προσκαλέσω στο σπίτι σου Ιάκωβε, εφόσον και οι δικοί μου θα έρθουν σε εσάς»
«Μέσα ήταν ακόμα, μαζί με τον Πανορμίτη. Κάτι συζητούσαν με πολύ ενθουσιασμό»
Ο Χριστόφορος στράφηκε ξανά προς το εσωτερικό του ναού. Έψαξε τους δύο άντρες, αλλά αντίθετα το βλέμμα του εντόπισε μια μορφή καλοντυμένη, η οποία κατευθυνόταν με σίγουρα και καμαρωτά βήματα προς την έξοδο, μαζί με τις δούλες της που την συνόδευαν. Όλοι είχαν προσέξει κατά τη διάρκεια της τελετής την πολυτελή εμφάνιση της άγνωστης κοπέλας που καθόταν μπροστά μπροστά, η οποία κάλυπτε το πρόσωπό της με ένα λεπτό, λευκό πέπλο, κρύβοντας τα χαρακτηριστικά της από την κοινή θέα, όπως επέβαλαν οι κανόνες των αριστοκρατών.
Έμεινε να κοιτά τη λεπτή φιγούρα της αφηρημένα. Ποια να ήταν; Πώς να έμοιαζε; Δεν ήταν σίγουρα από την πόλη τους, γιατί ο Ρωμανός Πανορμίτης, ο διοικητής του κάστρου είχε μονάχα γιους και άλλους ντόπιους αριστοκράτες που να έχουν κόρες σε αυτήν την ηλικία- γιατί πίστευε ότι μάλλον ήταν έφηβη- δεν γνώριζε.
Ο Μηνάς που τον σκούντησε τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Του έδειξε την τριάδα που ερχόταν πίσω από την κοπέλα. Ο Τζανέτος, ο Πανορμίτης και ένας τρίτος άνδρας, εξίσου πολυτελώς ντυμένος, έβγαιναν από τα ναό, γελώντας δυνατά.
«Τι να έγινε;» αναρωτήθηκε, δίχως να παίρνει τα μάτια του από πάνω τους.
«Φαίνεται έχουν καλά νέα; Μοιάζουν πολύ χαρωποί…» ψιθύρισε ο Χριστόφορος. «Ποιος είναι αυτός;»
«Δεν έχω ιδέα… Κανένας άρχοντας καλεσμένος του Πανορμίτη, σίγουρα, με τόση πολυτέλεια. Και αυτή εκεί με το πέπλο θα είναι η κόρη του. Να, έρχεται κατά το μέρος μας ο Τζανέτος, σίγουρα κάτι θα μας πει!»
Αντάλλαξαν θερμές χειραψίες με τον Λουκά και ευχές, μα η περιέργεια δεν συγκράτησε για πολύ τους δύο νέους και σύντομα ρώτησαν για τον ξένο, που ακόμα γελούσε με την καρδιά του με τον Πανορμίτη. Φαινόταν ζεστός και χαρούμενος άνθρωπος και αρχοντικός: ψηλός, ευτραφής, μελαχρινός με γκρίζους κροτάφους και περιποιημένο μούσι.
«Αυτός είναι ο Ιωάννης Κρυστάλλης. Είναι άρχοντας από την Μονεμβασιά, φίλος αδερφικός του Πανορμίτη. Τον καλεί σε κάποιες μεγάλες γιορτές, να τις περνάνε παρέα»
«Και η μικρή;» ρώτησε ο Μηνάς και έκλεισε το μάτι κατά την πεπλοφόρο.
«Είναι η μοναχοκόρη του, χήρος είναι ο άνθρωπος. Δεκαπέντε χρονών είναι η μικρή, άλλο τόσο είναι χήρος και αυτός, στη γέννα την έχασε τη γυναίκα του. Από ό, τι έλεγε στον Πανορμίτη, όμως, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί εφέτος»


Ο Χριστόφορος κοίταξε ξανά την κοπέλα. Ένιωσε μια σύνδεση αμέσως μαζί της, ίσως γιατί και οι δύο είχαν χάσει τη μάνα τους με τον ίδιο τρόπο.
Εκείνη, βέβαια, δεν την είχαν εγκαταλείψει.


Χαμογέλασε με περιέργεια. Πολύ θα ήθελε να έβλεπε το πρόσωπό της. Η κοπέλα στράφηκε προς το μέρος του, λες και άκουγε τις σκέψεις του. Το πέπλο δεν τον άφηνε να δει αν όντως τον κοίταζε, αλλά η καρδιά του άρχισε να χτυπά γοργά, λες και το ήξερε ότι τα μάτια της κοίταζαν μέσα στα δικά του.
Ξερόβηξε κάπως αμήχανα και γύρισε το βλέμμα του πάλι στους φίλους του, χαμογελώντας ακόμα με οικειότητα.


«Ο Μηνάς είναι αδιάκριτος, αλλά αυτή τη φορά νομίζω ότι θα γίνω κι εγώ... Συζητούσατε κάτι χαρμόσυνο;» ρώτησε τον Λουκά με κάποιο δισταγμό.


«Αυτό ετοιμαζόμουν να σας πω. Αμέσως τα μυριστήκατε τα νέα τα μεγάλα, ε;» γέλασε ο Τζανέτος.


«Τι συνέβη;» κράτησε την ανάσα του ο Μηνάς.


«Ο Δεσπότης έφτασε μέχρι την Πίνδο! Η πορεία του τον βγάζει σε κάθε βήμα νικητή! Οι Οσμάνοι δεν τολμάνε να ξεμυτίσουν!» τους είπε όλο ενθουσιασμό.


«Τού δήλωσαν και εκεί επάνω υποταγή;» αναφώνησε ο Μηνάς.


«Ναι! Τα εδάφη γίνονται πάλι δικά μας!»


«Να ζήσεις, κύρη Κωνσταντίνε!» φώναξε ο Μηνάς και ο περίγυρός του τον μιμήθηκε αμέσως μετά.


--


Το τραπέζι ήταν διπλά γιορτινό μετά τα χαρμόσυνα νέα από τον Βορρά. Χοροί, χαρές, τραγούδια, φαγητό και κρασί κυλούσαν άφθονα στο γεμάτο φτωχικό του Φραγκιά, που φιλοξενούσε για τη γιορτινή μέρα όσους συγγενείς και φίλους χώραγε.


Η εστία έκαιγε φουντωμένη και το χιόνι έξω έμοιαζε λιγότερο εχθρικό. Ο Χριστόφορος κατέβασε άλλη μια κούπα κρασί και κοίταξε γύρω του τις χαρές, νιώθοντας ζεστασιά σπάνια στην καρδιά του. Ακόμα και οι γυναίκες ήταν έξω και έδειχναν να το διασκεδάζουν με την ψυχή τους, ενώ τα πιτσιρίκια, παιδιά, ανίψια, εγγόνια, έπαιζαν και ευχαριστιόντουσαν την πανηγυρική ατμόσφαιρα.


Η Αγάθη κοίταξε από την άλλη άκρη του τραπεζιού το Χριστόφορο. Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά. Από τα μάτια της καταλάβαινε ότι ήθελε να του μιλήσει.


Σηκώθηκε με την πρόφαση ότι ήθελε να γεμίσει μία κανάτα στο μαγεριό και περίμενε υπομονετικά εκεί έως ότου ήρθε και η κοπέλα, κρατώντας μια δεύτερη κανάτα. Κοιτάχτηκαν και γέλασαν.


«Τι όμορφη γιορτή!» της είπε, χαϊδεύοντας το μπράτσο της.


«Είναι. Σπάνια έχουμε το περιθώριο να βρεθούμε όλοι μαζί και να μην σκεφτούμε προβλήματα και λύπες» χαμήλωσε το βλέμμα της η ξανθή κοπέλα.


«Χαίρομαι που είμαι κι εγώ μέρος της» χαμογέλασε ο Χριστόφορος.


«Κι εγώ...» του ψιθύρισε και χώθηκε στην αγκαλιά του.


Ξαφνιασμένος, την έκλεισε βιαστικά στα μπράτσα του και ύστερα την απομάκρυνε αμέσως.


«Μπορεί να μπει κανείς» της είπε ήρεμα, κοιτώντας την στα μάτια.


«Θέλω να είμαι στην αγκαλιά σου συνέχεια, Δημήτριε...»


«Κι εγώ το θέλω αυτό, μικρή μου, αλλά ξέρεις ότι δεν... Δεν είμαι καλός σε αυτά» έπιασε το κεφάλι του με αμηχανία ο Χριστόφορος.
«Καλά θα κάνεις να τα μάθεις, λοιπόν.... Η μάνα μου λέει ότι οι άντρες πρέπει να είναι οι έμπειροι στον γάμο!» του απάντησε έντονα η Αγάθη και του γύρισε την πλάτη εκνευρισμένα.
Ο Χριστόφορος έμεινε με μισάνοιχτα τα χείλη, να κρατά ακόμα το κεφάλι του. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί όλα αυτά που είχε ακούσει σε μόλις δύο προτάσεις.


--


Αργά τη νύχτα, η ησυχία έπεσε επιτέλους στο φτωχικό. Οι καλεσμένοι είχαν φύγει, φορτωμένοι με απομεινάρια από τα φαγιά, κουβαλώντας ο καθένας από ένα φανάρι να τους φωτίζει το δρόμο της επιστροφής.
Στο δωμάτιο της εστίας, ο Φραγκιάς τέλειωνε την ανάγνωση της ιστορίας της Γέννησης, ενώ η γυναίκα του μάζευε τα τελευταία κατάλοιπα του τραπεζώματος. Τα παιδιά του, ο Χριστόφορος, ακόμα και η κόρη του με τα παιδιά της και τον άντρα της, ήταν καθισμένοι σε μαξιλάρια απέναντι από την εστία και γύρω από τον Ιάκωβο.
Ο Χριστόφορος έκανε το σταυρό του και γλάρωσε στη γωνιά που ακουμπούσε. Η φωτιά αργοπέθαινε, βάφοντας το δωμάτιο με ένα σκοτεινό πορτοκαλί χρώμα και τονίζοντας τα πρόσωπα με βαριές σκιές.
Τα βλέφαρά του βάρυναν σαν άρχισε η μεγάλη κόρη του Φραγκιά να νανουρίζει το μωρό της στην αγκαλιά της με ένα τραγούδι, που γέμισε κάπως μελαγχολικά το σπιτάκι.


Θα έπρεπε να νιώθει πλήρης και ευτυχής. Κι όμως, είχε ένα κακό προαίσθημα.






Vittoria Mantegna